4 Οκτωβρίου 2025

Ο ΠΡΑΤΗΣ (συγγραφέας ο Κυριάκος Ταπακούδης)

Πράτης είναι ο έμπορος που αγοράζει χοντρικά από τους παραγωγούς εμπορεύματα, κυρίως φθαρτά γεωργικά προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες, και τα μεταφέρει σε μεγάλα αστικά μέρη και αγορές μακριά από τον τόπο παραγωγής και τα ματαπουλεί εξασφαλίζοντας κέρδος ανάλογο με την την ζήτηση και την προσφορά.


Τίτλος: Ο ΠΡΑΤΗΣ

Είδος έργου: Μυθιστόρημα
Συγγραφέας: Κυριάκος Ταπακούδης
Έτος έκδοσης: 2026
Σελίδες: 400
ISBN:

 Σημείωση του συγγραφέα

Αντί να μιλήσω για μένα, προτιμώ να μιλήσω για «εκείνον». Έτσι μπορώ να πω την αλήθεια χωρίς φόβο.

 

Περιεχόμενα:     

Περιεχόμενα:      

Πρόλογος                                                 σελίς 5

Κεφάλαιο 1: Παιδική ηλικία                    σελίς 6
Κεφάλαιο 2: Σύνοψη                                σελίς 24
Κεφάλαιο 3: Προοίμιο                             σελίς 29
Κεφάλαιο 4: Της μοίρας                          σελίς 43

Κεφάλαιο 5: Καθημερινότητα                 σελίς 50
Κεφάλαιο 6: Τα καφενεία                        σελίς 67
Κεφάλαιο 7: Θαυμαστά                          σελίς 88
Κεφάλαιο 8: Όλα εδώ πληρώνονται        σελίς 98
Κεφάλαιο 9: Άστοι και προαστοί             σελίς 118
Κεφάλαιο 10: Δύσκολοι καιροί               σελίς 222
Κεφάλαιο 11: Μπουάτ «Ορφέας»            σελίς 237
Κεφάλαιο 12: Χαμπής Ταπακούδης         σελίς 265
Κεφάλαιο 13: Τα παραλειπόμενα            σελίς 280

Κεφάλαιο 14: Ο νόμος της ανταπόδοσης σελίς 324

Κεφάλαιο 15: Η αξία της εξουσίας           σελίς 345

Κεφάλαιο 16: Ο θάνατος παραμονεύει     σελίς 356
Κεφάλαιο 17: Τέλος έργου                        σελίς 387

Επίλογος                                                    σελίς 398

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οι σελίδες που ακολουθούν δεν είναι επινόηση, είναι ζωή. Το νήμα ξετυλίγεται από τα δύσκολα παιδικά χρόνια ενός φτωχόπαιδου στο χωριό, περνά μέσα από τη σκληρή θάλασσα των ποντοπόρων πλοίων και φτάνει στη βιοπάλη και στον αγώνα του εμπορίου.

Είναι ιστορίες που κουβαλούν ιδρώτα, καημό, αλλά και χαρά. Ιστορίες απλών ανθρώπων που έζησαν με στερήσεις και κράτησαν μέσα τους αξιοπρέπεια και καλοσύνη. Δεν πρόκειται για αυστηρή αυτοβιογραφία. Είναι κομμάτια μνήμης, ψηφίδες μιας ζωής με δοκιμασίες και θριάμβους, αδικίες και ευλογίες.

Κάθε περιστατικό, μικρό ή μεγάλο, κουβαλά ένα μάθημα. Όλα μαζί συνθέτουν το πορτρέτο μιας εποχής που πέρασε, αλλά που εξακολουθεί να διδάσκει.

Ο αναγνώστης θα βρει εδώ τον απόηχο μιας Κύπρου φτωχής, της μετανάστευσης και της αγροτιάς, αλλά και την ακατάβλητη δύναμη του ανθρώπου να στέκει όρθιος, να παλεύει και να αφήνει πίσω του το μόνο που αξίζει πραγματικά: την καλή φήμη και τη μνήμη των πράξεών του.

Αν έστω μία ιστορία αγγίξει την ψυχή, τότε ο σκοπός αυτού του βιβλίου έχει επιτευχθεί.

 ωής με δοκιμασίες και θριάμβους, αδικίες και ευλογίες.

Κάθε περιστατικό, μικρό ή μεγάλο, κουβαλά ένα μάθημα. Όλα μαζί συνθέτουν το πορτρέτο μιας εποχής που πέρασε, αλλά που εξακολουθεί να διδάσκει.

Ο αναγνώστης θα βρει εδώ τον απόηχο μιας Κύπρου φτωχής, της μετανάστευσης και της αγροτιάς, αλλά και την ακατάβλητη δύναμη του ανθρώπου να στέκει όρθιος, να παλεύει και να αφήνει πίσω του το μόνο που αξίζει πραγματικά: την καλή φήμη και τη μνήμη των πράξεών του.

Αν έστω μία ιστορία αγγίξει την ψυχή, τότε ο σκοπός αυτού του βιβλίου έχει επιτευχθεί.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

25 ΜΑΡΤΙΟΥ

Ο Κυριάκος μεγάλωσε σε ένα φτωχικό χαμόσπιτο, μια παράγκα του μεγάλου σεισμού το 1953, σε μια πολυμελή οικογένειαΑπό μικρός ένιωθε τυχερός που κατανοούσε γρήγορα τα γράμματα, χωρίς να χρειάζεται να μελετά στο σπίτι. Δεν του άρεσε να διαβάζει και να γράφει στο ψηλό τετράγωνο τραπέζι στο κέντρο της κάμαρης, διότι τα μεγαλύτερα αδέλφια του καταλάμβαναν όλες τις θέσεις.

Υπό το λιγοστό φως μιας λυχνίας πετρελαίου, κάθονταν με τη σειρά για να μελετήσουν τη διδακτική ύλη του σχολείου, και εκείνος, ως μικρότερος, αδυνατούσε να διεκδικήσει το δικό του δικαίωμα. Επιπλέον, απέφευγε το αμυδρό φως της λυχνίας και προτιμούσε να κουλουριάζεται κάτω από το πάπλωμα, στο στενό κρεβάτι στην άκρη της κάμαρης, που μοιραζόταν με τον μεγαλύτερο αδελφό του.

Τέτοιες ώρες, όσο εκείνοι διάβαζαν, απολάμβανε την απλωσιά μόνος, ανοίγοντας πόδια και χέρια σε όλο το στρώμα, παρακαλώντας να μην περάσει η ώρα και να μην έρθει ο αδελφός του να του χαλάσει την άνεση. Σκεπασμένος στο σκοτάδι, ένιωθε ελεύθερος να αφεθεί στις σκέψεις και στα όνειρα του. Με τη φαντασία έπλαθε παραμύθια και ιστορίες. Σκότωνε δράκους, ελευθέρωνε όμορφες κοπέλες, νικούσε τους κακούς και επέβαλλε το δίκαιο. Στις δικές του ιστορίες, ήταν ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής. Και ευχαριστημένος, αποκοιμιόταν συνεχίζοντας να βλέπει άλλα όνειρα, εκείνα του ύπνου.

Αυτές οι στιγμές ήταν η διασκέδασή του, καθώς η οικογένεια, φτωχή και ταπεινή, μοχθούσε όλη μέρα για τον επιούσιο. Από νωρίς έως αργά, όλοι μαζί στα περιβόλια, στα μποστάνια και στις ρέντες.

 

Μια κρύα νύχτα του Μάρτη, ο μεγάλος αδελφός του, ο Χριστάκης, τον φώναξε,

-Κυριάκο, μην κοιμηθείς. Στήσε αυτί, ό,τι πω ενδιαφέρει και εσένα. Και εσείς οι άλλοι, δώστε προσοχή. Ό,τι σας πω, θέλω να το βάλετε στο μυαλό και στην καρδιά. Να σας γίνει οδηγός στη ζωή σας.

Εκείνο το βράδυ, παραμονή της γιορτής του Ευαγγελισμού, τους μίλησε για την Ανάσταση του Γένους. Σαν εκείνη τη μέρα, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο στην Αγία Λαύρα και κήρυξε την Επανάσταση του 1821. Εμψύχωσε τους Έλληνες που με πατριωτισμό, πολέμησαν και κατάφεραν να ελευθερωθούν μετά από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς.

Στην αρχή, ο Κυριάκος ένιωσε δυσαρέσκεια. Θα του χαλούσε τις φανταστικές περιπέτειες. Όμως καθώς άκουγε, τον μάγεψε η αφήγηση. Τα λόγια του αδελφού του κυλούσαν σαν χείμαρρος, απλά και όμορφα, περιγράφοντας το έπος του 1821, το μεγαλείο των ηρώων, την αγόγγυστη υπομονή τους, την ανδρεία και την αυτοθυσία τους.

Όταν η διήγηση τελείωσε, ένιωσε στεναχώρια. Θα θελε να συνεχίσει, αλλά ο αδερφός του αρνήθηκε ευγενικά, υποσχόμενος όμως ότι την επόμενη μέρα θα πήγαιναν όλοι μαζί στην πόλη για να δουν την παρέλαση και τους εορτασμούς.

Εκείνο το βράδυ ο ύπνος άργησε να έρθει. Ο νους του ταξίδευε στη μακρινή Ελλάδα, στους ήρωες που πολέμησαν για την ελευθερία. Με την ελπίδα ότι μια μέρα θα τους μοιάσει, αποκοιμήθηκε βλέποντας όνειρα γεμάτα μάχες και ηρωικά κατορθώματα.

Το πρωί ξύπνησε πρώτος, γεμάτος ανυπομονησία. Ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στην πόλη για να παρακολουθήσει τη μεγάλη παρέλαση της 25ης Μαρτίου.

Καθισμένος στο λεωφορείο, κοίταζε από το παράθυρο το τοπίο που κυλούσε γρήγορα. Όλα ήταν νέα και πρωτόγνωρα.

Στην πόλη, ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο με σημαιούλες στα χέρια. Από μεγάφωνα ακούγονταν εμβατήρια και ύμνοι, ενώ ο εκφωνητής φώναζε πατριωτικά συνθήματα. Ο κόσμος γεμάτος ενθουσιασμό, έσπευδε να πιάσει καλύτερες θέσεις.

Όταν ακούστηκε η μπάντα, η παρέλαση ξεκίνησε. Μαθητές, παλιοί πολεμιστές, πρόσκοποι και στρατιώτες περνούσαν με λεβεντιά, και εκείνος, γεμάτος υπερηφάνεια, τους καμάρωνε.

Χρόνια αργότερα, ακόμη και όταν ο ίδιος έλαβε μέρος σε παρελάσεις, καμία δεν του άφησε την ίδια αίσθηση με την πρώτη. Θυμόταν εκείνες τις εποχές, όταν οι δάσκαλοι ενέπνεαν στους μαθητές περηφάνια για την ελληνική τους ταυτότητα και αγάπη για την πατρίδα.

Τώρα σκεπτόταν πως οι καιροί είχαν αλλάξει. Μερικοί πολιτικοί και ισχυροί αμφισβητούσαν την παράδοση. Οι παρελάσεις είχαν υποβαθμιστεί, και οι νέοι δεν γαλουχούνταν πια με τα ίδια ιδανικά. Αλλά η φλόγα που άναψε στην ψυχή του εκείνη την παγερή νύχτα του Μάρτη, από τα λόγια του αδελφού του, τον συνόδευσε για όλη του τη ζωή.


Ο ΣΙΑΗΛΟΣ

Καθώς η ζωή στην οικογένεια ήταν δύσκολη, από νωρίς πριν ακόμη τελειώσει το δημοτικό, ο Κυριάκος βρέθηκε στο περβόλι με την τσάπα, προσπαθώντας να γυρίσει τις δυσιές, να βοηθήσει τη μητέρα του, που ήταν άρρωστη και αδύναμη. Το χωράφι ήταν μεγάλο, γεμάτο λεμονιές και οπωρικά για την επιβίωση της οικογένειας.

Από το χωράφι έβλεπε τον Σιάηλο, τον γραφικό γυρολόγο που γύριζε τα χωριά μαζεύοντας άδεια ποτσούθκια από τις μπογιές, να περνάει στον χωματόδρομο δίπλα. Τα παιδιά τον περιγελούσαν, μα εκείνος τους μιλούσε μειλίχια, κουβαλώντας τη δική του μοναξιά και το όνειρο να παντρευτεί.

Γυρνούσε τις γειτονιές φωνάζοντας:

-Ποτσιά της πογιάς αγοράζω, κόρη κοπελλούες!

Πολλά κορίτσια, από λύπηση του έδιναν τα μεταχειρισμένα μπουκάλια και ποτσούθκια δωρεάν. Ήταν γραφικός τύπος, καμπούρης, με ένα ραβδί που χρησίμευε ως αποκούμπι για να στηρίζει το σώμα του που έγερνε μπροστά. Πάντα σκυφτός, με μια σακούλα στον ώμο, θύμιζε φιγούρα από βιβλίο. Ξεχώριζε από μακριά, είτε με ζέστη είτε με κρύο, καθημερινά, από την Έμπα ροβολούσε στα κάτω χωριά, τη Χλώρακας και τη Λέμπα.

Τα μικρά παιδιά έτρεχαν γύρω του και τον περιγελούσαν, αλλά εκείνος τους χαμογελούσε ήρεμα. Ήταν από τους έσχατους της κοινωνίας σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι ζούσαν σε ανέχεια και προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στα δεδομένα του καιρού. Ζώντας σε έναν εφιάλτη κοινωνικής απομόνωσης, προσπαθούσε να προστατευτεί με τον δικό του τρόπο και να δημιουργήσει μια διαφορετική λογική επαφής με την πραγματικότητα.

Με αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη δική του σοφία, συνομιλούσε και αστειευόταν με τα μικρά παιδιά και τις νοικοκυρές, ενώ απέφευγε τους υπόλοιπους. Περιδιάβαινε με τη σακούλα στον ώμο, εμπορευόμενος μεταχειρισμένα υαλικά προϊόντα. Είχε αδυναμία στις κοπελλούες και προσπαθούσε να πιάνει κουβέντα μαζί τους, ελπίζοντας πως κάποια θα τον παντρευόταν. Εκείνες τον περίπαιζαν, αλλά αυτός, μωροπίστευτος, κρατούσε την προσδοκία.

Στο τέλος, αφού κατάλαβε πως καμία δεν θα δεχόταν, παντρεύτηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα που του πρότειναν. Εκείνη, γεροντοκόρη πάνω από τα εξήντα, περίμενε χρόνια έναν γαμπρό και προσευχόταν κάθε βράδυ να της στείλει ο Θεός κάποιον, όποιον και αν ήταν. Είχε σκοπό πριν πεθάνει να παντρευτεί, και ήξερε πως, όπως ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, έτσι μπορούσε να έρθει και για εκείνη οποιαδήποτε στιγμή.

Την ημέρα που η προξενήτρα της πρότεινε τον Σιάηλο, δέχτηκε αμέσως και της υποσχέθηκε μπαξίσι αν ολοκλήρωνε τη συμφωνία.

Ο Σιάηλος την παντρεύτηκε, όμως τα εισοδήματά πενιχρά, δεν επαρκούσαν να ζήσουν. Έτσι, καθώς γύριζε τα χωριά αγοράζοντας άδεια ποτσούθκια από τις μπογιές παπουτσιών stemma για να τα μεταπωλήσει, από όποιο χωράφι περνούσε, έκοβε και λίγα οπωρικά.

Πολλοί περβολάρηδες, όταν τον έβρισκαν να κοκκολογά στα χωράφια τους, δεν θύμωναν, γιατί ήξεραν τη φτώχεια του.

Μια φορά, ενώ βάκλιζε καρύδια σε ξένο χωράφι, πέρασε ένας περαστικός και τον ρώτησε πώς κατάφερε να είναι τόσο μεγάλα και αν μπορούσε να δοκιμάσει ένα. Και εκείνος, ο αθεόφοβος, με το γνωστό του θράσος και αφέλεια, απάντησε:

Ά, φίλε μου, βάζω πολλή κόπριν και νερό, γι’ αυτό είναι τόσο μεγάλα. Μάζεψε όσα θέλεις, φίλε μου, πάρε κι έσσω να φάν τα μωρά.


ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

Ήταν καλός μαθητής. Καταλάβαινε την υπεροχή του σε σχέση με τα άλλα παιδιά και ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση που ξεχώριζε. Ο θείος του ήταν παπάς, και έτσι έμαθε ψαλμούς και νηστείες. Τον ακολουθούσε και τον βοηθούσε στους εσπερινούς, στις λειτουργίες στις κηδείες, και νήστευε πιστά τα σαρανταήμερα και τα πενηνταήμερα.

Η φτώχεια τον έβαζε σε πειρασμό. Ζήλευε τα άλλα παιδιά που είχαν κάθε λογής λιχουδιές, ενώ ο ίδιος απλώς κοιτούσε με λαχτάρα.

Μια μεγάλη Ανάσταση, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έπαιζε με τα άλλα παιδιά στον περίβολο της εκκλησίας περιμένοντας να χτυπήσουν οι καμπάνες. Στην άκρη της πλατείας, στο καφενείο, είδε να ανάβουν τα φώτα. Ήταν το καφενείο της γιαγιάς του, που πριν πάει στην εκκλησία είχε περάσει για κάποια δουλειά. Χαρούμενος, έτρεξε να της ζητήσει ένα ποτήρι νερό.

Η καλή του γιαγιά του έδωσε να πιει και τον τράταρε με έναν κουραμπιέ.

-Καλή μου γιαγιά, δεν τον θέλω, δεν μπορώ να τον φάω γιατί νηστεύω, της είπε.

Κι όπως λέει η παροιμία «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται», βγήκε έξω να συνεχίσει το παιχνίδι με τα παιδιά.

Μα μόλις πέρασε το κατώφλι, συνειδητοποίησε τη γκάφα του. Σε λίγη ώρα, που θα χτυπούσαν οι καμπάνες για την Ανάσταση, θα τέλειωνε η νηστεία. Θα μπορούσε να πάρει τον κουραμπιέ και να τον φάει μετά, μα χωρίς να το σκεφτεί, τον είχε αρνηθεί για χάρη της νηστείας του πενηνταημέρου, για χάρη της πίστης και της θρησκείας.

Η στεναχώρια του ήταν μεγάλη και τα έβαλε με τον εαυτό του και την κουταμάρα του.

Πέρασαν χρόνια, πέρασαν δεκαετίες, κι όμως η πίκρα για την αφέλειά του τον συνόδευε για χρόνια, όχι για τον ίδιο τον κουραμπιέ, αλλά για την παιδική αφέλεια που τον είχε στερήσει από μια μικρή χαρά.

 

Η ΒΡΥΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΚΟΥ

Το σπίτι άδειασε ενωρίς. Η μητέρα του πέθανε, ο πατέρας του έλειπε συνέχεια για δουλειές, και τα μεγαλύτερα αδέλφια είχαν φύγει για να εργαστούν στη Χώρα. Έμεινε μόνος, με τις δυο μικρές αδελφές του, που προτιμούσαν να παίζουν με τις φίλες τους. Έτσι, μοναχικός, γύριζε στα χωράφια εξερευνώντας την άγρια βλάστηση που υπήρχε τότε σε αφθονία. Μεγάλα αιωνόβια δέντρα τρεμιθιές, βελανιδιές, μοσφυλιές, φορτωμένα άγριους καρπούς που του πρόσφεραν τροφή στις περιπλανήσεις του. Τα τεράτσια με το γλυκό μέλι, η πικράδα των ώριμων βελανιδιών, η ξινάδα των μοσφυλιών, μα πιο αγαπητά τα καλοτσάκιστα τρεμίθια που έτρωγαν άνθρωποι και ζώα. Οι καυκάλλες σπαρμένες με σιάγκουλα, μαχαιράδες και άγρια λουλούδια κάθε λογής.

Κάτω από μια τερατσιά υπήρχε ένα παλιό πηγάδι σκαμμένο σε σκληρή πέτρα, ξέφραγο και επικίνδυνο, που τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Έσκυβε και έριχνε πέτρες για να ακούει το «μπλούμ» του νερού. Πιο μακριά, μια αρχαία πετρόχτιστη βρύση έτρεχε αστείρευτο, γάργαρο νερό όλο τον χρόνο. Ήταν ο Πύρκος, όμορφος σαν πύργος, κτισμένος σε ύψωμα να αγναντεύει τον θαλασσινό κάμπο και να ποτίζει τα χωράφια αλλά και να ξεδιψά τους περαστικούς.

Τα χρόνια εκείνα ήταν φτωχικά αλλά όμορφα. Το χωριό αραιοκατοικημένο, τα σπίτια σκορπισμένα σε καταπράσινες αυλές, τα χωράφια και τα λαγκάδια γεμάτα ζωή. Ο Κυριάκος περπατούσε ανέμελος, τραγουδώντας δυνατά κυπριακούς σκοπούς και ψαλμωδίες, ονειρευόμενος να είχε ένα μουσικό όργανο για συνοδεία.

Μια μέρα, στην άκρη του χωριού, στο χωράφι του Μούκκουρου, συνάντησε τον μεγάλο του ξάδερφο τον Αντρίκκο, που έφτιαχνε με σουγιά ένα πιθκιάβλι. Όταν το τελείωσε και έπαιξε έναν σκοπό, ο Κυριάκος έμεινε μαγεμένος. Ο ξάδερφος του βλέποντας την έκφρασή του, του το χάρισε.

Από τότε δεν το αποχωρίστηκε. Μέρες και νύχτες προσπαθούσε να μάθει να παίζει. Και όταν καθισμένος στη ρίζα μιας τερατσιάς κατάφερε να αποδώσει τέλεια το τραγούδι του «Βοσκού», η χαρά του ήταν απερίγραπτη.

Μα καθώς σηκώθηκε να ρίξει πέτρες στο πηγάδι, το πιθκιάβλι γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε μέσα. Η λύπη του ήταν μεγάλη. Τρεις μέρες και νύχτες ήταν απαρηγόρητος.

Την τρίτη νύχτα κουρασμένος και νηστικός, σκυμμένος πάνω στο τραπέζι αποκοιμήθηκε. Ξημερώματα, μια ιδέα ή ίσως ένα όνειρο τον ξύπνησε απότομα. Θυμήθηκε μια ιστορία που είχε πει ο δάσκαλος, για ένα πηγάδι που επικοινωνούσε με μια βρύση, το Κεφαλόβρυσο. Πετάχτηκε και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον Πύρκο.

Και εκεί, στη μικρή λιμνούλα της βρύσης, βρήκε το πιθκιάβλι του να επιπλέει στο νερό.


ΤΟ ΚΟΚΚΟΛΟΓΗΜΑ

Με το τέλος του Δεκαπενταύγουστου ξεκινούσε η συγκομιδή των τερατσιών. Ο Κυριάκος βοηθούσε στη συγκομιδή, μια σκληρή δουλειά στην οποία έπαιρνε μέρος όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι. Λίγες μόνο μέρες κρατούσε το μάζεμα, και ύστερα έπιανε το κοκκολόημα. Με μια μακριά βάκλα ή ανεβαίνοντας στα δέντρα, μάζευε ένα ένα τα τεράτσια που είχαν απομείνει αραιά στα ξώκλωνα. Ήταν δουλειά επίπονη και κουραστική, μα έπρεπε να γίνει γρήγορα, πριν προλάβουν άλλοι να το κάνουν, ήταν η μόνη του ευκαιρία να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόταν για να πληρώσει τα δίδακτρα του γυμνασίου. Τότες, ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι μαθητές πλήρωναν για να φοιτήσουν στην ανώτερη εκπαίδευση, τη λεγόμενη «γυμνασιακή μόρφωση», που διαρκούσε έξι χρόνια.

Ήταν δεκαπέντε χρονών, μαθητής της τρίτης τάξης στο Α’ Γυμνάσιο Πάφου, γνωστό και ως «Νικολαΐδειο». Το τρίτο διάλειμμα, μεγαλύτερο από τα άλλα, διαρκούσε δεκαπέντε λεπτά. Οι μαθητές συνωστίζονταν στην καντίνα του Αγάπιου, πασχίζοντας ποιος να προλάβει πρώτος ένα σάντουιτς. Φτωχικές όμως οι εποχές, πολλοί, όπως και εκείνος, δεν είχαν χρήματα. Με την κοιλιά να γουργουρίζει, έβλεπε τους άλλους να τρώνε και τους ζήλευε σιωπηλά.

Μια μέρα, η πείνα τον έσφιξε τόσο, που σκέφτηκε πως ίσως, την ώρα που θα χτυπούσε το κουδούνι και οι μαθητές θα έφευγαν βιαστικοί για την τάξη, κάποιου να του έπεφτε κάποιο νόμισμα. Κάθισε λοιπόν δίπλα στο παράθυρο της καντίνας και περίμενε. Μόλις το κουδούνι ήχησε και ο προαύλιος χώρος άδειασε, έσκυψε, και με χαρά που φώτισε το πρόσωπό του, είδε μισό σελίνι κάτω στο χώμα.

Με αυτό αγόρασε τρία παξιμάδια και μια φέτα σαλάμιτο πιο νόστιμο γεύμα της ζωής του.

Για πολλές μέρες ακόμη, τις επόμενες, προσπάθησε το ίδιο, όμως η τύχη δεν τον ξανασυνάντησε.

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Στα δεκαέξι του βίωσε τον θάνατο από κοντά, όταν αρρώστησε και πέθανε ο παππούς Λεωνής. Το δέρμα του κιτρίνισε, μια αφόρητη φαγούρα του έτρωγε το κορμί, και δεν είχε πια ούτε το μεγάλο μουστάκι που τον συνόδευε μια ζωή, ούτε φρύδια, αφού οι τρίχες είχαν φύγει από το πολύ ξύσιμο. Η φυσιολογική όψη του είχε χαθεί, αντικατασταθεί από ένα χλωμό κιτρινωπό χρώμα. Οι μεγαλύτεροι έλεγαν πως είχε «ζαννί», μια ανίατη ασθένεια του αίματος.

Κατάκοιτος, υπέφερε για καιρό, ώσπου να ξεψυχήσει. Το πατρικό του σπίτι και εκείνο του παππού, τα χώριζαν λίγα μέτρα, ήταν και τα δύο στην ίδια αυλή. Κάθε μέρα του ετοίμαζε ένα τσάι και καθόταν ώρες μαζί του, προσπαθώντας με φτωχά λόγια παρηγοριάς, όσα γνώριζε τότε, να του απαλύνει έστω λίγο, το βάσανο. Παρακολούθησε το μαρτύριο του ως την τελευταία στιγμή. Με το μυαλό  ακόμη παιδικό και φοβισμένο, βίωσε βήμα-βήμα τη διαδικασία του θανάτου.

Σκεπτόταν πως, αν ο ίδιος πονούσε και φοβόταν τόσο μόνο με την ιδέα του θανάτου, πόσο περισσότερο θα υπέφερε ο παππούς, που πέρα από τον σωματικό πόνο αντιλαμβανόταν και το αναπόφευκτο του τέλους. Βαριές σκέψεις, κολλημένες στο μυαλό του, προσπαθούσαν να ξεδιαλύνουν το μυστήριο του φόβου του θανάτου, ενός ενστίκτου βαθιά ριζωμένου στην ανθρώπινη φύση, που ούτε ο νους ούτε η γνώση μπορούν να νικήσουν ή να κάνουν αποδεκτό. Ένα ένστικτο που κατατρώγει τον ετοιμοθάνατο, τον κατασπαράζει και τον βυθίζει στο άγχος της μεταθανάτιας αγωνίας.

Όταν ο παππούς πέθανε, έμεινε όλη τη νύχτα με τους μεγάλους να τον ξενυχτούν, όπως όριζε το έθιμο. Την επομένη ήρθαν συγγενείς από μακριά, τα μεγαλύτερα αδέλφια από τη χώρα, φίλοι και γνωστοί από τα γύρω χωριάήρθε και όλο το χωριό. Ο μεγαλύτερος αδελφός του που δούλευε στο νοσοκομείο, έπλυνε και ετοίμασε τον νεκρό για την ταφή. Αργά το δειλινό, τον κήδεψαν με σεμνή τελετή, με τον κόσμο να γεμίζει την εκκλησία και την πλατεία, και όλοι να τον μακαρίζουν.

Το βράδυ αφού έφυγαν οι περισσότεροι συγγενείς, έμειναν οι στενοί για να ανταλλάξουν λόγια παρηγοριάς. Αργά πλέον η ώρα, αποκαμωμένοι, ετοιμάστηκαν να κοιμηθούν. Στις δύο μικρές κάμαρες υπήρχαν τρία κρεβάτια για τα έξι αδέλφια, και εκείνο το βράδυ, επειδή είχε έρθει και η σύζυγος του μεγάλου αδελφού, περίσσευε ένας χωρίς κρεβάτι. Τον έβαλαν να κοιμηθεί στο άδειο νεκρικό κρεβάτι. Παρά τον τρόμο, υπάκουσε. Δεν τόλμησε να αρνηθεί.

Η λαϊκή πρόληψη πως οι νεκροί βγαίνουν τη νύχτα από τους τάφους και η εικόνα του νεκρού παππού είχαν καρφωθεί στο μυαλό του. Οι σκέψεις τον τριβέλιζαν και ο ύπνος δεν ερχόταν. Από μικρός φοβόταν τον θάνατο. Όταν πέθαινε κάποιος στο χωριό, κουλουριαζόταν στο κρεβάτι και κολλούσε στον τοίχο, βυθισμένος στην αγωνία. Αναρωτιόταν πάντα γιατί οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο, χωρίς ποτέ να βρίσκει απάντηση.

Εκείνο το βράδυ, στα δεκαέξι του, φιλοσόφησε το ζήτημα και πήρε μια απόφαση: να ζήσει πριν πεθάνει. Να πεθάνει μία φορά, όχι κάθε μέρα. Γιατί ο φόβος σκοτώνει κάθε μέρα. Με αυτή τη σκέψη, τελικά, αποκοιμήθηκε ως το πρωί.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΥΝΟΨΗ


ΌΣΑ ΕΖΗΣΕ, ΟΣΑ ΚΡΑΤΗΣΕ

Ο ήλιος έπεφτε πίσω από τη θάλασσα της Χλώρακας και το φως του χρυσάφιζε τα χωράφια. Ο Κυριάκος καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού του, με τα γόνατα μαζεμένα και το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα. Ήταν από εκείνα τα παιδιά που κοιτούσαν μακριά όχι μόνο με τα μάτια, αλλά και με το μυαλό. Από νωρίς ένιωθε πως η ζωή δεν θα τον χωρούσε μόνο μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού.

Η φτώχεια δεν τον λύγισε, αντίθετα, τον σκλήρυνε. Ξυπόλυτα καλοκαίρια, χειμώνες με παγωμένο νερό, ψωμί βρεγμένο στο λάδι για πρωινό. Στο μαγαζί του μπακάλη, η μάνα του έγραφε τα ψωνίσματα βερεσέ και χαμογελούσε με συστολή. Η Στασού, γυναίκα καλοσυνάτη και θεοφοβούμενη, πάλεψε όσο μπορούσε, μα στα σαράντα τρία της έσβησε, αφήνοντας πίσω της ένα κενό που κανείς δεν μπορούσε να γεμίσει.

Ο πατέρας του ο Χαράλαμπος, λιγομίλητος, δούλευε από τα χαράματα ως τη νύχτα.
«Δουλειά και καρτερία, γιε μου», του έλεγε. «Όλα τα άλλα είναι για όσους έχουν την πολυτέλεια να χάνουν χρόνο».

Και ο Κυριάκος, κοιτάζοντας τον ορίζοντα, ήξερε πως ό,τι κι αν έφερνε ο δρόμος, θα προχωρούσε.

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΛΕΙ

Το 1973, μετά την Τεχνική Σχολή και τη στρατιωτική θητεία, ο τόπος έμοιαζε μικρός. Μια μέρα, στο καφενείο, κάποιος ναυτικός διηγιόταν για λιμάνια, καπνούς σε καταγώγεια, φώτα και γεύσεις μακρινές. Ο Κυριάκος ένιωσε σαν να του χτύπησε η καρδιά.

Δυο μήνες μετά, στεκόταν στο κατάστρωμα ενός τεράστιου τάνκερ, και ο αέρας του μαστίγωνε το πρόσωπο. Στην αρχή φοβόταν. Οι νύχτες στη Μαύρη Θάλασσα, οι τρικυμίες, τα κύματα που κατάπιναν τον ορίζοντα…

Μα σύντομα ξεθάρρεψε. Η θάλασσα του έγινε σαν ερωμένη. Δύσκολη, αδίστακτη, αλλά ακαταμάχητη. Γνώρισε λιμάνια γεμάτα φώτα και μουσικές, σοκάκια με μυρωδιές από μπαχαρικά και γυναίκες που χαμογελούσαν με μάτια μισόκλειστα. Μα όταν το καράβι έφευγε, έμενε η σιωπή και η μοναξιά. Έμαθε να μην δένεται με ανθρώπους, αλλά μόνο με τη θάλασσα.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ

Πέντε χρόνια μετά, ένα γράμμα από τον πατέρα του τον βρήκε στον Ινδικό Ωκεανό. Ο Χαμπής είχε χτυπήσει σοβαρά και δεν μπορούσε να συνεχίσει το επάγγελμα του πράτη. Ξεμπάρκαρε και γύρισε.

Με τις οικονομίες του αγόρασε ένα φορτηγό και γέμισε την καρότσα με φρούτα και λαχανικά, γυρνώντας τα χωριά και πουλώντας στις κεντρικές αγορές. Η τέχνη του παζαριού ήταν στο αίμα του. Μπορούσε να μυριστεί έλλειψη στην αγορά πριν ακόμη συμβεί. Ξενυχτούσε στους δρόμους, οδηγώντας από τη Λευκωσία στην Πάφο, φορτώνοντας, ξεφορτώνοντας, μετρώντας τις εισπράξεις με τα μάτια κόκκινα από τα ξενύχτια.

 

ΣΑΝ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Με τον καιρό, καθώς η επιχείρηση μεγάλωσε, προσέλαβε οδηγούς, επένδυσε σε ψυκτικούς θαλάμους και μετέφερε προϊόντα σε όλη την Κύπρο. Κατάφερε να γίνει οικονομικά ανεξάρτητος, παρέμεινε όμως ο ίδιος άνθρωπος που ξεκίνησε με μια καρότσα φρούτα και ένα όνειρο.

Και όταν ήρθε ο καιρός να τα παρατήσει, στον ίσκιο ενός θεόρατου δέντρου, στο τέλος κάθε μέρας, καθόταν στην αυλή και άκουγε τον αέρα να περνά μέσα από τις λεμονιές και σκεφτόταν. Από το μικρό σπίτι της Χλώρακας, στη γέφυρα ενός τάνκερ, ύστερα στα παζάρια της Κύπρου…

Ο δρόμος ήταν μακρύς. Και τον είχε περπατήσει ολόκληρο, με ιδρώτα, πείσμα και την αίσθηση πως, ότι κι αν ερχόταν, θα το άντεχε. Και στις αναπολήσεις του, περνούσαν περιστατικά της ζωής του ως πράτης και τα ξαναθυμόταν και τα διηγόταν στον αγαπημένο του εγγονό σαν παραμύθια:


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΠΡΟΟΙΜΙΟ

ΟΤΑΝ ΘΕΛΕΙ Η ΠΕΘΘΕΡΑ (μέρος 1)

Ο Κυριάκος επιστρέφοντας από τα καράβια, κουβαλούσε μαζί του όχι μόνο τις ιστορίες των θαλασσών και των ξένων λιμανιών, αλλά και λίγες οικονομίες που είχε καταφέρει να μαζέψει με κόπο. Δεν ήταν πολλά τα χρήματα, μα αρκετά για να του δώσουν έναν μικρό αέρα ελευθερίας, έναν δρόμο να ακολουθήσει στη νέα πραγματικότητα της πατρίδας του.

Με τον πατέρα του, άνθρωπο ριζωμένο στο εμπόριο και τις αξίες του, μαζί ασχολήθησαν με το παλιό επάγγελμα του πράτη. Ο πατέρας του, με μάτια που πάντα έμοιαζαν να μετρούν τον κόσμο σιωπηλά, τον στήριξε από την πρώτη στιγμή. Γνώριζε πως η γη ξανά βρισκόταν στην καρδιά της κυπριακής οικονομίας, και πως οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από κάποιον να διακινεί τα προϊόντα τους, να μεταφέρει τον κόπο τους σε άλλες επαρχίες.

Έτσι ο Κυριάκος με την καθοδήγηση του πατέρα του, αγόραζε τα γεωργικά προϊόντα από τους παραγωγούς. Ντομάτες κατακόκκινες, αγγουράκια με τη μυρωδιά της πρωινής δροσιάς πάνω τους, πατάτες με το χώμα ακόμη κολλημένο στις πλευρές τους. Ύστερα, τα φόρτωνε στο φορτηγό του και τα μεταπωλούσε στη Λευκωσία και αλλού. Η δουλειά ήταν πολλή, μα και απαιτητική. Κανείς δεν γινόταν πράτης από τύχη, έπρεπε να έχει νεύρο, δύναμη, αντοχή και κυρίως καρδιά.

Ολημερίς, κάθε μέρα εκτός Σαββάτου, ο Κυριάκος φόρτωνε. Τα τελάρα στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο με μια τάξη που είχε μάθει να επιβάλλεται από μόνη της. Τα χέρια του σκλήρυναν, οι παλάμες του έγιναν σαν δέρμα θαλάσσιου ξύλου, ανθεκτικές, στιβαρές. Το σώμα του, μαθημένο στον άνεμο των καραβιών, προσαρμόστηκε γρήγορα στο βάρος των προϊόντων και στο ρυθμό της γης.

Τις νύχτες, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι επέστρεφαν στα σπίτια τους, ο Κυριάκος άναβε τη μηχανή του φορτηγού και ξεκινούσε για τη Λευκωσία. Ο δρόμος σκοτεινός, ατελείωτος, μια διαρκής εναλλαγή από στροφές, υψώματα και στιγμές απόλυτης σιωπής. Το μόνο που άκουγε ήταν ο μονότονος βόμβος του κινητήρα και το χτύπημα των τελάρων μεταξύ τους, σαν καρδιές που χτυπούσαν μέσα στο σκοτάδι.

Καθώς οδηγούσε, ένιωθε τις μυρωδιές της νύχτας να περνούν από τα παράθυρα: άρωμα θυμαριού από κάποιο λόφο, υγρασία από τις κοιλάδες, καπνός από κάποιες μακρινές καμινάδες. Η νύχτα ήταν ο πιστός του σύντροφος, και το φορτηγό, παλιό αλλά αξιόπιστο, ο αμίλητος φίλος του.

Τα Σάββατα ήταν τα μόνα διαφορετικά. Φρόντιζε να ξεκινά από τη Λευκωσία νωρίς, με σκοπό να φτάσει στο Κτήμα πριν χαθεί το πρωινό. Τα Σάββατα ήταν η μικρή του ανάσα, η μέρα που θύμιζε πως η ζωή δεν ήταν μόνο δρόμος και δουλειά.

Μόλις έμπαινε στην πόλη, ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή. Περνούσε από την αγορά, εκεί όπου ο κόσμος είχε αρχίσει ξανά να ζει με τη μικρή ασφάλεια της καθημερινότητας. Οι έμποροι φώναζαν τις πραμάτειες τους, οι γυναίκες κρατούσαν καλάθια γεμάτα ψώνια, τα παιδιά τριγύριζαν ανάμεσα στους πάγκους. Ήταν μια μουσική ζωής που ο Κυριάκος άκουγε προσεκτικά, σαν να μην ήθελε να χάσει ούτε μία νότα.

Ο προορισμός του ήταν πάντα ο ίδιος, το καφενείο–σουβλατζίδικο του Μωυσή. Βρισκόταν δίπλα στο παζάρι, στην οδό Πάφου Χρυσάνθου, έναν δρόμο που έσφυζε από ζωή και ιστορίες. Εκεί στεγάζονταν τα περισσότερα καταστήματα της εποχής. Μικρομάγαζα με μάλλινα υφάσματα, παπουτσάδικα με δέρματα που μοσχοβολούσαν, ραφτάδικα με παλιά μηχανήματα που έτριζαν σαν μνήμες παλαιότερης εποχής.

Ο Μωυσής ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Με ένα πρόσωπο βαθιά σημαδεμένο από τον ήλιο και σκαμμένο από τα χρόνια, και με μια φωνή που ακουγόταν σαν κάλεσμα, έκανε το μαγαζί του καταφύγιο για πολλούς κουρασμένους εργάτες. Μόλις έβλεπε τον Κυριάκο να πλησιάζει, έβγαζε από την ψησταριά το καλύτερο σουβλάκι, το πιο ζουμερό κομμάτι, και το σέρβιρε μαζί με πατάτες τηγανισμένες στο παλιό γκάζι.

Ο Κυριάκος καθόταν πάντα στο ίδιο ξύλινο τραπεζάκι μόνος ή με παρέα, αλλά πάντα στο ίδιο. Από εκεί μπορούσε να βλέπει τον παλμό της πόλης, τους ανθρώπους να περνούν, τα καροτσάκια να τρίζουν, τους πωλητές να διαλαλούν τις πραμάτειες τους. Ένιωθε πως, έστω για λίγη ώρα, ο κόσμος έβρισκε τον ρυθμό του, και εκείνος μαζί του.

ΜΕΡΟΣ 2

Τα Σάββαταη οδός Χρυσάνθου γέμιζε κόσμο από όλα τα χωριά της επαρχίας. Οι χωρικοί, που όλη τη βδομάδα ήταν σκυμμένοι πάνω στη γη, άφηναν για λίγο τα εργαλεία τους, έβαζαν τα καλοσιδερωμένα ρούχα τους και κατέβαιναν στην πόλη με τα λεωφορεία. Ήταν η μέρα του παζαριού, η μέρα που η πόλη γινόταν σημείο συνάντησης για όλους. Άλλοι έρχονταν να πουλήσουν τα προϊόντα τους, άλλοι να ψωνίσουν, άλλοι απλώς για να δουν κόσμο και να νιώσουν την ανάσα της πόλης που έσφυζε από ζωή.

Ο δρόμος που συνόρευε με το παζάρι μετατρεπόταν κάθε Σάββατο σε έναν μικρό κυκεώνα ανθρώπων. Οι φωνές των πωλητών μπλέκονταν με τα γέλια των παιδιών, ο ήχος από τα σίδερα των καροτσιών αντηχούσε στα στενά, και ένας παλμός, σχεδόν πανηγυρικός, απλωνόταν παντού. Ο Κυριάκος πάντα ένιωθε πως εκείνη η μέρα είχε μια δική της ξεχωριστή ενέργειασαν να ξεκλείδωνε την καρδιά της πόλης, και να της χάριζε ζωντάνια.

Ο Μωυσής ο σουβλιτζής, συνήθιζε να τοποθετεί μια μεγάλη σειρά καρέκλες στο απέναντι πεζοδρόμιομια αυτοσχέδια εξέδρα από όπου μπορούσε κανείς να δει ολόκληρη τη ζωή να ξετυλίγεται μπροστά του. Το μαγαζί του ήταν μικρό, μα τόσο ζεστό και φιλικό που έμοιαζε με σπίτι. Ο ίδιος φρόντιζε την ψησταριά με περισσή τέχνη, και η γυναίκα του, πάντα χαμογελαστή, σερβίριζε καφέδες, λεμονάδες, μαστίχες, αναψυκτικά και τα μυρωδάτα τριαντάφυλλα και μουχαλεμπιά που έφτιαχνε με τα χέρια της.

Εκεί, στο απέναντι πεζοδρόμιο, καθόταν ο Κυριάκος κάθε Σάββατο. Ήταν το σημείο του, η μικρή του όαση μετά από μια κουραστική εβδομάδα. Εκεί συναντιόταν με φίλουςάλλοι πράτες, άλλοι εργάτες, άλλοι απλοί άνθρωποι της πόλης. Τρώγοντας σουβλάκια, πίνοντας λεμονάδες που μύριζαν καλοκαίρι, σχολίαζαν τη ζωή που περνούσε μπροστά τους σαν ταινία.

Και ανάμεσα στις κουβέντες και τα γέλια, όλοι τους είχαν το βλέμμα στραμμένο στα νεαρά κορίτσια που πηγαινοέρχονταν στο παζάρι. Εκείνα τα Σάββατα ήταν και για τις κοπέλες μια ευκαιρία. Φορ.ωντας τα καλά τους φορέματα τα ραμμένα με μεράκι, περνούσαν από τον δρόμο αφήνοντας πίσω τους ίχνος από άρωμα γιασεμιού ή λεβάντας, και έδειχναν με συστολή, μα και περηφάνια, την ομορφιά και τη νιότη τους.

Το φλερτ της εποχής εκείνης δεν ήταν ποτέ ανοιχτό ή θρασύ. Γινόταν διακριτικά, σχεδόν αθώα. Με βλέμματα που συναντιούνταν για μια στιγμή και μετά χάνονταν, με μικρά χαμόγελα, με ένα πέρασμα που διαρκούσε λίγο περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. Οι νέοι της εποχής προσέχανε να μην παρεξηγήσουν, γιατί συνήθως πίσω από τις κοπέλες ακολουθούσε και κάποιος αδελφός, ξάδελφος ή συγγενής που «τις πρόσεχε». Ήταν οι άγραφοι νόμοι των χρόνων εκείνωννόμοι που όλοι γνώριζαν και σεβόντουσαν.

Όταν μια κοπέλα έδειχνε ενδιαφέρον, έστω και από απόσταση, τότε ξεκινούσε σιωπηλά ένα παιχνίδι ματιών. Δεν χρειαζονταν κουβέντες, ούτε τολμηρές κινήσεις. Ένα βλέμμα μπορούσε να σημαίνει περισσότερα απ' όσα χιλιάδες λέξεις. Από αυτό το αθόρυβο φλερτ γεννιούνταν συχνά οι πρώτες σπίθες μιας πιθανής ένωσης. Και όταν η σπίθα ήταν αμοιβαία, το επόμενο βήμα ήταν το προξενιό.

Ο Κυριάκος είχε δει πολλούς γνωστούς του να παντρεύονται με αυτόν τον τρόπο. Νέοι που η ζωή τους άλλαξε από ένα βλέμμα ενός Σαββάτου, από ένα χαμόγελο που κράτησε λίγα δευτερόλεπτα. Η εποχή εκείνη είχε τον δικό της ρυθμό, μια αίσθηση ότι όλα γίνονταν με μια σοβαρότητα, μια τιμιότητα που δεν χανόταν ποτέ.

Παρά τα ταξίδια του στα καράβια, παρά τις εμπειρίες του σε χώρες όπου τα ήθη είχαν αλλάξει και τέτοιες συνήθειες ήταν ξεπερασμένες, ο Κυριάκος δεν ξέφυγε από τη μοίρα της παράδοσης. Και εκείνος, κάποια στιγμή, έζησε το δικό του φλερτ του Σαββάτου. Ήσυχο, κρυφό, γεμάτο νόημαπου τον οδήγησε σε προξενιό και αργότερα σε γάμο.

Ήταν παράξενο πώς η ζωή, όσο και αν τον είχε ταξιδέψει σε θάλασσες και ξένους τόπους, τον έφερε τελικά πίσω στο παζάρι του Σαββάτου, στο μικρό πεζοδρόμιο με τις καρέκλες απέναντι από το μαγαζί του Μωυσή. Εκεί όπου τα βλέμματα των κοριτσιών μιλούσαν μια γλώσσα παλιά, γνώριμη και αθάνατη. Εκεί όπου η μοίρα έπλεκε αργά και υπομονετικά το νήμα της ζωής του.

Και ο Κυριάκος, καθισμένος με τους φίλους του, πίνοντας τη λεμονάδα του και βλέποντας τον κόσμο να περνά, δεν ήξερε πως αυτές οι στιγμές, τόσο καθημερινές και συνηθισμένες, θα καθόριζαν τη ζωή του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είχε ζήσει ταξιδεύοντας ως τότε.

ΜΕΡΟΣ 3

Ο Κυριάκος, καθισμένος στη γνώριμη θέση του απέναντι από το σουβλατζίδικο του Μωυσή, αισθανόταν εκείνο το παράξενο σφίξιμο στο στήθος που μόνο η πρώτη εντύπωση μιας όμορφης παρουσίας μπορεί να προκαλέσει. Η νεαρή κοπέλα στο μαγαζάκι με τα παπούτσια, με τα μακριά μαύρα μαλλιά που έπεφταν σαν βελούδο στους ώμους της, είχε συνεπάρει τα μάτια του και, χωρίς να το καταλάβει, και τη σκέψη του. Οι φίλοι του, που είχαν αντιληφθεί τον τρόπο που την παρατηρούσε, έσπευσαν να του κόψουν τη φόρα, να τον προσγειώσουν στα δεδομένα της εποχής.

«Άδικα τη γλυκοκοιτάζεις, Κυριάκο» του είπαν. «Ο πατέρας της έχει όνειρα μεγάλα. Είναι καλή κοπέλα, ήσυχη, αλλά… πολύφερνη. Δεν θα είναι εύκολο.»

Ο Κυριάκος δεν ήταν από τους ανθρώπους που ονειροπολούσαν χωρίς μέτρο. Είχε μεγαλώσει σε χρόνια σκληρά, και η θάλασσα τον είχε διδάξει πως οι επιθυμίες, όσο δυνατές κι αν είναι, δεν αρκούν από μόνες τους για να αλλάξουν τις μοίρες των ανθρώπων. Και όμως, κάτι μέσα του αντιστεκόταν στη λογική. Ένιωθε πως αυτή η κοπέλα, με το συνεσταλμένο ύφος και τη δειλή της χάρη, είχε χαράξει ήδη ένα σημάδι στην ψυχή του.

Έτσι, παρόλο που είπε στον εαυτό του να μην ελπίζει, το βλέμμα του αρνιόταν να υπακούσει. Κάθε τόσο, χωρίς να το συνειδητοποιεί, το στρέφε προς το μαγαζάκι. Εκείνη στεκόταν πλάι στους πάγκους με τα κουτιά των παπουτσιών, άλλοτε συνομιλώντας χαμηλόφωνα με την μητέρα της, άλλοτε περιμένοντας υπομονετικά κάποιον πελάτη.

Και τότε συνέβη το αναπάντεχο. Η κοπέλα, νιώθοντας την παρουσία του να επιμένει, σήκωσε το κεφάλι της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν για ένα κλάσμα δευτερολέπτου, μα ήταν αρκετό για να περάσει ανάμεσά τους ένας αδιόρατος ηλεκτρισμός, σαν ψίθυρος που κανείς δεν τον άκουσε, αλλά και οι δυο τον ένιωσαν.

Ο Κυριάκος γύρισε το βλέμμα του αλλού, σαν να φοβήθηκε πως την είχε ενοχλήσει. Οι φίλοι του τον πείραξαν, μα εκείνος χαμογέλασε αμήχανα. Όταν όμως σήκωσε ξανά τα μάτια του, είδε πως και εκείνη τον κοιτούσε πάλι. Όχι επίμονα, όχι με θράσος, μα με μια διστακτική περιέργεια, με ένα αχνό, ανεπαίσθητο χαμόγελο που έμοιαζε να λέει περισσότερα απ’ όσα θα τολμούσε ποτέ να εκφράσει με λόγια.

Από εκείνη τη στιγμή, κάθε κίνηση φαινόταν να αποκτά άλλο νόημα. Ο κόσμος γύρω τους συνέχιζε τη βουή του, οι χωρικοί μπαινόβγαιναν από τα μαγαζιά, τα παιδιά πηγαινοέρχονταν τρέχοντας, και τα καροτσάκια μετέφεραν προϊόντα και εμπορεύματα. Όμως για τον Κυριάκο, όλα έδειχναν κάπως θολά, σαν να τα παρακολουθούσε από απόστασησαν να είχαν μετατοπιστεί λίγο στο φόντο, αφήνοντας μόνο εκείνη καθαρή μπροστά του.

Κάθε Σάββατο που ακολουθούσε, η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν. Ο Κυριάκος, μετά το μακρύ ταξίδι του από τη Λευκωσία και τη στάση του στο μαγαζί του Μωυσή, έβρισκε την ευκαιρία να καθίσει στο ίδιο σημείο. Και εκείνη, πάντα συνεσταλμένη, με την ίδια διακριτική χάρη, προσπαθούσε να φαίνεται απασχολημένη, μα δεν μπορούσε να κρύψει πως και εκείνη πλέον τον αναζητούσε με το βλέμμα της.

Μόνο που οι εποχές εκείνες δεν ευνοούσαν επιπολαιότητες. Τα κορίτσια προστατεύονταν αυστηρά, και πολλές φορές, πίσω τους στεκόταν ένας αδερφός, ένας θείος ή ο ίδιος ο πατέρας. Για τον Κυριάκο, κάθε ματιά της ήταν σαν δώρο. Κάθε γρήγορο, δειλό χαμόγελο, σαν υπόσχεση που όμως κανείς από τους δυο δεν ήξερε αν θα τολμούσε να γίνει πραγματικότητα.

Κάποτε, μια μέρα που ο δρόμος ήταν πιο ήσυχος, εκείνη βγήκε για λίγο έξω, κρατώντας ένα ζευγάρι κουτιά. Τα ακούμπησε προσεκτικά σε ένα τραπεζάκι για να τα τακτοποιήσει. Ο Κυριάκος, που πάλι την παρατηρούσε, είδε τα δάχτυλά της λεπτά, μα σταθεράνα δένουν μια κορδέλα. Κάτι τόσο απλό, και όμως τόσο όμορφο στην απλότητά του, που τον έκανε να αναρωτηθεί πως ήταν δυνατόν να έχει ζήσει τόσα χρόνια χωρίς να έχει συναντήσει αυτό το πλάσμα.

Μα δεν ήταν μόνο η ομορφιά της. Ήταν η σεμνότητά της, ο τρόπος που κρατούσε το βλέμμα της, ο τρόπος που μιλούσε στους πελάτες με σεβασμό και ευγένεια. Ένας χαρακτήρας χωρίς επιβολέα, αλλά που φανερωνόταν σιγά-σιγά, όπως αποκαλύπτει η θάλασσα τα μυστικά της σε εκείνους που την παρατηρούν υπομονετικά.

Ο Κυριάκος, χωρίς να το ομολογεί ούτε στον εαυτό του, είχε αρχίσει να πλάθει όνειρα. Όνειρα που δεν ήξερε αν άξιζε να τα σκεφτεί ή αν θα έπρεπε να τα διώξει πριν ριζώσουν μέσα του. Έβλεπε όμως κάτι στα μάτια τηςμια μαγεία, μια ανείπωτη συμφωνία, ένα κρυμμένο χαμόγελο– που του έδινε δύναμη να ελπίζει.

Οι φίλοι του γελούσαν με τα «άγραφτα προξενιά» που γίνονταν ανάμεσα σε βλέμματα και χαμόγελα. Μα εκείνος ήξερε πως αν κάτι άξιζε πραγματικά, δεν ήταν το εύκολο, αλλά το αληθινό. Και αυτό που ένιωθε για την κοπέλα από το μαγαζάκι με τα παπούτσια, όσο και αν ήταν στην αρχή του, είχε ήδη αρχίσει να μοιάζει επικίνδυνα… αληθινό.

Αυτό που δεν ήξερε ακόμη ήταν πως η μοίρα, σιωπηλή και υπομονετική, είχε ήδη αρχίσει να υφαίνει τις λεπτές της κλωστές γύρω τους. Κλωστές που, μια μέρα όχι πολύ μακρινή, θα έδεναν τις ζωές τους με τρόπους που ούτε ο ίδιος θα μπορούσε τότε να φανταστεί. 

ΜΕΡΟΣ 4

Από εκείνη τη μέρα, ο Κυριάκος έγινε πια αναπόσπαστο κομμάτι του μικρού κόσμου γύρω από το μαγαζάκι του Μωυσή. Κάθε Σάββατο –και πολλές φορές και καθημερινές όταν έβρισκε ευκαιρίαβρισκόταν από τα χαράματα στο γνώριμο πεζοδρόμιο. Μόλις άνοιγαν τα καταστήματα, αυτός είχε κιόλας παραγγείλει τον καφέ του, τον οποίο η γυναίκα του Μωυσή τού έφερνε πάντα με ένα ζεστό, μητρικό χαμόγελο. «Καλημέρα, γιε μου», του έλεγε, σαν να ένιωθε ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν τυχαία, αλλά πως κάτι βαθύτερο τον κρατούσε καρφωμένο σε εκείνη τη σειρά από καρέκλες.

Ο Κυριάκος έπινε τον καφέ του σιγά, με τρόπο που έδινε την εντύπωση πως απλώς απολάμβανε την ηρεμία του πρωινού. Όμως όποιος τον πρόσεχε καλύτερακαι σίγουρα ο Μωυσής και η γυναίκα του τον είχαν παρατηρήσειθα έβλεπε ότι το βλέμμα του δεν περιπλανιόταν ποτέ άσκοπα. Σταθερά, αθόρυβα, αναζητούσε τη μορφή της κοπέλας στο απέναντι μαγαζάκι. Κάθε φορά που εκείνη έβγαινε από την πόρτα κρατώντας κουτιά με παπούτσια ή κάποια χαρτιά, η καρδιά του χτυπούσε λίγο δυνατότερα.

Το άτυπο αυτό φλερτ μεταξύ του Κυριάκου και της Λύλλας, κράτησε μέρες. Εβδομάδες. Ένα παιχνίδι μεταξύ δύο ανθρώπων που δεν μιλούσαν, δεν πλησίαζαν ο ένας τον άλλο, που ζούσαν όμως ολόκληρη συναισθηματική ιστορία μόνο με ματιές.

Ο Κυριάκος, παρόλο που ήταν άντρας συνηθισμένος στα ταξίδια και τους κινδύνους της θάλασσας, ατρόμητος μέσα στα καράβια, ένιωθε μέσα του μια αμηχανία πρωτόγνωρη. Στον έρωτα ήταν πιο άτολμος απ’ ό,τι πάνω στα κύματα και στο τιμόνι.

Η κοπέλα, από την άλλη, συνέχιζε να δείχνει εκείνη τη συνεσταλμένη ευγένεια, αλλά και μια απόχρωση ενδιαφέροντος που όσο περνούσαν οι μέρες γινόταν πιο φανερή. Δεν ήταν ποτέ απρεπής, ούτε υπεροπτική. Το βλέμμα της, όλο ντροπαλή ζεστασιά, έλεγε περισσότερα απ’ όσο θα μπορούσαν οι λέξεις εκείνης της εποχής. Και ο Κυριάκος, παρακολουθόντας , άρχισε να πιστεύει πως ίσως ο Θεός τού χαμογελούσε ύστερα από καιρό.

Με τον καιρό, έγινε κοινό μυστικό ότι ο νεαρός φθαρτέμπορας που ταξίδευε κάθε νύχτα στη Λευκωσία,εκείνος που είχε το βλέμμα του θαλασσινού μα και την καρδιά του αγρότη, είχε βάλει στο μάτι την κόρη του παπουτσή. Οι φίλοι του τον πείραζαν διακριτικά, μα και με συμπάθεια. «Κυριάκο, θα σε δούμε γαμπρό με τα κουτιά των παπουτσιών για προίκα!» του έλεγαν γελώντας. Αυτός όμως δεν θύμωνε∙ ήξερε πως κάτω από την πλάκα κρυβόταν και η ευχή τους.

Όταν πια κατάλαβε ότι υπήρχε ανταπόκρισηόχι φανερή, όχι ξεκάθαρη, αλλά εκείνη η γλυκιά, τρεμάμενη ανταπόκριση που οι καθωσπρέπει οικογένειες της εποχής δεν θα επέτρεπαν ποτέ να εξελιχθεί δημόσια, πήρε μια απόφαση μετά από μια άγρυπνη νύχτα.

Θα έστελνε προξενητάδες.

Ήταν μεγάλη κουβέντα για έναν άνδρα σαν τον Κυριάκο. Ήξερε ότι το προξενιό είναι δρόμος χωρίς επιστροφή. Αν πήγαινε κάποιος για λογαριασμό του και οι γονείς της κοπέλας απέρριπταν την πρόταση, το όνομα του θα γραφόταν στο νου του κόσμου, και δεν ήθελε να γίνει περίγελος ή να προσβάλλει την κοπέλα με μια αποτυχημένη προσπάθεια. Όμως ένιωθε πως άξιζε να το τολμήσει.

Έτσι, ένα απόγευμα, μετά από πολλές σκέψεις, μάζεψε θάρρος και επισκέφτηκε μια γειτόνισσα στο χωριό, γνωστή για τις μεσολαβήσεις της σε προξενιά. Ήταν μια γυναίκα σοβαρή, έμπειρη, και όλοι ήξεραν πως το κάθε της βήμα είχε βάρος. Εκείνη τον άκουσε με προσοχή, τον κοίταξε για λίγο, και ύστερα είπε:

«Θέλει τρόπο τούτη η δουλειά, Κυριάκο. Οι άνθρωποι εκείνοι σέβονται το σπίτι τους. Δεν θα δεχτούν εύκολα. Μα… θα πάω. Θα πάω, γιατί είσαι καθαρός άνθρωπος.»

Ο Κυριάκος ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει. Ήταν το πρώτο βήμα. Ένα βήμα που, αν ο Θεός ήθελε, θα γινόταν η αρχή μιας ζωής που δεν είχε ποτέ τολμήσει να ονειρευτεί.

Το ίδιο βράδυ, όταν επέστρεψε στο σπίτι του, ο πατέρας του τον περίμενε στο κατώφλι. Ο Κυριάκος τού μίλησε με σεβασμό, του εξήγησε την πρόθεσή του και είδε στο πρόσωπο του μια περηφάνια που δεν περίμενε. Ο πατέρας του έβαλε το χέρι στον ώμο του και του είπε:

«Αν σε θέλει, γιε μου, να ξέρεις πως η ευτυχία σου θα ’ναι και δική μου.»

Τα λόγια αυτά ακούστηκαν σαν ευλογία. Και το επόμενο πρωί, η προξενήτρα φόρεσε το καλό της μαντίλι και ξεκίνησε για το σπίτι του παπουτσή.

Και ενώ εκείνη χτυπούσε την πόρτα, ο Κυριάκος καθόταν πάλι στην καρέκλα του Μωυσή, με τον καφέ μπροστά του, μα χωρίς να μπορεί να πιει ούτε γουλιά. Το βλέμμα του καρφωμένο στο απέναντι μαγαζί, η ψυχή του κρεμασμένη από μια στιγμή που δεν γνώριζε ακόμη αν θα του έφερνε χαρά ή πίκρα.

Και όμως, ήξερε πως η ζωή, όπως και η θάλασσα, ανταμείβει μόνο όσους τολμούν να ταξιδέψουν. Και αυτός, για πρώτη φορά, ταξίδευε όχι με καράβι, αλλά με την καρδιά του.

ΜΕΡΟΣ 5

Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά αργά για τον Κυριάκο. Κάθε πρωί, πριν ξεκινήσει για τα δρομολόγια του, ξυπνούσε με την κρυφή ελπίδα ότι η προξενήτρα θα είχε κάποια είδηση. Κάθε βράδυ, γυρίζοντας κουρασμένος από τη Λευκωσία, ένιωθε το ίδιο βάρος στο στήθος όταν καταλάβαινε πως καμιά απάντηση δεν είχε έρθει. Το παζάρι εξακολουθούσε να ζει και να κινείται όπως πάντα. Τα μαγαζιά άνοιγαν, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν, και εκείνος ένιωθε σαν ξένος μέσα σε έναν κόσμο που πριν λίγες μέρες του φαινόταν γνώριμος και γεμάτος ελπίδα.

Μην αντέχοντας άλλο την αναμονή, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από κάποιον δικό του. Έτσι παρακάλεσε τον μεγάλο του ξάδερφο τον Γιώρκο, έναν άνθρωπο ώριμο, σοβαρό, που τον υπολόγιζαν όλοι να πάει «στα ίσα», όπως είπε, και να ρωτήσει την οικογένεια της κοπέλας για την τύχη του προξενιού. Ήξερε πως ο ξάδερφός του δεν θα μάσαγε τα λόγια του, ούτε θα άφηνε περιθώριο για παρερμηνείες.

Και έτσι έγινε. Ο Γιώρκος πήγε με καλή πρόθεση και με σεβασμόκαι συνομίλησε μαζί τους. Μα όταν γύρισε, το βλέμμα του βαρύ, το περπάτημά του αργό, ο Κυριάκος κατάλαβε πριν ακόμη ακούσει. Η καρδιά του σφίχτηκε. Η απάντηση είχε ήδη γραφτεί στο πρόσωπο του συγγενή του.

«Κυριάκο… δεν θέλουν.»
Η φωνή του ξαδέρφου ήταν χαμηλή, σχεδόν απολογητική.

Ο Κυριάκος ένιωσε τον αέρα να παγώνει γύρω του. Δεν μίλησε. Περίμενε.

«Λένε… πως δεν είσαι για την κόρη τους.»
Είπε ο ξάδερφος και κατέβασε το βλέμμα.

Ο Κυριάκος έσφιξε τις γροθιές του.
«Γιατί;» ρώτησε με μια φωνή που δεν έμοιαζε με τη δική του.

Η απάντηση ήρθε αργά, κοφτά, με εκείνη την άβολη ειλικρίνεια που πονάει περισσότερο από την ίδια την απόρριψη.

«Είπαν πως… ο πατέρας σου παίζε χαρτιά. Και ο θείος σου τα ίδια, μα και… γυναίκες. Και ότι, αφού αυτοί είναι έτσι… μπορεί να είσαι και εσύ. Και πως η κόρη τους δεν θα ’ναι ασφαλής στα χέρια σου.»

Ο Κυριάκος έμεινε ακίνητος. Ένιωσε πρώτα μια μαχαιριά βαθιά, σαν να άγγιξε η φράση αυτή όσα μέσα του προσπαθούσε χρόνια να αποδείξει ότι δεν ήταν. Για μια στιγμή, δεν ήξερε αν πληγώθηκε πιο πολύ ως άντρας, ως ερωτευμένος ή ως γιος. Είχαν προσβάλει εκείνη την κρυφή, ευαίσθητη πτυχή του που δεν έδειχνε ποτέ, την περηφάνια του.

«Αυτά είπε η μάνα της κοπέλας» συνέχισε ο Γιώρκος, «και… τέλος.»

Η κουβέντα σταμάτησε εκεί. Ο ξάδερφος τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, μα ο Κυριάκος δεν απάντησε. Τον ευχαρίστησε μόνο με ένα τυπικό νεύμα. Η καρδιά του όμως είχε γίνει πέτρα.

Εκείνο το βράδυ, όταν έμεινε μόνος, ένιωσε κάτι μέσα του να σπάει. Δεν ήταν μόνο η απόρριψηήταν η αδικία. Το ότι τον έκριναν όχι για το ποιος ήταν, αλλά για το ποιοι ήταν άλλοι πριν από αυτόν. Τον έκριναν για αμαρτίες που δεν ήταν δικές του. Και αυτό πονούσε βαθύτερα απ’ όσο πίστευε πως μπορούσε να πονέσει.

Την επόμενη κιόλας μέρα πήρε την απόφασή του.
Θα σταματούσε να πηγαίνει στο καφενεδάκι.
Θα σταματούσε να περνά από τον δρόμο εκείνο.
Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να σβήσει από μέσα του την εικόνα της.

Το είπε στον εαυτό του με αποφασιστικότητα, σχεδόν θυμό.

Μα η αλήθεια ήταν πως περισσότερο προσπαθούσε να προστατεύσει τον εγωισμό του παρά την καρδιά του. Γιατί μέσα του ήξερε ότι το συναίσθημα δεν σβήνει με μια πεισματική απόφαση.

Και έτσι, για μια ολόκληρη βδομάδα δεν πέρασε από το παζάρι. Καθημερινά, φορτώνοντας τα προϊόντα για τη Λευκωσία, οδηγούσε σκυφτός στο τιμόνι, με το μυαλό του να τρέχει πιο γρήγορα και από το φορτηγό του. Η νύχτα γινόταν σύμμαχος στις σκέψεις του, ο δρόμος άδειος, η καρδιά βαριά.

Προσπαθούσε να ξεδιαλύνει το κουβάρι μέσα του:
Ήταν θυμωμένος; Ή ήταν… ερωτευμένος;
Και το χειρότερο: ποιο από τα δύο πονούσε περισσότερο;

Η εικόνα της κοπέλας ερχόταν μπροστά του ξανά και ξανά, και όσο κι αν πάλευε, δεν μπορούσε να την αποδιώξει. Ο θυμός και η λαχτάρα μπλέκονταν μέσα του σαν δύο αντίθετοι άνεμοι που συγκρούονταν χωρίς να νικιέται κανείς.

Μα ο δρόμος, όπως πάντα, είχε τον τρόπο του να οδηγεί όχι μόνο το σώμα, αλλά και τη μοίρα. Και ο Κυριάκος δεν ήξερε ακόμη πως η ιστορία αυτή… δεν είχε τελειώσει. Θα γύριζε ξανά εκείόχι από πείσμα, όχι από αδυναμία, αλλά γιατί κάποιες φορές, όσο κι αν προσπαθεί ο άνθρωπος, η καρδιά βρίσκει πάντα τον δικό της δρόμο.

ΜΕΡΟΣ 6

Η Δευτέρα εκείνη φαινόταν σαν να είχε ξεχάσει τη βαρύτητα των προηγούμενων ημερών. Ο Κυριάκος, μετά από μια εβδομάδα γεμάτη δρόμους, φορτία και σκέψεις, έφτασε στη Πάφο κατά τις μεσημεριανές ώρες. Καθυστέρησε στο παζάρι, όχι από αμέλεια, αλλά επειδή κάθε Δευτέρα ήταν η ημέρα που έπαιρνε από τους μεσητεμπόρους το αντίτιμο της πώλησης των προϊόντων της προηγούμενης εβδομάδας. Μια συνήθεια που του έδινε σταθερότητα, αλλά εκείνη τη φορά, ασυναίσθητα, η συνήθεια πήρε άλλη τροπή.

Αντί να κατευθυνθεί αμέσως στη δουλειά του, πάρκαρε το φορτηγό σε μια ήσυχη γωνιά και πήγε στο γνωστό στέκι του Μωυσή. Το μαγαζάκι έμοιαζε ίδιο, μα διαφορετικό. Τα χρώματα της πόλης, η ζέστη του ήλιου που έπεφτε πάνω στα μαρμάρινα πεζοδρόμια και το άρωμα του καφέ φάνταζαν πιο έντονα, πιο ζωντανά. Παράγγειλε έναν καφέ και έγειρε πίσω στην καρέκλα, αφήνοντας το βλέμμα του να χαθεί στον δρόμο.

Και τότε, χωρίς καμία προειδοποίηση, το βλέμμα του καρφώθηκε εκεί που ήθελε πιο πολύ. Η όμορφη κόρη του μαγαζάτορα, που τόσες φορές είχε παρατηρήσει διακριτικά, βρισκόταν απέναντι. Μόλις τον είδε, βγήκε έξω, στάθηκε στο πεζοδρόμιο με ένα συνεσταλμένο χαμόγελο που ταυτόχρονα έκρυβε και μια γλυκιά προσμονή. Η καρδιά του Κυριάκου χτύπησε γρήγορα, σαν να τον προειδοποιούσε πως αυτό το βλέμμα δεν ήταν τυχαίο, πως κάτι άλλαζε.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, της χαμογέλασε πλατιά. Το χαμόγελό του ήταν ειλικρινές, γεμάτο χαρά και μια μακρόχρονη αναμονή. Εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως, με ένα αχνό αλλά ζωντανό χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπό της και έκανε τον Κυριάκο να νιώσει πως είχε ξαναβρεί κάτι που είχε μέρες να δει: ελπίδα.

Κάθισαν και οι δύο για λίγο σιωπηλά, μα όχι αμήχανα. Το βλέμμα τους μιλούσε για τις μέρες που πέρασαν, για την αναμονή και τη σιωπηλή επικοινωνία που είχαν ανάμεσα τους, αλλά και για την ανάγκη να ξεκινήσουν κάτι που είχε μείνει ημιτελές. Ο Κυριάκος ένιωσε πως όλα όσα είχαν συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμήοι απορρίψεις, ο θυμός, οι αποστάσειςδεν είχαν σημασία μπροστά σε αυτό το στιγμιότυπο.

Κι έτσι, χωρίς λόγια, η επαφή τους έγινε πιο ουσιαστική. Η παρουσία της, η ζωντάνια των ματιών της, η ηρεμία που εξέπεμπε, έκαναν τον Κυριάκο να καταλάβει πως η καρδιά του δεν είχε ξεχάσει ποτέ.

Η μέρα φαινόταν να έχει σταματήσει γύρω τους, και το μικρό πεζοδρόμιο είχε μετατραπεί σε χώρο όπου ο χρόνος ακολουθούσε μόνο τον δικό τους ρυθμό.

Μετά από λίγο, εκείνη έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Η κίνηση ήταν απλή, αλλά για τον Κυριάκο είχε όλη τη σημασία του κόσμου. Το χαμόγελό της έγινε πιο σίγουρο, και το βλέμμα της ανοιχτό, σαν να προσκαλούσε τη ζωή να ξαναμπεί ανάμεσά τους.

Αισθάνθηκε ξανά τη σιγουριά και τη ζεστασιά που του έλειπαν τις προηγούμενες μέρες. Η στιγμή έμοιαζε με αρχή. Και καθώς καθόταν ακίνητος, συνειδητοποίησε πως η καρδιά του είχε ήδη πάρει την απόφαση να μην αφήσει τίποτα πια να σταθεί ανάμεσά τους. Η επανένωση αυτή δεν ήταν απλώς μια συνάντησηήταν η αρχή μιας νέας πορείας, που υπόσχονταν να αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

Και έτσι, κάτω από τον ήλιο της Πάφου, με τον θόρυβο του δρόμου γύρω τους, ο Κυριάκος και η όμορφη κοπέλα στάθηκαν για λίγο αμίλητοι, μα συνδεδεμένοι από κάτι πολύ περισσότερο από βλέμματα και χαμόγελα, από μια κρυφή υπόσχεση στις καρδιές τους, ότι τίποτα δεν θα ήταν πια όπως πριν.

ΜΕΡΟΣ 7

Ο Κυριάκος είχε πάντα την ικανότητα να σκέφτεται γρήγορα και να βρίσκει λύσεις σε ξαφνικά προβλήματα. Αυτή τη φορά όμως, η έμπνευσή του δεν είχε να κάνει με δουλειά ή φορτία, αλλά με την καρδιά του. Καθώς καθόταν στο πεζοδρόμιο του Μωυσή και παρατηρούσε την κοπέλα, του ήρθε μια φαεινή ιδέα. Προτού καν φτάσει ο καφές που είχε παραγγείλει, σηκώθηκε αποφασιστικά και κατευθύνθηκε στο μαγαζί με τα παπούτσια.

Μόλις μπήκε, χαιρέτησε τηνΜαρινέλα με ένα πλατύ, αυθόρμητο χαμόγελο. Του ανταπόδωσε το χαμόγελο με τη σειρά της, μα με εκείνη τη διστακτική, συνεσταλμένη γοητεία που τόσο του άρεσε. «Θέλω να αγοράσω παπούτσια», της είπε, σαν απλή αγοραστική ανάγκη, μα η τόλμη του και η σιγουριά στη φωνή του έστελναν ένα ξεκάθαρο μήνυμα και προς τους γονείς της.

Οι γονείς της, έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Η έκπληξή τους ήταν εμφανής. Δεν περίμεναν ο Κυριάκος θα έμπαινε έτσι απροκάλυπτα στο κατάστημά τους και να αρχίσει κουβέντα με την κόρη τους. Η μητέρατης η Δήμητρα, που φαινόταν να κάνει κουμάντο, τον κοίταξε με αμφιβολία, και εκείνος το κατάλαβε αμέσως.

Χωρίς να χάσει στιγμή, άρχισε να μιλάει στη μητέρα της. Ήθελε να δείξει πως δεν ήταν απλώς ένας οποιοσδήποτε νέος, αλλά κάποιος σοβαρός, υπεύθυνος και με δυνατή θέληση. Ύστερα γύρισε στη κόρη της και της ζήτησε να τον βοηθήσει να βρει ένα ζευγάρι μπότες. Αυτή τον βοήθησε να διαλέξει τα παπούτσια που ήθελε δείχνοντας την ίδια διάθεση που είχε δείξει τις προηγούμενες μέρες, με εκείνη τη διακριτική φροντίδα και την γλυκιά προθυμία.

Όταν τελικά βρήκε αυτό που ήθελε, γύρισε στη μητέρα της και ζήτησε την τιμή, ενώ ταυτόχρονα έβαλε το χέρι στη τσέπη και έβγαλε ένα μάτσο χαρτομομίσματα, πολλών χιλιάδων λιρών, κάνοντας τοιουτοτρόπως μια επίδειξη πλούτου. Ήθελε να την εντυπωσιάσει, να της δείξει πως είναι πλούσιος, να την κάνει να αλλάξει γνώμη. Όταν άκουσε την τιμή, τα έβαλε πίσω και από την άλλη τσέπη έβγαλε ένα δεύτερο μάτσο από την άλλη τσέπη, μικρότερο αλλά κι αυτό αξίας πολλών χιλιάδων, έτσι για να ενισχύσει την εντύπωση.

Η Δήμητρα τον, παρακολουθούσε προσεκτικά, με μάτια διασταλμένα από έκπληξη και ενδιαφέρον.

Ο Κυριάκος, χωρίς να φανεί υπερβολικός, παρέμεινε ήρεμος, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούσε κάθε μικρή κίνηση της μητέρας της κόρης. Ήθελε να καταλάβει αν η τακτική του είχε αποτέλεσμα, αν η τόλμη του και η σιγουριά του μπορούσαν να σπάσουν το πάγο και να της δώσουν μια θετική εικόνα για εκείνον. Και χαμογελώντας ήρεμα, πλήρωσε

και χωρίς κανένα δισταγμό κοιτάζοντας την κόρη τους με ένα βλέμμα που δεν χρειαζόταν λόγια, τους αποχαιρέτησε σαν να τους έλεγε περιμένω…

Η ανταπόδωση του χαμόγελου της κοπέλας, εκείνη η σιωπηλή ανταπόκριση, ήταν για τον Κυριάκο πιο πολύτιμο από κάθε λέξη ή συγκατάθεση.

Καθώς έφευγε από το μαγαζί, ένιωσε μια ελαφράδα στην καρδιά, μια ανάσα ελευθερίας. Ήξερε πως είχε κάνει το πρώτο, τολμηρό βήμα. Όχι για να αγοράσει παπούτσια, αλλά για να σπάσει το τείχος αμφιβολίας και απόστασης που η οικογένεια της κοπέλας είχε υψώσει. Κάτι μέσα του του είπε ότι η κίνηση αυτή δεν ήταν μόνο αγοραστική, ήταν δελεαστική και το πρώτο κεφάλαιο μιας ιστορίας που μόλις είχε ξεκινήσει.

Και καθώς περπατούσε πίσω στο φορτηγό του, η σκέψη του έτρεχε στα μάτια της και στο πλατύ χαμόγελο που του είχε δώσει. Ένιωθε πως αυτή η μικρή, απλή πράξη είχε αλλάξει κάτι σημαντικό. Η καρδιά του, που είχε περάσει εβδομάδες θλίψης και απογοήτευσης, άρχισε να ξαναχτυπά δυνατά. Ήξερε πως η ιστορία δεν τελείωνε εδώ, αλλά είχε ανοίξει μια πόρτα, και πλέον δεν υπήρχε επιστροφή.

ΜΕΡΟΣ 8

Μετά την τολμηρή επίσκεψη στο μαγαζί, ο Κυριάκος ένιωθε σαν να είχε βρει έναν δρόμο που προηγουμένως του φαινόταν απαγορευμένος. Το βλέμμα της κοπέλας, το χαμόγελό της και η διακριτική της προθυμία του έδιναν δύναμη να συνεχίσει. Η μητέρα της, παρά την αρχική της έκπληξη, άρχισε να δείχνει μια πιο θετική διάθεση απέναντί του. Δεν υπήρχαν ακόμα λόγια συγκατάθεσης, μα η στάση της είχε αλλάξει, τον χαιρετούσε από απέναντι σε κάθε επίσκεψη του στου Μωυσή, και αυτό ήταν σημαντικό για τον Κυριάκο.

Η μητέρα πλέον, είχε αλλάξει γώμη. Τον παρακολουθούσε προσεκτικά. Έβλεπε έναν νέο σοβαρό, αποφασισμένο, που ήξερε πώς να κινείται και να σέβεται τους κανόνες. Ταυτόχρονα, η κόρη της δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της κάθε φορά που ο Κυριάκος έστρεφε το βλέμμα του σε εκείνη.

Την ίδια εβδομάδα έγιναν τα λογιάσματα. Ήταν μια παράδοση που τηρούσαν οι οικογένειες εκείνης της εποχής για κάθε νέα υπόθεση ή συμφωνία.

Ο δεσμός τους, ακόμα ανεπίσημος και σιωπηλός, δυνάμωνε σταδιακά, και οι μικρές στιγμές της κοινής παρουσίας τους ήταν γεμάτες νόημα.

Την επόμενη εβδομάδα έγιναν τα χαρτώματα. Αυτή η διαδικασία, που αποτελούσε ένα είδος κοινωνικής και οικονομικής επισημοποίησης, ήταν σημαντική για την οικογένεια της κοπέλας. Ο Κυριάκος, με σεβασμό και προσοχή, παρακολούθησε κάθε κίνηση, κάθε χειρονομία, προσπαθώντας να καταλάβει πώς θα μπορούσε να κερδίσει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη τους. Η συμπεριφορά του απέναντι στους γονείς, η ευγένεια, η ψυχραιμία του και η σοβαρότητα που έδειχνε στο ζήτημα των χαρτωμάτων άρχισαν άλλαξαν παντελώς την εικόνα που είχαν σχηματίσει για εκείνον.

Και καθώς τα χαρτώματα προχωρούσαν, ο Κυριάκος ένιωσε ότι η θέση του ανάμεσα στην οικογένεια της κοπέλας άρχιζε να γίνεται πιο σταθερή. Κάθε μικρή επιτυχία, κάθε καλή εντύπωση που άφηνε, δημιουργούσε ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να χτίσει μια σχέση με την κόρη. Η μητέρα, πιο ήρεμη τώρα, πιο φιλική, άρχισε να βλέπει το μέλλον του γιου που ήθελε για την κόρη της με λιγότερη αμφιβολία.

Όταν τα χαρτώματα ολοκληρώθηκαν, ο Κυριάκος ήξερε πως είχε κάνει ένα μεγάλο βήμα. Η σχέση του με την οικογένεια της κοπέλας είχε αλλάξει, η αποδοχή είχε αρχίσει να εμφανίζεται, και η δική του θέση δεν ήταν πια απλώς εκείνου που στην αρχή δεν τον ήθελαν, αλλά τώρα, ήταν κάποιος που είχε κερδίσει την προσοχή και τον σεβασμό τους. 

Καθώς επέστρεφε στο φορτηγό του, ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του. Η καρδιά του χτυπούσε με αισιοδοξία. Ένιωθε πως είχε καταφέρει να σπάσει τα τείχη αμφιβολίας, και ήξερε πως η πορεία προς την καρδιά της κοπέλας πήρε σάρκα και οστά.

Και πράγματι, οι μέρες που ακολούθησαν ήταν ευχάριστες και γεμάτες κατανόηση. Καθημερινά στην αυλή όλοι μαζί, μαζί και κάποιες γειτόνισσες φίλες της πεθεράς του, με διάθεση για κουβέντα, αμέρημνοι, κάθονταν κάνοντας σχέδια για το μέλλον.

Ο ΤΡΙΜΜΑΤΟΣ

Το Bedford βαρυφορτωμένο ανέβαινε κάθε δείλι το απότομο ανηφόρι, βαρυγκοβώντας. Ο Κυριάκος ένιωθε πάντα την ενοχλητική αντίλαλη της μηχανής να διαπερνά τα σπίτια του χωριού, πολλαπλασιασμένη από τα πυκνοκατοικημένα περάσματα, και σκέφτηκε πως οι χωριανοί θα τον θεωρούσαν απρόσεκτο, μα δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξει τον ήχο του φορτηγούήταν η μοίρα του.

Μετά τα χαρτώματα κατοικούσε με τη Λούλλα στα πεθερικά του, στο χωριό τους. Οι μέρες περνούσαν γλυκά. Κάθε που φόρτωνε το φορτηγό και ανέβαινε το ανηφορικό δρομάκι προς το παλιό σπίτι στην άκρια του χωριού, ένιωθε πως η ζωή του αποκτούσε νόημα. Εκεί τον περίμεναν η Δήμητρα η πεθερά με αγάπη, και η μνηστή του η Λούλλα, με τη γοητεία και το χαμόγελό της. Μαζί περνούσαν ώρες, πίνοντας καφέ, καπνίζοντας τσιγάρα κουβεντιάζοντας. Ήταν στιγμές γέλιου, φιλίας και κοινών ονείρων.

Η αυλή του σπιτιού γέμιζε με ζωή. Οι γειτόνισσες έρχονταν σχεδόν καθημερινά να βοηθήσουν στα αθάσια, στα τεράτσια, στις ελιές και τα σταφύλια που ο πεθερός του καλλιεργούσε με μεράκι. Και ο Κυριάκος, αν και κουρασμένος από τη δουλειά, συμμετείχε με ευχαρίστηση βλέποντας τη Λούλλα να ασχολείται με τα φυτά και να γελάει με τα αστεία των γειτόνων.

Οι καλύτερες ώρες όμως ήταν τα δειλινά, όταν μαζεύονταν όλοι στην αυλή. Εκεί ο Κυριάκος, με τις ιστορίες από τα ταξίδια του ως ναυτικός, μαγνήτιζε τα βλέμματα και τα αυτιά όλων. Οι γυναίκες άκουγαν με ανοιχτή καρδιά τις περιπέτειες του, γελώντας ή εκπλησσόμενες από τις αφηγήσεις του για τα μακρινά λιμάνια, τους λαούς και τα θαύματα που είχε δει.

Μα η κουβέντα πολλές φορές στρεφόταν στον γέρο Νικολή, τον Τρίμματο, όπως τον αποκαλούσαν. Οι ιστορίες για αυτόν κυκλοφορούσαν ασταμάτητα και όλες είχαν ένα κοινό στοιχείο, τον φθόνο και τη ζηλοφθονία που υποτίθεται διέθετε. Ο Τρίμματος, όπως εξηγούσαν, ήταν ο άνθρωπος που ζήλευε την καλή τύχη των άλλων, και με διαβολική υπομονή διοχέτευε την κακία του, δηλητηριάζοντας τις ψυχές και φορτώνοντας τις ζωές των συνανθρώπων του με βάσανα. Ο Κυριάκος γελούσε με τις ιστορίες αυτές και τις περίπαιζε, θεωρώντας τες παραμύθια. Αλλά οι γυναίκες επιμένοντας, συνέχιζαν να διηγούνται παραδείγματα: Η θεία Αλισαβού μιλούσε για την κατσίκα της που πάντα γεννούσε δύο ρίφια. «Την είδε ο φθονερός, και η αίγα δεν άντεξε το μάτι του. Ψόφησε την ίδια μέρα», έλεγε. Ο Κυριάκος χαμογέλασε και απάντησε: «Ήταν τυχαίο γεγονός».

Η πεθερά του συνέχιζε με τους πελάτες που δεν έμπαιναν στο μαγαζί όταν ο Τρίμματος εμφανιζόταν. «Όλες οι μέρες δεν είναι ίδιες», της απαντούσε ο Κυριάκος, κρατώντας πάντα τη λογική του.

Και ενώ οι ιστορίες έρεαν ασταμάτητα, ο Κυριάκος άρχισε να παρατηρεί κάτι άλλο. Το πώς αυτές οι αφηγήσεις δημιουργούσαν ένα κοινό συναίσθημα ανάμεσα στις γυναίκες της αυλής, ένα δέσιμο που ξεπερνούσε τις καθημερινές δουλειές. Παρά την αμφιβολία του για τον Τρίμματο, ένιωθε πως οι ιστορίες αυτές τους δίδασκαν προσοχή και αλληλεγγύη. Έκαναν τη ζωή τους πιο συνδεδεμένη, πιο ζωντανή.

Και έτσι οι μέρες περνούσαν, με το Bedford να βαρυφορτώνει, τον Κυριάκο να ανεβαίνει στο παλιό σπίτι, τις ώρες με τη Λούλλα και τη Δήμητρα γεμάτες συζητήσεις, γέλια και παραμύθια για τον Τρίμματο. Οι ιστορίες για τον γέρο Νικολή ήταν πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς τους, Είτε τις πίστευαν είτε όχι, είχαν γίνει αφορμή για συζητήσεις, κουτσομπολιά και γέλια, και για τον Κυριάκο ήταν μια αφορμή να παρατηρεί την ψυχή και την ευαισθησία της Λούλλας και της πεθεράς του.

Το απόγευμα έπεφτε σιγά, και ο ήλιος άφηνε πίσω του χρυσά χρώματα στην αυλή, ενώ ο Κυριάκος σκεφτόταν: «Μακάρι να ήταν όλοι οι άνθρωποι έτσι. Με ιστορίες που δένουν τις ψυχές και όχι τις χωρίζουν». Και, παράλληλα, ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του για την τύχη που είχε να ζει ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, την αγάπη και τις στιγμές που θα του μείνουν για πάντα στη μνήμη.

(Μέρος 2)

Τακτικά, καθώς οδηγούσε το βαρυφορτωμένο Bedford στο στενό ανηφορικό δρομάκι, συναντούσε τον γέρο Νικολή. Ο ηλικιωμένος, κούτσα κούτσα, ακουμπώντας στο μπαστούνι του, ανέβαινε και εκείνος με αργό βήμα. Μόλις άκουγε τη βουή του φορτηγού, ανέβαινε σε κάποιο σκαλοπάτι μιας αυλής για να δώσει χώρο στον Κυριάκο να περάσει. Στεκόταν πάντα από μακριά και του κουνούσε το χέρι· και καθώς τον προσπερνούσε, έβγαζε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και ανταλλάσσανε καμιά κουβέντα.

Ο γέρος Νικολής ήταν πάντοτε ευπροσήγορος στις συζητήσεις, μα ποτέ δεν χαμογελούσε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα θλίψη και το ύφος του κατσούφικο. Ο Κυριάκος τον δικαιολογούσε. Γέρος, μόνος στη ζωή, χωρίς γυναίκα και παιδιά κοντά, χωρίς κανέναν να τον συντροφεύει στις μέρες και στις νύχτες του. Η γυναίκα του είχε αποδημήσει εις Κύριον, τα παιδιά του εργάζονταν στη μακρινή Αυστραλία, και εκείνος είχε μείνει μόνος, μαγκούφης, σε μια μικρή καμαρούλα της γειτονιάς.

Το μυαλό του Κυριάκου τον έβλεπε σαν έναν συμπαθή γέροντα, μισότυφλο και καταπονημένο από τον χρόνο, που περνούσε τις μέρες του στο καφενείο του Μαζαράκη και τις νύχτες του μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού του, με παρέα τα φαντάσματα του παρελθόντος και του μοναχικού του βίου. Ήταν μια θλιβερή εικόνα. Αλλά καθώς γαλουχημένος με οικογενειακές αξίες που θεωρούσαν τους γεροντότερους ιερά πρόσωπα, ένιωθε συμπάθεια και σεβασμό.

Και όταν οι γυναίκες της αυλής του έλεγαν για τα περίφημα «κακά μάτια» του Νικολή, ο Κυριάκος τα άκουγε βερεσέ. Αν καμιά φορά συνέβαιναν μικρά ατυχήματα, ποτέ δεν τα συνέδεε με μια συνάντηση μαζί του. Προσπαθούσε να εξηγήσει στις γυναίκες πως η μοίρα δεν καθορίζεται από τα μάτια ενός γέροντα, αλλά οι προτροπές τους ήταν αδιάκοπες:

«Όμως όπως και να έχει, χρειάζεται προσοχή», έλεγαν. «Θα πρέπει να λες προσευχές εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος για να εξορκίζεται πάσα κακό και βασκανία».

Μέσα του, ο Κυριάκος σκεφτόταν με απορία, με ποιο δικαίωμα σταυρώνουν ένα γεροντάκι που δείχνει τόσο φιλήσυχος και πράος; Και να ήταν μόνο αυτό; Κάθε φορά που τον έβλεπαν οι γυναίκες, άλλαζαν δρόμο, ή αν τυχαία περνούσαν από το ίδιο στενό, προχωρούσαν γρήγορα, κοιτώντας κάτω ή στα πλάγια, σαν να φοβούνταν να βρεθούν κοντά του.

Η φήμη του Τρίμματου είχε δημιουργήσει ένα είδος συλλογικής προκατάληψης. Ο Κυριάκος κατάλαβε ότι πίσω από αυτή την εικόνα κρυβόταν ένας γέροντας μόνος, πληγωμένος από τη ζωή, που κανείς δεν γνώριζε αληθινά. Κάποιες φορές, καθώς τον προσπερνούσε, του φαινόταν σχεδόν τραγικός. Και οι ιστορίες της αυλής για το φθόνο και τη βασκανία του, μάλλον ήταν προϊόν φόβου και παρερμηνείας παρά πραγματικής κακίας.

Κι έτσι, ο Κυριάκος συνέχιζε τις τακτικές διαδρομές του, με αργή ταχύτητα, προσπερνώντας τον γέρο Νικολή, χαιρετώντας τον και συζητώντας λίγες κουβέντες. Η συμπάθεια του μεγάλωνε, παρά τις φήμες, και η συνειδητοποίηση πως η μοναξιά μπορεί να γεννήσει φόβο και παρερμηνείες τον έκανε να τον κοιτάζει με διαφορετικά μάτια, με σεβασμό και κατανόηση.

(Μέρος 3)

Όσο όμως καλοπροαίρετος και να ήταν, με τον καιρό άρχισε να αμφιβάλλει για την αθωότητα του γέρο Νικολή. Όλα ξεκίνησαν παραμονή Χριστουγέννων, όταν παρακολουθούσαν την ακολουθία στη μικρή εκκλησία του χωριού. Ξαφνικά, ένιωσε ζάλη. Το μυαλό του θόλωσε και το εκκλησίασμα άρχισε να χάνεται μπροστά στα μάτια του. Την ίδια στιγμή, τον έπιασε κρύος ιδρώτας και δεν άντεξε. Βγήκε στην αυλή να πάρει αέρα.

Πίσω του βρισκόταν η Λούλλα και η πεθερά του, και μία χωριανή που ξεμάτιαζε τον πλησίασε αμέσως. «Τί έπαθες; Σε μάτιασε ο Νικολής», του είπε, «τον είδα να σε κοιτάζει και το κατάλαβα». Άρχισε να τον ξεματιάζει με παράξενες ευχές και ξόρκια, και στο τέλος έβγαλε από το λαιμό της ένα φυλακτό. «Πάρτο», του είπε, «φόρεσέ το και δεν θα το ξαναπάθεις».

Η προσωρινή ανακούφιση που ένιωσε ο Κυριάκος χάρη στις επικλήσεις και στους εξορκισμούς της γυναίκας, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Στις μέρες που ακολούθησαν, κάθε συνάντηση με τον γέρο Νικολή συνοδευόταν από μικρές ή μεγαλύτερες ατυχίες, που έτειναν να τον πείσουν πως πράγματι ο Τρίμματος είχε κάποια υπερφυσική δύναμη να φέρνει κακό.

Μια φορά, μέσα στο καταχείμωνο, με φοβερή παγωνιά, προσπάθησε να ξεκινήσει το ΤΟΥΤΑ το μικρότερο φορτηγό που είχε για το παζάρι, και το όχημα  αν και ολοκαίνουργιο, δεν έπαιρνε μπρος. Οι θερμάστρες για το πετρέλαιο ήταν χαλασμένες και η ώρα περνούσε αργά.

Σε άλλη νύχτα παγερή, με βαθμούς που άγγιξαν το μηδέν, το πετρέλαιο πάγωσε. Μάλλον κάποιος πρατιριούχος είχε αναμίξει νερό στα καύσιμα. Χωρίς θέρμανση και μέσα στο κρύο που διαπερνούσε κόκαλα, έπρεπε να κάνει εξαέρωση και να βάλει μπρος το φορτηγό. Τα χέρια του πάγωσαν τόσο που υπέστη κρυοπαγήματα, με πόνους που κράτησαν πολλές μέρες.

Μια άλλη φορά βρήκε ένα ελαστικό καθισμένο. Με το φορτηγό βαρυφορτωμένο, χρειάστηκε ώρα να το αλλάξει.

Και όταν μια φορά το Bedford αν και είχε λίγο φορτίο, το λάστιχο έσπασε στον δρόμο.

Ακόμη μια φορά δεν άκουσε το ξυπνητήρι, και αργοπόρησε.

Οι ατυχίες δεν άφησαν καν τη μέρα του γάμου του. Ενώ τον είχε προγραμματίσει προσεκτικά, βρέθηκε να τον ορίζει στις 15 Αυγούστου, ημέρα θρησκευτική κατά την οποία απαγορευόταν να γίνει γάμος. Τέτοια περιστατικά, μικρά ή μεγάλα, συνέβαιναν σχεδόν κάθε φορά που συναντούσε τον γέρο Νικολή, και η συνεχής αλληλουχία τους άρχισε να να τον κάνει να τείνει να πιστεύει πως οι γυναίκες είχαν δίκιο.

Μέχρι την ημέρα που παντρεύτηκε και άλλαξε σπίτι, όλα αυτά τα περιστατικά συνεχίστηκαν. Όταν όμως εγκαταστάθηκαν στο νέο σπίτι και οι συναντήσεις με τον Νικολή σταμάτησαν, έπαψαν και οι ατυχίες. Η ζωή επανήλθε στη φυσιολογική της ροή. Οι μέρες, τα ταξίδια, οι δουλειές και η οικογένειά του του, επέστρεψαν στην κανονικότητα.

Και έτσι, παρά τις ιστορίες και τις προκαταλήψεις, ο Κυριάκος κατάλαβε πως πολλές φορές ο φόβος και η φήμη δημιουργούν την αίσθηση του κακού. Η πραγματική ζωή, όμως, συνεχίζεται όταν οι άνθρωποι παίρνουν τα μέτρα τους, αγαπούν και μένουν πιστοί στις αξίες τους. Η εμπειρία του με τον Τρίμματο έγινε γι’ αυτόν μάθημα υπομονής, αντοχής και λογικής κρίσης, και ενώ οι ιστορίες για τον γέρο Νικολή συνέχιζαν να κυκλοφορούν στο χωριό, εκείνος είχε πλέον την εσωτερική ηρεμία να τις αντιμετωπίζει χωρίς φόβο. 

(Μέρος 4)

Πέρασαν χρόνια. Ο Κυριάκος είχε προχωρήσει στη ζωή του. Μεγάλωσε παιδιά, δούλεψε αδιάκοπα, άλλαξε σπίτια, φορτηγά, γειτονιές και εποχές. Όμως, όσο και αν η καθημερινότητα τον παρέσερνε, μια μικρή έγνοια για τον γέρο Νικολή παρέμενε στο πίσω μέρος του μυαλού τουμια σκιά από τα παλιά, ένα ίχνος που δεν έλεγε να σβήσει.

Όποτε άκουγε ιστορίες για τρίμματος, για φθονερούς ανθρώπους ή για μάτιασμα, ασυναίσθητα τους απέφευγε. Δεν ήθελε συναλλαγές, ούτε κουβέντες, ούτε συγκρούσεις μαζί τους. Είχε αποχτήσειυποσυνείδητα,  άθελά του, μια παράξενη αίσθηση πως θα μπορούσε να επηρεαστεί αρνητικά, ακόμα και από ένα βλέμμα. Και ας είχε λογική, και ας δεν πίστευε βαθιά σε δεισιδαιμονίες, μια λεπτή σχεδόν ανεπαίσθητη ρωγμή που είχε ανοίξει κάποτε μέσα τουδεν είχε κλείσει εντελώς.

Ώσπου μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνό του. Η φωνή από την άλλη άκρη ήταν ψυχρή, σχεδόν ουδέτερη:
-Πέθανε ο φίλος σου ο Νικολής. Τον βρήκαν σε κατάσταση σήψης… μόνος. Μόνο όταν η δυσοσμία άρχισε να ενοχλεί τους γείτονες πήγαν οι αστυνομικοί και τον βρήκαν.

Ο Κυριάκος σώπασε. Για λίγο δεν είπε λέξη. Μόνο άκουγε.
Ο γέρο Νικολής, ο Τρίμματος, ο φοβιστικός και συνάμα αξιολύπητος γέροντας που κάποτε του χαμογελούσε άχρωμα από το σκαλοπάτι κάποιας αυλής, είχε φύγει από τον κόσμο μονάχος, άθαφτος για μέρες.

Και τότε, ξαφνικά, εκείνος ο κόμπος που χρόνια έμενε κάπου βαθιά, λύθηκε.
Στεναχωρήθηκε. Αληθινά.

Παρ’ όλο που κάποτε πίστεψε ότι ίσως ο γεράκος τού ’φερνε κακοτυχίες, παρ’ όλο που τα σημάδια έμοιαζαν να τον πείθουν, εντούτοις μέσα του υπήρχε μια γνήσια συμπάθεια για τον μισότυφλο, κατσούφη γέρο που γύριζε μοναχικός στις γειτονιές με το μπαστούνι του. Είχε υπάρξει κομμάτι της ζωής του, της καθημερινότητάς τουαπό εκείνα τα αλλιώτικα κομμάτια που μένουν χαραγμένα δίχως να το περιμένεις.

Το ίδιο βράδυ, οδηγώντας το φορτηγό στο μοναχικό δρόμο για το παζάρι, η σκέψη του έμεινε κολλημένη πάνω στον Νικολή.
Σκεφτόταν την άχαρη μοίρα του. Το κορμί που έμεινε μέρες άταφο. Το σπίτι που σιώπησε χωρίς κανείς να προσέξει την απουσία του.

Και συλλογιζόταν:

-Έρημος, μόνος και θλιμμένος, τράβηξε τον δρόμο τον μακρύ, τον αιώνιο… Ίσως καλύτερα που πέθανε μια φορά, παρά που υπέφερε όλες.
Όταν η ζωή καταντάει ανυπόφορη, ο θάνατος γίνεται παράδεισος. Ο ύπνος και ο θάνατος είναι δίδυμα αδέλφια…

Εκεί, ανάμεσα στα σκοτάδια του δρόμου και στο μονότονο βουητό της μηχανής, ο Κυριάκος ένιωσε ένα παράξενο αίσθημα γαλήνης.
Ίσως γιατί κατάλαβε πως ο Νικολής δεν ήταν δαίμονας, ούτε κακοποιό στοιχειό. Ήταν άνθρωπος πληγωμένος, φθαρμένος από τη ζωή, ίσως και από τον ίδιο τον κόσμο που τον φοβόταν.

Και αν όντως επηρέαζε τους γύρω του, ίσως αυτό να ήταν απλώς το βάρος της δικής του δυστυχίας που γινόταν αβάσταχτο και ξεχείλιζε.

«Τώρα πια,» συλλογίστηκε ο Κυριάκος, «ως πεθαμένος δεν θα ματιάζει κανέναν. Και οι χωριανοί, όπως γίνεται πάντα, θα τον θυμηθούν με καλό λόγο. Γιατί οι νεκροί αγιάζουν, κι ας μην αγίασαν ποτέ όσο ζούσαν.»

Το φορτηγό συνέχισε την πορεία του στο σκοτεινό δρόμο, μα ο Κυριάκος είχε μέσα του μια παράξενη εσωτερική ηρεμία.
Ένιωσε μια τρυφερότητα για εκείνον τον γέρο που όσο ζούσε όλοι τον έφτυναν στον κόρφο τους. Έναν άνθρωπο που είχε μείνει δίχως οικογένεια, δίχως χαμόγελο, δίχως στήριγμα.

Και μέσα από αυτή τη σκέψη, σαν να ξαλάφρωσε.

Γιατί καμιά φοράσκέφτηκε, το κακό μάτι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια παρεξήγηση της ανθρώπινης μοναξιάς. Και ο φόβος του κόσμου είναι πιο ισχυρός από κάθε κατάρα. Και έτσι έκλεισε μέσα του το κεφάλαιο του Τρίμματου Νικολή. Με λύπη, με κατανόηση, με μια ανθρώπινη ζεστασιά που μόνο όποιος έχει ζήσει τη ζωή από τα δύσκολα μπορεί πραγματικά να νιώσει.

(Μέρος 5)

Τα χρόνια κύλησαν σαν νερό σε ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Ο Κυριάκος συνέχισε τη ζωή του με τη Λούλλα, τα παιδιά τους μεγάλωσαν, και το φορτηγό που κάποτε τον συντρόφευε σε ατέλειωτα ταξίδια αντικαταστάθηκε από νέες δουλειές και άλλες ευθύνες. Το χωριό άλλαξε· οι δρόμοι φάρδυναν, τα παλιά σπίτια ανακαινίστηκαν, οι άνθρωποι και οι συνήθειες άλλαξαν.

Όμως, κάποιες εικόνες έμεναν ζωντανές μέσα του. Το βλέμμα της Λούλλας όταν καθόντουσαν στην αυλή πίνοντας καφέ. Οι κουβέντες με την πεθερά του, που γέμιζαν τις μέρες του με γέλιο και σοφία. Και πάνω απ’ όλα, ο γέρο Νικολής ο Τρίμματος που ακόμα και μετά τον θάνατό του τον συντρόφευε στη σκέψη του, σαν σκιά μιας εποχής που είχε σημαδέψει τη νεότητά του.

Συνήθιζε πια να θυμάται τα παλιά με χαμόγελο και φιλοσοφία. Κάθε δυσκολία, κάθε ατυχία που του συνέβαινε, είχε αποκτήσει νόημα. Τον είχε διδάξει υπομονή, αντοχή, και την ικανότητα να ξεχωρίζει τον φόβο από την πραγματικότητα. Ο Τρίμματος δεν υπήρχε πια για να ματιάζει ή να τρομοκρατεί, αλλά το σύντομο πέρασμα του, είχε αφήσει ανεξίτηλα μαθήματα για τη ζωή και τον θάνατο.

Ο Κυριάκος συνειδητοποίησε ότι η ζωή είναι ένα συνεχές ταξίδι γεμάτο ανθρώπους, μικρές ατυχίες, μεγάλες χαρές, φόβους και ανατροπές. Και πως, στο τέλος, το σημαντικό δεν είναι οι προλήψεις ή οι φήμες, αλλά η καρδιά που αγαπά, η λογική που σκέφτεται και η ανθρωπιά που δεν θα έπρεπε να αφήνει κανέναν να χάνεται μέσα στη μοναξιά του.

Καθώς οι μέρες προχωρούσαν, ο Κυριάκος έβρισκε γαλήνη στον εαυτό του και στη ζωή που είχε χτίσει. Και κάθε φορά που μιλούσε για τον Τρίμματο, το έκανε με σεβασμό, με συμπόνια και με ένα αχνό χαμόγελο. Γιατί είχε καταλάβει ότι ακόμη και οι πιο αντιπαθείς ή δύστροποι άνθρωποι, στο τέλος, είναι απλώς θνητοί που κουβαλούν τα δικά τους βάσανα.

ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ

Η ζωή του Κυριάκου ήταν δρόμοι, φορτία, παζάρια, προσευχές, θαύματα και ανθρώπινες αδυναμίες. Μα πάνω από όλα ήταν μια ιστορία πίστης: πίστη στη δουλειά, στη ζωή, στον Θεό.

Σαν άνθρωπος της δουλειάς που ο ιδρώτας τον συντρόφευε από τα χαράματα ώς τη νύχτα, ποτέ δεν παραπονιόταν. Το μικρό εφεδρικό του φορτηγάκι TOYOTA, ολοκαίνουργιο, ήταν προέκταση του σώματός του. Τα φορτία του ήταν πάντα περισσότερα απ’ όσο άντεχε, αλλά αναγκαστικά το υπερφόρτωνε διπλά και τριπλά. Το ταξίδι γινόταν βαρύ, αργό, εξαντλητικό. Οι δρόμοι τότε, παλιοί και στενοί, απομεινάρια των Εγγλέζων, γεμάτοι ανηφόρες και στροφές που δεν συγχωρούσαν λάθος.

Το ταξίδι που έπρεπε να διαρκεί δυόμισι ώρες, κρατούσε τέσσερις. Ο Κυριάκος ξεκινούσε πάντα νύχτα, φορτωμένος κι εκείνος όπως το φορτηγάκι του, και γύριζε πίσω την αυγή, να μοιράσει άδεια κιβώτια στους παραγωγούς που τον περίμεναν στα χωράφια.

Ο ύπνος ήταν ο μεγάλος εχθρός. Η Μαρινέλα το ήξερε· γι’ αυτό συχνά τον συνόδευε, για να του κρατά κουβέντα, να του θυμίζει ότι το τιμόνι θέλει μάτια ανοιχτά και καρδιά ξύπνια.

Μα εκείνη τη μέρα κατά την επιστροφή του, κάτι τον βάραινε περισσότερο από συνήθως. Τα βλέφαρα έκλειναν σαν πέτρες. Σκέφτηκε να οδηγήσει ακόμα λίγο, να φτάσει στο μικρό αλσύλλιο κοντά στη θάλασσα, να γείρει στο τιμόνι, να ξαποστάσει λίγο στη θαλασσινή δροσία. Και ενώ τα βλέφαρα έκλειναν βαριά, σκεφτόταν «ακόμα λίγο, ακόμα λίγο…

Μα το κακό δεν προειδοποιεί.

Πενήντα μέτρα πριν το ξέφωτο, αποκοιμήθηκε για μια αναπνοή. Μόλις ξύπνησε, είδε μπροστά του ένα αυτοκίνητο σταματημένο και μπροστά από αυτό ένα λεωφορείο έτοιμο να στρίψει. Πάτησε φρένο με όλη του τη δύναμη.Τα φρένα στρίγγλισαν, οι τροχοί σύρθηκαν στην άσφαλτο. Και μόνο η σκέψη του ακούστηκε. «αμάν, δυστύχημα»

Το φορτηγό σταμάτησε. Ακούμπησε το άλλο αυτοκίνητο ελαφρά. Ο Κυριάκος ένιωσε ανακούφιση, όμως για μια στιγμή. Γιατί το άλλο αμάξι πετάχτηκε μπροστά, και χώθηκε κάτω από το λεωφορείο.

Ένας ήχος στριγγός, μέταλλα που λύγιζαν, λαμαρίνες που έσκιζαν τον αέρα. Το μικρό αυτοκίνητο έγινε μια στραπατσαρισμένη μάζα. Το λεωφορείο που ταυτόχρονα είχε ξεκινήσει, το έσυρε μερικά μέτρα πιο κάτω.

Όταν σταμάτησαν όλα, ο κόσμος έτρεξε. Ο Κυριάκος πάγωσε, βέβαιος πως όσοι βρίσκονταν μέσα ήταν νεκροί. Ώσπου είδε τις πόρτες να ανοίγουν. Δύο άντρες, ΟΗΕδες, έβγαιναν ζωντανοί, γεμάτοι αίματα, μα όρθιοι.

«Good… good», του είπαν.

Η ζωή, για ακόμη μια φορά, είχε σταθεί στο πλάι του.

Χρόνια αργότερα, στο δικαστήριο, ομολόγησαν πως στην τρομάρα τους πάτησαν γκάζι αντί φρένο. Ο Κυριάκος πλήρωσε διακόσιες λίρες για αμελή οδήγηση. Ένα τίποτα, μπροστά σε εκείνη την προσευχή που είχε ψιθυρίσει στο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου: «Θεέ μου, βοήθα με.»

Το περιστατικό όσο και αν έληξε ευνοϊκά, τον σημάδεψε. Από τότε, κάθε φορά που έπιανε το τιμόνι, θυμόταν εκείνα τα πενήντα μέτρα και εκείνη τη φράση που ψιθύρισε στον δρόμο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο:
«Θεέ μου, βοήθα με.» Και οδηγούσε πάντα πολύ προσεχτικά. 

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Η ζωή δεν ήταν μόνο δρόμοι και φορτία. Ήταν και παζάριεκεί όπου ο ιδρώτας γίνεται χρήμα και το χρήμα γίνεται ρίσκο. Στο Σοπαζ, ανάμεσα σε τελάρα, φωνές και υπολογισμούς, ο Κυριάκος ήξερε πως η αγορά έχει τα δικά της μυστικά.

Μια φορά, όταν η προσφορά ήταν φτωχή κι οι τιμές έπρεπε να πάρουν την ανηφόρα, προσπάθησε να πείσει τον νεαρό πωλητή από το Παραλίμνι να ανεβάσει την τιμή των αγγουριών, καθώς είχε τις περισσότερες ποσότητες προϊόντων. Μα εκείνος είχε αέρα εξουσίας, συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, εγωισμό που άχνιζε.

«Θα ανοίξω στα δύο σελίνια», του είπε.

Ο Κυριάκος πούλησε φθηνά εκείνη τη μέρα. Ζημιώθηκε. Μα δεν ξέχασε.

Την επόμενη εβδομάδα, η αγορά ήταν στεγνή. Κι όμως, ο νεαρός άνοιξε ξανά στα δύο σελίνια.
Τότε ο Κυριάκος έκανε το μεγάλο βήμα.

«Τραβάτε πίσω τα κιβώτια. Δεν πουλάμε τίποτα.»

Και όταν άδειασε η αγορά, τότε μόνο έβγαλε το εμπόρευμά του μπροστά.

«Δέκα σελίνια η οκά.»

Τα αγγούρια του έφυγαν σε δευτερόλεπτα.
Η αγορά μίλησε.
Και εκείνος ήταν ο πρώτος που την άκουσε.  

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ

Η πίστη του Κυριάκου δυνάμωσε όταν έχτισε το σπίτι του δίπλα στο ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Κάθε Σάββατο άναβε ένα κερί. Και ένα μεσημέρι, βεβαιώθηκε πως είχε δίκιο να πιστεύει.

Η Μαρινέλα οδηγούσε ένα μπλε Cavalierδώρο του, με περηφάνια. Γυρνώντας από τη Μσόγη, το αυτοκίνητο γλίστρησε πάνω σε χυμούς σταφυλιών στην κατηφόρα προς Πάφο. Το αμάξι άρχισε να τουμπάρει. Φριχτός ήχος, χώμα που σηκωνόταν σε σύννεφα, λαμαρίνες που στριγκλίζαν.

Και όμως, το θαύμα έγινε. Σε κάθε τούμπα, οι πόρτες άνοιγαν, και τα παιδιά και η Μαρινέλα, όλοι, ένας-ένας έπεφταν έξω, στο μαλακό, φρεσκοοργωμένο χώμα… Ούτε γρατζουνιά.

Ο Κυριάκος ήταν σίγουρος πως δεν ήταν σύμπτωση, αλλά πραγματικό θαύμα. Δεν χρειαζόταν αποδείξεις. Και γι αυτό έκαμε το τάμα του. Δώρησε άμφια για την Αγία Τράπεζα και την Ιερή Πύλη. Και από τότε, το ξωκλήσι κρατά εκείνα τα άμφια σαν σιωπηλή μαρτυρία ενός θαύματος.

Η ΣΚΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΖΗΛΕΙΑΣ

Ο κόσμος έδειχνε πως εκτιμούσε τον Κυριάκο... Ώσπου αγόρασε μία BMW λαμπερή, γυαλιστερή, σύμβολο επιτυχίας.

Και τότε είδε τα βλέμματα να αλλάζουν. Πόρτες που ήταν ανοιχτές, έκλεισαν. Φίλοι άρχισαν να απομακρύνονται.
Η αγορά, που πάντα τον στήριζε, τώρα τον κοίταζε με καχυποψία.

«Ξέρεις… το αμάξι… τους κάθεται στο στομάχι», του είπε ένας φίλος.

Η ζήλια είναι ύπουλο πράγμα. Δεν φαίνεται, μα τρώει σιγά σιγά.

Έτσι ένα πρωί, πήγε και την πούλησε. Αγόρασε ένα Lanciaπιο φτηνό στην όψη, μα πιο ακριβό στην αξία. Ένα αμάξι όμως που έδειχνε του μεροκάματου.

Και τότε, σαν να είχε λυθεί ένα μαγικό, όλα ξαναβρήκαν τη θέση τους. Οι χειραψίες ζεστάθηκαν. Τα βλέμματα καθάρισαν.

Και ο Κυριάκος κατάλαβε τότε πως μερικές μάχες δεν κερδίζονται. Τις παρακάμπτειςγια να συνεχίσεις τη ζωή σου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

Πριν από την Τουρκική εισβολή, οι φαντάροι στο στρατό της Κύπρου πληρώνονταν μισθό μόλις τεσσεράμισι λίρες. Ήταν ένα μηδαμινό ποσό, που δεν έφτανε ούτε για τσιγάρα. Και αφού το στράτευμα παρείχε διαμονή και φαγητό, για τα προσωπικά τους έξοδα οι στρατιώτες έπρεπε να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Όποιος δεν είχε βοήθεια από την οικογένεια, ήταν αναγκασμένος να αρκεστεί σ’ αυτόν τον πενιχρό μισθό.

Όταν έγινε η κατάταξη και πέρασε ο πρώτος μήνας, ήρθε η μέρα της πληρωμής. Οι φαντάροι στη σειρά, ένας-ένας, έπαιρναν τον φάκελό τους. Ο Κυριάκος, ενώ περίμενε τη σειρά του, παρατήρησε έναν συνάδελφο να πλησιάζει διαδοχικά τους υπόλοιπους, να τους ψιθυρίζει κάτι και ύστερα να φεύγει με βλέμμα θλιμμένο.

Όταν έφτασε κοντά του, του είπε με λυπημένη φωνή,

-Χρειάζομαι μια λίρα για να συμπληρώσω τα χρήματα να αγοράσω φάρμακα στη μάνα μου. Μπορείς να με βοηθήσεις;

Η καρδιά του Κυριάκου σφίχτηκε. Μια λίρα ήταν μεγάλο ποσό. Χωρίς βοήθεια από το σπίτι, έπρεπε να περάσει τον μήνα με τις τέσσερις και μισή λίρες.

-Άσε λίγο να σκεφτώ, του απάντησε. Μια λίρα για μένα είναι πολλά.

Σκέφτηκε ξανά και ξανά. Τελικά πήρε την απόφαση.

«Στο κάτω κάτω», συλλογίστηκε, «εγώ δεν θα πεθάνω από την πείνα, ενώ έτσι μπορεί να σωθεί μια ζωή».

Του έδωσε τη λίρα. Από τότε όμως δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Πέρασαν τα χρόνια. Ο Κυριάκος τώρα ως πράτης,

μια χρονιά κατάφερε να συνάψει συμβόλαιο με την κυβέρνηση: θα προμήθευε τον στρατό με κυπριακά κρεμμύδια. Τα ντόπια κρεμμύδια ήταν μοναδικά, καυτερά, γεμάτα γεύση, απαραίτητα σχεδόν σε κάθε τηγάνιση. Όμως η παραγωγή τους ήταν δύσκολη Έπρεπε πρώτα να μαζευτούν οι σπόροι από τις «φούτσες», να αποξηρανθούν, να φυτευτούν σε «λασάνια», να βλαστήσουν σε «κονάρι» και μετά να μεταφυτευτούν ώσπου να γίνουν καρπός. Δεν ήταν εύκολη καλλιέργεια όπως οι ξενόφερτοι σπόροι, μα είχαν τη δική τους αξία.

Ο Κυριάκος αγόρασε σχεδόν όλη την παραγωγή της Πάφου, τον κύριο τόπο παραγωγής, και γέμισε τις αποθήκες του, ακόμη κι άλλες που νοίκιασε. Μήνες αργότερα, με την άνοιξη, παρουσιάστηκε πλήρης έλλειψη κυπριακών κρεμμυδιών στις αγορές και οι τιμές εκτοξεύτηκαν.

Οι αποθήκες του Κυριάκου ήταν γεμάτες, αλλά δυστυχώς το συμβόλαιο με την Εθνική Φρουρά προέβλεπε χαμηλή τιμή, μόλις τέσσερα σελίνια η οκά.

Σκέφτηκε λοιπόν να πάει ο ίδιος στον διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας και να του προτείνει να προμηθεύει τον στρατό με φθηνότερα εισαγόμενα κρεμμύδια, που κόστιζαν ακριβώς τέσσερα σελίνια η οκά. Έτσι θα μπορούσε να πουλήσει τα κυπριακά στην ελεύθερη αγορά, σε πολύ υψηλότερες τιμές.

Χτύπησε την πόρτα, μπήκε στο γραφείο και του εξήγησε την κατάσταση. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο διευθυντής δέχτηκε αμέσως. Και όταν είδε το ύφος του, του είπε:

-Δεν με κατάλαβες, Ταπακούδη. Πριν χρόνια σου ζήτησα μια λίρα να πάρω φάρμακα στη μάνα μου. Και εσύ μου την έδωσες από το υστέρημά σου.

Με τα κέρδη εκείνης της χρονιάς, ο Κυριάκος έχτισε το πρώτο του συγκρότημα κτιρίων.


ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΣ

Όταν έκλεισε τη συμφωνία για να τροφοδοτεί τον στρατό με κρεμμύδια, ο Κυριάκος βρέθηκε μπροστά σε μια δυσκολία: για να γίνει αποδεκτή η συμφωνία, έπρεπε να καταθέσει τραπεζική εγγυητική. Μα η τράπεζα, για να την εκδώσει, απαιτούσε ακίνητη περιουσία ως υποθήκη. Ο Κυριάκος όμως δεν είχε τίποτα ακόμα να βάλει ενέχυρο.

Έτσι, στράφηκε στη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία του χωριού του. Έλπιζε πως εκεί, ο γραμματέας, που δεν ήταν άλλος από τον θείο του, και που έφερε το ίδιο όνομα, Κυριάκος κΑι εκείνος, θα του έδινε τη λύση.

Μπήκε στο γραφείο της τράπεζας. Ο θείος του καθόταν σκυφτός πάνω από ένα μεγάλο γραφείο, με το στυλό στο χέρι, μετρώντας λογαριασμούς. Σήκωσε το κεφάλι του και αφού τον άκουσε, είπε,

-Κάθησε, τελειώνω σε λίγο.

Λίγο αργότερα, άφησε στην άκρη τα χαρτιά, τον ρώτησε πώς είναι και του άνοιξε κουβέντα. Μιλούσαν για τα παλιά και τα καινούργια, για τις οικογένειές τους, για συγγενείς και γνωστούς. Ο χρόνος περνούσε και η ανησυχία φούντωνε μέσα στον Κυριάκο. Δεν ήξερε ακόμα αν θα έπαιρνε την πολυπόθητη εγγυητική.

Κάποια στιγμή ο θείος του τον ρώτησε,

-Ξέρεις Κυριάκο, γιατί η μάνα σου σού έδωσε αυτό το όνομα;

Όχι... μα υποθέτω για χάρη της στετές μου, της μητέρας του πατέρα μου, που τη λέγανε Κυριακή, απάντησε διστακτικά.

-Άκου λοιπόν, για να μάθεις, είπε ο θείος. Η στετέ σου, η μάνα της μάνας σου, είχε σε μένα μιαν αγάπη πιο μεγάλη απ’ ό,τι στα άλλα της παιδιά. Όταν αρραβωνιάστηκα και έφυγα από το σπίτι, της ήρθε η παράξενη ιδέα να ζητήσει από τη μητέρα σου, που θα γεννούσε σύντομα εσένα, να σου δώσει το όνομά μου. Έτσι, κάθε φορά που θα σε έβλεπε, να θυμόταν εμένα. Και πράγματι, καθώς μένατε στην ίδια αυλή, αυτό γινόταν.

Ήταν μια ιστορία που συγκίνησε τον Κυριάκο, μα μέσα του η αγωνία μεγάλωνε. Θα του έδινε την εγγυητική; Ετοιμάστηκε να μιλήσει, να τον ρωτήσει ευθέως, μα ο θείος τον πρόλαβε.

-Πόσα χρήματα θέλεις να αξίζει η εγγυητική;

Ο Κυριάκος, ανακουφισμένος, απάντησε αμέσως. Και εκείνος είπε ήρεμα,

-Έλα αύριο να την πάρεις.

Και έτσι όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Ωστόσο, ο Κυριάκος ποτέ δεν έμαθε γιατί ο θείος του τον κράτησε τόση ώρα στην αγωνία, λέγοντάς του πρώτα ιστορίες για το παρελθόν και μόνο ύστερα του έδωσε την πολυπόθητη θετική απάντηση.


 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 / ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ


Ο ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΠΕΛΑΤΗΣ

Η αγορά είχε ξυπνήσει από ενωρίς. Ο Κυριάκος με ένα καπέλο στραμμένο λίγο πίσω και τα χέρια του γεμάτα ρόζους από τη δουλειά, μαζί με τη γυναίκα του ετοίμαζαν τα κιβώτια με τα φρούτα.

Ένας κοντός και ευτραφής μαννάβης με μάτια γεμάτα πονηριά,  πολύ πρωϊνός, πλησίασε το πάγκο του. Ήταν ο Πιριτζιής, πελάτης γνωστός για το δύσκολο χαρακτήρα του και τα σχόλιά του που γέμιζαν τον αέρα με καυστικό κρύο.

- Κυριάκο, αυτά τα καρπούζια… λένε πως δεν είναι τόσο γλυκά όσο πέρσι. Τι θα μου πεις γι’ αυτό; Ρώτησε και τα μάτια που έψαχναν αδυναμίες.

Ο Κυριάκος χαμογέλασε ελαφρά, αλλά το βλέμμα του δεν έχασε τη ζεστασιά του.

-Πιριτζιή, κάθε χρόνο η γη μας αλλάζει, το ίδιο και τα καρπούζια. Αλλά αν θέλεις, δοκίμασε ένα.

Ο Πιριτζιής άρπαξε μια φέτα, τη δάγκωσε και σφίχτηκε για μια στιγμή, σαν να αναγνώριζε κάτι ξεχασμένο.

-Εντάξει, αυτό εδώ έχει ακόμα ψυχή είπε τελικά, και η φωνή του έχασε λίγο από την καυστικότητά της.

-Κάθε φρούτο, όπως και κάθε άνθρωπος, έχει τις δικές του πληγές και τις δικές του στιγμές γλυκύτητας, είπε ο Κυριάκος. Και μερικές φορές πρέπει να του δώσεις χρόνο να ξεδιπλωθεί.

Ο Πιριτζιής στάθηκε σιωπηλός για λίγο, και μετά πρόσθεσε:
-Ίσως να ’χεις δίκιο, Κυριάκο.

Η μέρα κύλησε, ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, και η σχέση ανάμεσα στον χοντρέμπορα και τον δύσκολο πελάτη έγινε μια σιωπηρή συμφωνία σεβασμού και κατανόησης.

Αλλά κυρίως, ο Πιριντζιής από τότε παίνευε τον Κυριάκο πως πωλούσε μόνο προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας.

 

ΜΙΑ ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΣ ΦΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΓΟΥΡΙΑ

Ο Κυριάκος καθόταν στο καφενείο με τον Αντωνη τ’ Αλεξάνδρου, έναν από τους τελευταίους γέροντες της Χλώρακας. Η ζωή τους είχε φέρει σε ίδιους δρόμους. Ο Κυριάκος φθαρτέμπορος, ο Αντωνής γεωργός. Η κουβέντα τους στράφηκε αβίαστα στα αγγούρια της Χλώρακας, τα ξακουστά σε όλη την Κύπρο.

-Ξέρεις πώς βγήκε η φράση «αγγούρια της Χλώρακας»;

ρώτησε ο Κυριάκος.

Ο Αντωνης χαμογέλασε και άρχισε την ιστορία.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας, της σκλαβιάς και του θυμού, υπήρχε ένας άνθρωπος που όριζε με το δικό του μέτρο τον κόσμο γύρω του. Ήταν ο παππούς του, ο Παπασάββας. Λιγόκορμος, αλλά γεμάτος νεύρο και αποφασιστικότητα, παπάς, δάσκαλος, ψαράς και περβολάρης. Άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Η φήμη του σαν «αντάρτη» τον προσπέρασε. Ατίθασος, αυστηρός, ανυποχώρητος, δεν ανεχόταν άδικο ούτε από τον πιο ισχυρό.

Μια μέρα, στα Πιρομάσια, κοντά στην ακτή, ένας Τούρκος γείτονας προσπάθησε να καταπατήσει το χωράφι του. Ο Παπασάββας προσπάθησε πρώτα να τον μεταπείσει με λόγια, αλλά ο άπιστος δεν άκουγε. Τότε χωρίς φόβο, καβάλησε τον άππαρό του, όρμησε και τον έριξε στο χώμα. Σαν ήταν χαμαί, του έδωσε και ένα μπερντάχι ξύλο που τον έκανε να θυμάται τον Παπασάββα με τρόμο για χρόνια.

Το μήνυμα του ξυλοδαρμού έφτασε στα Χασαμπουλιά διαβόητους ληστές συγγενείς του Τούρκου, και εκείνοι εξαπέλυσαν επικύρξη εναντίον του. Ένας Τούρκος φίλος τον προειδοποίησε να προσέχει, αλλά ο Παπασάββας αγέρωχα του είπε,

-Εν το αγγούρι μου που ννα πκιάσουν.

Ήταν μια φράση γεμάτη περιφρόνηση, που δήλωνε τι θα κατάφερναν οι εχθροί του να πιάσουν. Με τον καιρό, η φράση άλλαξε και, εκ παραφθοράς, λέγεται σήμερα «αγγούρκα της Χλώρακας», με την ίδια σημασία, αλλά πλέον πιο κόσμια.

 

Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Ήταν Αύγουστος, η εποχή των σταφυλιών. Μια εποχή που τα θερμοκήπια δεν παρήγαγαν οπωρικά λόγω των ψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού. Ο Κυριάκος συνήθιζε τότε να πηγαίνει στα χωριά της Ορεινής και να φορτώνει αμπελίσιμα σταφύλια.

Μια φορά, στις απόκρημνες πλαγιές της Τσάδας προς την Κοίλη, ανακάλυψε ένα αμπέλι με εξαίρετα μαύρα σταφύλια. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος, στενός και επικίνδυνος. Καθώς όμως το φορτηγό του, άδειο από φορτίο, τον διάβηκε εύκολα, και επειδή τα σταφύλια ήταν τόσο ωραία, αποφάσισε πως άξιζε το ρίσκο να διακινδυνέψει ένα τόσο δύσκολο δρομολόγιο με υπερδιπλάσιο φορτίο.

Η καρότσα του φορτηγού χωρούσε εφτά κιβώτια στο πλάτος και εφτά στο μήκος. Όταν φόρτωνε έξι σε ύψος, το φορτίο ήταν ιδανικό σύμφωνα με τις προδιαγραφές του εργοστασίου.

Όταν όμως αντίκρισε τα τσαμπιά να κρέμονται από τα κλήματα, ο Κυριάκος αποφάσισε πως έπρεπε να τα αγοράσει όλα. Ήταν ωραιότατα, μικρά τσαμπιά, σελλινωτά και αραιά, σε ένα βαθύ κατάμαυρο χρώμα, χάρμα οφθαλμών και απίθανα σε γεύση. Ήταν σίγουρος πως θα τα πουλούσε όλα σε πρώτη τιμή. Έτσι, αντί για το κανονικό φορτίο που σήκωνε το φορτηγό, φόρτωσε διπλάσιο και πλέον: δώδεκα κιβώτια στο ύψος, και άλλα ογδοντατέσσερα κιβώτια στη πόρτα της καρότσας, που βασταζόταν από αλυσίδες. Τα έδεσε γερά με σχοινιά, για να μην υπάρχει φόβος να γείρουν να πέσουν στον χαλασμένο από τη διάβρωση χωμάτινο δρόμο, και πήρε τον ανήφορο της επιστροφής.

Αλλά, δυστυχώς, ω τί συμφορά! Στην επιστροφή, με το βαρύ και ψηλό φορτίο στην καρότσα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το φορτηγό ανέβαινε σημειωτόν. Ο μεγάλος αμαξωτός δρόμος βρισκόταν οκτακόσια μέτρα ψηλότερα, και με το μεγάλο φορτίο το οδήγημα ήταν δύσκολο.

Ο στενός, κακοφτιαγμένος χωματόδρομος, σε πολλά σημεία ακολουθούσε σύριζα τον γκρεμό. Ο Κυριάκος ένιωθε πως έπαιζε τη ζωή του για να μεταφέρει τα σταφύλια στην κορφή. Στο δρομολόγιο ένιωθε ανατρίχιασμα και πατούσε συνέχεια φρένο, εξετάζοντας τον δρόμο με το μάτι.

«Αν τα καταφέρω, θα είναι θαύμα», σκέφτηκε.

Και αμέσως μετά αναρωτήθηκε:
«Γιατί ήρθα σε τόσο δύσβατα βουνά να φορτώσω σταφύλια; Αν σκοτωθώ, τι θα γίνει; Έχω γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, θα μείνουν  ορφανά…»

Καθώς αναμετρούσε την απόσταση και τον κίνδυνο, φοβόταν μήπως ο δρόμος δεν αντέξει. Άκουγε το έδαφος να τρίζει από το βάρος του φορτηγού, μα προχωρούσε μέτρο το μέτρο. Από τη θέση του οδηγού έβλεπε το βάθος του γκρεμού, και σε κάθε στροφή άκουγε τους τριγμούς των αναρτήσεων.

Κάποια στιγμή, κάτω από τα πόδια του, άκουσε έναν δυνατό τριγμό, κρακ, κρακτο διάζωμα του δρόμου υποχωρούσε.
«Τα δόντια του διαβόλου είναι αυτά και τρίζουν», ψιθύρισε. «Θα σκοτωθώ εδώ πάνω…»

Βλαστήμησε, αλλά αμέσως μετάνιωσε. Είπε μέσα του πως οι βλασφημίες είναι του διαβόλου και παρακάλεσε τον Θεό να τον βοηθήσει. Ήταν κάτωχρος και σκεφτόταν πως θα ήταν κρίμα κι άδικο να σκοτωθεί πριν της ώρας του.

«Δεν θα πάθω τίποτα. Είναι ο Θεός μαζί μου, νιώθω την παρουσία Του», είπε φωναχτά.

Κάθε λίγο τράβαγε χειρόφρενο, έγερνε έξω απ’ το παράθυρο και υπολόγιζε τη γωνία κλίσης. Με μερικούς πόντους διαφορά από το χείλος του γκρεμού, οδηγούσε πόντο πόντο.

Είχε φτάσει σχεδόν στο τέρμα και θα έμπαινε στον μεγάλο δρόμο. Όμως η τύχη δεν ήταν μαζί του. Σε ένα σημείο διαπίστωσε πως ο δρόμος ήταν στενότερος, και αν περνούσε, ο μισός τροχός θα έμενε στον αέρα. Αν το φορτίο ήταν χαμηλό, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Μα ήταν πολύ ψηλό, και επειδή ο δρόμος είχε αριστερή κλίση, το φορτίο θα έγερνε και ίσως να τον κατακρήμνιζε.

Ήταν σε μεγάλο δίλημμα. Η ώρα περνούσε και άρχιζε να σουρουπώνει. Το μυαλό του έσπαγε. Να μείνει εκεί στις ερημιές ώσπου να τον ψάξουν; Ή να πάρει την απόφαση να περάσει, ρισκάροντας τα πάντα;

«Θα περάσω με τη βοήθεια του Θεού», αποφάσισε τελικά.

Ξεκίνησε πόντο πόντο. Ο τροχός πατούσε στην άκρη του γκρεμού, με το μισό λάστιχο στον αέρα. Το φορτηγό έγερνε επικίνδυνα. Με την ψυχή στο στόμα, προχωρούσε αργά. Οι πέτρες και τα χώματα συνθλίβονταν κάτω από τους αριστερούς τροχούς και έπεφταν στο κενό. Οι ανατριχιαστικοί ήχοι της κατολίσθησης έκαναν την αγωνία του να φτάσει στο αποκορύφωμα.

Οι στιγμές φαίνονταν ατελείωτες και τα λεπτά αιώνες. Όμως, με κόπο και προσευχή, ο Κυριάκος κατάφερε επιτέλους να περάσει το επικίνδυνο σημείο και να βρεθεί σε ασφαλές έδαφος.

«Ευτυχώς τα κατάφερα… Σε ευχαριστώ, Θεέ μου», είπε φωναχτά και έσβησε τη μηχανή.

Έγειρε στο τιμόνι με ανακούφιση για πολλή ώρα, ώσπου η καρδιά του να πάει στη θέση της. Ύστερα κατέβηκε, περπάτησε πάνω-κάτω για να χαλαρώσουν οι μύες του που είχαν μουδιάσει από την ένταση.

Όταν ξανανέβηκε στο φορτηγό, έβαλε πρώτη, δεύτερη, τρίτη και βγήκε στον μεγάλο δρόμο. Με την τέταρτη ταχύτητα ανέπτυξε ταχύτητα. Η καρδιά του φτεροκοπούσε από χαρά και ικανοποίηση. Τα είχε καταφέρει.

Καθώς οδηγούσε, συλλογιζόταν αν άξιζε τον κόπο να διακινδυνέψει τόσο για το κέρδος. Τόλμησε το εγχείρημα επειδή τα σταφύλια ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ήξερε πως θα τα πουλούσε ακριβά. Μα τι να τα κάνει τέτοια κέρδη με τέτοιο τίμημα; «Κάλιο λιγότερα και σίγουρα», σκέφτηκε. Και υποσχέθηκε στον εαυτό του πως ποτέ ξανά δεν θα επιχειρούσε τέτοιο ρίσκο.

Την επόμενη μέρα, στο παζάρι, πούλησε τα σταφύλια με μεγάλο κέρδος. Μα στην επιστροφή, σε όλο το δρομολόγιο, το μυαλό του ήταν κολλημένο στις στιγμές εκείνου του κινδύνου που πέρασε. Και τότε, βέβαιος πια, πίστεψε πως ο Θεός πράγματι τον αγαπούσε, τον πρόσεχε και τον γλίτωσε από τον μεγάλο εκείνο κίνδυνο.

  

ΤΑ ΧΑΛΟΥΜΙΑ

Το χαλούμι είναι το πιο γνωστό παραδοσιακό κυπριακό τυρί και σύμβολο της γαστρονομίας του νησιού. Η ιστορία του χάνεται στα βάθη του χρόνου, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσαίωνα, όταν οι πρόγονοί μας έφτιαχναν τυρί κυρίως από αιγοπρόβειο γάλα. Ήταν μοναδικό, δεν έλιωνε στη φωτιά, γι’ αυτό και ψηνόταν ή τηγανιζόταν χωρίς πρόβλημα. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και τη ζήτηση από την κυπριακή διασπορά, το χαλούμι πέρασε σε βιομηχανική παραγωγή, και οι πρώτες μικρές γαλακτοκομικές μονάδες άρχισαν να το κατασκευάζουν και να το εξάγουν.

Μετά τον μεσοπόλεμο, η εταιρεία «ΠΗΤΤΑΣ» ξεκίνησε δυναμικά. Ήταν ένα από τα πρώτα εργοστάσια παραγωγής χαλουμιού, φέτας, κεφαλοτυριού και γιαουρτιού. Ησχολήτο τόσο με την Κυπριακή αγορά όσο και με τις εξαγωγές. Ησχολείτο επίσης με εξαγωγές φθαρτών προϊόντων όπως αγγουριών, ντομάτων και λαχανικών. Υπεύθυνος για τα φθαρτά προϊόντα, ήταν ένας από τους απογόνους, ο Κύπρος Πήττας.

Μέσω του παζαριού που ψώνιζε τα προϊόντα, ο Κύπρος γνώρισε τον Κυριάκο, και συμφώνησε μαζί του  να τον τροφοδοτεί απευθείας, χωρίς τους μεσάζοντες, για να γλιτώνει τη μεσολάβηση και να κερδίζει χρόνο και χρήμα. Έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που κράτησε χρόνια.

Μια φθινοπωρινή μέρα, ο Κύπρος ζήτησε από τον Κυριάκο να του φέρει χαλούμια από την Πάφο. Το γάλα λιγόστευε όπως του εξήγησε, καθώς οι ημέρες μίκραιναν, και η παραγωγή μειωνόταν. Δεν έφτανε πια για τις εξαγωγές της εταιρείας.

Η Πάφος παλιά, φημιζόταν για τα εξαίρετα χαλούμια των βοσκών. Οι παραδοσιακές τεχνικές τους τα έκαναν μοναδικά,   σχήμα σε ταλάρια, πλούσια αλμυρή γεύση και έντονα αρώματα από τη διατήρηση τους στη ορόφη (το αραιομένο γάλα που απέμενε μετα τον βρασμό).

Ο Κυριάκος διέδοσε ότι αγόραζε χαλούμια, και πολλοί βοσκοί άρχισαν να του φέρνουν κούζους γεμάτους με αυτά.

Μετά από λίγο καιρό, καθώς ο Πήττας είδε τους πελάτες του να μένουν ενθουσιασμένοι από τα Παφίτικα χαλούμια, γύρισε στον Κυριάκο και του είπε,
-Κυριάκο, κλείσε με όλους τους βοσκούς να σου φέρνουν όλη την παραγωγή τους. Θα σταματήσουμε στο εργοστάσιο να παράγουμε χαλούμια για εξαγωγή. Τα Παφίτικα έχουν περισσότερη ζήτηση και κέρδος.

Και έτσι τα Παφίτικα χαλούμια έγιναν γνωστά σε όλο τον κόσμο. Ξεχώριζαν όχι μόνο για το σχήμα τους και τη γεύση τους, αλλά και για την παράδοση που κουβαλούσαν. Κάθε δαγκωματιά θύμιζε τους κάμπους και τους λόφους της Πάφου, τους βοσκούς που με αγάπη φρόντιζαν τα ζώα και τα τυριά στα ταλάρια. Ήταν ένα τυρί που δεν ήταν απλώς φαγητό, ήταν μια γεύση ιστορίας, πολιτισμού και Κυπριακής ψυχής.

Ήταν η Κύπρος που ταξίδευε μακριά, φτάνοντας σε κάθε γωνιά του κόσμου.


Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΟΔΗΓΟΣ

Από το παζάρι της Λευκωσίας, ο δρόμος για την Πάφο ήταν μακρύς, γεμάτος στροφές και ανηφόρες. Η κούραση της νύχτας και της δουλειάς δεν είχε ακόμα φύγει από τα μάτια του Κυριάκου και ήταν βαριά αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. Ήταν μια διαδικασία καθημερινή, γιατί το επάγγελμα ήταν πολύ σκληρό και κουραστικό. Το φορτηγό του, βαρύ και φορτωμένο με προϊόντα, έμοιαζε να σέρνει μαζί του και τη σιωπή της αυγής.

Ένα πρωί, μόλις ξεφόρτωσε, άφησε το παζάρι χωρίς να σταθεί να επιβλέψει την πώληση. Έπρεπε να φύγει αμέσως, να φτάσει στην Πάφο πριν ξημερώσει. Είχε μια επείγουσα συνάντηση και δεν είχε καιρό ούτε για λίγη ξεκούραση.
Ξεκίνησε, και όταν έκοψε δρόμο, ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν. Δεν γινόταν όμως να βρει μια άκρη να λαγοκοιμηθεί, να ξεκουραστεί, ήταν βιαστικός. Έτσι συνέχισε, νυσταγμένος και κουρασμένος. Κάποιες στιγμές τα μάτια του έκλειναν, και εκείνος τα κρατούσε ανοιχτά με το ζόρι.

Ο δρόμος άνοιγε μπροστά του άδειος και σιωπηλός. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη ανέβει, και η αυγή έμοιαζε να κρατά την ανάσα της.
Προσπάθησε να μείνει ξύπνιος, δάγκωνε τα χείλη, τίναξε το κεφάλι, μάταια. Η νύστα τον τύλιγε σαν πυκνή ομίχλη.
-Λίγο ακόμα... μέχρι την επόμενη στροφή, ψιθύριζε.
Μα η στροφή περνούσε, και πίσω της ερχόταν άλλη, και άλλη, και εκείνος σφιγμένος πάλευε.

Ο φόβος άρχισε να τον γαργαλάει στο στομάχι. Ήξερε πως, αν συνέχιζε έτσι, θα ‘χανε τον έλεγχο, ίσως και τη ζωή του.
Τότε, σχεδόν χωρίς να το σκεφτεί, ψιθύρισε:
-Αρχάγγελε Μιχαήλ, γείτονά μου... κάνε ένα θαύμα να τα καταφέρω, και θα σου ανάψω μια λαμπάδα.
Η φωνή του σπασμένη μέσα στη σιωπή, και το τιμόνι να τρέμει στα χέρια του.

Και τότε εκεί, ανάμεσα σε ένα αναβόσβημα των ματιών του, είδε μια φιγούρα στη μέση του δρόμου. Ένας άντρας με υψωμένα χέρια, μια σκοτεινή φιγούρα μέσα στο φώς των φαναριών του φορτηγού, του έκλεινε το δρόμο κάνοντας ωτοστόπ.
Ο Κυριάκος πάτησε απότομα τα φρένα. Το φορτηγό γρύλισε και σταμάτησε με έναν αναστεναγμό μετάλλου.

-Κυριάκο, εγώ είμαι!» άκουσε μια φωνή, πάρε με μαζί σου, έχω έξοδο.

Ο Κυριάκος τον κοίταξε και για μια στιγμή δεν πίστεψε στα μάτια του.
Ήταν ο Πάμπης, του Γιώρκου του Μαύρου, στρατιώτης που πάντα έβρισκε τρόπο να ξεγλιστρά από τα στρατόπεδα, είτε με έξοδο είτε με άδεια.
Ένα χαμόγελο του ξέφυγε.

-Πάμπη μου... να, πώς φανερώνονται τα θαύματα, σκέφτηκε.

Η ανακούφιση τον πλημμύρισε. Όχι μόνο γιατί ήταν παιδί του χωριού, αλλά γιατί ήξερε να οδηγεί.
Χωρίς να πουν πολλά, αντάλλαξαν μια ματιά που τα έλεγε όλα. Ο Κυριάκος κατάλαβε μέσα του πως η προσευχή του είχε ακουστεί.

Ο δρόμος που πριν ήταν αγώνας και δοκιμασία, τώρα έγινε δρόμος ανάπαυσης.
Καθισμένος στη θέση του συνοδηγού, ένιωθε τα βλέφαρα να βαραίνουν πάλι, μα αυτή τη φορά, χωρίς φόβο. Το τιμόνι ήταν σε καλά χέρια.
Ο ύπνος τον πήρε σιγά-σιγά, σαν χάδι.
Και όσο παραδινόταν στον ύπνο, ο Πάμπης οδηγούσε με σταθερό χέρι και καθαρή ματιά, σαν έμπειρος οδηγός, σαν φύλακας.

Κάπου ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, ο Κυριάκος ψιθύρισε:
-Ευχαριστώ σε, Αρχάγγελε Μιχαήλ… κράτα μας καλά στο δρόμο.

 

ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ

Ήταν μια νύχτα σκοτεινή και βαριά, από εκείνες που η βροχή δε λέει να σταματήσει και οι αστραπές κάνουν τη νύχτα μέρα. Ο ουρανός σκισμένος, και ο άνεμος λυσσομανούσε, σπάζοντας δέντρα και ξηλώνοντας στέγες σαν να ’ταν από χαρτί. Ο Κυριάκος κρατούσε σφιχτά το τιμόνι του φορτηγού τουδώδεκα τόνους φορτίο, μα του φαινόταν πως το αμάξι θα πετάξει στον αέρα σε κάθε ριπή.

Η ώρα είχε περάσει. Το παζάρι στην πρωτεύουσα περίμενε, και εκείνος έπρεπε να φτάσει πριν χαράξει. Στο δρόμο, λίγο έξω από τη Γεροσκήπου, τον έπιασε η σκέψη σαν μαχαιριά: είχε ξεχάσει τα τσιγάρα του.
«Άτιμη μνήμη…» μουρμούρισε. Το τσιγάρο ήταν η συντροφιά του, η παρέα στις μοναχικές διαδρομές, το μόνο που του ’δινε κουράγιο στις ώρες της σιωπής. Τα μαγαζιά είχαν όλα κλείσει. Ήταν αργά πια να γυρίσει πίσω. Έσφιξε τα δόντια και συνέχισε.

Ο δρόμος είχε γίνει ποτάμι. Κλαδιά, πέτρες, σπασμένα καλάμια είχαν σκεπάσει την άσφαλτο. Μα ο Κυριάκος ήταν παλιός οδηγός. Ήξερε να διαβάζει τον καιρό, να μαντεύει τον κίνδυνο πίσω από κάθε στροφή. Έκοψε ταχύτητα, προχώρησε σταθερά, με εκείνη την πεισματική ηρεμία των ανθρώπων που έχουν δει πολλά.

Όταν έφτασε στην Αχέλεια, ελάττωσε κι άλλο. Το γεφύρι εκεί ήταν ύπουλο. Είχε ξεχειλίσει και άλλες φορές. Πλημμυρισμένο και απόψε, μα ο Κυριάκος το πέρασε με υπομονή, σαν να διέσχιζε σύνορα.

Μόλις ανέβηκε στην άλλη πλευρά, μέσα στο σκοτάδι είδε κάτι να αναβοσβήνει. Ένα φως, ένα σινιάλο. Μια αστραπή φώτισε για λίγο το πρόσωπο του Μιχάληγεωργός από την Τίμη, παλιός συνεργάτης, άνθρωπος ήσυχος και τίμιος.
-Είμαι τυχερός που πέρασες, Κυριάκοφώναξε μόλις μπήκε στην καμπίνα.

-Όλη νύχτα περιμένω. Κανείς δεν περνά με τέτοιο καιρό… Μα ήξερα πως εσύ θα τολμήσεις.

Ανέβηκε δίπλα του, στάζοντας νερό, και πιάσανε κουβέντα. Μέχρι να πουν δυο λόγια, φτάσαν στην Τίμη. Ο Μιχάλης κατέβηκε, του χτύπησε το παράθυρο, και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.

Το φορτηγό ξαναπήρε τον δρόμο. Η καταιγίδα λυσσομανούσεη βροχή έπεφτε σαν να ’θελε να σβήσει τον κόσμο, κι οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό στα δύο. Ο Κυριάκος άπλωσε μηχανικά το χέρι προς το κάθισμα, ψάχνοντας το πακέτο του. Κενό.
Μια βρισιά ξέφυγε απ’ τα χείλη του. Το άγχος τον έπνιγε. Τρεις ώρες δρόμος χωρίς τσιγάροαιώνας ολόκληρος.

Η βροχή χτυπούσε το παρμπρίζ αλύπητα, και εκείνος, μέσα στην ομίχλη του νου του, δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά την ανάγκη του. Και τότεμια αστραπή! Για μια στιγμή, το φως φώτισε τη μαξιλάρα του συνοδηγού.
Ένα πακέτο τσιγάρα!
Σταμάτησε να αναπνέει. Τα κοίταξε σαν να ’βλεπε θησαυρό.
Ήταν του Μιχάλη. Τα είχε ξεχάσει φεύγοντας.

Ένιωσε την τύχη να του χαμογελά.

-Ο Θεός δεν με ξέχασε, είπε σιγανά.

Έσκυψε, πήρε ένα τσιγάρο, το έβαλε στα χείλη. Ο αναπτήρας του φορτηγού ζεστάθηκε σιγά, και μόλις η μικρή φλόγα άναψε, άστραψε ολόκληρος ο κόσμος του.

Ρούφηξε βαθιά. Ο καπνός μπήκε στα πνευμόνια του σαν λύτρωση. Ένιωσε το άγχος να διαλύεται, να τον αφήνει ελαφρύ, γαλήνιο.
Άνοιξε το μαγνητόφωνο, και έβαλε να παίζει ο Ζαγοραίος.
Η φωνή βγήκε μέσα απ’ τη βροχή σαν φίλος παλιός:

«Άναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά…»

Και ο Κυριάκος, μόνος μέσα στη νύχτα, με τη βροχή να θερίζει τον δρόμο και τα φώτα να τρεμοπαίζουν, χαμογέλασε.
Ήταν όντως τυχερός εκείνο το βράδυ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 : ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ

 

ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΒΑΝΝΑ

Στην καρδιά του χωριού, εκεί όπου οι δρόμοι σμίγουν σαν μονοπάτια, βρισκόταν το καφενείο του Βάννα. Ένα απλό μαγαζάκι με ξύλινες καρέκλες και παλιά τραπεζάκια, μα γεμάτο ζωή και φως. Ο Βάννας, ταξιτζής το πρωί και περβολάρης στον ελεύθερο του χρόνο, είχε βρει στο καφενείο την αληθινή του αποστολή. Να φτιάχνει καφέδες και να δροσίζει με ζιβανία τις ψυχές των χωριανών.

Πρώτος και καλύτερος πελάτης ήταν ο Κυριάκος ο πράτης. Σαν αδελφός του πια ο Βάννας, τον είχε δεμένο με τρόπο αόρατο, καθώς τους ένωναν τα θερμοκήπια και τα μεροκάματα, μα πιο πολύ η ζεστασιά της καρδιάς. Δεν περνούσε μέρα να μην καθίσει ο Κυριάκος στο καφενείο. Εκεί έβρισκε παρηγοριά, κουβέντα και συντροφιά, σαν να γυρνούσε στο ίδιο του το σπίτι.

Μαζί τους και άλλοι γνώριμοι της παρέας. Ο Σιέλης που δεν άφηνε στιγμή χωρίς αστείο, σκόρπιζε τα γέλια σαν σπόρους πάνω στο τραπέζι της πιλότας. Ο Αθηνόδωρος ο μεγαλοεργολάβος από τη Γεροσκήπου, ερχόταν πάντα με βαριά κουβέντα και ιστορίες από τα εργοτάξια. Ο μάστρε Νίκος με το τσιγάρο μόνιμα αναμμένο στα χείλη, είχε το δικό του βλοσυρό ύφος που όμως μαλάκωνε μόλις έπιανε τη ζιβανία. Και ο Τσιυρκάς, με την τέχνη του στο κλέφτικο, μοσχοβολούσε το καφενείο κάθε φορά που πύρωνε το φούρνο.

Και από πάνω απ’ όλους, σαν άγρυπνος φρουρός, ο ίδιος ο Βάννας, ο καφετζιής, ο οδηγός, ο περβολάρης, μα πάνω απ’ όλα ο ψυχοπλάστης της συντροφιάς. Από τα χαράματα έπιανε δουλειά, πρώτα κάνα δυο κούρσες με το ταξί, ύστερα τα θερμοκήπια, και έπειτα το καφενείο, που δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ. Όλοι τον θαύμαζαν για την ευστροφία του. Μιλούσε με λέξεις που έσταζαν σοφία, σαν νερό από παλιά βρύση.

Στα νιάτα του και εκείνος υπήρξε πράτης, και ήξερε από κόπο και βιοπάλη. Έτσι, ο νεαρός Κυριάκος τον έβλεπε σαν δεύτερο πατέρα. Άκουγε τις συμβουλές του με σεβασμό, και οι παραγγελιές του Βάννα δεν ήταν απλώς κουβέντες, μα σπόροι που φύτρωναν στο μυαλό και στην ψυχή του.

Τα βράδια, όταν η ζιβανία ζέσταινε τις καρδιές και τα τραγούδια αντηχούσαν στις γωνιές του μαγαζιού, το καφενείο γινόταν τόπος ιερός. Εκεί ξεχνούσαν οι άντρες τα βάσανα και τις έγνοιες της ζωής. Εκεί ξέπλεναν την πίκρα τους με γέλια, κουβέντα και τραγούδι.

Το καφενείο του Βάννα δεν ήταν απλώς ένας χώρος. Ήταν μια αγκαλιά για το χωριό. Μια όαση όπου η ζωή, με όλα της τα βάρη, γινόταν λίγο πιο ελαφριά. Και ο Βάννας, με την ιδιαίτερη φωνή του και τα μάτια του που σπίθιζαν, έμοιαζε να το ήξερε καλά, πως το μυστικό δεν ήταν ο καφές ούτε η ζιβανία, αλλά η συντροφιά και η ζεστασιά που τους ένωνε όλους.

Ένα βράδυ, που το καφενείο είχε γεμίσει όσο ποτέ άλλοτε, η παρέα έπαιζε πιλότα και τα ποτήρια γέμιζαν ξανά και ξανά. Ο Σιέλης διηγιόταν τα καμώματα του γαϊδάρου του, και οι άλλοι έσκαγαν στα γέλια. Ο Βάννας, πίσω από τον πάγκο, σκούπιζε τα ποτήρια με το παλιό πανί, όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά.

Μπήκε μέσα ένας ξένος γεροδεμένος άντρας με σκούρο σακάκι και βλέμμα κουρασμένο. Στάθηκε για λίγο στην πόρτα, λες και δίσταζε να περάσει το κατώφλι. Το καφενείο σώπασε για μια στιγμή. Ακόμη και ο μάστρε Νίκος κατέβασε το τσιγάρο του.

«Καλησπέρα σας», είπε χαμηλόφωνα. «Ψάχνω τον Κυριάκο τον Πράτη».

Ο Κυριάκος πετάχτηκε απ’ το τραπέζι του. Ήταν ο φίλος του ο Μιχάλης, που χρόνια είχε φύγει ξενιτεμένος στη Γερμανία. Κανείς δεν τον περίμενε. Ξαφνικά, η ατμόσφαιρα άλλαξε. Τα μάτια γέμισαν, τα ποτήρια σηκώθηκαν, ακολούθησαν ευχές και χαρές.

Ο Βάννας πλησίασε, αγκάλιασε τον ξένο και είπε με τη χαρακτηριστική του σοβαρότητα,

-Καλωσόρισες Μιχάλη. Σήμερα το καφενείο είναι δικό σου.

Και έτσι, εκείνη η νύχτα έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όλων. Δεν ήταν μόνο η ξαφνική επιστροφή ενός ξενιτεμένου, ήταν που το καφενείο του Βάννα είχε γίνει γέφυρα. Γέφυρα ανάμεσα σε ανθρώπους, σε εποχές, σε ζωές που έμοιαζαν χαμένες μα ξαναβρέθηκαν.

Τα χρόνια πέρασαν. Οι παλιοί θαμώνες λιγόστεψαν. Ο Σιέλης άφησε χρόνους, ο μάστρε Νίκος έσβησε ήσυχα αφήνοντας πίσω μόνο την ανάμνηση του καπνού του κι ο Αθηνόδωρος άρχισε να πηγαίνει σπάνια. Μόνο ο Κυριάκος έμεινε πιστός, κάθε μέρα περνούσε το κατώφλι, ακόμη και όταν το καφενείο άρχισε να χάνει τη λάμψη του.

Ο Βάννας με τα μαλλιά του άσπρα πια, καθόταν όλο και συχνότερα στο ίδιο τραπέζι με τους πελάτες. Δεν σκούπιζε ποτήρια, δεν έπαιρνε παραγγελίες, άφηνε τη δουλειά στους νεότερους. Μα κάθε φορά που μιλούσε, η σιωπή γινόταν απόλυτη. Η φωνή του είχε ακόμη εκείνη την παλιά σοφία.

Μια μέρα, λένε, πήρε τον Κυριάκο παράμερα και του είπε:

-Άκου, γιε μου… Το καφενείο δεν είναι τα τραπέζια και τα ποτήρια. Είναι οι άνθρωποι. Εσείς. Αν μια μέρα κλείσει η πόρτα, μη στεναχωρηθείς. Γιατί το καφενείο θα ζει πάντα μέσα μας.

Κι όταν έφυγε ο Βάννας απ’ τη ζωή, το χωριό τον αποχαιρέτησε όπως του άξιζε. Με τραγούδια, με ζιβανία και με μνήμες από το καφενείο.

Και από τότε κάποιοι ζώντες ακόμα, κάθε φορά που σηκώνουν το ποτήρι, δεν παραλείπουν μια ευχή:

-Στη μνήμη του Βάννα που μας αγαπούσε και τον αγαπούσαμε. Στον Βάννα που μας έμαθε πως η ζωή είναι πιο γλυκιά όταν τη μοιραζόμαστε.

 

ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

Το καφενείο της Δέσπως στέκει ακόμα αγέρωχο στην καρδιά του χωριού, στέραιο κτίριο που αντέχει στο χρόνο. Κτισμένο στις αρχές του 1900 από πελεκιτή πέτρα, κρατά ακόμα το άρωμα των περασμένων εποχών, με τα ξύλινα τραπέζια και τις ψάθινες καρέκλες να μαρτυρούν αμέτρητες ιστορίες ανθρώπων που πέρασαν από το κατώφλι του. Δεν ήταν απλά ένα καφενείο, ήταν το βήμα των απλών, το βάλσαμο των κουρασμένων, η σκηνή όπου έπαιζαν οι χαρές και οι καημοί του χωριού.

Εκεί συναντιόνταν όλοι. Οι γέροι χωρικοί με τα άσπρα μαλλιά, κουβαλούσαν στις πλάτες τους χρόνια μόχθου στα χωράφια. Άλλοι έρχονταν να ξαποστάσουν από την κούραση της μέρας, άλλοι να βρουν παρέα στην ερημιά των γηρατειών. Δίπλα τους κάθονταν νέοι, γεμάτοι όνειρα για το αύριο, με φωνές ζωηρές που έφερναν ζωντάνια στον χώρο. Εκεί βρίσκονταν και κάποιοι λόγιοι του χωριού. Ο Νίκος ο Τσιάκκος ο φιλόσοφος και αναρχικός καθηγητής με την ήρεμη φωνή και το βαθύ βλέμμα που όλο έφερνε κουβέντες για τα γράμματα και τα βιβλία, και ο γιατρός, πάντα σοβαρός, μα σαν έπινε το δεύτερο ποτηράκι ζιβανίας, λύγιζε και αυτός και γινόταν πιο ανθρώπινος.

Στην άκρη, κοντά στη σόμπα τον χειμώνα ή κάτω από ένα δέντρο έξω στην αυλή το καλοκαίρι, κάθονταν οι γεωργοί και οι βοσκοί, άνθρωποι τραχείς μα καλοσυνάτοι. Έλεγαν ιστορίες για τις σοδειές, για τις βροχές που δεν έπεσαν ή για τα ζωντανά που γέννησαν.

Ανάμεσά τους ήταν και ο Κυριάκος, ο φθαρτέμπορας και μυθιστοριογράφος του χωριού. Ήρεμος, παρακολουθούσε και ανέλυε μέσα στο μυαλό του όσα έβλεπε, πλάθοντας ιστορίες για το επόμενο βιβλίο του.

Όλοι μαζί έφτιαχναν ένα μωσαϊκό. Άνθρωποι διαφορετικοί, και όμως τόσο ίδιοι μέσα στο καφενείο της Δέσπως.

Η Δέσπω στεκόταν πίσω από τον πάγκο, ήσυχη, υπομονετική. Ήξερε τον καημό του καθενός. Τον γέρο που μιλούσε για τον χαμένο του γιο, τον νεαρό που ονειρευόταν να φύγει από το χωριό, τη χήρα που έφερνε καμιά φορά ψωμί για να το αφήσει εκεί και να έχει μια δικαιολογία να βρεθεί ανάμεσα σε κόσμο. Δεν μιλούσε πολύ. Έμαθε να ακούει. Και ας της ξέφευγαν πικρές κουβέντες καμιά φορά, όταν κάποιοι παρασυρμένοι από το πιοτό έλεγαν λόγια ακατάλληλα. Χαμογελούσε κρυφά, μάζευε τα ποτήρια και συνέχιζε. Ήξερε πως η ζωή ήταν σκληρή. Τρία μικρά παιδιά την περίμεναν στο σπίτι, και αυτό το καφενείο ήταν η μόνη της ζήση.

Ένα βράδυ, την εποχή που άρχιζαν να βγαίνουν τα πρώτα φρέσκα αθάσια, μπήκε ο Κυριάκος κρατώντας ένα ζεμπίλι στον ώμο.

-Ήρθα με μεζέ, φώναξε γελαστός, και όλος ο κόσμος γύρισε να δει.

Έβαλε τα αθάσια πάνω σε ένα τραπέζι και η Δέσπω έφερε πρόχειρα ένα ταψί. Με λίγο θαλασσινό αλάτι, τα αθασούθκια έγιναν μεζές τρανός, απλός αλλά πεντανόστιμος. Έπεσαν όλοι με τα μούτρα. Και όσο έτρωγαν, τόσο άνοιγε η όρεξη για ζιβανία. Τα ποτήρια γέμιζαν ξανά και ξανά, τα γέλια δυνάμωναν, τα τραγούδια ξεσπούσαν. Οι ιστορίες που έλεγαν φάνταζαν πιο όμορφες, οι πίκρες πιο ελαφριές.

Εκείνο το βράδυ το καφενείο έσφυζε από ζωή. Ο ήχος των ποτηριών που τσούγκριζαν έσμιγε με τα τραγούδια και τις φωνές. Ακόμη και η Δέσπω που συνήθως ήταν σοβαρή, χαμογελούσε πλατιά βλέποντας το ταμείο να γεμίζει περισσότερο απο ότι συνήθως.

Μα εκείνο το ίδιο βράδυ, λίγο πριν σβήσει η φασαρία και απομείνει το καφενείο μισοσκότεινο, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Κόκος ο Ιωαννίδης, ο πλούσιος επιχειρηματίας του χωριού. Ψηλός με ρούχα ατσαλάκωτα, έριξε μια ματιά ένα γύρω και με φωνή βαριά είπε ένα για. Όλοι τον αντιχαιρέτησαν με σεβασμό καθώς ήταν άνθρωπος σοβαρός. Έριξε μια ματιά γύρω του κι ύστερα κάθισε σιωπηλός σ’ ένα τραπέζι στη γωνιά.

Η Δέσπω τον πλησίασε με την ίδια ευγένεια που έδειχνε σε όλους.

-Τι να σας φέρω; τον ρώτησε.

- Έναν καφέ, δυνατό, της απάντησε με ήρεμη φωνή.

Οι θαμώνες τον κοίταξαν, ο Κυριάκος του κέρασε τον καφέ, μα σύντομα όλοι ξαναγύρισαν στα γέλια και στα τραγούδια τους. Ο Κόκος έμεινε για ώρα να παρατηρεί, σαν να ήθελε να φυλάξει στην ψυχή του τις εικόνες εκείνης της ζωντανής συντροφιάς.

- Έχεις ένα όμορφο καφενείο, είπε στη Δέσπω. Κρατάς τη φλόγα του χωριού αναμμένη. Κέρασε, σε παρακαλώ, όλη την παρέα.

Οι άλλοι σήκωσαν τα ποτήρια «εις υγείαν» και τον φώναξαν στην παρέα τους. Έτσι το γλέντι συνεχίστηκε, και ευτυχισμένη η Δέσπω τους σέρβιρε με πολλή χαρά.

Και όταν πέρασε η ώρα, όλοι αποκαμωμένοι από το πολύ πιοτό, άλλοι μεθυσμένοι, άλλοι χαρούμενοι, άλλοι σκεφτικοί, έφυγαν όλοι με την ψυχή πιο ελαφριά. Η πλατεία βυθίστηκε ξανά στη σιωπή, και το καφενείο της Δέσπως, γερό και αγέρωχο, κράτησε μέσα του ακόμη μια βραδιά γεμάτη μνήμες, χαρές και καημούς.

Λίγες μέρες αργότερα Κυριακή απόγευμα, το καφενείο γέμισε από ενωρίς. Είχε μόλις τελειώσει ο εσπερινός και οι άντρες ξεχύθηκαν στην πλατεία, άλλοι για κουβέντα και άλλοι για το πιοτό. Ο Κυριάκος, που δεν άφηνε ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη, έφερε μαζί του το μαντολίνο του. Από μικρός έπαιζε στο σπίτι μόνος, μα εκείνο το βράδυ είχε κέφι και ξεκίνησε με έναν σκοπό παλιό, που έφερε δάκρυα στα μάτια των γεροντότερων και χαμόγελα στους νεότερους.

Δεν άργησαν να βγουν και τα νταούλια. Ο Κόκος τα έφερε από το σπίτι του. Το καφενείο μετατράπηκε σε αυτοσχέδιο πανηγύρι. Μικροί και μεγάλοι άρχισαν να χορεύουν, άλλοι σέρνοντας τον χορό, και άλλοι απλώς χειροκροτώντας. Η ζιβανία έρρεε σαν ποτάμι και η Δέσπω έτρεχε πέρα δώθε, με την ποδιά στην κόξα, γεμίζοντας ποτήρια και μαζεύοντας πιάτα.

Όμως, εκεί που το κέφι φούντωνε, ξέσπασε και ένας καβγάς. Δυο παλικάρια, που χρόνια τώρα μάλωναν, βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα λόγια άναψαν, το αίμα έβραζε από το πιοτό, και πριν το καταλάβουν οι υπόλοιποι, τα χέρια σηκώθηκαν. Τα τραπέζια τινάχτηκαν, ποτήρια έσπασαν, και για μια στιγμή το καφενείο έγινε πεδίο μάχης.

Η Δέσπω ψύχραιμη, στάθηκε στη μέση και με φωνή δυνατή που δεν συνήθιζε, φώναξε,

-Σταματήστε, δεν είναι αυτός τόπος για καβγάδες!

Η φωνή της γεμάτη δύναμη αλλά και θυμό, έκανε τους άντρες να παγώσουν. Μια σιωπή έπεσε βαριά. Οι μεγαλύτεροι σηκώθηκαν, χώρισαν τους δύο νεαρούς και τους έσυραν έξω, μουρμουρίζοντας για την ντροπή που δημιούργησαν στο καφενείο της Δέσπως.

Λίγο αργότερα, το κέφι ξανάρχισε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η μουσική έπαιξε ξανά, τα τραγούδια υψώθηκαν στον ουρανό, και το γλέντι κράτησε ως το ξημέρωμα. Όμως η Δέσπω, μαζεύοντας στο τέλος τα σπασμένα γυαλιά, αναστέναξε. Ήξερε πως το καφενείο της ήταν καθρέφτης του χωριού, γεμάτο χαρές, γέλια και μεράκια, μα και καημούς, πάθη και καβγάδες.

Και όμως, μέσα σ’ όλα αυτά, ένιωθε πως το δικό της μερτικό ήταν να κρατά την ισορροπία. Να στέκει όρθια όπως το παλιό εκείνο κτίριο, που όσο και αν περνούσαν τα χρόνια, έμενε αγέρωχο στην καρδιά της πλατείας.

 

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΝΗΜΗΣ

Ο Κυριάκος μικρό παιδί ακόμη, σύχναζε στο καφενείο του Αντωνέσκου. Ήταν κολλητός φίλος με τον Αντρίκο, έναν από τους γιους του. Και εκεί, μέσα στην ανακατωσούρα του μαγαζιού, έβρισκαν τον δικό τους μικρό παράδεισο. Καμιά φορά, η Ελένη, η μάνα του Αντρίκου, τους έβαζε λίγο φαγητό μέσα σε μια κούπα. Και εκείνοι, με τα σχολικά τους ρούχα ακόμα τσαλακωμένα από το παιχνίδι, κάθονταν στο τραπέζι και το μοιράζονταν, γελώντας σαν να ήταν το πιο πλούσιο γεύμα του κόσμου.

Τα χρόνια πέρασαν. Τα παιδιά έγιναν άντρες, και οι δρόμοι τους χωρίστηκαν για καιρό. Ο καθένας τράβηξε τη δική του πορεία, μα οι παιδικές μνήμες έμεναν θαμμένες βαθιά, σαν θησαυρός που περίμενε να ξαναβγεί στο φως.

Και τώρα, ύστερα από δεκαετίες, ξανάσμιξαν στο ίδιο καφενείο. Οι καρέκλες ίδιες, τα τραπέζια γνώριμα, οι μυρωδιές οικείες, και οι μνήμες ήρθαν ζωντανές, νωπές, σαν να ήταν χθες. Τα λόγια του Αντωνέσκου και της Ελένης, οι ιστορίες τους και η ίδια η ιστορία του καφενείου που την εξιστορούσαν με καμάρι, έμοιαζαν να πλανώνται ακόμη στον αέρα…

 

Ο Πάφιος, ο καραγκιοζοπαίκτης της Χλώρακας, γεννήθηκε τον περασμένο αιώνα, το 1904. Ήταν άνθρωπος της βιοπάλης, άλλοτε ράφτης, άλλοτε κτίστης, και άλλοτε πιανόταν από δουλειές του ποδαριού για να βγάλει το ψωμί του. Μα είχε μέσα του μια σπίθα, εκείνη που δεν άφηνε τον άνθρωπο να μείνει μόνο στην καθημερινή φθορά.

Με τα χέρια του, τα σκληρά από τον ασβέστη και τις πέτρες, έστησε μια σειρά από μικρά μαγαζιά δίπλα στην πλατεία του χωριού. Και σ’ ένα από αυτά, σαν να το είχε από πάντα προορισμένο, έστησε τον μπερντέ του. Από εκει ξεπήδησαν οι σκιές του Καραγκιόζη, γέλια παιδιών και φωνές μεγάλων, ψιθυρισμοί και χειροκροτήματα που αντηχούσαν μέχρι τα σοκάκια.

Το μαγαζί πέρασε στην κόρη του, την Ελένη. Μαζί με τον άντρα της, τον Αντωνέσκο, άνοιξαν μπακάλικο, κουρείο και καφενείο. Και αυτό το καφενείο δεν ήταν ποτέ ένα απλό καφενείο. Ήταν το στέκι των αθκειασερών, η παρηγοριά των εργατών, το καταφύγιο των αγωνιστών, το σινεμά των παιδιών. Ήταν ο παλμός του χωριού.

Οι μυρωδιές από τους καφέδες που ψήνονταν στη χόβολη μπλέκονταν με τον καπνό των τσιγάρων Craven Α και Samaritas, τις φωνές των θαμώνων που συζητούσαν για τα πολιτικά, για τις δουλειές, για την ξενιτιά. Τα βράδια, οι καρέκλες παραμερίζονταν, και το καφενείο μεταμορφωνόταν σε ταβερνείο, Στο τραπέζι έμπαιναν κρασί και μεζέδες, και έπειτα ξεσπούσε το γλέντι με πατριωτκά, δημοτικά και λαϊκά τραγούδια. Άλλες φορές γινόταν σινεμά. Ο Παπάχαμπης έστεινε τη μηχανή προβολής και σε ένα σεντόνι απλωμένο πάνω στον τοίχο οι χωριανοί έβλεπαν μαγεμένοι τις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες, σαν να έμπαινε ολόκληρος ο κόσμος στο μικρό τους χωριό.

Το «καφενείο του Αντωνέσκου», όπως το έμαθαν όλοι, έμεινε ανοιχτό πάνω από εκατό χρόνια, χωρίς να κλείσει ούτε μια μέρα. Στους τοίχους του, μαζί με τα κιτρινισμένα ημερολόγια και τα κάδρα, κρεμόντουσαν και οι φιγούρες του Καραγκιόζη, ζωγραφισμένες από το χέρι του Πάφιου. Οι μαθητές του σχολείου περνούσαν να τις δουν, και με μάτια ορθάνοιχτα, σαν να έμπαιναν σ’ έναν μαγικό κόσμο, και μελετώντας τις και ρωτόντας τον Πάφιο, μάθαιναν την Ελληνική ιστορία.

Εκεί, μέσα σε τέσσερις τοίχους, χωρούσε ολόκληρη η ιστορία της Χλώρακας. Πολιτικοί της εποχής της Αγγλοκρατίας και της νεογέννητης Δημοκρατίας, κάθισαν στα ίδια τραπέζια που έπιναν τον καφέ τους οι χωριανοί. Εκεί κρατήθηκαν αγωνιστές της ΕΟΚΑ, μα και γιορτάστηκε με δάκρυα και τραγούδια η Απελευθέρωση της Κύπρου.

Και όσο και αν άλλαζαν οι καιροί, το καφενείο έμενε πάντα το ίδιο. Ένας τόπος ζεστός, που δεν ήταν πια μαγαζί, μα ψυχή και μνήμη. Ένας τόπος που μάζευε τα γέλια, τις χαρές και τις θύμησες ενός ολόκληρου χωριού.

Ο Μηχαλάκης ησθένησε, μα το καφενείο δεν μπορούσε να κλείσει. Η γυναίκα του, η Νίκη, με βοηθό τον εγγονό τους τον Θεοδόση, είπαν: «Όχι, δεν θα κλείσει». Και έτσι, μέρα και νύχτα ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες, και οι θαμώνες παλιοί και νέοι, συνεχίζουν να συχνάζουν στο καφενείο του Αντωνέσκου.

Ο Κουρούσιης, παλιός αγωνιστής της ΕΟΚΑ και ύστερα οπλαρχηγός κατά τις φασαρίες με τους Τούρκους, κάθεται με τις ώρες. Πίνει τον καφέ του γουλιά-γουλιά, με βλέμμα σκεφτικό, και αναπολεί τα χρόνια της νεότης του, τότε που όλα έμοιαζαν όμορφα και ρόδινα.

Ο Κλεόβουλος, και αυτός πια μεγάλος στα χρόνια, αφήνεται στις μνήμες των καιρών της αναταραχής, των πικρών χρόνων, όταν οι Ελληνοκύπριοι διαφωνούσαν και διαμάχονταν μεταξύ τους. «Ποια μεριά είχε το δίκαιο;» συλλογιέται και δεν βρίσκει απόκριση, παρά μόνο σιωπή.

Ο Ιωαννίδης, κάθε μέρα μαζί με τους φίλους του, πρώτα στήνουν την πιλότα στο τραπέζι γεμίζοντας το καφενείο με φωνές, γέλια και πειράγματα. Και ύστερα, το στρώνουν στη ζιβανία, σηκώνοντας τα ποτήρια με πειραγμούς και καημούς, που άλλοτε μοιάζουν να καίνε κι άλλοτε να γλυκαίνουν.

Ο Κωστής, όποτε βρίσκει ευκαιρία, ξαναφέρνει στο τραπέζι το παράπονό του. Τα χωράφια που πούλησε φτηνά, για να χτίσει σπίτια στις κόρες του. «Αδικήθηκα…» λέει και ξαναλέει, και όλοι τον ακούνε με κατανόηση, μα και με μιαν κρυφή θλίψη, γιατί βλέπουν πως το παράπονο εκείνο δεν θα φύγει ποτέ από την ψυχή του.

Η Νίκη και ο Θεοδόσης βρίσκονται πάντα στο πόδι. Σβέλτοι, εξυπηρετούν τους πελάτες, και ανάμεσα σε πιάτα, καφέδες και ποτήρια, κρατούν τ’ αυτιά τους ανοιχτά. Σιωπηλοί ακούνε τις ιστορίες που ξετυλίγονται. Άλλες γεμάτες θαύμα και καμάρι, άλλες γεμάτες πίκρα και κακουχίες. Μα όλες, πολύτιμες.

Και όσο τους ακούν, τόσο μαθαίνουν, για την παλιά ζωή, για τους κόπους και τα βάσανα των χωριανών, για τις χαρές και τα γλέντια που έσπαγαν τη μονοτονία. Και μέσα τους, συλλογίζονται. «Άλλαξαν οι καιροί… Πότε ήταν καλύτερα; Τότε ή τώρα;» Και η απάντηση μένει μετέωρη, σαν καπνός που χάνεται στην ατμόσφαιρα του καφενείου.

Το καφενείο, ωστόσο, μένει πάντα εκεί. Σαν να τους λέει με τη σιωπή του πως οι εποχές περνούν, οι άνθρωποι φεύγουν, μα οι τόποι που κράτησαν τη μνήμη δεν πεθαίνουν ποτέ.

Και έτσι το καφενείο του Αντωνέσκου συνεχίζει. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, να στέκει με τις πόρτες του ανοιχτές, σαν να καλεί μέσα όχι μόνο τους ανθρώπους του χωριού, μα και τις μνήμες που δεν θέλουν να σβήσουν.

Στους τοίχους του, μαζί με τα σημερινά ημερολόγια, φαίνονται ακόμη τα σημάδια του παρελθόντος. Ξεθωριασμένες φωτογραφίες, φιγούρες του Καραγκιόζη, ένα ράφι με παλιά ποτήρια που κράτησαν γέλια και καημούς. Στα τραπέζια, άλλοι μιλούν για την καθημερινότητα, και άλλοι διηγούνται ιστορίες από τότε που η Κύπρος πάλευε για λευτεριά. Έτσι, το παρελθόν και το παρόν γίνονται ένα.

Η Νίκη και ο Θεοδόσης, κουρασμένοι μα περήφανοι, ξέρουν πως δεν σερβίρουν μόνο καφέδες και ζιβανία. Σερβίρουν μνήμη. Σερβίρουν ιστορία.

Κρατούν ζωντανό ένα κομμάτι ψυχής, που αν έσβηνε, θα χάνονταν μαζί και οι φωνές τόσων γενεών.

Κι όταν βραδιάζει και ησυχάζει το χωριό, το καφενείο μένει εκεί. Σαν φρουρός και μάρτυρας της Χλώρακας, σαν κιβωτός που κουβαλάει μέσα της γέλια, θρήνους, γλέντια και αναμνήσεις. Ένας τόπος που ανήκει σε όλους, Στους τωρινούς, στους περασμένους και σ’ εκείνους που θα έρθουν.

Γιατί το καφενείο του Αντωνέσκου δεν είναι απλώς ένας χώρος. Είναι η ίδια η καρδιά του χωριού. Και όσο οι πόρτες του θα ανοίγουν, θα χτυπά και η μνήμη της Χλώρακας, αθάνατη και ακούραστη, όπως τότε, όπως τώρα, και όπως πάντα. 

Ο ΤΑΒΛΑΔΟΡΟΣ

Ο Κόκος ήταν γνωστός σε όλο το χωριόκαι ακόμη παραπέρασαν ο καλύτερος ταβλαδόρος που είχε περάσει ποτέ από καφενείο.
Από τα νιάτα του ως τα γηρατειά, σχεδόν δεν είχε χάσει ποτέ. Κανείς δεν θυμόταν να του πάρει παιχνίδι. Όχι γιατί ήταν τυχερός, αλλά γιατί ήξερε να παίζει. Ήξερε να σκέφτεται.

Το τάβλι ήταν η τέχνη του. Δεν έπαιζε για τα λεφτά, ούτε για τη δόξα. Έπαιζε για την ομορφιά του παιχνιδιούγια εκείνη τη λεπτή στιγμή που το μυαλό μετράει πιο γρήγορα από τη ζαριά.
Ήταν ήρεμος, μεθοδικός, ψύχραιμος. Δεν βιαζόταν ποτέ.
Όταν οι άλλοι θύμωναν ή πανηγύριζαν, ο Κόκος χαμογελούσε με εκείνο το μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο χαμόγελο που έχουν όσοι ξέρουν πως ελέγχουν τα πάντα.

Στο καφενείο του Αντωνέσκου όπου σύχναζε, δούλευε μια νεαρή Καλαμαρού, κόρη φίλου του Κυριάκου από τα καράβια. Ήταν κοπέλα ήσυχη, έξυπνη, με βλέμμα καθαρό, αλλά κουρασμένο από τη ζωή. Ο Κυριάκος είχε μεσολαβήσει να τη βάλουν εκεί προσωρινά, ώσπου να βρει κάτι καλύτερο.

Μια μέρα, πάνω στο παιχνίδι, ο Κυριάκος είπε στον Κόκο,

 -Ξέρεις, ο πατέρας της μικρής ήτανε μεγάλος ταβλαδόρος. Ίδιος εσύ. Δεν έχανε με τίποτα.

Ο Κόκος χαμογέλασε.
-Ε, τότε, να δούμε αν μοιάζει στον πατέρα της, είπε.

Φώναξε την κοπέλα.
-Έλα, κοπέλα μου, να παίξουμε ένα στα εφτά. Αν παίξεις καλά, θα σου δώσω εκατό ευρώ.

Η κοπέλα τον κοίταξε χωρίς να ταραχτεί.
-Πολύ ευχαρίστως, κύριε Κόκο, απάντησε ήρεμα.

Κάθισε απέναντί του, τακτοποίησε τα πούλια, και από το πρώτο ρίξιμο φάνηκε πως ήξερε το παιχνίδι. Οι κινήσεις της ήταν καθαρές, υπολογισμένες, χωρίς άγχος. Έπαιζε με ρυθμό, με μυαλό. Ο Κόκος την παρατηρούσε με ενδιαφέρον· σπάνια έβρισκε παίχτη που να τον κρατά σε εγρήγορση.

Το παιχνίδι προχωρούσε αργά, γεμάτο ένταση. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται γύρω τους. Ήθελαν όλοι να δουν αν, επιτέλους, κάποιος θα κατάφερνε να ρίξει τον Κόκο, αν επιτέλους ο χουμισιάρης βρήκε τον μάστορα του.
Αλλά ο Κόκος ήταν ο Κόκος. Κάθε φορά που η κοπέλα πίστευε πως τον στρίμωχνε, εκείνος άλλαζε τακτική, έστηνε πόρτες, άνοιγε δρόμους, προέβλεπε τη ρίψη. Έπαιζε σαν να διάβαζε τα ζάρια προτού πέσουν.

Στο τέλος, η παρτίδα έφτασε έξι–έξι.
Η κοπέλα έκανε μια τελευταία προσπάθεια, μα εκείνος έκλεισε τις πόρτες του με τέτοια ακρίβεια που δεν άφηνε χαραμάδα. Έφερε διπλές, έβγαλε τα πούλια του ένα ένα, και τελείωσε το παιχνίδι χωρίς φωνή, χωρίς πανηγυρισμό.

Το καφενείο ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
Η κοπέλα χαμογέλασε.
-Είσαστε πράγματι αήττητος, κύριε Κόκο, είπε με σεβασμό.
-Όχι, κοπέλα μου, της απάντησε εκείνος. Απλώς ξέρω να χάνω… πριν χάσω.

Σήκωσε το ποτήρι του με το κονιάκ, ήπιε μια γουλιά και συνέχισε,
-Έχεις μυαλό, έχεις ψυχραιμία. Αν είχες λίγη παραπάνω εμπειρία, ίσως σήμερα να με έδενες κόμπο. Δεν είναι τα ζάρια που παίζουν, είναι το μυαλό και η καρδιά

Έπειτα, πρόσθεσε,
-Αντί για τα εκατό ευρώ που δεν κέρδισες, θέλω να έρθεις να δουλέψεις μαζί μου. Θα μάθεις περισσότερα δίπλα μου απ’ ό,τι με τα ζάρια.

Έτσι κι έγινε.
Η κοπέλα πήγε στην επιχείρησή του και, όπως και στο παιχνίδι, έμαθε να κινείται με στρατηγική και υπομονή. Ανέβηκε γρήγορα, γιατί ήξερε να περιμένει τη σωστή στιγμή.
Και ο Κόκος, κάθε φορά που την έβλεπε να παίρνει σωστές αποφάσεις, σκεφτόταν χαμογελώντας:

-Να, αυτή θα μπορούσε μια μέρα να με κερδίσει. Μα δεν χρειάζεται. Γιατί ήδη έμαθε το μυστικό του καλού ταβλαδόρουνα νικάει χωρίς να ρίχνει ζάρια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΘΑΥΜΑΣΤΑ

Ο ΖΑΦΤΙΕΣ

Ο Κόκος, ξάδερφος του Κυριάκου, ήταν άνθρωπος που ξεχώριζε. Αστυνομικός στο επάγγελμα, μα με ρίζες στη γη και στην καλλιέργεια, γεωργός με την ψυχή του. Είχε γίνει χρόνια τώρα καλός πελάτης και φίλος του Κυριάκου. Όταν αντίκρισε τα όσπρια που εμπορευόταν, τον παρακίνησε να πάνε στην Αυδήμου, εκεί έλεγε, οι άνθρωποι παρήγαγαν φασόλια μοναδικά, γιατί η γη τους ήταν πλούσια, γενναιόδωρη. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε υπηρετήσει παλιότερα στον αστυνομικό σταθμό του χωριού και γνώριζε καλά τόπο και ανθρώπους.

Έτσι ένα πρωί ξεκίνησαν με το φορτηγό. Ο δρόμος τους οδήγησε στην Αυδήμου, χωριό Τουρκοκυπριακό, φημισμένο για τα εύφορα χώματά του, όπου κάθε φυτό ρίζωνε και κάθε δέντρο καρποφορούσε. Το χωριό ανέπνεε μυστήριο και ιστορία, κουβαλώντας ακόμη τις μνήμες της ανταλλαγής των πληθυσμών και των ταραγμένων χρόνων.

Στο καφενείο τους περίμενε ο καφετζής, ένας γέροντας Τουρκοκύπριος που δεν είχε εγκαταλείψει τον τόπο του μετά τον πόλεμο. Ήταν γνωστός και φίλος του Κόκου. Μόλις συναντήθηκαν, η χαρά τους ήταν ολοφάνερη, σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Ο καφενές ήταν άδειος, και έτσι κάθισαν όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι. Ο καφές μοσχοβολούσε, και η κουβέντα των δυο παλιών φίλων πήρε φόρα, κύλησε σαν ποτάμι. Θυμήθηκαν τα παλιά, μίλησαν για το τώρα, για τις χαρές και τις πίκρες τους, ακόμη και για γυναίκες όμορφες και τίμιες που σημάδεψαν τον καιρό τους.

Μέσα σε εκείνες τις κουβέντες αναδύθηκε μια ιστορία παλιά, που έμοιαζε με παραμύθι αλλά ήταν αληθινή. Ήταν η εποχή πριν ξεσπάσουν οι δικοινοτικές φασαρίες. Στον αστυνομικό σταθμό της Αυδήμου υπηρετούσαν κυρίως Τουρκοκύπριοι. Μόνο ο Κόκος ήταν Ελληνοκύπριος. Σταθμάρχης ζαυτιές, τότε ήταν ο Χουσείν, άνδρας με κύρος, που όμως παρασύρθηκε από τον έρωτα μιας όμορφης Τουρκάλας. Η σχέση τους είχε γίνει γνωστή στο χωριό και σύντομα γέννησε τη ζήλια και την αγανάκτηση των συγχωριανών του.

Οι κάτοικοι μια μέρα, αποφάσισαν να δώσουν τέλος στο «αισχρό» που συνέβαινε. Όταν ο Χουσείν μπήκε στο σπίτι της γυναίκας, περικύκλωσαν την πόρτα, χτυπούσαν και απειλούσαν να την σπάσουν. Εκείνος, τρομοκρατημένος και ντροπιασμένος γιατί είχε οικογένεια, κρύφτηκε στο ερμάρι. Η ερωμένη του, ψύχραιμη, το κλείδωσε και άνοιξε την πόρτα στους χωριανούς της. Έψαξαν παντού, χωρίς αποτέλεσμα, και απογοητευμένοι βγήκαν στην αυλή να φύγουν.

Τότε τους ήρθε η σκέψη, δεν είχαν ερευνήσει το ερμάρι. Επέστρεψαν, και μόλις διαπίστωσαν πως ήταν κλειδωμένο, βεβαιώθηκαν. Η γυναίκα τούς είπε πως είχε χάσει το κλειδί, εκείνοι όμως σήκωσαν το ερμάρι στους ώμους και το περιέφεραν στο χωριό, διαπομπεύοντας τον Χουσείν.

Τελικά το άφησαν έξω από το ίδιο του το σπίτι και κάλεσαν τη γυναίκα του να βγει. Εκείνη φάνηκε στο μπαλκόνι, ρωτώντας τι συμβαίνει.
-Έλα να καμαρώσεις τον άντρα σου τον μοιχό! της απάντησαν, και μπροστά στα μάτια της έσπασαν την πόρτα του ερμαριού.

Ο Χουσείν σύρθηκε έξω σκυφτός, προσπαθώντας μάταια να καλύψει τη γύμνια του. Το πλήθος βούιζε από γέλια και φωνές. Μα τότε, η γυναίκα του, με φωνή κοφτερή σαν λεπίδι, απάντησε:
-Αντί να νοιάζεστε για τους άντρες που έχουν μαιτρέσσες, κοιτάξτε τις δικές σας γυναίκες, που πάνε με άλλους επειδή εσείς δεν μπορείτε.

Η φράση της έπεσε σαν κεραυνός. Οι χωριανοί βουβάθηκαν, και ένας-ένας απομακρύνθηκαν, κατηφείς, με το κεφάλι σκυφτό. Ο Χουσείν έμεινε γυμνός στην αυλή, καταρρακωμένος. Η γυναίκα του όμως τον κοιτούσε με βλέμμα παγωμένο. Εκείνη θα ήταν η δικαστής του, και η τιμωρία του. Δεν θα χρειαζόταν μάρτυρες. 

ΤΟ ΧΑΝΟΥΜΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Η Λέμπα ήταν τουρκικό χωριό, γειτονικό με τη Χλώρακα. Δύο κοινότητες χτισμένες στις παρυφές της θάλασσας, επάνω σ’ ένα οροπέδιο, με τον εύφορο κάμπο να απλώνεται από κάτω καλλιεργημένος από τους κατοίκους και των δύο χωριών.

Κάτω στον γιαλό του Πάρακα, ο γέρο-Βρυώνης είχε ένα χωράφι που το ρέντευε συχνά. Ήταν πναστό και παρήγαγε εξαιρετικά προϊόντα. Εκεί φύτρωναν λαχανικά με ιδιαίτερη γλυκύτητα, επειδή τα χώματα περιείχαν φυσικά σάκχαρα. Τα καρότα, οι γλυκοπατάτες και τα παντζάρια από αυτά τα μέρη είχαν αποκτήσει όνομα μεγάλο στο παζάρι. Γι’ αυτό ο Κυριάκος τον κρατούσε από κοντά, για να έχει το μονοπώλιο της παραγωγής.

Ένα δειλινό, ο γέρο-Βρυώνης κατέβηκε στο χωράφι μαζί με τον εγγονό του, τον μικρό Βρυώνη, μόλις δεκατεσσάρων χρονών, για να μαζέψουν τη ρέντα και να ποτίσουν.

Ο ήλιος έγερνε αργά, βάφοντας με ρόδινο φως τη θάλασσα, όταν ξαφνικά το νερό στο αυλάκι σταμάτησε να κυλά.

-Άντε, Βρυώνη, σείρε πάνω στο κιρίζι να δεις ποιος έκοψε το νερό, και γύρισε τη δισιά, του είπε ο παππούς.

Ο μικρός καβαλίκεψε το μικρό γαϊδουράκι και ξεκίνησε όπως του παράγγειλε ο γέρος. Και εκεί, στην άκρη του άλλου χωραφιού, πέρα μακριά δίπλα στο κιρίζι, την είδε για πρώτη φορά.

Ήταν η Αϊσέ, η κόρη της Χαλιτές, μιας δυναμικής Τουρκάλας που όριζε σχεδόν τον μισό κάμπο. Είχαν κατέβει κι αυτές να ποτίσουν και είχαν γυρίσει τη δισιά, γι’ αυτό σταμάτησε το νερό.

Ήταν μόλις δώδεκα χρονών, και όμως στο βλέμμα της έμοιαζε να κουβαλάει μυστικά αιώνων. Τα μάτια της, μεγάλα και λαμπερά σαν πρωινός ουρανός, άφηναν μια γλυκιά θαλπωρή σε όποιον τα συναντούσε. Τα σκούρα, μεταξένια μαλλιά της κυλούσαν στους ώμους της και πλαισίωναν το λεπτό, σχεδόν αγγελικό της πρόσωπο. Και μέσα στο χαμόγελό της υπήρχε ακόμη η αθωότητα της παιδικής ηλικίας, μαζί με μια υπόσχεση ομορφιάς που έμελλε να ωριμάσει με τον καιρό.

Με ένα απλό «καλημέρα» που του είπε εκείνο το πρωινό, κατάφερε να σφραγίσει την ψυχή του. Ήταν μια στιγμή τόσο σύντομη, που για έναν άλλο άνθρωπο θα χανόταν την ίδια μέρα. Όμως ο Βρυώνης την κράτησε μέσα του σαν φυλαχτό.

Πενήντα χρόνια αργότερα, όταν τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει και η ζωή είχε αφήσει πάνω του τα σημάδια της, η μορφή της μικρής Τουρκάλας έμενε αναλλοίωτη στη μνήμη του, σαν ένας ήλιος που δεν δύει ποτέ. Ο νεαρός είχε γίνει άντρας, είχε παλέψει με τη φτώχεια, είχε δουλέψει σκληρά, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και εγγόνια. Η ζωή κύλησε με χαρές και λύπες, με βάσανα και κόπους. Μα ποτέ δεν ξέχασε εκείνη τη μέρα κάτω στον γιαλό.

Στις ήσυχες ώρες, όταν ο νους του ταξίδευε, πάντα εμφανιζόταν το ίδιο πρόσωπο. Η μικρή Τουρκάλα με το λευκό μαντήλι στους ώμους και τα μάτια που έλαμπαν σαν τον πρωινό ουρανό. Και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, καθισμένος στο κατώφλι του σπιτιού του, με τα μαλλιά του κάτασπρα και τα χέρια του γεμάτα ρόζους, εξακολουθεί να θυμάται. Την «καλημέρα» της την άκουγε ακόμη καθαρά, σαν να του την ψιθύριζε το αεράκι του γιαλού.

Δεν την ξανάδε ποτέ. Δεν έμαθε αν ζει ή αν χάθηκε μέσα στα χρόνια και στους πολέμους. Μα για εκείνον έμεινε πάντα ζωντανή, ένας θησαυρός κρυμμένος στη μνήμη.

Και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Γιατί μερικές φορές, οι πιο δυνατές αγάπες είναι εκείνες που δεν προλαβαίνουν να γίνουν ιστορίες. Μένουν όνειρα ανεκπλήρωτα, εικόνες που δεν αγγίχτηκαν ποτέ. Και γι’ αυτό αντέχουν περισσότερο.

Η μικρή Τουρκάλα, το Χανουμάκι του γιαλού, έμεινε για πάντα δώδεκα χρονών στη σκέψη και στην καρδιά του. Και η «καλημέρα» της ήταν η πιο όμορφη λέξη που είχε ακούσει ποτέ.

 

Ο ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Στην παραλία του Κοττσιά, εκεί όπου η άμμος σμίγει με τον άνεμο και το κύμα, ξεφυτρώνουν τα κρίνα του γιαλού. Λευκά, μεγάλα, ατίθασα άνθη που φυτρώνουν μέσα στη στείρα γη, μα μοιάζουν σαν να είναι σπαρμένα από χέρι θεϊκό. Όταν πέφτει το βράδυ, το άρωμά τους απλώνεται στην ατμόσφαιρα, μεθυστικό, σαν ψίθυρος που καλεί τις ψυχές να θυμηθούν κάτι λησμονημένο.

 

Ο Πανίκος ήταν ψαράς, ήταν και περβολάρης. Παρήγαγε κουνουπίδια και τα πουλούσε στον Κυριάκο. Μια φορά, μετά το ξεφόρτωμα, κάθισαν να ξεκουραστούν και, στην κουβέντα επάνω, του εξήγησε πώς από ψαράς κατέληξε και περβολάρης.
Η γυναίκα του, η Φκωνού, είχε πολλά χωράφια και ήταν περβολάρισσα. Έτσι, βοηθώντας την, έγινε και ο ίδιος. Και σαν παραμύθι διηγήθηκε στον Κυριάκο πώς τη γνώρισε και την παντρεύτηκε:

Με τη βάρκα του ξανοιγόταν στη θάλασσα να ρίξει τα δίχτυα. Από το λιμάνι της Πάφου, ακολουθώντας τις ακτές, έφτανε ως τη Χλώρακα και την Κισσόνεργα.

Εκείνη τη χρονιά που τη γνώρισε, τέλη Αυγούστου και αρχές Σεπτέμβρη, όταν περνούσε ενωρίς τη νύχτα ανοιχτά της Χλώρακας, έβλεπε τακτικά ένα φως να τρεμοπαίζει. Εκεί, δυτικά του χωριού, πάνω στην ακτή του Κοττσιά, μέσα στις σκοτεινές νύχτες, έλαμπε κάτι σαν άστρο που τον καλούσε.
Μαγεμένος, πολλές φορές παράτησε το ψάρεμα κι έσυρε τα κουπιά προς τη στεριά. Και όμως, κάθε φορά που πλησίαζε, το φως χανόταν, σβησμένο σαν όνειρο. Η περιέργεια γρήγορα έγινε εμμονή. Ένιωθε πως κάποια δύναμη τον προσκαλούσε,  ίσως μια λάμια της θάλασσας, ίσως το ίδιο το πεπρωμένο.

Μια νύχτα αποφάσισε πως δεν έπρεπε πια να αφήσει το μυστήριο άλυτο. Από το δείλι ανέβηκε σε έναν ψηλό βράχο που αγνάντευε όλη την παραλία. Κρύφτηκε εκεί, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά, αποφασισμένος να περιμένει ώσπου να φανεί η πηγή του φωτός.

Όταν έδυσε ο ήλιος και απλώθηκε η νύχτα, είδε μια νεαρή κοπέλα να κατεβαίνει από το χωριό. Ήταν όμορφη, λυγερή κι αγέρωχη στο περπάτημά της. Στο χέρι κρατούσε έναν φανό θυέλλης που η φλόγα του λαμπύριζε στο σκοτάδι σαν άστρο που τρεμοπαίζει. Χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμό, κατηφόριζε το στενό μονοπάτι ώσπου να φτάσει στην ακτή.

Ο Πανίκος με χίλιες σκέψεις στο νου του, δεν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε, της φώναξε και τη ρώτησε τι γυρεύει μόνη της μέσα στη νύχτα.
Εκείνη τον κοίταξε χωρίς να ταραχτεί, και στα μάτια της καθρεφτίστηκε το ίδιο σκίρτημα που φούντωνε και στη δική του καρδιά.

-Έρχομαι κάθε βράδυ να μυρίσω τα κρίνα του

γιαλού, του αποκρίθηκε. Τη νύχτα είναι που σκορπούν την πιο βαθιά και σπάνια ευωδιά.

Και ήταν σαν εκείνα τα λόγια να σφράγισαν τη μοίρα τους. Γνωρίστηκαν κάτω από τον ουρανό, ανάμεσα στα άνθη και το κύμα, και αγαπήθηκαν κεραυνοβόλα, σαν να το είχε ορίσει η ίδια η φύση. Μεθυσμένοι από το άρωμα των κρίνων, έμειναν ο ένας δίπλα στον άλλο αγαπημένοι, και αργότερα ενώθηκαν για πάντα με τα δεσμά του γάμου.
Και από τότε, η ιστορία τους έμεινε να λέγεται σαν παραμύθι. Οι μεγάλοι τη διηγούνται στα παιδιά κάθε φορά που τα κρίνα ανθίζουν στον γιαλό και σκορπούν το μεθυστικό τους άρωμα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΟΛΑ ΕΔΩ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ

Ο Κυριάκος πίστευε ακράδαντα πως όλα εδώ πληρώνονται. Ότι κάθε πράξη, καλή ή κακή, έχει συνέπειες. Πως αργά ή γρήγορα ο καθένας λογοδοτεί για όσα κάνει. Ήταν βέβαιος ότι αυτές οι συνέπειες, είτε ευεργετικές είτε επώδυνες, ακολουθούν τον άνθρωπο και κάποτε έρχεται η στιγμή που πρέπει να τις αντιμετωπίσει.

Πίστευε σε μια μορφή δικαιοσύνηςείτε εδώ είτε κάπου αλλούστην οποία οι πράξεις ανταμείβονται ανάλογα με την ποιότητά τους. Για εκείνον, η ζωή λειτουργούσε με έναν ανεξήγητο, σχεδόν μαγικό ρυθμό. Όσα καλά έκανε, του επέστρεφαν πολλαπλάσια. Και κάθε κακό που του έκαναν, αργά ή γρήγορα γυρνούσε πίσω σε εκείνους που το προκάλεσαν. Δεν ήταν δογματικός ούτε έντονα θρησκευόμενος, μα είχε την ακλόνητη πεποίθηση πως ο Θεός τον αγαπούσε και τον προστάτευε. Πως και οι ίδιες οι δυνάμεις της φύσης ανταποκρίνονταν στις πράξεις του.

Γι’ αυτό και σκόρπιζε απλόχερα αγάπη και βοήθεια όπου μπορούσε. Δεν υπολόγιζε αν η καλοσύνη του θα επιστρεφόταν ως χρήμα ή ως χάρη. Πίστευε ότι «ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό θερίζει». Και η ζωή, με τον τρόπο της, τον επιβεβαίωνε.

Όταν ήταν νέος, λογικός και προσγειωμένος, δεν πίστευε σε θαύματα ούτε σε ανεξήγητα φαινόμενα. Τα θεωρούσε μύθους, και κουβέντες του αέρα. Μα οι εμπειρίες της ζωής άρχισαν να του αλλάζουν μυαλό. Τα περιστατικά που ζούσε ήταν τόσο απίθανα, που δεν μπορούσε πια να τα αγνοήσει.

Μια φορά, έδωσε από το υστέρημά του μια λίρα για τα φάρμακα μιας άρρωστης γυναίκας. Χρόνια αργότερα, ο γιος τηςυψηλόβαθμος σε υπουργείοτου έδωσε μια σύμβαση για την τροφοδοσία του στρατού με κρεμμύδια. Η δουλειά αυτή του απέφερε χιλιάδες λίρες. Τότε κατάλαβε βαθιά πως η καλοσύνη επιστρέφει, έστω και με τρόπους απρόβλεπτους.

Άλλη φορά, μια ενοικιάστρια που δεν πλήρωνε το νοίκι προσπάθησε να τον εκβιάσει. Έβαλε τον ανιψιό της να προκαλεί τη σύζυγό του με άσεμνες χειρονομίες, νομίζοντας πως έτσι θα κέρδιζε. Μα η ζωή είχε άλλη γνώμη: μια κροτίδα εξερράγη στα χέρια του νεαρού, κόβοντάς του τα δάχτυλα. Για τον Κυριάκο, ήταν σαν να είχε επέμβει μια αόρατη, δίκαιη δύναμη.

Και υπήρχαν και τα μικρά, τα καθημερινά θαύματα. Μια μέρα έσκασε το λάστιχο του φορτηγού του και καθυστέρησε για το παζάρι. Φοβόταν ότι θα έμεναν τα προϊόντα του απούλητα. Μα όταν έφτασε, ανακάλυψε πως οι άλλοι είχαν ήδη ξεπουλήσει και υπήρχε έλλειψη. Έτσι, πούλησε τα δικά του σε πολύ υψηλότερες τιμέςλες και κάποιο αόρατο χέρι τον είχε προστατεύσει.

Ακόμη και μπροστά στην ανθρώπινη κακία, η ζωή φρόντιζε να επαναφέρει την ισορροπία. Μια γυναίκα, μεθυσμένη, μίλησε άσχημα για τη μητέρα του. Εκείνος την τιμώρησε, μα όταν ήρθε η αστυνομία, δεν συνέλαβε τον ίδιο. Συνέλαβε εκείνην, όταν αποκαλύφθηκε πως ήταν μέλος συμμορίας.

Όλα αυτά τα γεγονότα έπεισαν τον Κυριάκο πως κάθε πράξη, σκέψη και ενέργεια διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον. Πως το κάρμα του ήταν καλόμια δύναμη που επιβραβεύει το καλό και τιμωρεί το κακό. Και όσο περνούσαν τα χρόνια, η πίστη αυτή έπαψε να είναι θεωρία. Έγινε βίωμα, βαθιά προσωπική εμπειρία.

Ζούσε με την πεποίθηση ότι ο Θεός και οι δυνάμεις της φύσης παρακολουθούν, πως η ζωή ανταμείβει την αγάπη, την καλοσύνη και την εντιμότητα. Κάθε του πράξη γινόταν με επίγνωση. Έδινε καλοσύνη χωρίς δεύτερη σκέψηκαι στο τέλος, όπως πάντα, το κάρμα έκανε τη δουλειά του.

Και όσο μεγάλωνε, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσε πως η ζωή του ήταν φτιαγμένη από ιστορίες τέτοιες, μικρές και μεγάλες, που άλλοι θα τις έλεγαν συμπτώσεις, μα εκείνος τις έβλεπε σαν σημάδια. Σαν εκείνη τη μέρα με τα πομιλίθκια στην Τσάδαένα τίποτα, δυο καφάσια καρποί χωρίς αξία. Και όμως, η πράξη του, απλή και ανθρώπινη, γύρισε πίσω σαν ευλογία.

ΤΑ ΠΟΜΙΛΙΘΚΙΑ

Η πομιλιθκιά είναι δέντρο άνεδρο, που δεν χρειάζεται πολύ νερό για να επιβιώσει.

Οι καρποί της ονομάζονται πομιλίθκια και έχουν γλυκόξινη γεύση. Τρώγονται μόνο όταν ωριμάσουν πολύ καλά. Όταν είναι έστω και λίγο άγουροι, είναι στυφοί, ξινοί και δύσκολα τρώγονται. Επειδή είναι πολύ ευαίσθητοι και σαπίζουν γρήγορα, δεν έχουν καθόλου εμπορική αξία.

Ο Κυριάκος, στα τόσα χρόνια μέσα στο παζάρι και στις αγορές, καμιά φορά δεν είδε να πωλούνται πομιλίθκια. Μόνο σε καμιά πανήγυρη, σπάνια, συναντούσε κάποιον χωρικό να πουλά τέτοιους καρπούς.

Στα ψηλά χωριά της Πάφου, όπου πήγαινε να αγοράσει σταφύλια, έβλεπε που και που καμιά πομιλιθκιά βλαστημένη, μοναχικό δέντρο φυτεμένο ανάμεσα στα αμπέλια. Ήταν από τα πιο όμορφα δέντρα που είχε συναντήσει ποτέ στην Κύπρο, γιατί το ωραίο πράσινο χρώμα των φύλλων του άλλαζε το φθινόπωρο και γινόταν πορτοκαλί, και ύστερα κόκκινο. Οι καρποί του, σχεδόν στρογγυλοί σε χρώμα βαθύ καφέ όταν ωρίμαζαν, έδιναν στο δέντρο μια εικόνα που αιχμαλώτιζε το βλέμμα.

Εκείνη τη φορά στην Τσάδα, καθώς περνούσε από τον δρόμο έξω από ένα χαμόσπιτο, μια γριά ρακένδυτη τού έκανε νόημα να σταματήσει.

-Γιέ μου, του λέει, έχω δυο καφάσια ώριμα και αδρά πομιλίθκια. Μήπως τα θέλεις;

-Θειά, της αποκρίθηκε, δεν πουλιούνται… δεν

εμπορεύομαι τέτοια πράματα.

-Γιε μου, να χαρείς… Κουράστηκα να τα μαζέψω.

Είναι κρίμα να τα πετάξω.

Ο Κυριάκος την κοίταξε, φτωχή και αδικημένη από τη ζωή. Η καρδιά του δεν τον άφηνε να φύγει.

-Εντάξει, θειά. Μα δεν ξέρω πόσα να σου δώσω, δεν έχουν τιμή αυτά.

Η γριά του ζήτησε ένα μικρό ποσό, και εκείνος της το έδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Την άλλη μέρα, στο παζάρι, πέρασε ένας μανάβης. Ήταν ταχτικός πελάτης, καλός γνώριμος.

-Πόσα θέλεις, Κυριάκο, για τα πομιλίθκια;

-Δεν ξέρω τι να ζητήσω, πρώτη φορά τα ’φερα.

Ο μανάβης χαμογέλασε.

-Άκου να δεις. Ξέρω πως δεν είναι εμπορεύσιμα. Μα έχω έναν πελάτη που μου ζήτησε ρητά να του βρω πομιλίθκια. Θα σου δώσω καλή τιμή, χωρίς παζάρια.

Και έτσι έγινε. Εκείνη τη μέρα, μόνο από τα δυο καφάσια, ο Κυριάκος κέρδισε όσα κι από όλο το υπόλοιπο εμπόρευμα.

Και έμεινε να συλλογιέται πως, όταν ο άνθρωπος δίνει με την καρδιά του, ο Θεός το επιστρέφει εις πολλαπλούν.

ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ

Δεν ήταν μονάχα τα πομιλίθκια. Ήταν κι εκείνη η χρονιά με τα καρύδια. Ο Σωτήτης ο Πιττοκοπίτης είχε φτάσει στο μαγαζί του φορτωμένος, ιδρωμένος, έτοιμος να ξεσπάσει από την κούραση και την απελπισία.

Τα καρύδια σκληρά στο κέλυφος μα γεμάτα νοστιμιά, είναι καρπός αγαπημένος, θρεπτικός και χρήσιμος σε γλυκά και φαγητά. Όμως δεν είναι καρπός που αγοράζουν οι πολλοί σε μεγάλες ποσότητες, λίγοι νοικοκυραίοι τα ζητούν, και συνήθως για τα Χριστούγεννα ή για καμιά πίττα.

-Κυριάκο, πάρε λίγα καρύδια να με ξελαφρώσεις. Δεν έχω πού να τα διαθέσω.

Ο Κυριάκος δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι. Αγόρασε αρκετά και ας ήξερε πως ίσως του μείνουν. Όλη μέρα οι πελάτες περνούσαν, κοιτούσαν, μα σπάνια αγόραζαν. Ένα σακουλάκι, δυο, και τέλος.

Την άλλη μέρα, όμως, στο παζάρι φάνηκε ένας ζαχαροπλάστης από τη Λευκωσία.

-Έμαθα έχεις καρύδια φετεινά, του είπε. Θέλω να ετοιμάσω σιροπιαστά και καρυδόπιττες για γάμο. Θα τα χρειαστώ όλα.

Ο Κυριάκος δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Μέσα σε λίγη ώρα, τα καρύδια που νόμιζε πως θα του μείνουν μήνες, πουλήθηκαν σε καλή τιμή και του άφησαν καθαρό κέρδος.

Για κάποιον άλλον θα ήταν απλή τύχη. Για τον Κυριάκο, όμως, ήταν ακόμη μια υπενθύμιση πως ό,τι δίνεις βρίσκει τρόπο να γυρίσει.

Και όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο οι ιστορίες αυτές γίνονταν σαν ψηφίδες που συναρμολογούσαν το ψηφιδωτό της ζωής του. Κάθε καρπός, κάθε δέντρο, κάθε άνθρωπος που συναντούσε, είχε κάτι να του διδάξει.

Τα πομιλίθκια, με τη γλυκόξινη γεύση τους, του θύμιζαν πως τα πράγματα και οι άνθρωποι ωριμάζουν στον χρόνο τους. Πως το άγουρο πικρίζει, αλλά το ώριμο γλυκαίνει την ψυχή.
Τα καρύδια, κλειστά μες στο σκληρό τους κέλυφος, τού θύμιζαν πως η αξία συχνά κρύβεται και χρειάζεται υπομονή για να φανεί.

Και ο Κυριάκος, που πάντα έβλεπε σημάδια στα απλά, ένιωθε πως ο Θεός του μιλούσε μέσα από αυτά τα ταπεινά δέντρα. Άλλες φορές με την πομιλιθκιά, άλλη με την καρυδιά, άλλοτε με κάποιον άνθρωπο που τον φώναζε στον δρόμο. Σαν να έλεγε η ζωή: «Μη φοβάσαι. Προχώρα. Ό,τι κάνεις με καθαρή καρδιά, εγώ το βλέπω.»

Κάθε βράδυ, όταν γύριζε σπίτι κουρασμένος, άπλωνε τις παλάμες του στο φως της λάμπας και έβλεπε τις γραμμές που χάραζε η δουλειά. Αυτές οι ροζιασμένες παλάμες ήταν το βιβλίο του. Εκεί μέσα ήταν γραμμένες οι ιστορίες που τον είχαν φτιάξει όπως ήταν: άνθρωπο απλό, μα με σοφία μεγαλύτερη απ’ ό,τι πίστευε ο ίδιος.

Και σιγά σιγά, μέσα από καρπούς ταπεινούς και δέντρα ξεχασμένα, άρχισε να βλέπει πως η ζωή του υφαινόταν με νήματα αόρατα, που συνέδεαν το χθες με το αύριο. Ότι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Ούτε η λίρα που έδωσε στη γριά, ούτε το χατίρι στον Σωτήτη, ούτε η ευγένεια σε σε ξένους που χρειαζονταν βοήθεια.

Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβει, η ζωή του είχε γίνει ένα παραμύθι για όσους τον γνώριζαν: παραμύθι όχι από φαντασία, μα από πραγματικότητα που θύμιζε θαύμα.

ΤΑ ΣΥΚΑ

Ο Κυριάκος είχε αρχίσει πια να βλέπει κάθε δέντρο, κάθε καρπό, σαν μικρό δάσκαλο της ζωής του. Με τα χρόνια είχε μάθει να αφουγκράζεται τις ιστορίες τους, και συχνά αναρωτιόταν αν ήταν τελικά εκείνοι οι καρποί που τον διάλεγαν, και όχι εκείνος που τους αγόραζε. Έτσι συνέβη και με τα σύκα εκείνο το καλοκαίρι.

Η συκιά ήταν για τον Κυριάκο κάτι περισσότερο από ένα απλό δέντρο. Αρχαία και γενναιόδωρη, με κλαδιά που άνοιγαν σαν αγκαλιά, του θύμιζε πάντα τις γιαγιάδες της γειτονιάς που μοίραζαν ψωμί και ευχές. Τα σύκα της, τρυφερά, μελωμένα και φευγαλέα, ήταν ένας καρπός που αγαπούσε, μα δεν τολμούσε να φέρνει συχνά στο παζάρι. Πριν προλάβεις να τα απλώσεις, μαλάκωναν· πριν προλάβεις να τα πουλήσεις, χάλαγαν.

«Πριν τα πουλήσω θα έχουν κιόλας χαλάσει», έλεγε μέσα του.

Ωστόσο, ένα πρωινό, ένας συγχωριανός του στάθηκε μπροστά του με μάτια που έδειχναν αγωνία για τον κόπο του.

-Πάρε, Κυριάκο, μερικά τελάρα. Δεν θέλω να τα δω χάμω να τα τρώνε οι σφήκες.

Ο Κυριάκος τα πήρε με βαριά καρδιά. Στο παζάρι τα άπλωσε μπροστά και το άρωμά τους πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Μα οι πελάτες δίσταζαν. Ένα κιλό, δυο, και τέλος. Τα υπόλοιπα έμεναν στο ήλιο, και η ανησυχία άρχισε να φωλιάζει μέσα του.

Ώσπου, κοντά στο μεσημέρι που ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει, πλησίασε ένας νεαρός ζαχαροπλάστης.

-Αυτά είναι που ψάχνω, είπε με ενθουσιασμό. Θέλω φρέσκα σύκα να φτιάξω πάστες και γλυκά. Πόσα έχεις;

-Αρκετά τελάρα… μα φοβούμαι μη μου χαλάσουν.

-Δώσ’ τα μου όλα. Σήμερα τα χρειάζομαι.

Και σαν να άκουσε αναστεναγμό το σύμπαν, τα σύκα φορτώθηκαν γρήγορα και έφυγαν, πριν προλάβουν να χάσουν τη γλύκα τους. Ο Κυριάκος μέτρησε το τίμημα, ένιωσε την ψυχή του να ελαφραίνει, και σκέφτηκε πως από προϊόντα που τα είχε για καθαρή ζημιά, στο τέος είχε καθαρό κέρδος.

ΤΑ ΤΕΡΑΤΣΙΑ

Μια μέρα, ο δρόμος τον έφερε ως την Πέγεια, και εκεί, κάτω από μια τερατσιά, είδε μια γριά μαζεμένη σκυφτήμια σακούλα  γεμάτη τεράτσια μπροστά της.

Τα χαρούπια ,καρπός ταπεινός, καρπός της φτώχειαςδεν είχαν καθόλου πέραση στο παζάρι. Μα η γριά μιλούσε με εκείνη την παλιά αξιοπρέπεια που δεν σου άφηνε περιθώριο να πεις «όχι».

-Πάρ’ τα, γιε μου… όλα δικά σου. Δώσε μου ό,τι νομίζεις.

-Μα, θειά, τα χαρούπια δεν πουλιούνται στο παζάρι…

-Δώστα στα ζώα σου, ή κράτα τα για φυλακτά. Κρίμα είναι να χαθούν.

Ο Κυριάκος στάθηκε για λίγο. Η καλοσύνη του είχε γίνει πια δεύτερη φύση. Έβγαλε λίγα νομίσματα κι αγόρασε το τσουβάλι.

Την άλλη μέρα, στο παζάρι, ήρθε περαστικός ένας φούρναρης.

-Τυχαία… δεν έχεις χαρούπια, Κυριάκο;

Ο Κυριάκος έμεινε να τον κοιτάζει.

-Έχω… ένα τσουβάλι. Μα ποιος τα ζητά;

-Εγώ τα θέλω. Κάνω χαρουπόμελο. Πελάτης μου θέλει κουλουράκια με όψιμο.

Του τα έδωσε όλα, πήρε τιμή καλή, και ένιωσε ξανά την αόρατη ζυγαριά της ζωής να γέρνει προς το μέρος του.

ΟΙ ΕΛΙΕΣ

Και ύστερα ήρθαν οι ελιές.

Η ελιάδέντρο αρχαίο όσο ο τόπος, ιερό όσο ο μόχθος όσων τη φροντίζουν. Όμως στο παζάρι, κανείς δεν τις ήθελε σε μεγάλες ποσότητες. Η τιμή έπεφτε, και οι έμποροι δίσταζαν.

Μια μέρα ένας φίλος του τον πλησίασε φορτωμένος καφάσια.

-Κυριάκο, πάρε, σε παρακαλώ. Έδωσε ο Θεός φέτος καρπό πολύ, δεν έχω τι να τον κάνω.

Ο Κυριάκος το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκεκαι ύστερα, όπως πάντα, άκουσε την καρδιά του. Αγόρασε καφάσια πολλά. Στο παζάρι, όμως, οι πελάτες έπαιρναν λίγες, και έφευγαν. Ήταν από εκείνες τις μέρες που ο άνθρωπος αναρωτιέται αν έκανε λάθος.

Την άλλη μέρα, όμως, στάθηκε μπροστά του ένας έμπορος τροφίμων από τη Λάρνακα.

-Κυριάκο, άκουσα έχεις καλές ελιές. Θέλω μεγάλες ποσότητες για κονσερβοποιείο. Δίνω καλή τιμή.

Ο Κυριάκος δεν ρώτησε δεύτερη φορά. Του τις έδωσε όλες. Έφυγε εκείνος ευχαριστημένος, και ο Κυριάκος περισσότερο, μένοντας να κοιτάζει τον άδειο πάγκο του σαν να είχε δει θαύμα.

Έτσι κυλούσαν οι μέρες του Κυριάκου. Άλλες με σύκα που μοσχοβολούσαν, άλλες με χαρούπια που κανείς δεν ήθελε, άλλες με ελιές που περίμεναν τη σωστή στιγμή.

Και όσο οι εποχές άλλαζαν, τόσο πιο καθαρά έβλεπε πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Πως οι καρποί, όπως και οι άνθρωποι, είχαν τον δικό τους χρόνο, τον δικό τους προορισμό. Και άθελά του, είχε γίνει ο μεσολαβητής που ένωνε το χώμα με το παζάρι, τον κόπο με την ανάγκη, τον καρπό με τον άνθρωπο που τον ζητούσε.

Και ο Κυριάκος είχε μάθει πιαΌταν δίνεις με την καρδιά, ο Θεόςή η ζωή, ή η τύχηβρίσκει τον τρόπο να στο φέρει πίσω.
Ίσως όχι την ίδια στιγμή, μα πάντα την κατάλληλη ώρα.

ΟΙ ΠΑΤΑΤΕΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ

Ο χειμώνας εκείνος ήταν βαρύς. Οι βροχές δεν έλεγαν να σταματήσουν και τα χωράφια είχαν γίνει λάσπη και βούρκος. Τα περισσότερα λαχανικά σάπιζαν στη ρίζα, και οι συγχωριανοί του τον ρωτούσαν όλοι το ίδιο πράγμα:

-Τι θα γίνει, Κυριάκο; Θα προλάβουμε καμιάν παραγωγή φέτος ή πάει, χαθήκαμε;

Μα και αυτός δεν είχε απάντηση. Η γη είχε τους δικούς της νόμους, και όταν αποφάσιζε να τιμωρήσει, κανένας δεν μπορούσε να της πάει κόντρα.

Μια μέρα, καθώς γύριζε από τη Χλώρακα προς την Κισσόνεργα, είδε στην άκρη του δρόμου έναν άντρα να κάθεται πάνω σε κάτι κασόνια σκεπασμένα με μουσαμά. Το γαϊδουράκι του ήταν κουκουλωμένο και το κεφάλι του κρεμόταν, σαν να ’χε κουραστεί και αυτό από τη ζωή.

Ο Κυριάκος σταμάτησε το φορτηγό. Ήταν ο Σωτήρης ο Ριζοκαρπασίτης, πρόσφυγας από τον καιρό της εισβολής. Ψηλός, λιγνός, με μάτια που κουβαλούσαν μισό αιώνα ξεριζωμού.

-Τι κάνεις δαμέ, Σωτήρη; ρώτησε. Μέσα στο κρύο θα μείνεις;

Ο Σωτήρης σήκωσε το μουσαμά. Από κάτω φάνηκαν καφάσια ολόκληρα με πατάτεςμικρές, στραβές, όχι εμπορεύσιμες. Ήταν η σοδειά του, όλη. Η προσπάθειά του να ξανασταθεί μετά που ’χασε τη γη του στον τόπο του.

-Εν τα θέλει κανένας, Κυριάκο, είπε χαμηλόφωνα. Μικρές, λέει ο κόσμος. Ακατάλληλες για το παζάρι. Μα είναι γλυκές… όταν τις κάνεις καβουρδιστές.

Σώπασε. Η φωνή του ράγισε.

Ο Κυριάκος κοίταξε τις πατάτες. Όντως, δεν ήταν εμπορεύσιμες. Μα ο καημός του Σωτήρη δεν σήκωνε παζάρια.

-Φόρτωσ’ τα, του είπε. Όλα. Ό,τι έχεις.

Και έτσι έγινε. Ο Κυριάκος πήρε όλη τη σοδειά του πρόσφυγα, του ’δωσε και μια καλή τιμή, και τον έστειλε σπίτι του με μάτια βουρκωμένα.

Το άλλο πρωί, στο παζάρι, κανένας δεν κοίταζε τις στραβές πατάτες. Έπαιρναν λίγες από περιέργεια, αλλά τίποτε παραπάνω.

Ώσπου κοντά στο μεσημέρι ήρθαν δύο μάγειρες από ένα ξενοδοχείο.

-Κυριάκο, μας είπαν ότι έχεις μικρές πατάτες. Θέλουμε πολλές. Έχουμε μενού της εβδομάδας για αντιναχτές. Πόσα κιλά έχεις;

Ο Κυριάκος τους έδειξε τον σωρό.

-Είναι όλες εδώ, πάρτετες.

Τίς ξεπούλησε όλες. Και πήρε τιμή καλύτερη και από τις κανονικές πατάτες.

Το ίδιο απόγευμα, πέρασε από το σπίτι του Σωτήρη. Ο πρόσφυγας καθόταν στην αυλή και σκούπιζε κάτι παλιά εργαλεία, μόνο και μόνο για να σκοτώνει την ώρα του.

-Σωτήρη, του φώναξε από την πόρτα. Έλα, σε θέλω.

Και έβαλε στα χέρια του έναν φάκελο με χρήματα.

-Που τες μωροπατάτες σου, τις πούλησα σε ψυλή τιμή, είπε.

Ο Σωτήρης έμεινε στήλη άλατος. Τα χέρια του έτρεμαν.

-Δεν γίνεται, Κυριάκο. Εσύ διακινδύνευσες.

-Εγώ δεν έκαμα τίποτε. Η γη σου τα έκαμε. Η γη σου… και το πείσμα σου να μην τις πετάξεις.

Ο Σωτήρης λύγισε από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη.

Και ο Κυριάκος, καθώς έφευγε, συλλογιζόταν πως ορισμένοι καρποί έχουν παράξενη μοίρα: μπορεί να μένουν καχεκτικοί κα αδύναμοι χωρίς εμπορική αξία, μα αν βρουν το σωστό χέρι, φτάνουν εκεί που πρέπει.

ΚΑΦΑΛΑΙΟ 9: ΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΑΣΤΟΙ

 

Ο ΚΩΣΤΗΣ Ο ΤΣΙΑΚΚΟΣ

Ο Κωστής ήταν από εκείνους της ανθρώπους που δύσκολα της προσέχεις στην αρχή, αλλά όσο της γνωρίζεις, τόσο καταλαβαίνεις τη δύναμή της. Ήσυχος, ταπεινός, περβολάρης από γενιά σε γενιά. Κάθε μέρα ξυπνούσε πριν ακόμη χαράξει, άκουγε τον κόκορα να σημαίνει την αυγή, και έβγαινε στο χωράφι του με το καλάθι στο χέρι.

Το χώμα ήταν η συντροφιά του, και το νερό που έτρεχε στο αυλάκι, το τραγούδι του. Τα χέρια του σκληρά, μα τρυφερά όταν χάιδευαν της ντομάτες, τα φασολάκια, τα αγγούρια. Δεν ήξερε πολλά από αυτοκίνητα, ούτε από μεγάλα σχέδια. Το χωράφι του έδινε όσα χρειαζόταν, και εκείνος το φρόντιζε σαν παιδί του.

Κάθε μέρα στο χωριό ακουγόταν ο βόμβος από το φορτηγό του Κυριάκου του πράτη. Που μάζευε τα προϊόντα των αγροτών και τα πήγαινε στην πόλη. Όταν έφτανε στο περβόλι του Κωστή, ο Κωστής τον υποδεχόταν με ένα χαμόγελο και δύο λέξεις,

- Καλημέρα, Κυριάκο. Να ’σαι καλά που της εξυπηρετάς.

Και άρχιζαν μαζί να φορτώνουν τα κιβώτια με τα ζαρζαβατικά, που ήταν μέσα της κάσιες τακτοποιημένα με τάξη που θύμιζε τελετουργία. Ο Κυριάκος συχνά γελούσε και του έλεγε,

-Θειέ Κωστή, εσύ θέλεις πιο πολύ να τα καμαρώνεις παρά να τα πουλάς!

Ο Κωστής της δεν απαντούσε. Μόνο χαμογελούσε, με μια ηρεμία που δεν χρειαζόταν λόγια. Γιατί μέσα του ήξερε πως εκεί, στο χώμα, βρισκόταν η ευτυχία του.

Η ζωή του ήταν μια ρουτίνα, αλλά ήταν η δική του ρουτίνα. Κάθε μέρα έμοιαζε με την προηγούμενη, και ωστόσο κάθε αυγή ήταν καινούρια, κάθε σπόρος μια υπόσχεση. Δεν ήθελε αλλαγές, ούτε μεγάλες περιπέτειες. Του έφτανε να βλέπει τον ήλιο να ανεβαίνει πίσω από τα βουνά και να βασιλεύει μέσα από της φυλλωσιές.

Κάποτε, ο Κυριάκος βλέποντας την ήσυχη ζωή που ζούσε, τον ρώτησε,

-μα καλά θειέ Κωστή, δε βαριέσαι όλο τα ίδια και τα ίδια, την ίδια δουλειά κάθε μέρα; Χωρίς διασκέδαση, χωρίς ταξίδια, χωρίς τίποτα;

Ο Κωστής σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και τον κοίταξε ήρεμα.

-Τίποτα; Όχι, Κυριάκο… Για μένα αυτό είναι το παν. Το χώμα, το νερό, οι σπόροι που γίνονται καρπός. Κι ύστερα, το τραπέζι της ανθρώπου που θα χορτάσει με αυτά που εγώ παράγω. Αν αυτό είναι τίποτα, τότε τι είναι το πολύ;

Ο Κυριάκος σώπασε. Δεν είχε απάντηση.

Και έτσι ο Κωστής ο Τσιάκκος συνέχισε τη ζωή του, αθόρυβος, ήρεμος, ριζωμένος στον τόπο του της τα δέντρα που φρόντιζε. Δεν έψαξε ποτέ για περισσότερο. Γιατί είχε βρει το μυστικό που οι πολλοί ξεχνούν, ότι η αληθινή ευτυχία δεν κρύβεται της αλλαγές και της κατακτήσεις, αλλά στην απλότητα μιας μέρας που επαναλαμβάνεται και, παρ’ όλα αυτά, δεν παλιώνει ποτέ.

 

Ο ΚΩΣΤΗΣ ΤΟΥ ΟΞΕΙΑ

Ο Κωστής του Οξεία ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που η γειτονιά κουβαλά σαν ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της. Σχεδόν εκατό χρονών, με μάτια που ακόμη σπίθιζαν και χέρια σκληρά σαν κορμός ελιάς, της ίδιας ελιάς που είχε φυτέψει εξήντα χρόνια πριν στην αυλή του. Όλοι τον ήξεραν σαν τον γεράκο που δεν μπορούσε να καθίσει ήσυχος.

Κάθε άνοιξη, την ώρα που οι άλλοι έβγαζαν τις καρέκλες στις αυλές για να λιαστούν, εκείνος έσκυβε στο μικρό του κηπάκι και φύτευε. Όχι ντομάτες ή πιπεριές, αλλά κάτι αλλιώτικο, λασάνια με μαϊντανό.

Από αυτά φύτρωνε ο πιο μυρωδάτος μαϊντανός. Ο Κωστής τον έδενε σε μάτσες, τον έβαζε σε κάσες και, φορτώνοντάς τες σ’ ένα αυτοσχέδιο καρότσι που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια, τα πήγαινε στον γείτονα έμπορο, τον Κυριάκο.

Ήταν όμως πάντα περισσότερος απ’ όση χρήση μπορούσε να γίνει, και όμως, κάθε φορά που του τηλεφωνούσε,

-Κυριάκο, να σου φέρω μαϊντανό;

ο Κυριάκος απαντούσε «ναι» και τον πλήρωνε στο ακέραιο. Δεν του είπε ποτέ πως δεν πουλιόταν. Όχι γιατί ήθελε να χάνει χρήματα, αλλά γιατί τον ένιωθε από παιδί σαν θείο σεβαστό, πατέρα, δάσκαλο και φίλο μαζί.

Χρόνια μετά, ο Κυριάκος σκεφτόταν πως αν δεν αγόραζε τον μαϊντανό, θα άφηνε τον Κωστή να βλέπει τον κόπο του να πηγαίνει χαμένος. Αντίθετα, αγοράζοντάς τον, του έδινε λόγο να νιώθει χρήσιμος. Γιατί μερικές φορές οι άνθρωποι δεν φυτεύουν μόνο για να τραφούν· φυτεύουν για να αγαπηθούν.

Μια μέρα, όμως, ο Κωστής δεν τηλεφώνησε. Ούτε την επόμενη. Στην αρχή ο Κυριάκος σκέφτηκε πως θα ’χε κουραστεί ή θα είχε πάει καμιά εκδρομή. Μα η πόρτα έμενε κλειστή, το παράθυρο σιωπηλό.

Χτύπησε την πόρτα. Άκουσε βήματα αργά, βαριά. Όταν η πόρτα άνοιξε, το χαμόγελο του Κωστή ήταν πιο χλωμό από ποτέ.

-Δεν έχω δύναμη φέτος, είπε. Δεν φύτεψα τίποτα.

Η αυλή ήταν άδεια, το χώμα στεγνό. Ο Κυριάκος ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, σαν να έβλεπε τον χρόνο να κερδίζει έδαφος.

Το ίδιο απόγευμα, χωρίς να του πει λέξη, πήγε και αγόρασε σπόρους μαϊντανού. Τσάπισε τα λασάνια και έσπειρε, ακριβώς όπως τον είχε δει να κάνει τόσα χρόνια. Ο Κωστής, καθισμένος στην καρέκλα του, τον παρακολουθούσε.

-Καλά τα πας παιδί μου, είπε. Μα πρόσεχε… ο μαϊντανός θέλει αγάπη.

Την άνοιξη που ακολούθησε, η αυλή μύριζε ξανά φρεσκάδα. Και ο Κυριάκος αγόραζε πάλι τον μαϊντανό. Όχι για να τον πουλήσει, αλλά γιατί ήξερε πως όσο φύτρωνε και άνθιζε εκεί, άνθιζε κι ο ίδιος ο Κωστής.

 

Ο ΑΝΤΩΝΗΣ Τ΄ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Ο Αντωνής του Αλέξανδρου ήταν μεγάλος σε ηλικία και ήταν γεροντοπαλίκαρο. Τον φώναζαν γεροντοπαλίκαρο, όχι από κακία, αλλά γιατί η ζωή τον είχε αφήσει ανύπαντρο για πολλά χρόνια. Είχε ένα χωράφι κοντά στη γειτονιά, το οποίο κάθε χρόνο έσπερνε κρεμμύδια.

Τα χρόνια πέρασαν και, κάπως καθυστερημένα για τα μέτρα του τόπου, ο Αντωνής παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Στο μεταξύ, ο Κυριάκος που τον θυμόταν από όταν ήταν παιδί, είχε κι αυτός μεγαλώσει, είχε γίνει πράτης και συχνά αγόραζε τα κρεμμύδια του Αντωνή.

Τα πρωινά, συναντιούνταν στο καφενείο του χωριού. Έπιναν μαζί τον καφέ τους καθισμένοι με τις ώρες στο ίδιο τραπέζι, και ο Κυριάκος αχόρταγα τον άκουγε να του μιλά. Ήταν άνθρωπος αμόρφωτος, μόλις που είχε φτάσει ως την τρίτη δημοτικού, μα είχε μεγάλη αγάπη για το διάβασμα και γι’ αυτό κουβαλούσε μαζί του ένα πλούσιο απόθεμα γνώσεων, που ξάφνιαζε όποιον τον γνώριζε.

Είχε μνήμη δυνατή, «αθθυμιτικό» όπως έλεγαν, και έτσι μπορούσε να ξεδιπλώνει με κάθε λεπτομέρεια παλιές ιστορίες και συμβάντα από τη ζωή των χωριανών, από εποχές που οι περισσότεροι είχαν πια ξεχάσει. Τα λόγια του έφερναν μπροστά στα μάτια του ακροατή εικόνες ξεθωριασμένες αλλά ζωντανές, μυρωδιές από παλιά χωράφια, φωνές από πανηγύρια, και σκιές ανθρώπων που είχαν περάσει και φύγει.

Ο Αντωνής του Αλέξανδρου δεν ήταν απλώς ένας απλός γεωργός που έσπερνε κρεμμύδια, ήταν ο ζωντανός θησαυρός της μνήμης του χωριού.

 

ΟΙ ΑΓΚΡΙΣΜΕΝΟΙ

Ο Γρήστος του Κωστάντινου και ο Γιωρκής του Πενταρά, αποφάσισαν να καλλιεργήσουν δίπλα στη θάλασσα ένα χωράφι με κρεμμύδια. Τα φρόντισαν με προσοχή. Τα πότιζαν, τα βοτάνιζαν και στο τέλος είχαν μια πλούσια σοδειά. Όταν ήρθε η ώρα της συγκομιδής, οι δυό οικογένειες γυναίκες και παιδιά, μαζεύτηκαν για να βοηθήσουν. Ξερίζωσαν τα κρεμμύδια, τα στοίβασαν σε σωρούς και αφού πέρασε μια εβδομάδα και ξεράθηκαν τα φύλλα, άρχισαν να τα καθαρίζουν. Μετά λίγα-λίγατα φόρτωναν σε δύο γαϊδάρους, τους οποίους οδηγούσε ο Γρήστος στο χωριό, για να τα αποθηκεύσει στην αυλή του σπιτιού του, φτιάχνοντας δύο μεγάλους σωρούς για τη μοιρασιά.

Ο Γρήστος, όμως, γνωστός για την πονηριά του, είχε άλλη σκέψη. Έσκαψε έναν ρηχό λάκκο στη γη, τον γέμισε με κρεμμύδια και από πάνω σχημάτισε έναν μικρό σωρό, ώστε να φαίνεται λιγότερος. Δίπλα έστησε έναν άλλον, μεγαλύτερο, που φαινόταν πιο πλούσιος. Όταν τελείωσαν τη μεταφορά, γύρισε στον Γιωρκή και, τάχα μεγαλόψυχα, του είπε,
-Φίλε μου, επειδή σε αγαπώ και σε εκτιμώ, πάρε εσύ τον μεγάλο σωρό. Ο μικρός μένει για μένα.

Ο Γιωρκής όμως, φημισμένος για την εξυπνάδα του, απάντησε με χαμόγελο,
-Σε ευχαριστώ φίλε μου για τη γενναιοδωρία σου και δέχομαι με χαρά. Αλλά θα πάρω και τον σωρό που κρύβεται κάτω από τον δικό σου.

Η συζήτηση γρήγορα μετατράπηκε σε καυγά. Οι δυο φίλοι πείσμωσαν, αντάλλαξαν βαριές κουβέντες και έμειναν ασυμφιλίωτοι. Τα κρεμμύδια έμεναν απούλητα και όπως φαινόταν, θα σαπίζανε αν δεν έβρισκαν τρόπο να τα μοιράσουν. Ταίριαζε γι’ αυτούς η παροιμία: «Για τον ψύλλο έκαψαν το πάπλωμα».

Ο καιρός περνούσε. Ήρθε το φθινόπωρο, μπήκε ο χειμώνας και τα κρεμμύδια άρχισαν να πωλιούν. Ο Κυριάκος βλέποντας την πεισματική τους διαμάχη, λυπήθηκε που τόσοι κόποι κινδύνευαν να πάνε χαμένοι. Προσπάθησε να τους συμφιλιώσει, αλλά στάθηκε αδύνατο.

Έτσι, πήρε την απόφαση να δράσει μόνος του. Μια μέρα που οι δύο αντίπαλοι έλειπαν από το χωριό, μάζεψε δυο εργάτες, φόρτωσε όλα τα κρεμμύδια στο φορτηγό του και τα πήγε στο παζάρι. Εκεί τα πούλησε σε καλή τιμή. Όταν γύρισε και μοίρασε τα χρήματα, οι δυο χωριανοί, προς ανακούφιση όλων, δεν διαμαρτυρήθηκαν. Κατάλαβαν ότι το πείσμα έχει όρια και πως, στο τέλος, νικητής είναι εκείνος που βρίσκει τη λύση.

 

ΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΡΙΚΟΥ

Ο Αντρίκος του Λουρικού, γνωστός σε όλους και ως Καπετάνιος, είχε διπλό παρατσούκλι. Το πρώτο το όφειλε στο επίθετό του, το δεύτερο στη θητεία του στη ναυτική αστυνομία, όπου υπηρέτησε ως καπετάνιος του λιμενικού. Παράλληλα όμως, ήταν γεωργός, ένας μερακλής περβολάρης, που ό,τι έβγαζε από τη γη είχε μεγάλη ζήτηση. Και αυτό γιατί δούλευε με πολλή φροντίδα, υπομονή και πάνω απ’ όλα με αγάπη για τη γη και τον καρπό της.

Ο Κυριάκος, έμπορος έμπειρος και έξυπνος, τον υπολόγιζε πάντα στους καλύτερους πελάτες του. Γι’ αυτό όταν ο Ανδρέας αποφάσισε για πρώτη φορά στην Πάφο να φυτέψει έναν ξενόφερτο σπόρο κρεμμυδιών που οι Κύπριοι δεν πολυπροτιμούσαν αφού είχαν τα δικά τους με τη γεμάτη γεύση και τη γνώριμη μυρωδιά, δεν δίστασε να τον στηρίξει.

-Μπορεί να ζημιώσω, σκέφτηκε, μα για τον Λουρικό θα ρισκάρω.

Όταν όμως βγήκε ο καρπός, έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Κρεμμύδια λες και βγήκαν από καλούπι, μεγάλα, στρογγυλά, λουστρικά, όλα ίδια, να τα χαίρεσαι μόνο που τα βλέπεις. Ο Κυριάκος κατάλαβε τότε πως δεν κρατούσε απλώς ένα εμπόρευμα, αλλά θησαυρό.

Έσυρε το παλιό BEDFORD στο χωράφι και ώρες ολόκληρες φόρτωναν σακιά. Το φορτηγό γέμισε μέχρι πάνω, πιο πολύ από δέκα τόνους. Και σαν έφτασε στο παζάρι, άρχισε να τα στήνει προσεκτικά στους πάγκους, λες κι έβαζε στο ράφι κοσμήματα κι όχι κρεμμύδια.

Δεν άργησαν να μαζευτούν οι μανάβηδες γύρω, να τα πιάνουν, να τα γυρίζουν στο φως, να τα κοιτάζουν με θαυμασμό. Εκείνη τη στιγμή ο Κυριάκος πήρε τη μεγάλη του απόφαση. Αντί να τα ξεπουλήσει φτηνά, όπως είχε λογαριάσει, τόλμησε να ζητήσει τιμή ψηλή. Και η τύχη τον αντάμειψε. Τα κρεμμύδια φεύγανε το ένα μετά το άλλο, πιο γρήγορα κι από ψωμί φρεσκοψημένο. Το κέρδος, απρόσμενο και μεγάλο, γλύκανε την καρδιά του.

Και όταν γύρισε στον Λουρικό, δεν του ’δωσε μόνο τα συμφωνημένα, μα του έβαλε στο χέρι και ένα χοντρό μάτσο παραπάνω.

-Αυτά είναι δικά σου, του είπε. Η γη σου και ο κόπος σου τα ’φεραν.

Από τότε, για πολλά χρόνια, ο Ανδρέας ο Λουρικός δεν χόρταινε να παινεύει τον Κυριάκο. Τον θύμιζε πάντα σαν παράδειγμα τιμιότητας και λεβεντιάς, γιατί δεν είναι μικρό πράγμα, σε καιρούς δύσκολους, να στέκεσαι δίκαιος και να μοιράζεσαι το καλό που φέρνει η ζωή.

 

Ο ΓΙΩΡΚΟΣ ΤΟΥ ΧΑΜΠΗ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ

Ο Γιώρκος του Χαμπή του Μαύρου ήταν απ’ τους πιο ξακουστούς περβολάρηδες σ’ όλη την περιοχή. Τα χέρια του ήξεραν το χώμα, το πότιζαν όπως ποτίζει κανείς την ψυχή του, και εκείνο του δινε πίσω πλουσιοπάροχα γλυκίτατους καρπούς.

Κάθε καλοκαίρι φύτευε ντομάτες στο περβόλι της Χαλιτές μιας χανούμισσας από τη Λέμπα. Το χωράφι ήταν πναστό, το χώμα μαλακό γεμάτο δύναμη, γι’ αυτό και οι ντομάτες του Γιώρκου ήσαν πρώτης τάξης, κόκκινες σαν το ηλιοβασίλεμα, μυρωδάτες, και με γεύση που σου μενε στον νου.

Όλη του τη σοδειά την έδινε στον ξάδερφό του τον πράτη τον Κυριάκο. Ούτε μιαν οκά σε άλλον. Και ο Κυριάκος, με τη σειρά του, τις πωλούσε μονάχα στους καλούς του πελάτες. Έτσι γινόταν χρόνια, με τάξη και εμπιστοσύνη.

Μια φορά πέρασε η μέρα, δειλίνιασε, σκοτείνιασε και ο Γιώρκος ήταν χασιμιός. Ανήσυχος ο Κυριάκος πήρε το αυτοκίνητο και πήγε να ιδεί τι γίνεται.

Τον βρήκε στην άκρη του χωραφιού, σκυφτό και μουτρωμένο, όπως να του σκότωσαν τη μάνα.

-Τι συμβαίνει, Γιώρκο; Γιατί χάθηκες;

-Δεν βλέπεις, Κυριάκο, την καταστροφή που έπαθα; Μπήκε το κοπάδι του Φυτού και έφαγε όλη τη ρέντα.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε από μακριά ο Φυτός.

-Θκιέ Φυτέ! Θκιέ Φυτέ!

άρχισε να φωνάζει ο Γιώρκος, με τη φωνή του να σπάει από το θυμό.

-Τι έκαμες; Τι έκαμες; Με κατάστρεψες!

Ο Φυτός, μόλις τους είδε, σήκωσε το χέρι ψηλά σε χαιρετισμό και φώναξε δυνατά:

-Όλα καλά! Όλα καλά!

Και έπειτα χαμογέλασε, όπως να μη συνέβη τίποτα.

Ο Γιώρκος σταμάτησε να φωνάζει. Τι να του πει; Ήξερε πως ο Φυτός ήταν κουφός. Μόνο έσκυψε ξανά το κεφάλι κι έριξε το βλέμμα στις ποδοπατημένες ντομάτες, που μύριζαν γλυκό και πικρό μαζί.

 

ΝΕΟΚΛΗΣ Ο ΣΙΑΜΜΑΣ

Ο Νεοκλής ήταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής με πολλά παιδιά. Η ζωή του, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν η προσωποποίηση της καθημερινής πάλης σε μια φτωχική εποχή. Μεροκαματιάρης, κουρασμένος, μα αξιοπρεπής, στεκόταν όρθιος απέναντι στις δυσκολίες, κρατώντας την οικογένεια και τον εαυτό του ζωντανούς με τον ιδρώτα του. Δεν είχε πλούτη, μα είχε την τιμή του μόχθου και τη δύναμη της υπομονής.

-Φτωχός βιοπαλαιστής είμαι, παλεύω να τα βγάλω πέρα…,

ήταν η επωδός του, που την έλεγε με πίκρα, αλλά και με περηφάνια για τον τίμιο κόπο του.

Δούλευε σκληρά σε κακοπληρωμένες δουλειές για να φέρει το ψωμί στο τραπέζι και να μην λείψει τροφή από τα παιδιά του. Όμως δεν του έφτανε αυτό, ήθελε να μορφωθούν, να μην μείνουν αμόρφωτα όπως εκείνος. Έτσι, τα απογεύματα, όταν σχολούσε από τη δουλειά, έτρεχε στο μικρό χωραφάκι που είχε δίπλα στο παλιό του σπίτι. Εκεί αγωνιζόταν με πείσμα, καλλιεργώντας διάφορες ρέντες. Η αγαπημένη του ρέντα όμως, ήταν τα κολοκύθια.

Ο Κυριάκος, τον θυμόταν για δεκαετίες να έρχεται φορτωμένος με κιβώτια, δύο δύο, και να του τα φέρνει στις αποθήκες. Τα αγόραζε πάντα με προθυμία, γιατί ο Νεοκλής ήταν τίμιος και μερακλής στη δουλειά του. Στη συσκευασία του δεν υπήρχε ποτέ ψέμα, ούτε μόστρα, ούτε κρυμμένα στραβά ή χοντρά κολοκύθια κάτω από τα καλά. Ό,τι έδινε, ήταν καθαρό και σωστό.

Κάθε φορά που μάζευε τα κολοκύθια και τα φόρτωνε στο μικρό του μηχανάκι, φαινόταν από μακριά να ανεβαίνει σιγά τον δρόμο, με προσεκτική οδήγηση και αργή ταχύτητα. Τότε ο Κυριάκος κατέβαινε τα σκαλιά της αποθήκης για να τον προϋπαντήσει και να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει.

Μια μέρα, ο Νεοκλής παρουσιάστηκε με μια σακούλα μισογεμάτη καραόλους.
-Τους βρήκα στον όχτο του χωραφιού και τους μάζεψα. Τους θέλεις;

ρώτησε.
Ο Κυριάκος φυσικά τους αγόρασε, και μάλιστα σε καλή τιμή, γιατί ήξερε πως θα τους πουλούσε ακριβά. Οι καράολοι είχαν πάντα μεγάλη ζήτηση καθώς ήταν ο εθνικός μεζές του νησιού, ήταν το τσίλλημα που συντρόφευε τη ζιβανία, το εθνικό ποτό των Κυπρίων.

Εκείνη τη μέρα, από μια μισογεμάτη σακούλα καραόλους, ο Νεοκλής πήρε περισσότερα χρήματα απ’ όσα έβγαζε συνήθως ολόκληρη την εβδομάδα με τα κολοκύθια. Και πάλι, όμως, το χαμόγελό του δεν ήταν για τα χρήματα, ήταν για τη χαρά ότι θα μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω στα παιδιά του, να τους ανοίξει ένα μικρό παράθυρο σε έναν κόσμο καλύτερο από εκείνον που τον έριξε η μοίρα να ζήσει.

 

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί. Δεν ξέρουν τι είναι ζήλια, μίσος, αγένεια ή κακία. Ξέρουν μόνο να δίνουν αγάπη, -γιατί αγάπη έχουν μονάχα μέσα τους - σε ανθρώπους, ζώα, στη φύση.

Ο Χρύσανθος ήταν από φυσικού του χαρούμενος και ανοιχτόκαρδος. Κατείχε μια σπουδαία θέση στη κυβέρνηση, υπεύθυνος για την ύδρευση ολόκληρης της επαρχίας της Πάφου. Παράλληλα, με τη βοήθεια της πιστής συζύγου του, καλλιεργούσε τα περιβόλια τους, και όλη τη σοδειά την πουλούσε στον φίλο του, τον Κυριάκο. Οι δυο τους είχαν ταιριάξει απόλυτα. Η φιλία τους ξεπερνούσε κατά πολύ τις επαγγελματικές συναλλαγές. Έκαναν παρέα στο καφενείο, στη ταβέρνα του χωριού και οι οικογένειές τους διατηρούσαν άριστες σχέσεις.

Μια μέρα το φορτηγό του Κυριάκου κόλλησε στις λάσπες κάτω στην τέλειωση του χωριού, φορτωμένο με αγγούρια και ντομάτες. Όσο και να προσπάθησε, κάθε προσπάθεια το βύθιζε ακόμα πιο βαθιά στη λάσπη. Αγαναχτισμένος και κουρασμένος, κατάλαβε ότι η μόνη λύση ήταν ο Χρύσανθος.

Ξεκίνησε πεζός προς την πλατεία του χωριού, όπου υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Κάλεσε τον φίλο του και η φωνή του Χρύσανθου ακούστηκε ζεστή από την άλλη άκρη της γραμμής.

-Μείνε εκεί που είσαι, του είπε. Έρχομαι αμέσως με το τρακτέρ της δουλειάς, είμαι εδώ κοντά.

Μέσα σε λίγη ώρα, ο Χρύσανθος εμφανίστηκε με δυο υπαλλήλους του, χαμογελαστός όπως πάντα, ακόμα και όταν τα πόδια του βυθίστηκαν στις λάσπες. Χωρίς βαρηγκομούς, έδεσαν σχοινιά στο φορτηγό και ο οδηγός του τρακτέρ άρχισε να τραβά. Στον ήλιο που είχε αρχίσει να δύει βάφοντας τον ουρανό πορτοκαλί, σιγά-σιγά, το φορτηγό άρχισε να κινείται, ώσπου τελικά ξεκόλλησε και στάθηκε σταθερό πάνω στο στεγνό έδαφος.

Ο Κυριάκος χαρούμενος, και νιώθοντας μια έκρηξη ευγνωμοσύνης, αγκάλιασε το φίλο του.

-Χρύσανθε, δεν ξέρω πώς θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα,

ψιθύρισε συγκινημένος.

Ο Χρύσανθος χαμογέλασε απλώς.

-Μη με ευχαριστείς, φίλε μου, είπε. Τις χαρές και τις λύπες τις μοιραζόμαστε, έκανα απλώς το καθήκον μου.

Τα νέα για το κολλημένο φορτηγό διαδόθηκαν γρήγορα. Οι κάτοικοι, κυρίως οι γεωργοί, ανησυχούσαν. Θα ξεκολλούσε εύκολα; Θα προλάβαινε ο Κυριάκος να μαζέψει την πραμάτεια τους καθώς έπεφτε το σκοτάδι;

Και το μικρό περιστατικό έγινε μεγάλο θέμα συζήτησης σε όλο το χωριό, όπου λίγα πράγματα συνέβαιναν για να σχολιαστούν.

Καθώς επέστρεφαν ο χρύσανθος με τον Κυριάκο, παρατήρησαν πως κάτι είχε αλλάξει στην ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι βλέποντας τη φιλία και την αλληλεγγύη τους, ένιωθαν και αυτοί πιο ενωμένοι. Το παράδειγμα του Χρύσανθου που έδινε χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα, άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά την καρδιά της μικρής κοινότητας.

Και έτσι, με έναν απλό χειρισμό τρακτέρ και μια πράξη φιλίας,  η αγάπη ενός ανθρώπου, άρχισε να διαδίδεται σαν ήλιος που φωτίζει τις καρδιές όλων γύρω του.

 

ΕΝΑΣ ΗΡΕΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο Ανδρέας του Σταυρή ήταν ένας καλοπροαίρετος και γαλήνιος άνθρωπος. Έβλεπε τον κόσμο με κατανόηση και καλοσύνη, και αυτή η ηρεμία που είχε μέσα του, έδινε στα λόγια του μια ιδιαίτερη δύναμη. Έλεγε τη γνώμη του απλά, ήρεμα, χωρίς να προσπαθεί ποτέ να την επιβάλει.

Όταν έβλεπε αδυναμίες, λάθη ή ψέματα, δεν στεκόταν στα κακά. Αντίθετα, προτιμούσε να κοιτάζει τη δυνατότητα για βελτίωση. Για τον Ανδρέα, κάθε άνθρωπος άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία, και κάθε δυσκολία μπορούσε να γίνει αφορμή για μάθηση. Η καλοσύνη του δεν ήταν αδυναμία αλλά επιλογή. Ήξερε πως η ζωή έχει σκληράδες, και όμως αποφάσιζε να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με σεβασμό, κατανόηση και ευγένεια.

Ήταν δουλευταράς. Μαζί με τη γυναίκα του, από το πρωί ως το βράδυ δούλευαν στα περιβόλια τους, κάνοντας αυτό που αγαπούσαν, τη γεωργία σε πράξη. Παρήγαγαν πολλά φρούτα και λαχανικά, και με τη καλή συνεργασία που είχαν με τον Κυριάκο τον πράτη, τα διέθεταν σχεδόν όλα.

Μα ο Κυριάκος δεν ασχολιόταν με καρπούζια, και έτσι ο Ανδρέας όποτε φύτευε καρπούζια, αναγκαζόταν να τα πουλάει μόνος του. Φόρτωνε το μικρό του βαν, κατέβαινε στην πλατεία του χωριού και τα πουλούσε ένα-ένα.

Και ας υπήρχαν κι άλλοι που πουλούσαν, οι χωριανοί προτιμούσαν τον Ανδρέα. Είχε χτίσει φήμη τίμιου ανθρώπου, και όλοι ήξεραν πως τα καρπούζια του ήταν πάντα κόκκινα, ώριμα, γλυκά. Και αν ποτέ έπεφτε κάποιο άγουρο, το άλλαζε αμέσως χωρίς κουβέντες.

Μια φορά, αφού ξεπούλησε, οι χωριανοί αναγκάστηκαν να αγοράσουν από άλλον παραγωγό που δεν ήταν τόσο τίμιος όπως ο Ανδρέας.

Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει με το αυτοκίνητο, φάνηκε ένας συγχωριανός να έρχεται βιαστικός από απέναντι και να φωνάζει:

-Ανδρέα, μη φεύγεις! Το καρπούζι που μου πούλησες δεν είναι κόκκινο!

Στο χέρι του κρατούσε ένα κομμένο, άγουρο καρπούζι.

Ο Ανδρέας στάθηκε και τον περίμενε. Πήρε το καρπούζι από τα χέρια του, το κοίταξε και του είπε ήσυχα:

-Δεν το αγόρασες από μένα.

Ο άλλος, τάχα θυμωμένος, άρχισε να φωνάζει και να στήνει καβγά, και όλο το χωριό τον άκουγε. Ο Ανδρέας όμως, που δεν ήθελε φασαρίες, αποκρίθηκε ήρεμα:

-Εντάξει, θα σου δώσω πίσω τα χρήματα, και του έδωσε τα χρήματα, μα να σου εξηγήσω γιατί είμαι σίγουρος ότι το καρπούζι αυτό δεν είναι δικό μου. Κάθε καρπούζι που πουλάω, δίπλα στο κοτσάνι του, το χαράζω με το νύχι μου για να ξέρω αν ήταν δικό μου Το δικό σου δεν έχει χαρακιά.

Ο συγχωριανός άκουσε, κοκκίνισε από ντροπή, ζήτησε συγγνώμη και έδωσε πίσω τα χρήματα και έσκυψε το κεφάλι.

 

Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΠΕΡΒΟΛΑΡΗΣ

Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο (1878–1960), οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούσαν κάτω από την αυστηρή βρετανική διοίκηση. Στα ανώτερα αξιώματα υπηρετούσαν σχεδόν αποκλειστικά Βρετανοί αξιωματούχοι, ενώ τοπικό προσωπικό απασχολείτο σε χαμηλότερες θέσεις, συχνά σε σκληρές και απαιτητικές εργασίες. Σε αυτό το πλαίσιο ξεχώρισε η ιστορία του Αλακάτη, ενός απλού Κύπριου που η μοίρα του τον έφερε να συνδεθεί με τον πόλεμο, την αγροτιά και τελικά τη γη που τον γέννησε.

Ο Αλακάτης, νέος τότε, επιστρατεύτηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπηρέτησε στο Κυπριακό σύνταγμα. Γνώρισε τη φρίκη του πολέμου, τα κρύα χαράματα στις ευρωπαϊκές εκστρατείες, τον θόρυβο από τα πυροβόλα και τον φόβο που συνόδευε κάθε μέρα στο μέτωπο. Μαζί με χιλιάδες άλλους Κύπριους στρατιώτες, πολέμησε όχι για τη δική του πατρίδα άμεσα, αλλά για την αυτοκρατορία που κυβερνούσε τότε το νησί. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και επέστρεψε στην Κύπρο, δεν τον περίμενε δόξα και τιμές, αλλά μια νέα αποστολή, διορίστηκε «κουνουπιέρης».

Η δουλειά του ήταν σκληρή και μοναχική. Με τον ήλιο να καίει, φορτωμένος στον ώμο ένα σακίδιο με φάρμακα και δηλητήρια, και κρατώντας στο χέρι μια μπόμπα ψεκάσματος, γύριζε ολόκληρη την ύπαιθρο της Πάφου. Ψέκαζε κάθε στάσιμο νερό, κάθε λάκκο και ρυάκι, για να καταπολεμήσει τα κουνούπια και τις βδέλλες που απειλούσαν την υγεία των ανθρώπων και των ζώων. Ήταν μια αποστολή αθόρυβη αλλά κρίσιμη, γιατί το νερό εκείνα τα χρόνια δεν ήταν μόνο για πότισμα των αγρών, αλλά και για να ξεδιψούν οι κάτοικοι.

Ο Αλακάτης παντρεύτηκε την Περσού, μια γυναίκα απλή, ύσηχη και υπομονετική, που τον στήριξε στις δυσκολίες. Μαζί έκαναν παιδιά, και ένας από αυτούς, ο Κλείτος, έδειξε από μικρός ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δουλειά του πατέρα του. Ακολουθούσε τον Αλακάτη στις περιπολίες του, παρατηρούσε τα φάρμακα, μάθαινε τα ονόματα και τις χρήσεις τους. Αυτές οι γνώσεις, που σε άλλον θα περνούσαν απαρατήρητες, στον Κλείτο έμελλε να γίνουν θεμέλιο της μελλοντικής του πορείας.

Μετά Τον πόλεμο του 1974, ο Κλείτος ασχολήθηκε με τη γεωργία. Γνώστης των φαρμάκων, των σκευασμάτων και των μεθόδων προστασίας των καλλιεργειών, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο πετυχημένους καλλιεργητές της περιοχής. Τα προϊόντα του ξεχώριζαν για την ποιότητα και την αντοχή τους, και έτσι πουλιούνταν εύκολα στις αγορές. Ωστόσο, η επιτυχία του τον έκανε και σκληρό στις συναλλαγές του. Στα παζάρια με τους εμπόρους δεν υποχωρούσε εύκολα, συχνά έλεγε τον τελευταίο λόγο με θυμό και νεύρα. «Έκαιγε το πάπλωμα για τον ψύλλο», όπως έλεγαν στο χωριό, χάνοντας κέρδη και συνεργασίες για ασήμαντες αφορμές.

Πολλοί έμποροι κουράστηκαν από τον δύστροπο χαρακτήρα του και σταμάτησαν να συνεργάζονται μαζί του.

Κάποια στιγμή, ο Κλείτος δοκίμασε την τύχη του με τον Κυριάκο, που ξεχώριζε για τη μόρφωση και την εξυπνάδα του. Ο Κυριάκος κατάλαβε γρήγορα τον χαρακτήρα του Κλείτου. Δεν τον αντιμετώπιζε με αντιδικία ούτε με ψυχρό συμφέρον. Αντίθετα, με ευγένεια και επιδεξιότητα του έδειξε ότι μπορούσαν να κερδίζουν και οι δύο. Έμαθε να τον πείθει, να του μιλά ήρεμα, να τον καθησυχάζει εκεί που άλλοι θα συγκρούονταν.

Με τον καιρό, ο Κλείτος όχι μόνο έγινε πιστός πελάτης του Κυριάκου, αλλά και φίλος του. Από τις συναλλαγές πέρασαν στις κουβέντες για τα χωράφια, τις οικογένειες και τα νέα του τόπου. Ο ένας κέρδιζε τον άλλον με τον δικό του τρόπο, και η σχέση τους έμεινε παράδειγμα στο χωριό για το πώς ο σεβασμός και η κατανόηση μπορούν να δαμάσουν και τον πιο δύστροπο χαρακτήρα.

 

Ο ΝΙΚΟΛΗΣ Τ΄ ΑΡΙΣΤΟΔΕΙΜΟΥ (ο σιεηττάνης)

Η Κυπριακή διάλεκτος είναι ένας ζωντανός θησαυρός, όπου κάθε λέξη κουβαλά μνήμες, ιστορίες και τρόπους ζωής. Ανάμεσα σε αυτές, ξεχωρίζει ο «σιεηττάνης», λέξη που αποτυπώνει μια χαρακτηριστική μορφή του λαϊκού ανθρώπου, τον παμπόνηρο, τον εφευρετικό, εκείνον που ξέρει να γλιτώνει τις παγίδες και να βγαίνει κερδισμένος. Είναι μια λέξη σύμβολο εξυπνάδας και επιβίωσης. Σε μια κοινωνία που έζησε αιώνες φτώχειας, σκλαβιάς και δυσκολιών, η πονηριά ήταν αναγκαία αρετή.

Τέτοιος ήταν και ο Νικολής του Αριστόδειμου. Από παιδί ξεχώριζε. Έπαιρνε τα γράμματα και ήταν άριστος, έτσι που ο δάσκαλος πίεσε τον πατέρα του να τον στείλει να φοιτήσει και στο ανώτερο σχολείο. Και εκεί πάλι ξεχώρισε, αλλά ας όψεται η φτώχεια, ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον σταματήσει και να τον βάλει να δουλεύει στα χωράφια.

Έτσι, από γεωργός ξεκίνησε, παιδί της γης και του ιδρώτα. Μα ένα ατύχημα τον κράτησε πίσω. Δεν μπορούσε πια να σκύβει μέρα νύχτα στα χωράφια. Αλλά αντί να μεμψιμοιρεί, έστρεψε το μυαλό του αλλού. Εφεύρισκε τρόπους, έβρισκε παρακαμπτήριες, έμπαινε σε δουλειές που άλλοι φοβούνταν. Όπου υπήρχε δύσκολο, εκεί ήταν ο Νικολής να το λύσει. Και όποιος τον έλεγε «σιεηττάνη» δεν το έλεγε για κακό, μα για θαυμασμό.

Ο Νικολής το είχε μαράζι που δεν τον άφησαν να σπουδάσει, και έλπιζε κάποιο από τα παιδιά του να ήταν το ίδιο όπως και αυτός. Ευτυχώς, ο Θεός από ψηλά άκουσε την πεθυμιά του, και το δεύτερο παιδί του, ο Ανδρέας, του έμοιασε. Ήταν και αυτός κοψονούρης, έξυπνος, και έπαιρνε τα γράμματα του φτέρου. Γι’ αυτόν, για να τον σπουδάσει, δούλεψε πιο σκληρά, έκανε σκληρές οικονομίες, και ο Ανδρέας τον έβγαλε ασπροπρόσωπο. Τώρα, μετά από χρόνια, οι χωριανοί λένε για τον Ανδρέα:

-Ίδιος ο Νικολής, δεν του άφησε ναΐπι.

Με τον Κυριάκο, έμπορο του χωριού, τον έδεσε δυνατή φιλία. Ο Κυριάκος, βλέποντας πόσο μυαλωμένος ήτανε ο φίλος του, του έδωσε χέρι να στήσει δεύτερο γραφείο μέσα στις αποθήκες του. Εκεί, πίσω απο τα σακιά με τα κρεμμύδια και τα κιβώτια με τα φθαρτά, ο Νικολής ήταν υπεύθυνος για τα δύσκολα. Μαέστρος στις συμφωνίες, δεν άφηνε ποτέ συναλλαγή να πάει χαμένη. Όσοι αμφέβαλλαν για την αξία του, έπαιρναν πάντα την ίδια απάντηση από τον Κυριάκο:

-Αν ξέρατε πως ο Νικολής ακόμα και τον Διάβολο τον έπαιξε στα δάχτυλα, θα σωπαίνατε!

Κι ύστερα έλεγε την ιστορία:

Ήταν τότες που ο Νικολής ήταν ακόμα νέος, και έσκαβε το χωράφι του ένα δειλινό, που το φως έσβηνε πίσω απ’ τα βουνά. Ξάφνου, εμπρός του φάνηκε ο Διάβολος, με μάτια σαν κάρβουνα και χαμόγελο στραβό.

-Νικολή, του είπεί, τούτο το χωράφι είναι δικό μου. Αν θέλεις να το δουλεύεις, θα μου δίνεις τη μισή σοδειά. Και εγώ για τον κόπο σου θα σε αφήνω εσύ να διαλέγεις: το πάνω ή το κάτω.

Ο Νικολής, δίχως να τρομάξει, χαμογέλασε ήσυχα, όπως χαμογελούν οι χωριάτες που ξέρουν πως με τη γη δεν χωρατεύει κανείς.

-Εντάξει, φέτος εγώ θέλω το κάτω.

Κι έσπειρε πατάτες. Σαν ήρθε ο καιρός, έβγαλε τις ρίζες γεμάτες καρπό, και ο Διάβολος έμεινε με τα φύλλα, ξερά κι άχρηστα.

Θύμωσε πολύ, και με μάτια που πετούσαν σπίθες είπε.

-Του χρόνου το κάτω θα είναι δικό μου!

-Να είσαι βέβαιος, απάντησε ο Νικολής.

Και έσπειρε σιτάρι. Στον θερισμό, ο Διάβολος πήρε το κάτω, τις ποκαλάμες, τις ρίζες, χώμα και τίποτα. Και ο Νικολής πήρε τα πάνω, τα χρυσά στάχια, που γέμισαν τις αποθήκες του σιτάρι.

Από τότε, λένε, ο Διάβολος δεν ξανατόλμησε να τα βάλει με γεωργούς. Γιατί κατάλαβε πως οι άνθρωποι της γης, με την πονηράδα τους και το σιεηττανίκι τους, ξέρουν να νικούν ακόμα και τον ίδιο.

Και έτσι ο Νικολής έμεινε στη μνήμη του χωριού, όχι μονάχα σαν γεωργός, μα σαν ο σιεηττάνης γεωργός, εκείνος που ξεγέλασε τον Διάβολο και δίδαξε πως η εξυπνάδα είναι και αυτή καρπός της γης, σπόρος που φυτρώνει μόνο σε χώματα δύσκολα.

Και όσο περνούσαν τα χρόνια, ο Νικολής αποκτούσε φήμη ως ο γνωστικός και έμπειρος γνώστης παντός θέματος. Στα καφενεία πολλοί νέοι και γέροι τον συμβουλεύονταν, και όποιος ρωτούσε άλλον για μια συμβουλή, του έλεγαν:

-Ρώτα τον Νικολή, αυτός ξέρει.

Και ο Νικολής δεν έδινε ποτέ άμεση απάντηση. Απαντούσε με ένα παραμύθι, μια παροιμία ή μια ιστορία με γεωργούς, ζώα ή ακόμα και αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο. Μα στο τέλος όλοι έβρισκαν μέσα από τα λόγια του τη λύση.

Έτσι, η φήμη του δεν έμεινε μόνο στο ότι ξεγέλασε τον Διάβολο, αλλά πως ήξερε να ξεγελά και τις δυσκολίες, την αδικία, ακόμα και τον ίδιο τον φόβο. Ο κόσμος τον θυμάται σαν εκείνον που έδειξε πως με την εξυπνάδα και το σιεηττανίκι, όποιος ξέρει να τα τιμά, δεν τον νικά ούτε ο Διάβολος ούτε κανείς.

Και στις σημερινές ημέρες, υπάρχει ο γιος του ο Ανδρέας που πήρε τη θέση του.

 

ΤΟ ΓΙΩΡΚΟΥΪΝ

Τα παντζάρια είναι καρπός της γης απλός, με ρίζες βαθιές και κορμό χαμηλό, μα χρώμα ζωηρό, που βάφει χέρια και τραπεζομάντιλα. Γλυκά και δροσερά όταν βραστούν, θρεπτικά για τον άνθρωπο, μα στο παζάρι ποτέ δεν είχαν μεγάλη ζήτηση. Λίγοι τα αγόραζαν, και πάντα σε μικρές ποσότητες. Για μια σαλάτα, για ένα τσίμπημα με το ποτό, για ορεκτικό πριν το φαγητό.

Ο Κυριάκος το γνώριζε καλά αυτό και απέφευγε να τα εμπορεύεται. Μα ένα πρωινό, πριν ακόμα ξημερώσει καλά, άκουσε έξω στην αυλή ένα αμάξι να κορνάρει επίμονα. Βγήκε μισοκοιμισμένος και είδε τον θειό του το Γιωρκούιν και τη θειά του τη Μαρία να τον περιμένουν.

-Τι είναι, θειέ;

ρώτησε απορημένος.

-Κυριάκο, σου ’φερα ένα αυτοκίνητο παντζάρια. Δεν πουλιούνται, δεν έχουν πέραση. Δεν θέλω να τα αφήσω στο χωράφι να σκληρύνουν. Πάρ’ τα εσύ και αν τα καταφέρεις να τα πουλήσεις, τα λεφτά δικά σου. Δώρο από μένα.

Ο Κυριάκος δεν μπορούσε να αρνηθεί, ήξερε πως ο θείος του δεν σήκωνε άρνηση. Τα πήρε, μα μέσα του αναρωτιόταν ποιος θα του τα ζητήσει.

-Ας δοκιμάσω, ποτέ δεν ξέρεις, σκέφτηκε.

Στο παζάρι, τα άφησε στην άκρη. Λίγοι τα πλησίαζαν, πιο πολύ τα κοίταζαν χωρίς να ενδιαφέρονται. Ο ήλιος ανέβαινε, η ώρα περνούσε, κι ο Κυριάκος άρχισε να χάνει την υπομονή του.

Ώσπου, κατά το μεσημέρι που ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει, στάθηκε μπροστά του ένας έμπορος που προμήθευε ξενοδοχεία. Έσκυψε, τα κοίταξε με προσοχή, έκοψε ένα φύλλο, έσπασε μια ρίζα.
-Καθαρά, φρέσκα… ακριβώς ό,τι χρειάζομαι. Θα τα πάρω όλα, είπε.

Ο Κυριάκος τα πούλησε σε τιμή που δεν περίμενε. Και ξαφνιάστηκε βλέποντας πώς τα παραπεταμένα παντζάρια του έφεραν κέρδος ίσο με άλλα βασικά προϊόντα.

Γυρνώντας σπίτι, συλλογιόταν πως κάθε πράγμα έχει την ώρα του και τον άνθρωπό του. Αρκεί να κάνει κανείς υπομονή, γιατί ακόμη και τα ταπεινά παντζάρια βρίσκουν τον δρόμο τους στο τραπέζι.

 

Ο ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΚΟΥΘΚΙΟΥ

Τον Μιχαλάκη, εβδομήντα τριών χρονών, όλοι στο χωριό τον θυμούνταν ίδιο κι απαράλλαχτο, σαν να είχε παγώσει ο χρόνος πάνω του. Το κορμί του σμιλεμένο, σαν μαρμάρινο, με ζωντάνια και ελαστικότητα που ούτε τριαντάρηδες δεν διέθεταν. «Αγέραντο» τον έλεγαν πίσω από την πλάτη του,άλλοι με θαυμασμό, άλλοι με φθόνο.

Οι συνομίληκοί του δεν άντεχαν να βλέπουν το χρόνο να τους βαραίνει και εκείνον να τον αφήνει απείραχτο. Οι νεότεροι τον κοιτούσαν με μισόκλειστα μάτια, μπερδεμένοι. Ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος που έπρεπε να λογίζεται γέρος να μοιάζει ακόμη νέος; Όσοι είχαν διαβάσει λίγη μυθολογία έλεγαν πως «κάποιος θα του έδωσε το ελιξίριο του Απόλλωνα».

Όλοι τον παρακολουθούσαν καθημερινώς, μια ολόκληρη ζωή, να κολυμπά ώρες ατελείωτες μια διαδρομη από το Δημμα ως τις ξέρες του Φουρφουρή. Ήξεραν πως είχε μια μεγάλη αγάπη για τη θάλασσα, όλοι ήξεραν πως ήταν η μάνα του, η μοίρα του, η αγαπητικιά του. Πίστευαν πως γι αυτό έστεκε καλά, πως ήταν το γιατρικό που τον κρατουσε νέο και δυνατό. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, κατάλαβαν πως μόνο η θάλασσα δεν αρκούσε, σίγουρα θα είχε κάποιο μυστικό.

Μόνο ο Κυριάκος υποψιάστηκε την αλήθεια, όταν βλέποντας τον κάθε τόσο να τον επισκέπτεται για να του πουλήσει ένα δυο κιβώτια παντζάρια. Ήξερε πως δεν ήταν γεωργός, ήξερε πως ήταν μανιώδης με τη υγιεινή τροφή και τη γυμναστική, έτσι σκέφτηκε και τα συνδίασαε όλα. Κατάλαβε πως τα παντζάρια τα φύτευε για λόγου του, και πως όσα περίσσευαν τα έφερνε να του τα πουλήσει.

Και επειδή είχε ακουστά τον μύθο του Απόλλωνα για τα παντζάρια, μια μέρα στο καφενείο τον ρώτησε:

-Μιχαλάκη, πες μου το μυστικό σου. Τα παντζάρια τα φυτεύεις για σένα; Για να έχεις το ελιξίριο της ζωής; Τι κάνεις και δεν σε πιάνει ο χρόνος;

Ο Μιχαλάκης χαμογέλασε πονηρά. Δεν απάντησε κατευθείαν. Ξεκίνησε την ιστορία του.

«Κάτω στη Μωροζό, δίπλα στο κύμα, εκεί που τα χώματα είναι αμμώδη και τα νερά της γης μισοαλμυρά, ο πατέρας μου έσπερνε παντζάρια. Δεν ευδοκιμούσε τίποτε άλλο. Παντζάρια μόνο, που άνθιζαν σαν λουλούδια του θεού. Από μικρό παιδί τον βοηθούσα. Τα βοτάνιζα, τα πότιζα, και όταν με έπιανε η πείνα, έβγαζα δυο-τρία τρυφερά, τα ξέπλενα στο αυλάκι και τα έτρωγα ωμά.

Η γεύση τους ήταν γλυκιά, και ο χυμός τους, κόκκινος σαν αίμα, μου θύμιζε την τροφή των Σπαρτιατών που διάβαζα στα βιβλία. Από τότε πίστεψα πως ήταν η τροφή των δυνατών, των αθανάτων. Μια μέρα, ο δάσκαλος μας είπε στο σχολείο την ιστορία για το παντζάρι που πρόσφεραν στους Δελφούς στον Απόλλωνα και στην Αφροδίτη, για να διατηρούνται πάντα νέοι. Ε, τι να πω; Από τότε το πήρα απόφαση. Κάθε μέρα παντζάρια. Όταν ο πατέρας σταμάτησε να καλλιεργεί, εγώ συνέχισα να φυτεύω λίγα εκεί κάτω, στη Μωροζό. Για μένα, για να ’χω την τροφή του θεού».

Ο Κυριάκος γέλασε. Μα πριν προλάβει να απαντήσει, μπήκε στο καφενείο ένας νεαρός λαχανιασμένος.
-Μιχάλη, τρέχα! Κλέφτες ρημάζουν το περβόλι σου!

Ο Μιχαλάκης πετάχτηκε όρθιος σαν εικοσάρης. Έτρεξε έξω, γρήγορος σαν αθλητής, και έβαλε τους κλέφτες του βούρου. Οι χωριανοί, που είχαν ήδη μαζευτεί για να δουν, έμειναν με το στόμα ανοιχτό.

-Βρε… αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι απόγονος του Μαθουσάλα, αιώνιος νέος! είπε κάποιος.

Και από εκείνη τη μέρα, όλοι διερωτούνταν. Άλλοι τον πίστεαν, άλλοι γελούσαν. Μα όποιος τον έβλεπε να ανεβαίνει την ανηφόρα με την πλάτη ίσια και το βήμα γερό, άθελά του αναρωτιόταν: μήπως, τελικά, το ελιξίριο του Απόλλωνα δεν είναι παραμύθι;

 

ΚΩΣΤΑΚΗΣ Ο ΨΑΡΑΣ

Ο Κωστάκης ο ψαράς αγαπούσε τη γη. Ήταν μια αγάπη που του γέμιζε την ψυχή. Από μικρός στην αυλή της στετές του, με τις ώρες περιποιόταν της ροδιές. Στον ίσκιο τους ξαπόσταινε και ονειρευόταν. Έβλεπε τα κατακόκκινα ρόδια να κρέμονται πλούσια και όμορφα και τα αποθαύμαζε εκστατικός. Ήταν σαν να του έκαναν μάγια. Έδινε μάλιστα υπόσχεση στον εαυτό του πως, όταν θα μεγάλωνε, θα φύτευε έναν κάμπο ροδιές, να απλώνεται μπροστά του θάλασσα με κόκκινα άνθη και καρπούς.

Ήταν όμορφα δέντρα, με άνθη κατακόκκινα σαν φλόγες, που γέμιζαν τον τόπο χαρά κάθε Μάη. Οι καρποί τους, στρογγυλοί και γεμάτοι σπόρους σαν ρουμπίνια, έκρυβαν μέσα τους γλυκόξινη γεύση και θεωρούνταν σύμβολο αφθονίας και ευτυχίας. «Τα φρούτα των Θεών είναι», του έλεγε η στετέ του, και εκείνος το πίστευε.

Μα ο Κωστάκης αγαπούσε και κάτι άλλο, τη θάλασσα. Η αγάπη για τη θάλασσα δεν περιγράφεται εύκολα. Είναι έλξη βαθιά, σχεδόν έμφυτη. Η απεραντοσύνη της, η γαλήνη αλλά και η δύναμή της τον γέμιζαν με δέος και ηρεμία. Φανταζόταν τον εαυτό του μέσα σε μια βάρκα να ανοίγεται στα βάθη του πελάγου, να ψαρεύει με τις ώρες. Και μόνο η σκέψη αυτή του έφερνε μια γλυκιά ανατριχίλα, μια μοναδική ηρεμία στο μυαλό.

Ονειρευόταν να ακούει τον παφλασμό των κυμάτων, το σφύριγμα του ανέμου, να ρίχνει το καλάμι και με προσμονή κάθε φορά, να ελπίζει για ένα μεγάλο, παχουλό ψάρι που θα τσιμπήσει στο αγκίστρι. Στα παιδικά του όνειρα, η βάρκα ήταν καταφύγιο και η θάλασσα ο κόσμος απέραντος, γεμάτος όνειρα και ελευθερία.

Μα, όπως συχνά γίνεται, άλλα τα όνειρα των παιδιών και άλλα των γονιών. Ο πατέρας του τον έστειλε να μάθει τέχνη, τον έβαλε να μαθητεύσει κοντά σε πελεκάνο. Έτσι, θέλοντας και μη, ο Κωστάκης έμαθε την ξυλουργική και άνοιξε δικό του ξυλουργείο. Οι δουλειές πήγαν καλά, παντρεύτηκε την αγαπημένη του και έστησε σπιτικό με μεγάλη αυλή.

Και βέβαια, τήρησε την παιδική του υπόσχεση, φύτεψε γύρω γύρω έναν φράχτη από ροδιές. Της φρόντιζε με μεράκι και κάθε φθινόπωρο η αυλή κοκκίνιζε από της καρπούς. Γέμιζε καφάσια γεμάτα με σπουδαία, θεϊκά φρούτα. Στο παζάρι δύσκολα τα πήγαινε, ευτυχώς ο ξάδερφός του, ο Κυριάκος ο πράτης, τα αγόραζε όλα και τα φύλαγε στα μεγάλα του ψυγεία, και τα πουλούσε αργότερα εξασφαλίζοντας καλύτερες τιμές.
Ο καιρός περνούσε, η οικογένεια μεγάλωνε, η ζωή κυλούσε. Μα το σαράκι της θάλασσας τον έτρωγε. Η θάλασσα που φιλούσε το χωριό τον καλούσε στον ύπνο και στον ξύπνιο. Μαράζωνε. Τα βράδια, καθισμένος στη βεράντα με την Κούλλα τη γυναίκα του, έπιναν μια ζιβανία και εκείνος, λίγο ζαλισμένος, της άνοιγε την καρδιά του. Της έλεγε το μεγάλο του παράπονο, το ανεκπλήρωτο όνειρο για τη θάλασσα.

Η Κούλλα, γυναίκα δυναμική και στοργική, τον καταλάβαινε. Έβλεπε πως, όσο και αν δούλευε και δημιουργούσε, η ψυχή του δεν ησύχαζε.
Ένα απόγευμα, καθώς τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή, του πρόσφερε ένα ποτήρι ζιβανία και του είπε:
-Πριν κάνουμε εις υγείαν, άκου πρώτα εμένα. Σε βλέπω, Κωστάκη μου. Έχουμε τόσα, και δεν είσαι ευτυχισμένος. Αγαπάς τη θάλασσα. Αγαπάς το ψάρεμα. Γι’ αυτό το αποφάσισα. Αν το θέλεις και εσύ, πουλάμε το ξυλουργείο και παίρνουμε καΐκι. Θα σταθώ δίπλα σου.

Τα λόγια της τον συγκλόνισαν. Ένιωσε το στήθος του να ανοίγει, σαν να έσπασε ένα βάρος που τον έπνιγε χρόνια. Δάκρυα λύτρωσης πλημμύρισαν τα μάτια του. Σηκώθηκε, φίλησε τη γυναίκα του και ψιθύρισε,

-Εσύ μου δίνεις ξανά ζωή.

Εκείνη τη βραδιά δεν την ξέχασε ποτέ. Ένιωσε αναγεννημένος, σαν να του ανήκε ο κόσμος.
Δεν άργησαν να πουλήσουν το ξυλουργείο και με τα χρήματα να αγοράσουν καΐκι. Ήταν ξύλινο, βαμμένο λευκό και γαλάζιο, και μύριζε πίσσα και θάλασσα. Ο Κωστάκης το βάφτησε «ΚΥΡΙΑΚΗ» το όνομα της γυναίκας του, για να του θυμίζει την μεγάλη αγάπη που του είχε. Και όταν το καΐκι γλίστρησε στο νερό, ένιωσε σαν να γλίστρησε και εκείνος σε μια νέα ζωή.

Τα πρώτα ξημερώματα στη θάλασσα έμοιαζαν όνειρο. Ο ήλιος ανέτελλε χρυσοκόκκινος, ο αφρός έλαμπε σαν ρουμπίνια. Ο Κωστάκης τραβούσε ρότα και γελούσε σαν παιδί. Η Κούλλα δίπλα του, τυλιγμένη με μαντίλι, μοιραζόταν τον ίδιο ενθουσιασμό.
Η ζωή στη θάλασσα δεν ήταν εύκολη. Υπήρχαν μέρες άκαρπες, και άλλες γεμάτες ψάρια. Μα υπήρχε πάντα η χαρά, η ελευθερία, η αλμύρα που τους έδινε ζωή. Τα παιδιά μεγάλωναν βλέποντας τους γονείς τους να μοχθούν αλλά και να χαμογελούν. Ο Κωστάκης δεν μαράζωνε πια. Το βλέμμα του έλαμπε, η ψυχή του γέμιζε.

Και στα γεράματα, καθισμένος στη βεράντα με μια ζιβανία, αγνάντευε άλλοτε της ροδιές και άλλοτε τη θάλασσα. Δεν είχε πια κανένα παράπονο. Ένιωθε γεμάτος, ευγνώμων. Γιατί κατάλαβε πως η μεγαλύτερη τύχη της ζωής του δεν ήταν ούτε η γη ούτε η θάλασσα, ήταν η Κούλλα, που τον πίστεψε και του χάρισε το όνειρο που νόμιζε χαμένο.

Και έτσι, ο Κωστάκης ο ψαράς έζησε ευτυχισμένος, μοιρασμένος ανάμεσα στις αγάπες του, τη γη, τη θάλασσα και τη γυναίκα τ

 

Ο ΑΝΤΡΟΣ

Ο Άνδρος του Γιωρκουθκιού ξάδερφος του Κυριάκου, ήταν τότε μόλις δεκατριών χρονών. Ένα πρωινό εμφανίστηκε στις αποθήκες του Κυριάκου φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα, που έδειχνε βαριά στους μικρούς του ώμους.

-Τι είναι, Άντρο; Τι κουβαλάς; Τον ρώτησε ο Κυριάκος.

Ο μικρός χαμογέλασε με καμάρι.

-Κυριάκο, εψές με τα πρωτοβρόχια βγήκαν οι καραόλοι. Μάζεψα ένα ολόκληρο σακί. Τι λες, τους παίρνεις στο παζάρι; Μπορεί να πουληθούν.

Ο Κυριάκος συμφώνησε. Και πράγματι, στο παζάρι οι καραόλοι πουλήθηκαν εύκολα και σε καλή τιμή. Ο Άνδρος ξεχείλισε από χαρά. Από τότε, κάθε φορά που έβρεχε, έβγαινε και μάζευε. Και πάντα τους έφερνε στον Κυριάκο.

Με τον καιρό, δεν περιορίστηκε μόνο στους καραόλους. Έμεινε να βοηθά τον ξάδερφό του στο φόρτωμα του φορτηγού. Η δουλειά ήταν βαριά, με ιδρώτα και κούραση, μα ο Άνδρος δεν παραπονιόταν. Σιγά-σιγά, η καθημερινή προσπάθεια τον σκλήρυνε. Οι μύες του άρχισαν να δένουν, το κορμί του να παίρνει σχήμα. Αυτό τον γοήτευε, και έτσι γεννήθηκε μέσα του η επιθυμία να γίνει παλικάρι δυνατό, να γίνει παλαιστής.

Δεν άργησε να γραφτεί σε γυμναστήριο. Χρόνια ολόκληρα γυμναζόταν με πείσμα, και έγινε το παλικάρι του χωριού. Οι συνομήλικοί του τον θαύμαζαν, κάποιοι τον ζήλευαν, μα όλοι τον αναγνώριζαν. Ήταν τυχερός, έπεσε σε δάσκαλο καλό, που διέκρινε το ταλέντο του και τον προώθησε σε αγώνες και διαγωνισμούς. Και εκεί, ο Άνδρος πάντα ξεχώριζε. Πάντα ερχόταν πρώτος.

Σιγά-σιγά, το σπίτι του γέμισε κύπελλα και μετάλλια. Το όνομά του ακούστηκε σε όλη την επαρχία.

Και όταν μια μέρα ο Κυριάκος του είπε:
-Μπράβο Άντρο, τα αγαθά κόποις κτώνται…

Η φράση ρίζωσε βαθιά μέσα του. Από τότε, όταν τον ρωτούσαν πώς κατάφερε να χτίσει κορμί γερό και λυγερό, χαμογελούσε και απαντούσε με σιγουριά,
-Τα αγαθά κόποις κτώνται.

Ο ΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΟΨΙΜΟΣ

Δίπλα από την επιχείρησή του κοντά στις αποθήκες, ο Κυριάκος έβλεπε τον Νίκο τον Όψιμο. Με ένα μακρύ ξύλο στα χέρια που στην άκρια είχε καρφωμένο ένα στρογγυλό τσίγγινο κονσερβοκούτι, ο δεκαπεντάχρονος πάλευε να μαζέψει τα φραγκόσυκα, ή παπουτσόσυκα όπως τα ’λεγαν, με τόση τέχνη, που ποτέ δεν φαινόταν να τον αγγίζουν τα πονηρά τους κουσπιά. Τον παρακολουθούσε με θαυμασμό. Χέρια γρήγορα, μάτια ξύπνια, κορμί ελαφρύ σαν σπουργίτι.

Ο Νίκος ήταν φτωχόπαιδο όπως οι πιο πολλοί στο χωριό. Μα γύρω από την αυλή του σπιτιού του υψώνονταν φράχτης ολόκληρος από πυκνές παπουτσοσυκιές, φορτωμένες καρπό. Τα μεγάλα πράσινα φρούτα, που ώσπου να ωριμάσουν γίνονταν κόκκινα και γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο, ήταν σκέτη νοστιμιά. Γλυκά, θρεπτικά, τα φρούτα των φτωχών. Και ο κάκτος, λιτοδίαιτος και πεισματάρης, έπιανε εύκολα, ακόμα και αν απλώς άφηνες ένα φύλλο στη γη. Δεν ήθελε φροντίδα, δεν ζητούσε κόπο, και κάθε χρόνο γέμιζε της δρόμους με καρπό που στο τέλος περίσσευε και σάπιζε.

Μια μέρα, καθώς ο Κυριάκος τον παρατηρούσε, του φώναξε,

-Νίκο, γιατί δεν μαζεύεις ένα κιβώτιο; Να δούμε αν πουλιούνται στο παζάρι της Λευκωσίας.

Ο Νίκος άστραψε. Την άλλη μέρα κιόλας έφερε όχι ένα, αλλά δύο καφάσια γεμάτα ως πάνω. Και όταν ο Κυριάκος τον πλήρωσε, ένιωσε να πετά από χαρά. Ήταν η πρώτη φορά που ο κόπος του είχε ανταμοιβή.

Τα παπουτσόσυκα στην πόλη έγιναν ανάρπαστα. Ο κόσμος τα ήξερε, τα αγαπούσε, μα δεν είχε τρόπο να τα γευτεί. Ο Κυριάκος βρήκε κέρδος και ο Νίκος χαρτζιλίκι, μα πιο πολύ βρήκε έναν δρόμο να συνεχίσει το σχολείο του, να αγοράζει τα τετράδια και τα βιβλία που του χρειάζονταν.

Και έτσι, όσο κράτησε το καλοκαίρι και οι κάκτοι φόρτωναν καρπό, ο Νίκος διάλεγε τα πιο ώριμα, τα πιο ζουμερά, και έτρεχε με τα καφάσια στον Κυριάκο. Κάθε φρούτο που έφευγε από τα χέρια του, ήταν ένα βήμα πιο κοντά στο μέλλον του.

 

Η ΔΑΝΑΗ

Ο Ψύλλος ήταν κοντός, ένα ανθρωπάκι μικροσκοπικό, μια σταλιά. Τόσο που, όταν στεκόταν ανάμεσα στους συγχωριανούς του, έμοιαζε σαν να ξεφύτρωσε από το χώμα και όχι σαν να βγήκε από την κοιλιά μάνας. Το παρατσούκλι του το πήρε ένεκα της μικρής του κορμοστασιάς από τα παιδικά του χρόνια, και όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, όλοι ξέχασαν πια το βαφτιστικό του όνομα. Μονάχα Ψύλλο τον έλεγαν, και εκείνος το δέχτηκε, αφού δεν είχε και πολλά περιθώρια.

Για σύζυγο διάλεξε μια κοπελίτσα το ίδιο μικροκαμωμένη, τη Δανάη. Όχι μόνο για να ταιριάζουν στο μπόι, μα και γιατί είδε στα μάτια της μια ψυχή καθαρή, αληθινή. Ήταν ήσυχη, σεμνή, και με βλέμμα σταθερό σαν βράχο.

Το σπίτι της ήταν σε τόπο που ευδοκιμούσαν οι γλιστιρίδες, χόρτα τρυφερά, που έκαναν τη σαλάτα τραγανή και δροσερή. Επειδή φύτρωναν εύκολα και χωρίς πολλή κόπο και έξοδα, οι περισσότερες νοικοκυρές φύτευαν λασάνια με γλιστιρίδες στις αυλές τους.

Ο Κυριάκος με το φορτηγό, ήταν ο άνθρωπος που τα φόρτωνε και τα πήγαινε στο παζάρι. Ήταν μια συνεργασία που κρατούσε χρόνια ολόκληρα, και ας μην υπήρχε χαρτί ή σφραγίδα, ήταν λόγος τίμιος και σεβαστός.

Μια Παρασκευή όμως έγινε το αναπάντεχο. Στο παζάρι παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη, και άλλοι έμποροι άρχισαν να προσφέρουν περισσότερα χρήματα για της γλιστιρίδες. Μία-μία οι γειτόνισσες υπέκυψαν στον πειρασμό. Όταν ο Κυριάκος πήγε να φορτώσει, βρήκε όλα τα καφάσια του άδεια. Τις είχαν πουλήσει αλλού, όλες, εκτός από τη Δανάη.

Η μικροκαμωμένη γυναίκα, με τη φωνή ήσυχη αλλά το βλέμμα σταθερό, του είπε,
-Εγώ δεν γυρίζω την πλάτη σ’ εκείνον που στάθηκε δίπλα μου τόσα χρόνια. Εσύ, Κυριάκο, αγόραζες πάντα τη ρέντα μου, πουλούσες δεν πουλούσες. Τώρα που βρέθηκε άλλος με καλύτερη προσφορά, να σε αφήσω; Δεν πάει.

Ήξερε καλά πως το κέρδος ήταν πρόσκαιρο, μα η αξιοπρέπεια και η εμπιστοσύνη είναι φυλαχτό που δεν αγοράζεται με χρήματα. Μπορεί να ήταν φτωχή, να είχε απόλυτη ανάγκη περισσότερα χρήματα, αλλά γι αυτήν, η τιμιότης υπερέβαινε του κέρδους.

Μπορεί να ήταν μικρή στο μπόι, μα το ήθος της ήταν μεγάλο, χωρούσε μέσα του ολόκληρη την έννοια της μπέσας.

Ο Κυριάκος συγκινήθηκε. Την επόμενη μέρα, άφησε καφάσια μόνο στη Δανάη. Οι άλλοι έμποροι, που είχαν φανεί για λίγο σαν κοράκια, χάθηκαν όπως ήρθαν. Η ζήτηση έπεσε, και οι γειτόνισσες βρέθηκαν χωρίς στήριγμα. Ξαναζήτησαν τη συνεργασία του Κυριάκου, μα εκείνος, πικραμένος, αρνήθηκε. Από τότε σταμάτησαν να ρεντεύουν γλιστιρίδες, αφού δεν είχαν πού να της πουλήσουν.

Έτσι η Δανάη του Ψύλλου η μικρόσωμη γυναίκα με τη μεγάλη ψυχή, δίδαξε σε όλους , πως η τιμή δεν μετριέται με το ζύγι ούτε με τα χρήματα, μα στο κράτημα του λόγου. Και έμεινε σαν παράδειγμα καλό προς μίμηση σε όλο το χωριό.

 

Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΤΗ

Η κυπριακή παροικία στο Λονδίνο εκτιμάται ότι αριθμεί περίπου τριακόσιες χιλιάδες και είναι από της μεγαλύτερες και παλαιότερες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ξενιτεμένοι, όσο και αν ρίζωσαν στην ξένη γη, δεν ξερίζωσαν ποτέ από μέσα τους τον νόστο για της γεύσεις του τόπου τους. Οι εξαγωγείς από την Κύπρο το γνώριζαν καλά και γι’ αυτό εξήγαγαν Κυπριακά προϊόντα συχνά, πέρα ως πέρα της Ευρώπης, που έφταναν στα ράφια των μαγαζιών όπου υπήρχε Κυπριακή παροικία.

Ένα φθινοπωρινό πρωινό, ο Πήττας ο εξαγωγέας, τηλεφώνησε στον Κυριάκο:

-Κυριάκο, θέλω λίγα κιλά ξηρά τρεμίθια για μια παραγγελία στο Λονδίνο.

Ο Κυριάκος χαμογέλασε, και του εξήγησε πως θα χρειαζόταν λίγες μέρες,

-Να συναχτούν πρώτα, να καθαριστούν, να πληθούν, να αλατιστούν, και ύστερα να απλωθούν στον ήλιο ώσπου να στεγνώσουν.

Στην επιστροφή του στο χωριό, φώναξε τον Γιαννάκη τον Πολεμίτη, τον πιο γνώριμο στα μονοπάτια της φύσης. Ο Γιαννάκης είχε το χάρισμα να βρίσκει ότι άγριο καρπό. Τρεμίθια, κάππαρη, μανιτάρια. Ήταν όμως και ριψοκίνδυνος, δεν τηρούσε πάντα ασφαλείς μεθόδους.

Σύμφωνα με την παράδοση, τα τρεμίθια μαζεύονταν απλά. Στρωνόταν ένα κανναβάτσο κάτω από το δέντρο και με ραβδιά και ελαφρά χτυπήματα στα κλωνιά, έπεφταν οι καρποί. Έτσι ο καρπός έμενε άθικτος, και το δέντρο δεν πληγωνόταν. Ο Γιαννάκης όμως δεν είχε υπομονή για τέτοιες λεπτοδουλειές. Προτιμούσε να σκαρφαλώνει στα θεόρατα δέντρα και να κόβει με τα χέρια της φούτσες.

Έτσι και εκείνη τη φορά, ανέβηκε σβέλτα στο ψηλό δέντρο. Δοκίμασε τα τρεμίθια και ήταν καλοτσάκιστα και νοστιμότατα. Σκέφτηκε λοιπόν να τριγυρίσει όλο τον καρπό. Άρχισε από χαμηλά και ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, ακούραστος και ατρόμητος.

Ώσπου μιαν κακή στιγμή, το κλαδί που πατούσε δεν άντεξε το βάρος του, και κραχ!

Έσπασε και βρέθηκε να κατρακυλά από κλωνί σε κλωνί, το κορμί του να γεμίζει μώλωπες, ώσπου σωριάστηκε στο χώμα. Ευτυχώς, τα κλωνιά έκοψαν τη φόρα του και γλίτωσε τα χειρότερα.

Η παραγγελία του Κυριάκου δεν έγινε. Μα το μεγαλύτερο κακό δεν ήταν αυτό, ήταν οι βδομάδες που υπέφερε ο Γιαννάκης ώσπου να γιάνει. Και όταν σηκώθηκε ξανά στα πόδια του, το πάθημά του είχε γίνει μάθημα. Από τότε, σε κάθε δουλειά του στάθηκε προσεχτικός, και έλεγε συχνά στους νεότερους με σοβαρό ύφος, για να θυμούνται:

-Η απροσεξία είναι μητέρα της συμφοράς.

Και έτσι, η ιστορία του έγινε παράδειγμα στο χωριό. Ένα δίδαγμα για όσους πίστευαν ότι η τόλμη μπορεί να υποκαταστήσει τη σοφία και την προσοχή.

 

Ο ΧΑΜΠΟΥΛΛΗΣ

Πατριωτισμός είναι το αίσθημα αγάπης και αφοσίωσης στην πατρίδα, με ιδανικά που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, και η συμπόρευση με όσους μοιράζονται τα ίδια ιδεώδη. Δεν σημαίνει το δικαίωμα να γίνεσαι δικαστής και εκτελεστής όσων σκέφτονται διαφορετικά. Αντίθετα, αληθινοί πατριώτες είναι εκείνοι που προάγουν το εθνικό πνεύμα με ιδέες και δράση, χωρίς μίσος και φανατισμό.

Στην Κύπρο, την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο λαός χωρίστηκε στα δύο: σε πατριώτες και προδότες, σε δεξιούς και αριστερούς. Ήταν μια σκοτεινή εποχή, όπου ο φόβος, οι διώξεις και οι εκτελέσεις άφησαν πληγές βαθιές. Ένας άγραφος νόμος επέβαλλε να μη συνάπτονται γάμοι μεταξύ των δύο παρατάξεων, κι έτσι το μίσος συνεχιζόταν, περνώντας από γενιά σε γενιά.

Το πρώτο ρήγμα σε αυτή την αλυσίδα ήρθε από τον Χαμπή του Αζίνα. Γόνος πατριωτικής οικογένειας, μεγάλωσε με τα ιδεώδη της παράταξής του. Και έτσι όταν παντρεύτηκε κόρη φανατικής αριστερής οικογένειας, ξάφνιασε όλο το χωριό. Παρ’ όλες τις αντιδράσεις, το πρώτο βήμα έγινε. Σιγά σιγά οι έχθρες ξεχάστηκαν, και στο χωριό επικράτησε ξανά η ομόνοια.

Ο Χαμπής δεν ήταν μόνο τολμηρός στην προσωπική του ζωή, αλλά και στη γεωργία. Μια χρονιά έσπειρε έναν ολόκληρο κάμπο με κολοκυθιές. Τα μεγάλα ώριμα κόκκινα κολοκύθια, γέμισαν το χωράφι του σαν να το είχε στρώσει η φύση με κόκκινο χαλί. Η αγορά τους ήταν κορεσμένη και κανείς δεν τα αγόραζε.

Στη γλώσσα και στη ζωή των Κυπρίων, τα πάλκαπα είχαν πάντα θέση. Από αυτά οι νοικοκυρές έφτιαχναν της κολοκοτές, της πίτες με το σπιτικό φύλλο, τη γλυκιά κολοκύθα, το πλιγούρι και τα μυρωδικά. Όσο πιο ώριμο ήταν το πάλκαπα, τόσο καλύτερα κρατούσε στον χρόνο και τόσο πιο νόστιμο γινόταν. Όμως όταν δεν υπήρχε ζήτηση, οι γεωργοί συχνά τα άφηναν να σαπίσουν στα χωράφια.

Ο Κυριάκος, έμπορος με μυαλό γρήγορο, ήξερε καλά τη σημασία αυτών των καρπών. Αγόραζε μεγάλες ποσότητες από τους παραγωγούς, ιδιαίτερα όταν έπεφτε το κρύο και τέλειωνε η σοδειά. Πολλοί γεωργοί, μην μπορώντας να τα διαθέσουν, τα άφηναν στα χωράφια ή τα τσάπιζαν με τα τραχτέρ. Ο Κυριάκος, αντίθετα, τα αποθήκευε, ποντάροντας στο ότι τον χειμώνα θα έβρισκαν ζήτηση. Δεν ήταν πάντα τυχερός, άλλοτε κέρδιζε, άλλοτε έβλεπε τα περισσότερα να λιώνουν και να του αφήνουν μονάχα ζημιά.

Ο Χαμπής, βλέποντας το χωράφι του να κοκκινίζει άδικα, κάλεσε τον Κυριάκο,

-Έλα να τα πάρεις, μπας και βγάλουμε τίποτα.

Ο Κυριάκος έριξε μια ματιά.
-Μα εγώ, Χαμπή μου, έχω ήδη αγοράσει μεγάλες ποσότητες. Δεν ξέρω αν μπορώ να διαθέσω και άλλα.

Ο Χαμπής, με μάτια που γυάλιζαν από τόλμη, του αποκρίθηκε,
-Άκου, να τα πάρεις τζάμπα. Και αν καταφέρεις να τα πουλήσεις, όσα πουλήσεις, μισά-μισά. Δέχεσαι;

Ο Κυριάκος χαμογέλασε. Ήταν συμφωνία χωρίς ρίσκο.
-Δέχομαι, είπε και του έσφιξε το χέρι.

Ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς ήρθε βαρύς. Ο κόσμος κλεινόταν στα σπίτια, γύρω από της σόμπες, με μοναδική συντροφιά την τηλεόραση. Και τότε προβλήθηκε ένα ντοκιμαντέρ για της κολοκοτές. Οι εικόνες από τα χρυσαφένια φύλλα και τις γεμάτες αχνιστή γέμιση πίτες άναψαν νοσταλγία της ψυχές των ανθρώπων. Έγινε μόδα. Όλοι ήθελαν να φτιάξουν κολοκοτές.

Και όλοι έψαχναν κόκκινα κολότσια πάλκαπα.

Η αποθήκη του Κυριάκου γέμισε αγοραστές. Τα πάλκαπα έφυγαν σαν ζεστό ψωμί, και μάλιστα σε τιμές που κανείς δεν περίμενε.

Όταν ο Χαμπής πήγε να πληρωθεί, ο Κυριάκος του είπε με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά:
-Και να ’χαμε κι άλλα, Χαμπή μου, πάλι θα τα πουλούσαμε!

Εκείνη η χρονιά έμεινε αξέχαστη και για τους δυο. Γιατί, από το χωράφι που έμοιαζε καταδικασμένο να σαπίσει, γεννήθηκε ένα καλό κέρδος.

Γιατί τα πάλκαπα που έμοιαζαν καταδικασμένα να σαπίσουν έγιναν χρυσάφι. Ο Χαμπής και ο Κυριάκος μοιράστηκαν το κέρδος, μα πιο πολύ μοιράστηκαν μια εμπειρία: ότι, όπως και στην κοινωνία, έτσι και στη γη, τα πράγματα που μοιάζουν χαμένα μπορούν να γεννήσουν κάτι καινούργιο, αν υπάρχει τόλμη και συνεργασία.

 

Ο ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ

Κάθε δεύτερη μέρα, ο Κυριάκος ανέβαινε στο φορτηγό μαζί με τον βοηθό του και τραβούσε στις μπανανοφυτείες της Κισσόνεργας. Να φορτώσει μπανάνες, να της ωριμάσει στα ψυγεία θαλάμους που είχε της αποθήκες του, και μετά να της διαθέσει στην αγορά.

Έκοβε ο ίδιος τις μπανάνες, ήθελε το μάτι και το χέρι του να διαλέγουν τις πιο παχουλές και ώριμες.

Στο περβόλι του Παναή, οι κλώνοι κρέμονταν βαρείς και θεώρατοι. Ενώ ήταν ευχαριστημένος από τη μια γιατί ήταν παχουλές και θα πουλιούνταν εύκολα, γνώριζε από την άλλη πως θα δυσκολευόταν και θα κουραζόταν καθώς ήταν πολύ βαριές, και χρειαζόταν πολλή μυϊκή δύναμη να της κόψει.

Άρχισε να της διαλέγει και να της κόβει, οι περβολάρηδες να της κουβαλούν, και ο βοηθός πάνω στο φορτηγό να τις στιβάζει.

Στη μέση της φυτείας, ένας θεώρατος κλώνος ίσα με σαράντα κιλά, κρεμιώταν σε μια μπανανιά. Ήταν υπερμεγέθης, τριπλάσιος από τις συνηθισμένες.

Ήξερε πως θα έπρεπε να περιμένει κάποιον να τον βοηθήσει λόγω του μεγέθους του, αλλά καθώς δεν είχε κανέναν κοντα, και καθώς ο ίδιος ήταν μυώδεις και δυνατός, αποφάσισε να μην περιμένει βοήθεια.

Σήκωσε το δεξί χέρι ψηλά, το μαχαίρι έλαμψε στον ήλιο. Με το αριστερό αγκάλιασε τον κλώνο και έκοψε. Μα η χαρά κράτησε μια ανάσα. Το βάρος τον τράνταξε, ο ώμος λύγισε κάτω από το φορτίο, και ακούστηκε μέσα του το «κραχ» του εξαρθρώματος. Ο πόνος τον κάρφωσε, τόσο βαθύς που δεν πρόλαβε ούτε κραυγή να βγάλει. Έμεινε ακίνητος, δίχως αναπνοή.

Ο Παναής, που τον είδε από πέρα, έτρεξε λαχανιασμένος.
-Γρήγορα, του φώναξε, να σε πάρω στον Αγησίλαο!

Ο Αγησίλαος ήταν γνωστός σε όλη την Κύπρο και παραπέρα. Χειροπράχτης σπουδαίος από τη Χλώρακα, με χέρια που θεράπευαν ανθρώπους και ζώα. Κληρονομιά από τον πατέρα του η τέχνη, μα εκείνος, μελετημένος και σοφός, τον ξεπέρασε και έγινε περισσότερο φημισμένος.

Ο Παναής φόρτωσε τον πληγωμένο φίλο του στο μικρό του αυτοκίνητο και έτρεξε ολοταχώς. Όταν έφτασαν, βρήκαν τον Αγησίλαο να κάθεται στην αυλή, να ρεμβάζει την ησυχία του με το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα. Ήταν άντρας μειλίχιος, ευγενής, με λόγο λιγοστό. Μόλις είδε τον Κυριάκο να σφαδάζει, του χάρισε ένα αχνό χαμόγελο και του είπε:

- Μην ανησυχείς Κυριάκο. Αμέσως θα σε κάνω καλά.

Η σιγουριά στη φωνή του ήταν βάλσαμο. Ο Κυριάκος ένιωσε να ανακουφίζεται πριν καν τον αγγίξει. Μα αυτό που ακολούθησε ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Ο Αγησίλαος ακούμπησε τον ώμο, τον ψηλάφησε με προσοχή, μιλώντας του ήρεμα. Και έπειτα, ξαφνικά, με μια δυνατή, αποφασιστική κίνηση, τράβηξε και έκλεισε το χέρι στη θέση του. Ο πόνος χάθηκε μονομιάς, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Κυριάκος κούνησε τον ώμο πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά. Τίποτα, ούτε ίχνος ενόχλησης.

Ο Αγησίλαος χαμογέλασε ξανά, γαλήνιος:

-Άντε τώρα στο καλό, Κυριάκο. Μπορείς να πας να συνεχίσεις τη δουλειά σου.

Και ο Κυριάκος, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, ένιωσε σαν να κουβαλούσε πια όχι βάρος, μα ευλογία.

 

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗ

Ο Σταμάτης ήταν δεκαπέντε χρονών, μαθητής του γυμνασίου, μα γνώριζε ήδη τι θα πει σκληρή δουλειά. Ο πατέρας του μεγαλοπερβολάρης, καλλιεργούσε τεράστιες ποσότητες αγγουριών στα θερμοκήπιά τους. Η συγκομιδή και η συσκευασία ήταν μια καθημερινή ιεροτελεστία. Τα απογεύματα, αφού γύριζε από το σχολείο, ο Σταμάτης βοηθούσε να γεμίζουν τα κιβώτια με την πρασινάδα των φυτών γύρω του που μοσχοβολούσε δροσιά και χώμα.

Τα αγγούρια προορίζονταν για τον Κυριάκο, τον μεγαλέμπορο πράτη με της μεγάλες αποθήκες στην άκρη του χωριού. Κάθε παράδοση ήταν για τον Σταμάτη μικρή γιορτή. Όχι μόνο γιατί εκτιμούσε τον Κυριάκο και τη σιωπηλή του γενναιοδωρία, αλλά και γιατί τον ένιωθε σαν δεύτερο πατέρα.

Ο έμπορος, πάντα με τα μανίκια σηκωμένα, υποδεχόταν τον Σταμάτη με χαμόγελο και ένα δυνατό χτύπημα στον ώμο.

Η δουλειά, του, δεν ήταν εύκολη. Οι αποθήκες ήταν σκοτεινές, υγρές, και η μυρωδιά από τα εμπορεύματα μπλεκόταν με εκείνη του πετρελαίου και της σκόνης. Ο Σταμάτης κουβαλούσε κιβώτια μέχρι που τα μπράτσα του έκαιγαν, και η ανάσα του γινόταν βαριά. Μα δεν παραπονιόταν, ήξερε πως, μόλις τελείωνε το φόρτωμα, ο Κυριάκος θα του έδινε λίγες λίρες ως μπαξίσι για τον κόπο του. Και η χαρά καθρεφτιζόταν στα μάτια του σαν ήλιος που ανατέλλει.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Σταμάτης Σταμάτη, πια άντρας, φορούσε τη στολή του αξιωματικού της Αστυνομίας. Ήταν γνωστός για την ευσυνειδησία και την τιμιότητά του, μα πίσω από το αυστηρό του βλέμμα κρυβόταν η ίδια ευγνωμοσύνη για τον άνθρωπο που κάποτε τον είχε στηρίξει σιωπηλά.

Όποτε ο Κυριάκος χρειαζόταν μια βοήθεια, μια καλή κουβέντα στο δημαρχείο, μια επέμβαση για να λυθεί μια παρεξήγηση, ο Σταμάτης δεν αρνιόταν ποτέ. Δεν το έκανε από υποχρέωση, αλλά από εκείνη τη μνήμη των σκοτεινών αποθηκών, της μυρωδιάς του πετρελαίου και του χτυπήματος στον ώμο που του έλεγε, χωρίς λόγια, «σε εκτιμώ».

Και έτσι, σε κάθε τους συνάντηση, έμοιαζε σαν να συνεχίζεται μια παλά συναλλαγή, όχι πια με κιβώτια αγγουριών και χαρτονομίσματα, αλλά με αμοιβαίο σεβασμό, έναν δεσμό που ούτε ο χρόνος, ούτε οι στολές, ούτε τα αξιώματα μπόρεσαν να καταλύσουν.

 

ΚΟΚΟΣ, ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ

Ο Κόκος ο Ιωαννίδης δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ξεκίνησε ως μικρός εμποράκος γυρνώντας με το βαν του τα χωριά της Πάφου για να πουλήσει τα προϊόντα που του εμπιστεύονταν διάφορες εταιρείες. Μικροπαντρεμένος, παλεύοντας για το μεροκάματο και την οικογένειά του, έδινε την εντύπωση του απλού πλασιέ. Όμως, πίσω από τη σεμνή του μορφή, κρυβόταν ένας χαρακτήρας σπάνιος.

Ο Κυριάκος, που τον γνώρισε μέσω συγγένειας, κατάλαβε αμέσως ότι ο Κόκος είχε κάτι το ιδιαίτερο. Παρά το ότι δεν είχε σπουδάσει, η σκέψη του ήταν κοφτερή, γεμάτη διαύγεια και αντίληψη. Οι κουβέντες του, μετρημένες και ζυγισμένες, μαρτυρούσαν έναν άνθρωπο που έβλεπε μακρύτερα τους άλλους.

-Κρίμα να μην είχε την ευκαιρία να σπουδάσει, συλλογιζόταν ο Κυριάκος.

Και όμως ακόμη και χωρίς βιβλία και πανεπιστήμια, ο Κόκος διέθετε ένα φυσικό χάρισμα που τον έσπρωχνε μπροστά.

Μια Κυριακή, θυμάται ο Κυριάκος, ο Κόκος έφτασε στο σπίτι του διστακτικός.

-Κυριάκο, ντρέπομαι που στο ζητώ, μα έμεινα από πετρέλαιο και πρέπει επειγόντως να πάω στην Παναγιά με εμπόρευμα.

Ο Κυριάκος δεν δίστασε. Γέμισε το αμάξι του Κόκου από το δικό του τάνκι με καύσιμα και, όταν εκείνος πήγε να πληρώσει, του είπε,

-Κόκο, συγγενείς είμαστε. Τώρα ξεκινάς τη δουλειά σου, δέξου το ως δώρο.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Κόκος με εργατικότητα και καθαρό μυαλό, προόδευσε. Από μικρός πλασιέ έγινε ο κυρίαρχος της επιβατικής διακίνησης σε ολόκληρη την επαρχία. Ο στόλος των λεωφορείων της εταιρείας ήταν σχεδόν όλος δικός του. Έκανε περιουσία, βοήθησε κόσμο, έφτασε ψηλά. Μα ποτέ δεν ξέχασε ποιος ήταν.

Κάθε απόγευμα, περνούσε με την κούρσα του από το καφενείο του χωριού. Έβγαινε από το αμάξι πάντα κορδωτός, μα όχι για να επιδειχθεί. Κορδωτός από περηφάνια που δεν είχε χάσει την απλότητά του. Καθόταν με τους χωριανούς, έπινε τη ζιβανία του, γελούσε και συζητούσε σαν να ήταν ακόμη ο μικρός πλασιέ με το βαν.

Και κάθε φορά που άναβαν τα κέφια και το ποτό έλυνε της γλώσσες, ο Κόκος θυμόταν εκείνη την ευκολία που του έκανε κάποτε ο Κυριάκος. Δεν παρέλειπε ποτέ να το αναφέρει στην παρέα, δείχνοντας πάντα ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη. Ήταν γι’ αυτόν μια μικρή στιγμή που σημάδεψε όλη του την πορεία, και την κουβαλούσε σαν χρέος τιμής μέσα του.

Ο Κόκος ήταν άνθρωπος που δεν τον συνεπήρε ο πλούτος. Αντίθετα, τον έκανε πιο δοτικό. Όταν αντιλαμβανόταν πως κάποιος στο χωριό είχε ανάγκη, έβρισκε τρόπο να βοηθήσει αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Έγινε έτσι ένας κρυφός ευεργέτης, ένας άνθρωπος που οι πράξεις του μιλούσαν πιο δυνατά από τα λόγια.

Ο χαρακτήρας του Κόκου ήταν αυτός που τον ξεχώρισε. Ευφυής και δυναμικός με ισχυρή προσωπικότητα μέσα στην απλότητά του, εργατικός, δίκαιος, και κυρίως άνθρωπος με καλοσύνη. Ήταν άνθρωπος που, ενώ μπορούσε να βλέπει όλους αφ’ υψηλού και θέση ισχύος, προτιμούσε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, και να μοιράζεται τη ζιβανία και το μεράκι της.

 

Ο ΤΙΜΙΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Ο Αντωνής του Μάυρου ήταν ένας από τους πιο μερακλήδες περβολάρηδες του τόπου. Τα θερμοκήπιά του ήταν φροντισμένα με μεράκι και υπομονή. Οι ντομάτες του έλαμπαν κατακόκκινες, τα αγγούρια του τραγανά και δροσερά. Κάθε που ο Κυριάκος φόρτωνε το φορτηγό με τα προϊόντα του, ένοιωθε χαρά. Ήξερε πως στο παζάρι δεν θα δυσκολευόταν να τα πουλήσει. Η φήμη της ποιότητάς τους προηγείτο.

Η Μαρία, η μοναχοκόρη του Αντωνή, πήγε στην Κομοτηνή να σπουδάσει. Εκεί γνώρισε τον Κώστα Σατολιά, έναν φοιτητή μετρημένο και φιλομαθή. Γρήγορα οι δυο τους δέθηκαν, και ύστερα από τα χρόνια των σπουδών, παντρεύτηκαν. Ο Σατολιάς, παρ’ ότι ήταν από ξένο τόπο, μετακόμισε στην Κύπρο και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Ήταν εργατικός και πολυάσχολος, μα ποτέ δεν αρνήθηκε να βοηθήσει τον πεθερό του στις συγκομιδές, στα φορτώματα, ακόμα και στις πιο κουραστικές δουλειές, ήταν εκεί.

Η φιλομάθειά του ήταν σπάνια. Από νεαρή ηλικία διακρίθηκε για την οξύνοιά του και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, ώστε να διοριστεί δικαστής σε ηλικία που άλλοι μόλις ξεκινούσαν να στεριώνουν στο επάγγελμά της. Δεν ήταν εύκολο με τα δεδομένα της εποχής, να εμπιστευθούν σε νέο άνθρωπο τέτοιο αξίωμα. Και όμως, ο Σατολιάς απέδειξε πως το άξιζε.

 

Μια φορά, ο Κυριάκος (ξάδερφος του Αντωνή του Μάυρου) μπλέχτηκε σε μια υπόθεση. Δεν είχε πληρώσει κάποιο ανάλογο αντίτιμο για το δημαρχείο, και καταγγέλθηκε. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Όταν έμαθε πως δικαστής θα ήταν ο Σατολιάς, ανακουφίστηκε.

«Δικός μας άνθρωπος είναι», σκεφτόταν. «Δεν θα με καταδικάσει. Είμαστε οικογένεια».

Έτσι μπήκε στην αίθουσα γεμάτος σιγουριά. Στάθηκε στο εδώλιο χαλαρός, δίχως αγωνία, με την πεποίθηση πως η συγγένεια και η φιλία θα τον γλιτώσουν.

Η αίθουσα βούιζε από ψιθύρους ώσπου άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο δικαστής. Ο Σατολιάς, με το ήρεμο περπάτημά του, ανέβηκε στην έδρα. Δεν κοίταξε δεξιά και αριστερά, μονάχα έσκυψε να διαβάσει την κατηγορία. Μόλις τελείωσε, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον κατηγορούμενο.

Η φωνή του ήταν ήρεμη, χωρίς ίχνος συναισθήματος:

-Ο κατηγορούμενος είναι ξάδερφος του πεθερού μου,  και ένεκα ηθικής δεοντολογίας, αποφασίζω να μην εκδικάσω την υπόθεσή του και τον παραπέμπω σε άλλον δικαστή.

Σιωπή έπεσε στην αίθουσα. Ο Κυριάκος πάγωσε, το χαμόγελο της σιγουριάς χάθηκε απ’ τα χείλη του. Τότε όλοι κατάλαβαν πως ο Σατολιάς δεν ήταν μονάχα νομομαθής, μα και τίμιος. Δεν έβαζε πάνω από τη δικαιοσύνη ούτε φίλους, ούτε συγγενείς.

Και από τότε, στο χωριό, κάθε που γινόταν λόγος για δικαστές, όλοι θυμούνταν τον Σατολιά και τον αποκαλούσαν «ο Τίμιος Δικαστής».

 

Ο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΟΧΛΟΣ

Το χωριό της Χλώρακας άρχισε να διολισθαίνει στην αναρχία όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κυριεύτηκαν από έναν απερίσκεπτο και ανεξέλεγκτο ρατσισμό που τους εμφύτευσαν επιτήδειοι εθνοπατέρες της κοινότητας. Ήταν μια απόπειρα εξέγερσης, σχεδιασμένη από εθνικιστικά κόμματα που εντέχνως διέσπειραν το μίσος εναντίον των προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Χλώρακα, ύστερα από την εκδίωξή τους από την πατρίδα τους τη Συρία.

Οι κάτοικοι, ξεχνώντας το πρόσφατο παρελθόν τουςόταν και οι ίδιοι οι συμπολίτες τους είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους από τους Τούρκουςβάλθηκαν με μανία να τους κυνηγούν. Με βία, φωνές, σιδερολοστούς, ακόμα και γυναίκες και μικρά παιδιά δεν γλίτωσαν. Το μίσος είχε κυριεύσει το χωριό που άφηνε πίσω του μόνο καταστροφή.

Ο Θεοδόσης, μικρό παιδί μαθητής του

γυμνασίου, έφτιαχνε τους καφέδες στο καφενείο του παππού του, παρατηρντας σιωπηλός τα όσα φρικτά συνέβαιναν. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι έκαναν τόσο κακό σε άλλους, αδύναμους και απροστάτευτους. Η καρδιά του γεμάτη ευαισθησία και θλίψη, χτυπούσε με ανησυχία και οργή για την αδικία που έβλεπε γύρω του.

Δεν συζητούσε με τους θαμώνεςη σιωπή του ήταν η γλώσσα της σκέψης του. Κάθε πράξη, κάθε κραυγή, κάθε χτύπημα ήταν αποτύπωμα στο μυαλό του. Όμως, όταν μια μέρα το πλήθος όρμησε στο διπλανό σπίτι που κατοικούσαν πρόσφυγες και άρχισε να σπάει της πόρτες, κάτι μέσα του ξεχείλισε. Έτρεξε με θάρρος και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Ήξερε ότι μέσα υπήρχαν παιδιά, αθώες ψυχές που κινδύνευαν. Άνοιξε τα χέρια του, σαν μικρός φράκτης μπροστά στη μανία του όχλου.

Οι άνθρωποι του πλήθους πάγωσαν. Κάποιοι ήταν θαμώνες του καφενείου και αναγνώρισαν την αποφασιστικότητα στα μάτια του. Κάνανε πίσω. Ο Θεοδόσης γλύτωσε, και γλύτωσαν και τα παιδιά.

Παρόλο που ήταν παιδί, η ψυχή του έλαμπε με σπάνια ωριμότητα και ανθρωπιά. Η σιωπή του δεν ήταν αδυναμία, ήταν παρατήρηση, κατανόηση, μια εσωτερική φωνή που δεν παρασυρόταν από το δηλητήριο του μίσους. Είχε μέσα του μια αγνότητα που τον έκανε να βλέπει τον άνθρωπο, όχι την καταγωγή ή το χρώμα του.

Η γενναιότητά του δεν γεννήθηκε από τη δύναμη, αλλά από την πίστη στο δίκαιο και στην αξία της ζωής. Σε μια εποχή που οι ενήλικες παρασύρονταν από τον θυμό, αυτός στάθηκε με θάρρος, δείχνοντας ότι η ανθρωπιά δεν έχει ηλικία, έχει καρδιά.

Ήταν η σιωπηλή φωνή της συνείδησης του χωριού, ένα παιδί που με την πράξη του φώτισε την ασχήμια του μίσους και απέδειξε ότι η αγάπη και η καλοσύνη μπορούν να νικήσουν ακόμα και τον πιο άγριο όχλο. Εκείνη τη νύχτα, δεν σώθηκε μόνο ο ίδιος του, σώθηκε και ένα κομμάτι ψυχής της Χλώρακας.

 

Ο ΚΟΥΡΟΥΣΙΗΣ

Την περίοδο πριν το ΄74 οι Μακαριακοί ακολουθούσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο που στήριζε την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και μια πιο μετριοπαθή πολιτική απέναντι στην Ένωση με την Ελλάδα.

Οι Γριβικοί ήθελαν άμεση Ένωση με την Ελλάδα και θεωρούσαν τον Μακάριο προδότη του ενωτικού αγώνα.

Υπήρχε βαθιά πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, με έντονη καχυποψία, διχασμό και εχθρότητα ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Με το πραξικόπημα η Χούντα και η ΕΟΚΑ Β΄ ανέτρεψαν τον Μακάριο, οδηγώντας σε εσωτερική αιματοχυσία και χάος. Αμέσως ακολούθησε η Τουρκική εισβολή που προκάλεσε τεράστια τραγωδία και οδήγησε στη διχοτόμηση της Κύπρου.
Μπροστά σε αυτή την καταστροφή, και οι μεν και οι δε, ένιωσαν ενοχές. Ο διχασμός μετριάστηκε, όμως τα τραύματα και οι μνήμες έμειναν βαθιά χαραγμένα.
Οι περισσότεροι σταμάτησαν την ανοιχτή αντιπαράθεση, αλλά κάποιοι, κυρίως Μακαριακοί, νιώθοντας δικαιωμένοι, συνέχιζαν τα λεκτικά επεισόδια, κρατώντας ζωντανή μια αχρείαστη ένταση.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, βρέθηκαν ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι που προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα. Ανάμεσά τους ο Κουρούσιης, οπλαρχηγός του Μακαρίου, γνωστός για τη σκληρότητα και την αμείλικτη δράση του ενάντια στους Γριβικούς. Βλέποντας πως η διχόνοια έσπειρε τον όλεθρο ακόμη και σε οικογένειες, πήρε την απόφαση να αλλάξει. Έκρινε ότι όλοι έφεραν ευθύνη και πως εκείνος, από τη κοινωνική θέση που κατείχε, όφειλε να συμβάλει στη συμφιλίωση. Με την πειθώ και την αποφασιστικότητά του, μίλησε και στους μεν και στους δε και κατάφερε στο χωριό του να αποκαταστήσει την ηρεμία. 

Πολλά χρόνια αργότερα, καθισμένος στο καφενείο, μεγάλος σε ηλικία πλέον, συζητούσε με τον Κυριάκο και θυμόταν τα χαλεπά εκείνα χρόνια. Με φωνή βαριά από συγκίνηση έλεγε πως οι απλοί άνθρωποι, παρασυρμένοι από φανατισμούς και επιτήδειους, έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους.

Και κατέληγε πάντα με την ίδια πικρή φράση, που την είχε κάνει μάθημα ζωής:

-Η διχόνοια, Κυριάκο, είναι η πιο μεγάλη κατάρα του τόπου. Δεν χρειάζονται όπλα οι ξένοι όταν εμείς οι ίδιοι σφαζόμαστε μεταξύ μας. Μόνο αν σταθούμε ενωμένοι, μπορούμε να κρατήσουμε την πατρίδα μας ζωντανή.


Ο ΠΑΠΑ-ΣΤΑΥΡΟΣ «Το Κάλεσμα του Αγίου»

Τον έλεγαν Σταύρο, μα στο χωριό όλοι τον φώναζαν Σταύρακα. Ήταν ξάδερφος του ΚυριάκουΛιγνός και αδύνατος , αλλά με ψυχή μεγάλη και φωτεινή. Από νέος έδειχνε πως το μυαλό του δούλευε ρολόι. Δραστήριος, ευγενικός, γεμάτος καλοσύνη, μα και με μια σπάνια ικανότητα να πείθει τους ανθρώπους. Έγινε ασφαλιστήςέστησε γραφείο, αντιπροσώπευε μεγάλες εταιρείες, και με τον καιρό έγινε ο καλύτερος σε όλη την Κύπρο. Οι επιτυχίες του ήταν πολλές. Τιμητικές διακρίσεις, βραβεία, έπαινοι. Και όμως, όσοι τον ήξεραν, τον θυμούνταν περισσότερο για το ήσυχο χαμόγελο και τη βαθιά του πίστη, παρά για τα επαγγελματικά του κατορθώματα.

Από παιδί είχε την καρδιά του στραμμένη στην εκκλησία. Ήθελε, λέει, να γίνει παπάς. Μα η ζωή, όπως κάνει συνήθως, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε αλλού. Έγινε επιχειρηματίας, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, και κατοίκισε στη Γεροσκήπου. Κάθε Κυριακή όμως, φορτώνονταν όλοι στο αυτοκίνητο και τραβούσαν για την Παναγία της Χλώρακας. Ήταν το ιερό του τελετουργικό, η δική του συμφιλίωση με το Θεό. Ίσως έτσι, μέσα από τη σιωπή της λειτουργίας και το άρωμα του λιβανιού, να γλύκαινε λίγο το ανεκπλήρωτο παιδικό του όνειρο.

Τα χρόνια πέρασαν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, έφυγαν, έστησαν τη δική τους ζωή. Ο Σταύρος γέρασε μέσα στην ευμάρεια και την ευπρέπεια. Μα κάπου βαθιά μέσα του, ένα σκοινί που χρόνια ήταν τεντωμένο, άρχισε να πάλλεται ξανά.

Μια νύχτα, αργά στο γραφείο, τον επισκέφθηκε το άγνωστο.

Άκουσε πατήματα στην αυλή. Νόμισε πως ήταν κλέφτης. Πήρε τον ασύρματο να ειδοποιήσει την ασφάλεια, αλλά διαπίστωσε πως δεν λειτουργούσε.

Βγήκε έξω και τον τύλιξε ένα φως. Και από το φως αναδύθηκε μια μορφή ανθρώπινη, γαλήνια, στολισμένη με μια λάμψη ουράνια.

Δεν ένιωσε φόβο, αντίθετα, ένιωσε μια γλυκιά σιγουριά να τον πλημμυρίζει. Αναγνώρισε τη μορφή, ήταν ο Άγιος Στέφανος, εκείνος στο εικόνισμα του μικρού ξωκλησιού στη Λέμπα.

-Γιατί φοβάσαι να γίνεις παπάς; τον ρώτησε η μορφή με φωνή ήσυχη σαν προσευχή.
-Πέρασαν τα χρόνια, Άγιε μου. Δεν είναι για μένα πια, απάντησε ο Σταύρος.
Ο Άγιος τον κοίταξε με συμπόνια.
-Πόσα χρόνια θες ακόμα να ζήσεις για να υπηρετήσεις τα θεία;

Κι έπειτα το φως έσβησε.

Ο ασύρματος που πριν δεν λειτουργούσε, τώρα δούλευε ξανά. Το θαύμα είχε αφήσει πίσω του σιωπή, μα και μια βεβαιότητα. Ο Σταύρος δάκρυσε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

Όταν το ανακοίνωσε, το χωριό αναστατώθηκε.
-Μα τώρα, στα γεράματα; έλεγαν οι μισοί.
ίναι ευλογημένος άνθρωποςαπαντούσαν οι άλλοι.

Ο Κυριάκος, τον κάλεσε στο γραφείο.
«Σταύρ
ο είσαι πενήντα χρονών, έχεις παιδιά και εγγόνια, μια καλή δουλειά. Γιατί τώρα; Δεν χρειάζεται να φορέσεις ράσα για να είσαι κοντά στο Θεό.
Ο Σταύρος τον κοίταξε ήρεμα.
-Όταν σου μιλήσει ο Θεός, δεν μπορείς να κάνεις πως δεν άκουσες, του είπε μόνο.

Και έτσι, ο Σταύρακας έγινε Παπά-Σταύρος.

Στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου στη Λέμπα, κάθε Κυριακή, η φωνή του αντιλαλούσε ψαλμωδίες που έμοιαζαν να γεννιούνται μέσα από την ίδια του την ψυχή. Οι χωριανοί πήγαιναν να τον ακούσουν, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από πίστη. Μα όλοι έφευγαν με μια περίεργη γαλήνη, σαν να τους είχε ακουμπήσει κάτι ιερό.

Και λένε πως όποιος τον έβλεπε να λειτουργεί, δεν έβλεπε πια τον ασφαλιστή Σταύρακα, αλλά τον άνθρωπο που τελικά βρήκε το δρόμο του, εκείνον που άργησε, μα έφτασε εκεί που πάντα ποθούσε η ψυχή του.

 

ΠΑΠΑΧΑΜΠΗΣ, Ο ΤΡΑΚΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ο Ναπολής ήταν ενοικιαστής του Κυριάκου. Είχε νοικιάσει ένα μικρό κατάστημα στην άκρη του χωριού και έψηνε σουβλάκια. Το σπίτι του βρισκόταν δίπλα σ’ ένα χωράφι του Κυριάκου, και ένα βράδυ του μπήκε στο μυαλό μια ιδέα, να προτείνει συνεταιρισμό.

-Εσύ, Κυριάκο, να βάλεις το κεφάλαιο κι εγώ τον κόπο, του είπε.

-Και τι να κάμουμε;
-Ένα θερμοκήπιο. Να βγάζουμε λαχανικά τον χειμώνα και να μοιραζόμαστε τα κέρδη.

Ο Κυριάκος, πρακτικός και ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, δέχτηκε. Την άλλη κιόλας μέρα φώναξαν τον Παπά-Χαμπή να οργώσει το χωράφι.

Ο Παπά-Χαμπής δεν ήταν ένας συνηθισμένος παπάς. Ήταν και τρακτεράς, ήταν και παπάς. Ήρθε πρωί-πρωί με το παλιό του τρακτέρ που βούιζε σαν μέλισσα στην κοιλάδα. Έβαλε το σταυρό του, γύρισε το κλειδί, και το σίδερο έμπηξε στη γη βαθιά, σαν να την ευλογούσε.

Όταν τελείωσε τη δουλειά, πήγε στο γραφείο του Κυριάκου να πληρωθεί. Εκείνος τον κέρασε καφέ, και όσο έπιναν, η κουβέντα ξέφυγε πίσω, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, τότε που η Κύπρος είχε χωριστεί στα δύο, στους Μακαριακούς και στους Γριβικούς.

Ο Παπά-Χαμπής αναστέναξε.
-Κυριάκο, εγώ δεν ανακατώθηκα με τα πολιτικά. Μονάχα υποστήριξα τη νομιμότητα. Δεν έβλαψα κανένα. Ο Θεός ξέρει πως έγινα παπάς όχι από φιλοδοξία, αλλά από ανάγκη. Η φτώχια βλέπεις… Ήμουν ψάλτης χρόνια, ήξερα τη λειτουργία. Όταν ο παπάς του χωριού ο Παπάνδρεας έφυγε, με πρότειναν. Είπα ναι, γιατί έπρεπε να ζήσω τα παιδιά μου.

Ο Κυριάκος σώπασε. Η μνήμη του γύρισε πίσω, στα χρόνια της διχόνοιας. Θυμήθηκε τα σπίτια που κάηκαν, τους συγγενείς που δεν μιλιόνταν, το μίσος που χώριζε ακόμα και αδέρφια. Θυμήθηκε και τους δικούς του, που τότε κατηγορούσαν τον Παπά-Χαμπή.
-Πρόδωσε τον συγγενή μας τον παπά, έλεγαν.

Μα ο Κυριάκος ποτέ δεν το πίστεψε.

Ήξερε τον Χαμπή χρόνια: Ύσυχος, πράος, τίμιος. Άνθρωπος του μόχθου, γεωργός και πατριώτης. Είχε πολεμήσει με την οικογένειά του στην ΕΟΚΑ, είχε περάσει κρατητήρια στην Κοκκινοτριμιθιά και στην Πύλα, και όμως, ποτέ δεν μίλησε για όσα έζησε εκείΟύτε παράπονο, ούτε περηφάνια. Δεν έγραψε βιβλία, δεν γύρεψε τιμές. Κράτησε μέσα του τον πόνο, σαν προσευχή.

Δεν είπε κακό λόγο για κανέναν, όσο και αν κάποιοι μπορεί να μην τον ήθελαν. Ποτέ δεν κατηγόρησε άνθρωπο, ακόμα και εκείνους που τον αδίκησαν. Συνεργάστηκε άψογα με τον Παπα-Ανδρέα όταν επέστρεψε μετά τη συμφιλίωση, πάντα με γαλήνη και αξιοπρέπεια.

Μια φορά, έγινε και αυτό:
Ένας άντρας που τον μισούσε πολύ, ετοίμαζε να χαρτώσει την κόρη του. Ο γαμπρός, από άλλο χωριό της Πάφου, ήρθε στη Χλώρακα να ρωτήσει για την κοπέλα και την οικογένεια. Έτυχε να πέσει πάνω στον Παπά-Χαμπή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, του είπε τα καλύτερα λόγια για την κοπέλα, για την οικογένεια, για όλους. Και το συνοικέσιο έγινε.
Ήξερε πως ο πατέρας της τον μισούσε και πως ήθελε να του κάνει κακό, και όμως, δεν είπε τίποτα κακό. Τέτοια ψυχή είχε.

Ο Κυριάκος τον κοίταξε με σεβασμό.
-Παπά-Χαμπή, του είπε, ό,τι έγινε, έγινε. Αυτά τα χρόνια πρέπει να μείνουν πίσω. Η διχόνοια έφαγε ψυχές και σπίτια. Αν δεν συμφιλιωθούμε, τα παιδιά μας θα πληρώσουν τα λάθη μας.

Ο παπάς έγνεψε καταφατικά.
-Έχεις δίκιο, Κυριάκο. Ο εμφύλιος είναι κατάρα. Δεν αφήνει νικητές, μόνο πληγές.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο ήλιος έγερνε στη θάλασσα και το φως του έπεφτε πάνω στο φρεσκοοργωμένο χώμα. Ήταν σαν η ίδια η γη να τους άκουγε και να συγχωρούσε και εκείνη.

 

Η ΧΗΡΑ ΡΕΒΕΚΚΑ

Η Ρεβέκκα χήρεψε πριν καλά καλά προλάβει να γευτεί τη συζυγική ζωή. Ο άντρας της, παλικάρι γερό και λεβέντης, βρέθηκε άδικα νεκρός ένα βράδυ στο καφενείο του χωριού. Κουκουλοφόροι, μεθυσμένοι από βία κι αντάρα, εισέβαλαν για να σπείρουν φόβο. Ένας πυροβολισμός στον αέρα, μια σφαίρα που βρήκε τον τοίχο και εξοστρακίστηκε, και εκεί, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών, ο νέος άντρας έπεσε σαν δέντρο κομμένο από κεραυνό.

Η Ρεβέκκα δεν πρόλαβε να θρηνήσει όπως έπρεπε. Ο πόνος της έμεινε άφωνος, βουβός, γιατί αμέσως υψώθηκε μπροστά της ένα βάσανο πιο μεγάλο και από τον θάνατο. Τέσσερα μικρά παιδιά, τέσσερα στοματάκια πεινασμένα που γύρευαν μάνα και πατέρα, αλλά εύρισκαν μόνο μητέρα. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, η φτώχεια μάστιζε το χωριό, και οι χωριανοί, όσο και αν την αγαπούσαν, δεν είχαν απόθεμα να της σταθούν.

Έμεινε λοιπόν η Ρεβέκκα μόνη σαν καλαμιά στον κάμπο, να παλεύει με νύχια και με δόντια. Έπιανε δουλειά όπου έβρισκε. Στο μάζεμα των τερατσιών, στη συσκευασία των σταφυλιών, ακόμη και σε δουλειές που δεν ταίριαζαν σε γυναίκα αδύναμη και χλωμή σαν εκείνη. Και όλη νύχτα ξαγρυπνούσε στον αργαλειό να υφάνει πέφτσια για τους χωριανούς. Μα δεν λογάριαζε τίποτα, Ήξερε μόνο πως έπρεπε να γεμίσει τα πιάτα των παιδιών της. Οι μισθοί ήταν πενιχροί, μα κάθε δεκάρα έπιανε τόπο.

Η ζωή της έγινε μια αλυσίδα από κόπους και στερήσεις. Δεν γνώρισε χαρές, δεν απόλαυσε γιορτές. Όλη της η ύπαρξη αφιερώθηκε στα παιδιά της, και αυτό το φορτίο το σήκωσε με σιωπηλή αξιοπρέπεια. Και στο τέλος, όταν τα είδε να στέκονται όρθια, χρήσιμα μέλη της κοινωνίας, ένιωσε μια γλυκιά δικαίωση να φωτίζει το ταλαιπωρημένο της πρόσωπο. Δεν έζησε πολλά χρόνια, έζησε όμως όσο χρειαζόταν για να καμαρώσει τον αγώνα της να δικαιώνεται.

Συχνά τη βοηθούσε ο Κυριάκος, συγγενής της και η μάνα του παιδική της φίλη. Κάθε φορά που χρειαζόταν χέρια στη δουλειά, τη φώναζε. Ήξερε πως η Ρεβέκκα ήταν γρήγορη, καπάτσα, με χέρια που δούλευαν σαν μαγεμένα. Ιδίως όταν συσκεύαζε τις μπανάνες στα κιβώτια, τις τακτοποιούσε με τέτοια φροντίδα, λες και έπλαθε έργα τέχνης. Και όταν σχόλαγε, εκτός από τον μισθό, της έδινε και ένα σωρό ζαρζαβατικά. Εκείνη τον ευχαριστούσε υπερβολικά, με τόση συγκίνηση, που συχνά ο Κυριάκος κοκκίνιζε.

Ήξερε καλά πως την άλλη μέρα θα τα πήγαινε στην αγορά της Πάφου για να τα πουλήσει, μπας και μαζέψει λίγα ακόμη χρήματα. Δεν της είπε ποτέ πως στεναχωριώταν για δαύτην, γιατί ήξερε την περηφάνεια της. Αν της πρόσφερε ελεημοσύνη, θα την πλήγωνε. Έτσι προτιμούσε να της δίνει την ευκαιρία να κερδίσει κάτι παραπάνω με τον κόπο της.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, ένιωθε ευχαριστημένος με τη συνείδησή του, και εκείνη δεν αισθανόταν ταπεινωμένη. Έστεκε πάντα με το κεφάλι ψηλά, σαν γυναίκα που, παρόλο η ζωή τη χτύπησε αλύπητα, κατάφερε να τη νικήσει με τον δικό της αθόρυβο, ανυποχώρητο αγώνα. Από τη στάχτη του δικού της πόνου, έπλασε το μέλλον των παιδιών της.

 

Η ΠΑΤΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΟΥ

Ήταν χρόνια δύσκολα, φορτισμένα με πάθη και ιδεολογίες. Στην Κύπρο του 1955, ο αέρας μύριζε μπαρούτι και προσμονή. Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ είχε μόλις ξεκινήσει, και ο κόσμος χωρίστηκε σε στρατόπεδα, άλλοι φώναζαν «Ένωση και μόνο Ένωση», άλλοι ζητούσαν δικαιοσύνη και κοινωνική ισότητα μέσα από διαφορετικούς δρόμους.

Ο Χαμπής και ο Νίκολος ήταν φίλοι από παιδιά. Ο πρώτος, μετριοπαθής δεξιός, άνθρωπος ήσυχος και δουλευτής, πίστευε στη λευτεριά της Κύπρου και στην Ένωση με την Ελλάδα, μα δεν αγαπούσε τις ακρότητες. Ο δεύτερος, φανατικός αριστερός και μέλος του ΑΚΕΛ, έβλεπε αλλιώς τον κόσμο, πίστευε στην ισότητα, στο δίκιο του εργάτη, μα αντιδρούσε στον ένοπλο αγώνα, θεωρώντας τον μάταιο και επικίνδυνο.

Παρά τις διαφορές τους, η φιλία τους είχε σταθεί βράχος στις θύελλες των χρόνων. Έτρωγαν μαζί, γελούσαν, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο στις δουλειές, και είχαν αποφασίσει πως ο Νίκολος θα γινόταν κουμπάρος του Χαμπή, θα βάφτιζε την κόρη του.

Όταν ήρθε η ώρα, οι συγγενείς του Χαμπή, άνθρωποι δεξιοί και πολλοί απ’ αυτούς αγωνιστές της ΕΟΚΑ, του είπαν πως το κορίτσι έπρεπε να πάρει το όνομα Ελλάδα, για να τιμήσει τη μητέρα πατρίδα, να είναι σύμβολο του αγώνα και της πίστης στην Ένωση.

Ο Νίκολος όμως, πεισματάρης και ιδεολόγος, αντέδρασε.
-Ελλάδα να τη βαφτίσω; Όχι, Χαμπή μου. Εγώ δεν κάνω σύμβολα από παιδιά. Θέλω να ζήσει ελεύθερη, όχι να κουβαλά το βάρος πολιτικών ονομάτων.

Ο Χαμπής τον κοίταξε. Ήξερε πως ο φίλος του ήταν πεισματάρης, αλλά δεν ήταν κακός άνθρωπος. Μα τα χρόνια εκείνα δεν συγχωρούσαν τέτοιες κουβέντες. Οι συγγενείς του φούντωσαν, άλλοι τον πίεζαν να αλλάξει κουμπάρο, άλλοι να ματαιώσει τη βάφτιση. Μα ο Χαμπής δεν ήθελε να χαλάσει μια φιλία ζωής για την πολιτική.

Και έτσι, ύστερα από πολλές κουβέντες και πείσματα, βρήκαν τη μέση λύση.
-Θα τη βγάλουμε Έλλη, Νίκολε. Να ’χει μέσα της και τη ρίζα της Ελλάδας, μα κι εσύ να είσαι ήσυχος, είπε ο Χαμπής.

Ο Νίκολος χαμογέλασε για πρώτη φορά.
-Έλλη λοιπόν. Να μεγαλώσει με μυαλό καθαρό, να αγαπά τους ανθρώπους, όχι τα στρατόπεδα.

Η βάφτιση έγινε ένα ήσυχο απόγευμα, με λίγους και καλούς. Μα όσο οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, έξω στον κόσμο οι ιδεολογίες συνέχιζαν να χωρίζουν ανθρώπους και φίλους. Ο φανατισμός είχε ήδη ριζώσει βαθιά, μα εκείνη τη μέρα, ο Χαμπής και ο Νίκολος είχαν δείξει πως η αγάπη μπορούσε ακόμα να γεφυρώνει ό,τι η πολιτική χώριζε.

Τα χρόνια κύλησαν σαν το νερό του ποταμού. Ο Χαμπής και ο Νίκολος έφυγαν και οι δυο από τη ζωή, ο καθένας ήσυχα, όπως έζησε. Ο ένας με το κερί της πίστης στην πατρίδα να σιγοκαίει, ο άλλος με το βλέμμα στραμμένο στη δικαιοσύνη και στη λευτεριά των ανθρώπων. Μα και οι δυο πήραν μαζί τους μια εποχή, εκείνη τη σκληρή, την πληγωμένη, που άφησε πίσω της ρωγμές στις ψυχές και στους τόπους.

Έμεινε μονάχη η Πατού, η γυναίκα του Νίκολου. Γριά πια, με τα χέρια ροζιασμένα και τη ράχη σκυφτή, περνούσε τις ώρες της στο μικρό χωραφάκι τους, την Καυκάλα. Ήταν φτανοχώραφο, και εκεί ανάμεσα στις πρασινάδες καρπούσαν τα φασολάκια, που τα φρόντιζε σαν παιδιά της. Το χώμα, το νερό, και ο ήλιος ήταν η παρέα της.

Δίπλα στις αποθήκες του Κυριάκου, του γιου του Χαμπή, η Πατού έβρισκε συντροφιά. Όταν ο Κυριάκος πήγαινε να φορτώσει τα προϊόντα της, έπιαναν την κουβέντα. Καθόντουσαν στη σκιά του δέντρου και μιλούσαν για τα παλιά. Για τα χρόνια του αγώνα, για τις κόντρες και τα μίση, για τους ανθρώπους που χάθηκαν και για τις κουβέντες που ειπώθηκαν με θυμό και δεν ξαναμαζεύτηκαν ποτέ.

-Τι να τα κάμεις, Κυριάκο μου; έλεγε η Πατού, σκουπίζοντας τον ιδρώτα με το μαντήλι της. Τότες ήμασταν όλοι φλογεροί. Ο Νίκολος έλεγε πάντα:
“Με τα μυαλά που έχουμε, θα μας πιάσουν οι Τούρκοι μια μέρα.” Και εγώ γελούσα. Μα ποιος να τό ’ξερε πως θα ’βγαινε αληθινός;

Ο Κυριάκος κατέβαζε το κεφάλι. Η σκέψη του έτρεχε πίσω, στα χρόνια που οι άνθρωποι χώριζαν για κόμματα και σημαίες, που η φιλία του πατέρα του με τον Νίκολο θεωρούνταν παράδοξο, σχεδόν ύποπτο. Και τώρα, όλα φαίνονταν τόσο μικρά, τόσο μάταια.

Η Πατού χαμογελούσε πικρά.
-Τους έφαγε ο φανατισμός, Κυριάκο μου. Αν είχαν τότε λίγη αγάπη παραπάνω, μπορεί και να μην είχαμε πάθει όσα πάθαμε.

Και έτσι, κάτω απ’ τον ήλιο της Καυκάλας, ανάμεσα στα φασολάκια και στις σκόνες του δρόμου, ο Κυριάκος και η Πατού, ξόρκιζαν τη λησμονιά με κουβέντες απλές, ανθρώπινες. Γιατί ό,τι δεν ένωσε η πολιτική, το ένωναν πια οι αναμνήσεις και η πίκρα της σοφίας.

Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο. Η Πατού δεν κατέβαινε πια στο μικρό χωραφάκι. Τα πόδια δεν την βαστούσαν, και έμενε τις πιο πολλές ώρες καθισμένη στη μικρή αυλή της, κάτω από την κληματαριά. Ο Κυριάκος την επισκεπτόταν κάθε τόσο να τη δει, μα περισσότερο πήγαινε για την κουβέντα, εκείνη τη ζεστή, παλιά κουβέντα που μοσχοβολούσε από τα χρόνια του πατέρα του.

Μια μέρα ήρθε και η Έλλη, η βαφτιστικιά του Νίκολου. Ήταν πια ώριμη γυναίκα, και έφερε μαζί τις κόρες της να γνωρίσουν την νοννά της. Όταν την είδε, η γριά άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της.
-Να τη, η μικρή μου Έλλη… που τότε για χάρη της παλέψαμε να βρούμε τη μέση οδό!
Γέλασαν και οι δυο, και ο Κυριάκος στάθηκε λίγο πιο πέρα, χαμογελώντας και εκείνος.

Κάθισαν όλοι μαζί στον ίσκιο. Η Έλλη άκουγε σιωπηλή καθώς η Πατού διηγόταν τα παλιά, τη φιλία του Χαμπή και του Νίκολου, τη βάφτιση, τους καυγάδες, τις ιδεολογίες που χώριζαν τους ανθρώπους. Και ύστερα είπε σιγανά:
-Ξέρετε… εγώ πιστεύω πως τελικά ο Χαμπής και ο Νίκολος, είχαν και οι δυο δίκιο. Ο ένας ήθελε την ελευθερία του τόπου, ο άλλος την ελευθερία του ανθρώπου. Και χωρίς το ένα, το άλλο δεν στέκει.

Ο Κυριάκος την κοίταξε συγκινημένος. Ήταν σαν να άκουγε τη φωνή του πατέρα του μέσα της.
-Μακάρι να τα ’βλεπαν έτσι και οι παλιοί, Έλλη μου, είπε. Θα ’χαμε γλιτώσει πολλές πληγές.

Και αναστενάζοντας συνέχισε,
-Μπορεί να μην τα πρόλαβαν αυτοί, μα τα προλάβατε εσείς. Εσύ και ο Κυριάκος. Δυο παιδιά τους, που τώρα κάθονται δίπλα-δίπλα χωρίς να μετράνε σε ποιο κόμμα ανήκαν οι γονιοί τους.

Έπεσε σιωπή. Μόνο ο άνεμος περνούσε ανάμεσα στα φύλλα της κληματαριάς, σαν να ψιθύριζε συμφιλίωση. Ο Κυριάκος έσκυψε και χάιδεψε τα χέρια της Πατούς.
-Έτσι να μείνει, θειά Πατού. Να τελειώσουν εδώ τα μίση. Από δω και πέρα, μόνο μνήμη και αγάπη.

Η Πατού χαμογέλασε με μάτια θολά, μα γαλήνια.
-Αυτό είναι που ήθελε και ο Νίκολος, Κυριάκο. Να ’ρθει μια μέρα που δε θα χωρίζει τίποτε τους ανθρώπους. Μόνο να τους ενώνει το χώμα που τους μεγάλωσε.

Και έτσι, εκείνη τη μέρα, κάτω από τον ίσκιο της κληματαριάς, κύλησε η τελευταία σελίδα μιας παλιάς ιστορίας. Μιας ιστορίας που ξεκίνησε με φανατισμό, μα τέλειωσε με κατανόηση. Γιατί καμιά ιδεολογία, όσο δυνατή και αν είναι, δεν μπορεί να σταθεί πάνω από την καρδιά.

 

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΑΚΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ

Ο Νίκος ήταν άνθρωπος γραμματιζούμενος, με διάνοια οξυδερκή και σπάνια. Γεννήθηκε σε φτωχικό σπίτι. Γιος του Κωστή του Τσιάκκου γεωργού απλοϊκού και δουλευταρά που μόχθησε μια ζωή για να θρέψει τη φαμίλια του με το ξεροκόμματο της γης. Από μικρός, ο Νίκος έδειξε πως η μοίρα του ήταν διαφορετική. Τα βιβλία έγιναν γι’ αυτόν οι πιο πιστοί του φίλοι, και η μελέτη άνοιξε δρόμους που το μικρό χωριό του δεν μπορούσε να του χαρίσει.

Με το που τελείωσε τη θητεία του στον στρατό, πήρε τον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, μέσα στη βοή και στο πλήθος της μεγάλης πόλης, έδωσε τον αγώνα του. Σπούδασε με πάθος, έλαμψε στην Ελληνική Φιλολογία και αποφοίτησε με άριστα. Δεν άργησε να διοριστεί καθηγητής. Φόρεσε το κοστούμι του δασκάλου και μπήκε στον κύκλο των καταξιωμένων. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, και για χρόνια πίστεψε πως η ζωή του είχε βρει την πεπατημένη: οικογένεια, εργασία, μια καθημερινότητα ήσυχη, μα κιόλας μονότονη.

Ώσπου, μια μέρα, χάθηκε. Χάθηκε σαν να τον κατάπιε η γη. Ούτε φίλοι ούτε συγγενείς από το νέο του περιβάλλον έμαθαν πού πήγε. Στην αρχή πολλοί τον αναζήτησαν, μα όσο κυλούσε ο καιρός, η μνήμη του ξεθώριασε. Ο κόσμος γρήγορα ξεχνά εκείνους που δεν βλέπει. Λησμονούνται οι φιλίες, σβήνουν οι αγάπες, κι οι σχέσεις που κάποτε έμοιαζαν άρρηκτες, σκορπίζονται σαν καπνός. Έτσι και ο Νίκος, έμεινε μια ανάμνηση.

Κι όμως, η αλήθεια ήταν άλλη. Μέσα του έκαιγε πάντα μια φλέβα μοναχικότητας. Δεν ήταν άνθρωπος των συναναστροφών, δεν έβρισκε χαρά στη βοή των πόλεων, ούτε στις τυπικές, επαγγελματικές σχέσεις, όπου οι άνθρωποι μιλούν και κινούνται μηχανικά, αδιάφορα. Η ρουτίνα τον είχε κουράσει, και η ψυχή του γύρεψε κάτι καθαρότερο, αληθινότερο.

Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Παράτησε καριέρα, μισθούς, τιμές και φιλοδοξίες. Γύρισε πίσω στο χωριό του, στο πατρικό σπίτι με τη μικρή αυλή, εκεί όπου η θαλασσινή ανάσα το αγκάλιαζε κάθε πρωί και κάθε δειλινό. Έστησε ξανά τη ζωή του με ταπεινότητα: φύτευε τη γη, τέχνη που την ήξερε από παιδί, και το έκανε με επιστημονική ακρίβεια. Έβαζε σπόρους όλων των ειδών, χωρίς φάρμακα, και τα φθαρτά που παρήγαγε τα προμήθευε στον καινούργιο του φίλο, τον Κυριάκο τον φθαρτέμπορο του χωριού.

Γεννημένος δίπλα στη θάλασσα, τη γνώριζε καλά, από την καλή και την κακή της. Τις αυγινές ώρες, όποτε το επέτρεπε ο καιρός, έβγαινε με τη βάρκα του και ψάρευε με τις ώρες. Στο καΐκι του έβρισκε τη σιωπή που του ταίριαζε, ακούγοντας μονάχα το κύμα και το τραγούδι των γλάρων.

Μα περισσότερο απ’ όλα αγαπούσε τα δειλινά. Καθόταν στην άκρη του γιαλού και αγνάντευε τον ήλιο να σβήνει σιγά σιγά πίσω απ’ τον ορίζοντα. Εκείνες τις ώρες ένιωθε ειρήνη στην ψυχή του, καθώς ο ουρανός γέμιζε χρώματα και ο ήλιος αποκοιμιόταν στα βαθιά, αχνά νερά της θάλασσας της Χλώρακας.

Για συντροφιά είχε λίγους απλούς χωριανούς, αγράμματους μα τίμιους, ανθρώπους που μιλούσαν λίγο και ζούσαν πολύ. Δεν του χρειάζονταν περισσότερα.

Ήξερε καλά πως θα μπορούσε να είχε τα πάντα: είχε μυαλό, γνωριμίες, σεβασμό. Θα μπορούσε να πλουτίσει, να ανέβει ψηλά. Μα δεν θέλησε τίποτα από όλα αυτά. Διάλεξε τη μικρή του παραλία, την ήσυχη ζωή, την απέριττη. Μια ζωή χωρίς έγνοιες για το αύριο, χωρίς μάταιους υπολογισμούς και βαριές ευθύνες. Μια ζωή σαν των πετεινών του ουρανού και των κρίνων του αγρού, που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν, κι όμως ο Θεός φροντίζει γι’ αυτά.

Έτσι και εκείνος, άφησε την πρόνοια του Θεού να τον οδηγήσει. Έμαθε να ζει την κάθε μέρα ξεχωριστά, σαν δώρο μοναδικό. Και αν για τον κόσμο χάθηκε, για τον ίδιο βρέθηκε. Βρήκε την ησυχία που χρόνια ποθούσε, εκεί, στην άκρη της θάλασσας, παρέα με τον εαυτό του και την απεραντοσύνη του κόσμου.

 

ΝΙΚΟΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Η Χλώρακα δεν είχε να επιδείξει πολλούς μεγάλους άνδρες. Ήταν λίγοι, μετρημένοι. Ανάμεσα τους ένας που έμελλε να γίνει ποιητής, ο Νίκος Πενταράς.

Γιος αγωνιστών της ΕΟΚΑ, γεννημένος μέσα στη φωτιά των ονείρων για λευτεριά, κουβαλούσε από μικρός στις φλέβες του ήχους τραγουδιών πατριωτικών και στις φωνές του στίχους αυτοσχέδιους. Έπλαθε ποιήματα όπως άλλοι πλάθουν ψωμί, με απλά υλικά, μα με αγάπη και πάθος. Στις αυλές και στα σοκάκια αντηχούσε η φωνή του για την πατρίδα, για τη μάνα, για τη θάλασσα, για τον μόχθο που πλάθει τον άνθρωπο.

Η ζωή δεν του χάρισε εύκολους δρόμους. Ορφανός από την παρουσία του πατέρα, στάθηκε νωρίς στήριγμα στο σπίτι. Τα πρωινά διάβαζε με ζήλο στο σχολείο, κι όταν έπεφτε ο ήλιος έτρεχε στα περβόλια, να ποτίσει, να δουλέψει, να βοηθήσει. Η φτώχεια δεν τον τσάκισε, αντίθετα, τον ατσάλωσε. Ούτε οι δυσκολίες, ούτε οι κακουχίες μπόρεσαν να σβήσουν από το πρόσωπό του το χαμόγελο που φώτιζε τους γύρω του.

Σπούδασε δάσκαλος και γύρισε στο ίδιο χώμα, να διδάξει γενιές παιδιών. Μα ποτέ δεν σταμάτησε να γράφει. Τα ποιήματά του έγιναν βιβλία, και τα βιβλία φως για όσους τα διάβαζαν. Στο πρόσωπό του οι άνθρωποι έβλεπαν έναν δικό τους. Οι φίλοι τον εκτιμούσαν, οι άγνωστοι τον σεβόντουσαν, ακόμα και οι εχθροί του δεν μπορούσαν να αρνηθούν τη λάμψη του λόγου του.

Τα χρόνια πέρασαν. Έκανε οικογένεια, χάρηκε χαρές, βίωσε λύπες, κι όμως δεν έπαψε ποτέ να κρατά χαρτί και μολύβι. Ακόμα και τώρα, με τα μαλλιά του να έχουν ασπρίσει, συνεχίζει να γράφει και να εκπλήσσει, λες κι η πένα του αντλεί δύναμη από μια πηγή ανεξάντλητη, βαθιά κρυμμένη στο χώμα της Χλώρακας.

Με τον Κυριάκο, τον έδενε μια αδερφική φιλία. Μια σχέση άρρηκτη, φτιαγμένη από τα ίδια υλικά. Αγάπη για τη φύση, για το άγριο περιβάλλον, για τις ευωδιές της θάλασσας για τις μυρωδιές του βουνού. Αγαπούσαν τα γράμματα και την αληθινή ιστορία των προγόνων τους και του τόπου τους, αυτή που δεν γράφεται με στεγνούς αριθμούς αλλά με αίμα, δάκρυα και αγώνες.

Και όταν ο Κυριάκος μια μέρα του ζήτησε να γράψει ένα ποίημα για τα κυκλάμινα, ο Νίκοςς δεν αρνήθηκε. Έσκυψε πάνω στο χαρτί και, σαν να έγραφε με την ίδια του την ψυχή, γέννησε το ποίημα:

 

Το τελευταίο κυκλάμινο

Με τις πρώτες βροχές
σκουροπράσινα φύλλα
σαν καρδιές να γυαλίζουν στο φως
κι ένα κεφάλι στην απόχρωση του ροζ
να κοιτάζει τον ήλιο κατάματα
ξεπρόβαλαν
απ’ το στήθος του βράχου.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.

Με τις πρώτες βροχές
η ακόρεστη βουλιμία των εκσκαφέων
συντρίβει τον βράχο.
Θραύσματα πληγώνουν θανάσιμα
τα σκουροπράσινα φύλλα
και το κεφάλι
στην απόχρωση του ροζ
γέρνει άψυχο στο πλάι.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.

 

Ο Κυριάκος διάβασε και συγκινήθηκε. Το κυκλάμινο του Νίκου δεν ήταν απλώς ένα λουλούδι, ήταν σύμβολο ζωής, αντίστασης, ομορφιάς μέσα στην καταστροφή. Ήταν ο ίδιος ο ποιητής, που άνθιζε πεισματικά μέσα από τις δυσκολίες.

Και έτσι, με χαμόγελο και δάκρυ στα μάτια, γύρισε και του είπε:
-Εσύ, Νίκο, είσαι ο ρομαντικός ποιητής της Χλώρακας».

Και ο τίτλος αυτός έμεινε. Σαν σφραγίδα, σαν τραγούδι, σαν ευλογία. Έμεινε και θα μένει, όσο οι βράχοι της Χλώρακας θυμούνται, και όσο ένα τελευταίο κυκλάμινο ανθίζει μέσα από τις ρωγμές τους.

Οι χωριανοί λένε πως στα βράχια της Χλώρακας φυτρώνει πάντα ένα κυκλάμινο λίγο πιο ροζ, λίγο πιο φωτεινό από τα άλλα. Κανείς δεν το κόβει. Όλοι ξέρουν πως είναι ο στίχος του Νίκου που άνθισε μέσα στη γη του.

Και ο ποιητής όταν περπατά αργά στα σοκάκια με το βλέμμα του στραμμένο στον ορίζοντα, τα παιδιά τον χαιρετούν, οι γέροι τον σέβονται, και οι φίλοι του γελούν μαζί του όπως παλιά.

Μα εκείνος, μες στην καρδιά του, κρατά τον τίτλο που του χάρισε ο Κυριάκος: «Ο Ρομαντικός Ποιητής της Χλώρακας».

Και αυτός ο τίτλος, όπως και το τελευταίο κυκλάμινο, δεν θα μαραθεί ποτέ.


ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο Χριστάκης, ο μεγάλος αδερφός του Κυριάκου, από μικρός αγαπούσε να γράφει ιστορίες και διηγήματα.
Ο Κυριάκος, σαν μαγεμένος, διάβαζε όσα έγραφε και ήθελε να του μοιάσει.
Ονειρευόταν από μικρός, όταν θα μεγάλωνε, να τα κατάφερνε και εκείνος το ίδιο καλά.

Ο Χριστάκης, τελικά, έγινε άνθρωπος της πόλης. Μόλις τελείωσε το σχολείο, έπιασε δουλειά στην πρωτεύουσα.
Έζησε ανάμεσα σε τσιμέντο και διαφημιστικές πινακίδες, μέσα σε ένα περιβάλλον που έτρεχε πιο γρήγορα και από τις σκέψεις του.
Διάβασε, σπούδασε, έμαθε πολλά και βρέθηκε να εργάζεται σε ένα νευραλγικό πόστο με τεράστιες ευθύνες, αφού είχε να κάνει με την ανθρώπινη ζωή, την υγεία.

Ήταν γραμματιζούμενος, καλλιεργημένος, μα κάθε μέρα ένιωθε την ψυχή του να μαραίνεται από το άγχος και το στρες της πόλης.
Όταν ήρθε η ώρα της πρόωρης συνταξιοδότησης, δεν το σκέφτηκε πολύ. Ήταν ένα όνειρο που σχεδίαζε από δεκαετίες, ένα όνειρο ζωής. Σαν να τον καλούσε μια φωνή από μακριά. Ήταν η φωνή της γης που τον γέννησε.

Έτσι, με στωική υπομονή σαν του Ηώβ, όταν ήρθε ο καιρός, μάζεψε τα πράγματά του, έκλεισε τις πόρτες πίσω του και πήρε τον δρόμο για το χωριό.
Ήθελε να αναπνεύσει ξανά καθαρό αέρα, να ακούσει το νερό, να δει τα άστρα.
Μαζί με τη γυναίκα του, εγκαταστάθηκαν σ’ ένα απλό σπιτάκι, μέσα σε έναν μικρό ελαιώνα, που τον περικύκλωνε παρθένα γη.

Το πρώτο πρωί ήταν αλλιώτικο. Δεν υπήρχε θόρυβος ούτε φασαρία, μόνο το κελάηδισμα των πουλιών και το φως που έλουζε τα δέντρα.
Εκεί, ανάμεσα στα λιόδεντρα και τις μυρωδιές της γης, ο Χριστάκης ένιωσε κάτι που είχε ξεχάσει, την ειρήνη.

Έπιασε ένα μικρό κομμάτι χωράφι και το καλλιέργησε με τα ίδια του τα χέρια.
Το σώμα του κουράστηκε, μα το πνεύμα του ξεκουράστηκε.
Η κοπιαστική δουλειά τον γυμναζε και τον γέμιζε δύναμη. Έτρωγε από τη γη του χωρίς συντηρητικά, χωρίς ψεύτικες γεύσεις, και ένιωθε το σώμα του να δυναμώνει, το αίμα του να καθαρίζει, το πνεύμα του να ξεκαθαρίζει.

Οι μέρες του κυλούσαν απλά. Ήλιος, ιδρώτας, ξεκούραση κάτω από τη σκιά, και τα βράδια, στην αυλή, το βλέμμα του χανόταν στον ουρανό που είχε ξεχάσει πως είναι τόσο βαθύς και καθαρός.

Μα ο Χριστάκης δεν ήταν μόνο γεωργός, ήταν και άνθρωπος του νου και του λόγου.
Από παιδί ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας, να γράφει ιστορίες για ανθρώπους, για τη ζωή, για την αλήθεια.
Στην πόλη ποτέ δεν είχε τον χρόνο, τον κατάπιναν οι υποχρεώσεις, οι λογαριασμοί, η δουλειά.

Τώρα, με τη γαλήνη της υπαίθρου, το όνειρο ξαναξυπνούσε μέσα του.
Τα βράδια, ύστερα από τη δουλειά στο χωράφι, καθόταν μπροστά στον υπολογιστή. Έγραφε για τη γη, για τον ιδρώτα, για τον ήλιο, για τους απλούς ανθρώπους που δεν ξέχασαν να χαμογελούν, έγραφε και για τους κακούς.
Έγραφε ώρες ατέλειωτες, μα δεν κουραζόταν. Το γράψιμο του έδινε ανάσα, του έδινε ζωή. Έγραφε ώσπου να ξημερώσει. Έγραφε βιβλία, αφηγήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, έγραφε ιστορία.
Και καθώς η μία σελίδα διαδεχόταν την άλλη και τις διάβαζε ξανά, η ευχαρίστησή του ήταν μεγάλη. Και ένιωθε ικανοποιημένος, και η αγαλλίαση τον πλημμύριζε, ήταν η χαρά εκείνου που επιτέλους κάνει αυτό που αγαπά.

Και όσο περνούσε ο καιρός, τα γραπτά του πλήθαιναν. Δημοσίευσε το πρώτο του έργο, «Εκείνοι δεν άκαμαν τον πόλεμο», ένα πεντάτομο, πολυσέλιδο βιβλίο που, στην πρώτη του δημόσια παρουσίαση, συγκίνησε και εντυπωσίασε.
Οι κριτικές ήταν τόσο καλές, που του έδωσαν δύναμη να συνεχίσει.

Ακολούθησαν και άλλα. Μυθιστορήματα, διηγήματα, χρονικά, μικρές και μεγάλες ιστορίες.
Οι άνθρωποι τα διάβαζαν και έλεγαν:

+Να, ένας γεωργός που έγινε λόγιος. Που έμαθε απ’ τη γη περισσότερα απ’ ό,τι τα βιβλία του έμαθαν ποτέ.

Ο Χριστάκης δεν ξανακοίταξε πίσω. Δεν του έλειπε η πόλη, τα φώτα, οι βιαστικοί άνθρωποι.
Είχε γίνει άλλος, γαλήνιος, γεμάτος, ελεύθερος.

Το άγχος που κάποτε του ρήμαζε τα σωθικά είχε φύγει.
Αντί για το γκρίζο των τσιμέντων, είχε το πράσινο των χωραφιών.
Αντί για τον θόρυβο των μηχανών, είχε το τραγούδι των τζιτζικιών.

Η γη τον αντάμειψε.
Του χάρισε υγεία, δύναμη, μακροζωία, και, πάνω απ’ όλα, φαντασία.
Και μέσα από τη συγγραφή, του χάρισε και κάτι ακόμη πιο πολύτιμο:
την αθανασία του λόγου.

Επίλογος

Ο Κυριάκος, καθισμένος κι αυτός στη δική του αυλή, είχε στο τραπέζι ανοιγμένο το τελευταίο βιβλίο του Χριστάκη.
Το διάβαζε αργά, προσεκτικά, σαν να μιλούσε μαζί του μέσα από τις λέξεις.
Χαμογέλασε και σκέφτηκε, πως, τελικά, του έμοιασε.
Και εκείνος τελικά έμαθε να γράφει. Έγινε και αυτός συγγραφέας, απλός, μα αληθινός. Έγραφε όχι για τη δόξα, αλλά για τη χαρά του λόγου, για τη μνήμη, για την ψυχή.
Και όσο έγραφε, ένιωθε τον αδελφό του κοντά, σαν να του κρατούσε το χέρι πάνω στο πληκτρολόγιο, και τον οδηγούσε ήσυχα, όπως τότε που, παιδί ακόμη, του διάβαζε τις πρώτες ιστορίες.

Και εκεί, μέσα στο φως του δειλινού, ο Κυριάκος ένιωσε ευτυχισμένος.
Γιατί, με τον δικό του τρόπο, συνέχισε το όνειρο του Χριστάκη.
Και έτσι, τα δύο αδέρφια έμειναν δεμένα για πάντα, με το μελάνι και την αγάπη για τη γη, την καρποφόρα και ζωοδόχο.

 

Ο ΘΕΩΡΑΤΣΙΗΣ / ΟΙ ΡΙΖΕΣ

Αν αγαπήσουμε μόνο το άνθος του φυτού και όχι τις ρίζες του, το φθινόπωρο θα απογοητευτούμε. Αν όμως αγαπήσουμε και το φυτό, θα βλέπουμε και θα χαιρόμαστε το άνθος κάθε Άνοιξη.

Από μικρός ο Κυριάκος μεγάλωσε μ’ εκείνες τις κου-βέντες του θειού του, του Θεωρή.

-Αν έχεις ρίζες, γιε μου, μην φοβάσαι. Θα ριζώσεις και θα προκόψεις.

Τις άκουγε συχνά, τόσο που έγιναν σχεδόν προσευχή μέσα του, ρυθμός καρδιάς.

Ο Θεωρής ήταν άνθρωπος βαρύς, λιγομίλητος, με βλέμμα που ζύγιζε τα πράγματα πριν μιλήσει. Δεν ή-ταν από εκείνους που σκορπούσαν τα λόγια, μα από εκείνους που τα ’διναν σαν σπόρους, λίγα και καρπο-φόρα. Έλεγε πάντα πως ο άνθρωπος πρέπει να κοιτά-ζει βαθιά, όχι στα άνθη της στιγμής, μα στις ρίζες που κρατούν όρθιο το δέντρο της ζωής.

Ήταν φράσεις που δεν άφησαν ποτέ τον Κυριάκο. Ήρθε από τη ξενητιά με περισσότερη γνώση, και τις φράσεις που δεν τον άφησαν ποτέ. Έστησε τη δουλειά του με φροντίδα και νου, μάζεψε γύρω του ανθρώπους τίμιους, με θεμέλια γερά, με αξίες που δεν τις έπαιρνε ο άνεμος. Σιγά σιγά, όλο το χωριό έγινε πελάτης του. Όλοι, εκτόςαπό έναν. Τον ίδιο τον Θεωρή.

Αυτό τον βασάνιζε κάπως. Δεν παραπονέθηκε ποτέ, μα μέσα τον έτρωγε η απορία. Έδινε τα λίγα οπωρικά του σ’ έναν ξένο, από άλλη επαρχία, τον Χριστόφορο.

-Γιατί άραγε; αναρωτιόταν. Οι τιμές μου είναι καλές, οι σχέσεις μας άριστες, και τα παιδιά του καλαδέρφια μου. Τι να κρύβεται πίσω απ’ αυτό;

Και όμως, κάθε φορά που τον συναντούσε, του προ-σηκονώταν, τον χαιρετούσε με σεβασμό, του κερνού-σε τον καφέ στο καφενείο και δεν άφηνε ποτέ να φα-νεί το παράπονό του. Μονάχα το κρατούσε μέσα του, σαν πέτρα σε πηγάδι.

Τα χρόνια κύλησαν. Ο Θεωρής έφυγε ήσυχα, όπως έζησε. Και μια μέρα, στο καφενείο, συνάντησε τον γιο του Θεω-ρή, τον Γιώργο, που είχε κατέβει για λίγες μέρες. Και εκεί, ανάμεσα σε δυο ζιβανίες και μισή νοσταλγία, η κουβέντα πήγε στον παλιό καιρό.

-Ξέρεις γιατί ο πατέρας μου δεν έδινε τα προϊόντα του σε σένα; τον ρώτησε ο Γιώργος.

Ο Κυριάκος σήκωσε τα φρύδια, περιμένοντας.

-Είχε μια παλιά υποχρέωση στον Χριστόφορο όταν μαζί δίπλα-δίπλα πολέμησαν στον β΄παγκόσμιο πόλεμο. Του στάθηκε τότες όταν είχε ανάγκη, και δεν το ξέχασε ποτέ. Εξάλλου, έλεγε πάντα πως εσύ είσαι με-γάλος έμπορος, έχεις τις άκρες σου, δε σε φοβάται η φτώχεια. Ο άλλος όμως… είχε ανάγκη.

Ο Κυριάκος έμεινε σιωπηλός. Κοίταξε έξω απ’ το πα-ράθυρο το χωράφι που κιτρίνιζε απ’ το φως του απο-γεύματος. Κάτι μέσα του γλύκανε.

Κατάλαβε.

Ο Θεωρής δεν του έδινε απλώς μαθήματα λόγου, τα ζούσε. Είχε ρίζες βαθιές, ρίζες που ήξεραν να κρα-τούν, να θυμούνται, να τιμούν το παλιό καλό.

Και τότε ο Κυριάκος ένιωσε πως ο θειός του ο Θεω-ρής τον είχε διδάξει για τελευταία φορά μέσα από τον τάφο, πως όσο υπάρχουν ρίζες, θα έρχεται πάντα η Άνοιξη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

 

Ο ΦΟΡΟΘΕΤΗΣ (η αυτοκριτική του Κυριάκου)

Στο παζάρι οι πελάτες εμπιστεύονταν τον Κυριάκο,

-στον Κυριάκο η πραμάτεια στέκει , έλεγαν, μόνο από αυτόν θα αγοράζουμε.

Όμως καμιά φορά τύχαινε να έχει υποδιαίστερα προϊόντα, όχι από απειρία, αλλά εξ ανάγκης.

Καθώς  το κράτος και οι κανονισμοί ήταν βαρύ φορτίο, οι φόροι πολλοί, και οι έλεγχοι συνεχείς, για να γλυτώνει μέρος αυτών, αναγκαζόταν κάποτε να  κλείνει τα μάτια.

Ο φοροθέτης της Πάφου, άνθρωπος γνωστός και με εξουσία, είχε αμπέλια, αλλά τα σταφύλια του ήταν μικρά, μαλακά και χωρίς εμπορική αξία. Κανένας σοβαρός έμπορος δεν θα τα αγόραζε. Μα με τρόπο φιλικό, σχεδόν πατρικό, πλησίαζε τον Κυριάκο,

-Έλα μωρέ, Κυριάκο, να τα πάρεις και αυτά, να μη χαθούν. Στο κάτω-κάτω, και εγώ άνθρωπος είμαι. Να με βοηθήσεις, να σε βοηθήσω.

Ο Κυριάκος κατάλαβε το υπονοούμενο, αν δεχόταν, οι έλεγχοι θα γίνονταν πιο χαλαροί, τα πρόστιμα λιγότερα και ίσως να ρυθμιζόταν και κανένα χρέος του. Αν όχι, θα έμπλεκε.

Αγόραζε λοιπόν τα κακής ποιότητας σταφύλια του φοροθέτηκαι καθώς ζημίωνε, ένιωθε την αδικία βαριά. Η αγορά δεν κρινόταν από την ποιότητα, αλλά από το ποιος είχε το μέσο, ποιος μπορούσε να εξασφαλίσει χάρη μέσω ρουσφετιού.

Ο φοροθέτης κέρδιζε διπλά. Ξεφορτωνόταν τη σοδειά του σε τιμή υψηλότερη από την

πραγματική της αξία και κρατούσε τον Κυριάκο δεμένο με μια υποχρέωση. Ο Κυριάκος, αντίθετα, πλήρωνε πιο ακριβά, έχανε ανταγωνιστικότητα και ένιωθε πως για να επιβιώσει έπρεπε να υποκύπτει.

Και όμως, δεν ήταν μόνος. Πολλοί μικροέμποροι, αγρότες και πολίτες βίωναν καθημερινά τον ίδιο φαύλο κύκλο.

Το ρουσφέτι έγινε αόρατο πλέγμα που φαινόταν σαν ανταλλαγή, αλλά έκρυβε εκβιασμό και αδικία. Το παζάρι δεν κρινόταν πλέον από την ποιότητα ή την προσπάθεια, αλλά από το ποιος είχε πρόσβαση στην εξουσία. Και όσο οι Κυριάκοι συνεχίζουν να αγοράζουν χαλασμένα σταφύλια για να σώσουν το κεφάλι τους, τόσο χάνεται η ελπίδα για δικαιοσύνη και αξιοκρατία.

Κάθε ρουσφέτι που γίνεται δεσμός δεν είναι μόνο προσωπική ήττα, είναι λιθαράκι στον τοίχο που υψώνεται μπροστά σε ολόκληρη την κοινωνία. Και όσο αυτός ο τοίχος μένει άθραυστος, η έννοια της δίκαιης ανταμοιβής, της πραγματικής προσπάθειας και της αξιοκρατίας παραμένει όνειρο.

 

Ο ΧΑΜΑΛΗΣ

Το καινούργιο φορτηγό του Κυριάκου ήταν υπέροχο, καλοσυντηρημένο και πάντα πεντακάθαρο. Στην καρότσα του φόρτωνε με τάξη τα κασόνια, και κάθε αυγή βρισκόταν στη χονδρική αγορά για να μοιράσει την πραμάτεια του. Φρούτα, λαχανικά, αγγούρια, ντομάτες και κάθε λογής καλούδια που έβγαζαν τα χωράφια της Πάφου και γέμιζαν το φορτηγό του.

Από το δείλι ξεκινούσε το φόρτωμα, κι όταν ακόμα ήταν νύχτα ενωρίς, έπαιρνε τον δρόμο για την πρωτεύουσα. Έπρεπε την αυγή να είναι εκεί, ώστε οι μανάβηδες να προμηθευτούν τα φθαρτά και να τα στήσουν στους πάγκους τους, περιμένοντας τις νοικοκυρές πρωϊ πρωϊ να ψωνίσουν. Ο δρόμος ήταν μακρύς και γεμάτος στροφές Περνούσε από κάμπους, χωριά, πόλεις, ανήφορα και κατήφορα και κατέληγε στο μεγάλο παζάρι, όπου όλοι τον περίμεναν. Ήξεραν πως ο Κυριάκος έφερνε πάντα τα πιο φρέσκα προϊόντα.

Το φορτηγό δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς εργαλείο δουλειάς. Ήταν σύντροφος. Κι όταν η μηχανή μούγκριζε από το βάρος, εκείνος της μιλούσε σαν να ήταν παλιός φίλος:

-Κάνε κουράγιο, λίγο ακόμα δρόμο έχουμε.

Μια μέρα, καθώς πήγαινε στην πόλη, έσκασε ένα λάστιχο. Ευτυχώς ήταν νωρίς ακόμα και πρόλαβε να το φτιάξει. Σήκωσε το φορτηγό με τον γρύλο, άλλαξε το ελαστικό, γέμισε τα χέρια του λάδια και ιδρώτα, μα δεν σταμάτησε.

- Η πραμάτεια πρέπει να φτάσει έγκαιρα, μουρμούρισε.

Ήξερε πως πολλοί εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Κι όταν έφτασε στην αγορά, όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά:
-Μπράβο, Κυριάκο, πάντα στην ώρα σου!

Χαμογέλασε. Η δουλειά του ήταν σκληρή, το φορτηγό βαρυφορτωμένο, μα η αποστολή του σημαντική. Να φτάνουν έγκαιρα τα φρέσκα προϊόντα στην αγορά.

Ένα βράδυ, λίγο πριν το παζάρι, στο μισοσκόταδο του δρόμου, είδε μια φιγούρα να ακουμπά στον κορμό ενός δέντρου. Σταμάτησε και αναγνώρισε τον Χαρίλαο, τον χαμάλη της αγοράς που πάντα έτρεχε να τον ξεφορτώσει μόλις έμπαινε στο παζάρι. Ήταν ηλικιωμένος, μα δούλευε ακόμα γιατί είχε ανάγκη. Ο Κυριάκος τον προτιμούσε και τον πλήρωνε γενναιόδωρα, πέντε λίρες κάθε φορά, περισσότερα απ’ όσα έδινε στους άλλους.

Ο χαμάλης, εκείνη την εποχή, ήταν μια γνώριμη φιγούρα της αγοράς. Ένας άνθρωπος σκληραγωγημένος, με κορμί που είχε λυγίσει από τα βάρη αλλά δεν είχε σπάσει. Ο Χαρίλαος ήταν από αυτούς, κοντούλης, γεροδεμένος, με τα μπράτσα του να θυμίζουν κορμούς δένδρων. Το δέρμα του σκληρό, γεμάτο ρυτίδες από τον κάματο των χρόνων.

Τα ρούχα του πάντα απλά, ένα παλιό πουκάμισο ξεβαμμένο από τον ιδρώτα, παντελόνι σκληρό συχνά μπαλωμένο, και στα πόδια χοντρές αρβύλες που είχαν δει πολλές αγορές και αμέτρητα κουβαλήματα. Στο κεφάλι είχε πάντα δεμένο ένα ρούχο για να μαζεύει τον ιδρώτα να μην στάζει στα μάτια του.

Η φωνή του βαριά με βραχνάδα από τα χρόνια και τις φωνές της δουλειάς. Ήταν γνωστός για την προθυμία του, όπου τον φώναζαν, έτρεχε. Στη μέση φορούσε ένα λουρί, για να του κρατά το παντελόνι.

Παρότι τα χρόνια είχαν περάσει και το σώμα του έτριζε, ο Χαρίλαος δεν σταματούσε. Η ανάγκη τον κρατούσε όρθιο, μα και μια περηφάνια, να μπορεί να βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν μια κούραση, εκείνη που φανερώνει άνθρωπο που έχει μάθει να στηρίζεται στα χέρια του.

Τώρα, όμως, ο Χαρίλαος βαριανάσαινε και ασφυκτιούσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Κυριάκος τον βοήθησε να μπει στο φορτηγό και αντί για την αγορά, έστριψε προς το νοσοκομείο. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Οι γιατροί πρόλαβαν το καρδιακό επεισόδιο χάρη στην έγκαιρη μεταφορά.

Εκείνη τη νύχτα ο Κυριάκος έφτασε αργά στην αγορά. Όλοι τον περίμεναν με αγωνία, μα μόλις τον είδαν να κατεβαίνει από το μπλε φορτηγό του, ανακουφίστηκαν. Και έτσι, όπως κάθε μέρα εκείνος και το φορτηγό του κρατούσαν ζωντανό έναν κύκλο που ένωνε αγρότες, εμπόρους, μανάβηδες και οικογένειες. Εκείνη τη φορά κράτησαν και κάτι ακόμα πιο πολύτιμο, τη ζωή ενός φίλου.

 

ΔΑΝΕΙΚΑ ΚΑΙ ΑΓΥΡΙΣΤΑ

Ήταν χρόνια δύσκολα, χρόνια που το βάρος της κρίσης είχε σκεπάσει σαν μαύρο σύννεφο ολόκληρο το χωριό. Η μιζέρια απλωνόταν παντού. Στα καφενεία, στις αυλές, ακόμα και στα μάτια των ανθρώπων. Η φτώχεια μαστίγωνε τους αγρότες και τους έσπρωχνε στην απόγνωση. Ήταν η εποχή της μεγάλης φούσκας του χρηματιστηρίου. Κάποιοι επιτήδειοι είχαν καταφέρει να πείσουν τον κόσμο πως με λίγα λεφτά θα γίνονταν πλούσιοι. Ο ενθουσιασμός τύφλωσε τους χωριανούς, έπαιξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Και όταν η φούσκα έσκασε, έμειναν γυμνοί.

Η απογοήτευση φώλιασε στις καρδιές τους. Ο θυμός τους έκανε σκληρούς, η σιωπή βάρυνε τα σπίτια. Δεν υπήρχαν χρήματα ούτε για σπόρους, ούτε για ψωμί. Οι άνθρωποι δεν μιλούσαν πια, δεν γελούσαν∙ όλα τους έφταιγαν, ακόμη και τα ίδια τους τα ρούχα.

Ο Κυριάκος, τους έβλεπε και τον έπνιγε η στενοχώρια. Ήξερε καλά ότι αν βούλιαζε το χωριό, θα βούλιαζε κι ο ίδιος μαζί τους. Μα πιο πολύ τον πλήγωνε που έβλεπε το χαμόγελο να σβήνει από τα πρόσωπα των γειτόνων του. Έπρεπε να βρει τρόπο να βοηθήσει.

Μεγάλος έμπορος, με καλή φήμη και όνομα καθαρό, ήταν αξιόπιστος στα μάτια των τραπεζών. Έτσι, μια μέρα πήγε και ζήτησε δάνειο. Κι όταν τα χρήματα έφτασαν στα χέρια του, δεν κράτησε ούτε ένα για τον εαυτό του. Τα μοίρασε στους αγρότες. Άλλος πήρε σπόρους, άλλος έστησε πάλι το θερμοκήπιό του, κι άλλος αγόρασε εργαλεία. Σιγά σιγά, σαν να άρχισε να ξεχειμωνιάζει ο τόπος. Τα χωράφια πρασίνισαν ξανά, και οι άνθρωποι πήραν κουράγιο.

Χρόνια αργότερα, καθισμένος στο κατώφλι του, ο Κυριάκος έφερνε στον νου εκείνη την εποχή. Πολλοί δεν του τα επέστρεψαν ποτέ. Άλλοι γιατί δεν μπορούσαν, άλλοι γιατί δεν ήθελαν. Μα εκείνος δεν τους κακολόγησε, ούτε τους κυνήγησε. Του αρκούσε που τους είδε να ξαναστέκονται όρθιοι, να γελούν ξανά, να ξανακάνουν γιορτές στο χωριό. Του αρκούσε που το χαμόγελο γύρισε στα πρόσωπά τους.

Γιατί μερικές φορές, τα πιο ακριβά δανεικά είναι αυτά που δίνονται για να μην επιστραφούν ποτέ.

 

ΑΝΤΙ ΠΙΝΑΚΙΟΥ ΦΑΚΗΣ

Πολλές φορές, όταν ο Κυριάκος πήγαινε στο χωράφι του Τσιάκκου να φορτώσει, τον έβρισκε μελαγχολικό. Καθόταν στη ρίζα της ελιάς, σκυθρωπός, με το βλέμμα χαμένο μακριά, σαν να ταξίδευε σε χρόνους παλιούς. Ο Κυριάκος το πρόσεξε πολλές φορές, και ένα δειλινό, που η σιωπή είχε βαραίνει περισσότερο από άλλες μέρες, τόλμησε να τον ρωτήσει:

-Τι έχεις, θειέ Τσιάκκο, και κάθεσαι έτσι κατσουφιασμένος; Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, μα εσύ όλο βουβός και συλλογισμένος.

Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του αργά. Τα μάτια του βούρκωσαν, μα κράτησε τη φωνή του σταθερή:

– Κυριάκο… βλέπεις αυτό το χωράφι δίπλα; Το πιο γόνιμο αγκουρερό της Πάφου. Τα χώματά του πλούσια, βαρβάτα. Έβγαζε αγκούρια που τα γύρευε όλη η αγορά. Κάποτε… ήταν των γονιών μου.

Έσφιξε τα χείλη, σαν να πάλευε να κρατήσει μέσα του τον πόνο. Μα η μνήμη ξεχύθηκε από μόνη της.

-Να ξέρεις, παιδί μου, δεν το χάσαμε από τεμπελιά ή κακοδιαχείριση. Το χάσαμε… αντί πινακίου φακής.

Και άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία.

Ήταν τότε που η Αγγλική κατοχή βάραινε το νησί. Η τοκογλυφία ανθούσε, και οι άπληστοι τοκογλύφοι είχαν βρει τρόπο να γίνονται αφεντάδες στις περιουσίες των φτωχών. Με τον νόμο στο πλευρό τους, άρπαζαν χωράφια και σπίτια για λίρες ψωροδεκάρες, αφήνοντας οικογένειες ολόκληρες άκληρες, στο έλεος της φτώχειας.

Το κακό βρήκε και τη δική του οικογένεια από το πουθενά. Ο Τσιάκκος, παιδί τότε, σκαρφάλωσε σε μια τρεμυθιά να μαζέψει τρεμίθια. Έβαλε το χέρι μέσα στην κουφάλα να πιαστεί, μα εκεί παραμόνευε φίδι. Το δηλητηριώδες δάγκωμα στο μπράτσο πάγωσε το κορμί του.

Ο πανικός έπεσε στο σπίτι. Η μόνη σωτηρία ήταν ένα αντίδοτο, μια ένεση που ερχόταν τότε από τη Γερμανία. Μία λίρα η καθεμιά. Για να σωθεί, χρειάζονταν δύο. Δύο λίρες ολόκληρες, μα ποιος τις είχε; Ο κύρης του, φτωχός αγρότης, δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Αναγκάστηκε να χτυπήσει την πόρτα του τοκογλύφου της Χλώρακας.

-Δυο λίρες θέλω, είπε. Για το παιδί μου. Θα σου δώσω υποθήκη το χωράφι.

Ο τοκογλύφος χαμογέλασε στραβά. Δυο λίρες για ένα ολόκληρο αγκουρερό… Μα δεν είπε τίποτα. Μόνο έβαλε τον φτωχό πατέρα να υπογράψει.

Έτσι σώθηκε ο μικρός Τσιάκκος. Έζησε, μα το δάχτυλό του έμεινε παράλυτο, να του θυμίζει για πάντα εκείνη τη μέρα. Και κάθε χειμώνα, όταν έπιαναν τα κρύα, ο πόνος στο χέρι του ξαναξύπναγε και μαζί του ξυπνούσε κι η ανάμνηση, το χωράφι που χάθηκε για δυο λίρες.

Ο Τσιάκκος τελείωσε την ιστορία και βόγγηξε βαριά.

-Να τα θυμάσαι, Κυριάκο, έτσι άρπαζαν τις περιουσίες μας, με το χαρτί και τον νόμο στο πλευρό τους. Γιατί, να ξέρεις, δεν υπάρχει πιο πικρό πράμα από το να βλέπεις τον κόπο και τον ιδρώτα των γονιών σου να χάνεται… αντί πινακίου φακής.

Ο Κυριάκος δεν βρήκε λέξεις να πει. Μονάχα κοίταξε το χωράφι το διπλανό, πράσινο και πλούσιο, μα φορτωμένο με τον καημό του Κωστή του Τσιάκκου. Και σκέφτηκε πως μερικές φορές, η αδικία αφήνει πληγές βαθύτερες και από δάγκωμα φιδιού.

 

ΚΑΜΕ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΡΙΞΤΟ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ

Στην άκρια του χωριού, σ’ ένα χαμηλό παλιόσπιτο, ζούσε ένα ζευγάρι φτωχών ανθρώπων. Αποκομμένοι απ’ όλους, είχαν μάθει να πορεύονται με τη μοναξιά, την απλότητα και τη φτώχεια. Ο άντρας δούλευε στις οικοδομές, ιδρωμένος απ’ το χάραμα, ενώ η γυναίκα του ρέντευε το μικρό χωραφάκι που είχαν κληρονομιά στο διπλανό χωριό της Έμπας. Το ξημέρωμα τούς έβρισκε πάντα χωρισμένους, εκείνος στο λεωφορείο για τη δουλειά, εκείνη καβάλα στο γαϊδουράκι για το χωράφι.

Μέσα στο σπίτι έμενε η μοναχοκόρη τους, να κρατάει νοικοκυρεμένο το σπιτικό. Σκούπισμα, πλύσιμο, μαγείρεμα. Ταπεινές δουλειές, μα που έδιναν λίγο νόημα στη μικρή της άχαρη καθημερινότητα.

Ο Κυριάκος, με το φορτηγό του, περνούσε κάθε δείλι απ’ το χωραφάκι, να φορτώσει τις ντομάτες, τα κολοκύθια και τα λάχανα που η γυναίκα έβγαζε με τον ιδρώτα της. Ήταν άνθρωπος πρακτικός και συμπονετικός, το ξέραν όλοι στο χωριό.

Μια μέρα, αργία ήταν, βρήκε το ζευγάρι στο χωράφι. Στεκόντουσαν σκυθρωποί και λυπημένοι, σαν να ’χαν χάσει το παιδί τους.
-Μα τι πάθατε, σαν να σας σκότωσαν το παιδί σας, ρώτησε απορημένος.

Για ώρα έμειναν αμίλητοι, με τα μάτια καρφωμένα στη γη. Έπειτα, με βαριά καρδιά, του άνοιξαν τον πόνο τους.
-Κυριάκο, δεν έχουμε άνθρωπο στον κόσμο. Μας βρήκε συμφορά μεγάλη. Ένας παλιάνθρωπος ξεγέλασε την κόρη μας… την άφησε έγκυο και χάθηκε. Τώρα τι θα απογίνουμε; Σ’ ένα μικρό χωριό σαν τούτο, καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα. Θα μας φάνε τα στόματα των ανθρώπων.

Η φωνή τους έτρεμε, τα μάτια τους γυάλιζαν από ντροπή και απόγνωση.

Ο Κυριάκος έμεινε σιωπηλός. Ήξερε καλά πώς δούλευε η γλώσσα του χωριού, πιο κοφτερή και από μαχαίρι. Έκανε λίγα βήματα, γύρισε και τους είπ,
-Δεν θα σας πω τι να κάνετε. Μα να ξέρετε, εγώ θα σας βοηθήσω. Όσο μπορώ, θα είμαι δίπλα σας.

Η γυναίκα δάκρυσε, ο άντρας τον κοίταξε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη. Ήταν σαν να ’χαν βρει σανίδα σωτηρίας στο πέλαγος.

Και έτσι έγινε. Με λίγη βοήθεια του Κυριάκου, λίγες μέρες μετά, η κόρη έφυγε για την πρωτεύουσα «να σπουδάσει». Από τότε δεν την ξαναείδε ποτέ. Όταν τύχαινε να ρωτήσει τους γονείς, εκείνοι χαμογελούσαν με συστολή:
-Είναι καλά, Κυριάκο… όλα καλά.

Δεν ζήτησε ποτέ λεπτομέρειες. Δεν ήθελε να σκαλίσει. Του αρκούσε να ξέρει πως το κορίτσι στεκόταν όρθιο, μακριά από τις κακές γλώσσες.

Και με μια σιωπηλή ικανοποίηση, απ’ αυτές που δεν φωνάζονται ούτε διαλαλούνται. Δεν γύρευε ευχαριστώ, μήτε ανταπόδοση. Ήξερε πως το καλό, όταν γίνεται με την καρδιά, δεν χρειάζεται μάρτυρες ούτε χειροκρότημα, είναι σαν τον σπόρο που χάνεται στη γη και όμως, χωρίς να το δεις, βγάζει καρπό.

Και  καμιά φορά, όταν γύριζε κουρασμένος στο σπίτι του, συλλογιζόταν πως λίγοι άνθρωποι είναι τυχεροί να νιώσουν εκείνη τη γλυκιά γαλήνη που αφήνει μέσα τους μια πράξη αγνή.

Του αρκούσε μόνο πως το κορίτσι είχε σωθεί από την κατακραυγή και οι γονείς της κοιμούνταν πια ήσυχοι. Του αρκούσε πως έκαμε το καλό και ύστερα το έρίξε στο γιαλό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11: ΜΠΟΥΑΤ ΟΡΦΕΑΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΤΕΜΗΣ

Ο Ανδρέας Αρτέμης είναι μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής και πνευματικής ζωής στη Πάφο. Δεν είναι μόνο μεγάλος συνθέτης, αλλά και άνθρωπος με καλλιτεχνικό ήθος και ξεχωριστή προσωπικότητα. Με βαθιά ευαισθησία έστεκε απέναντι στην ανθρώπινη ψυχή καθώς ο ίδιος είχε αγνή ψυχή.

Γεμάτος από αυτά τα συναισθήματα, έβλεπε την τέχνη σαν καταφύγιο από την ασχήμια της κοινωνίας, και αυτό αποτυπωνόταν στην ποίηση και στη μουσική του, που συνδύαζαν το ονειρικό με το ρεαλιστικό.

Ήταν άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα και άκαμπτη στάση απέναντι σε ό,τι θεωρούσε ψεύτικο ή ευτελές. Δεν δίσταζε να συγκρουστεί με τα κατεστημένα, είτε καλλιτεχνικά είτε προσωπικά. Είχε χιούμορ, αυτοσαρκασμό, αλλά και μια αυστηρότητα που πολλές φορές σόκαρε. Ταυτόχρονα, πίσω από αυτήν την αυστηρότητα έκρυβε μια μεγάλη τρυφερότητα.

Η συμπεριφορά του ήταν συχνά αντισυμβατική. Αρνιόταν να γίνει μέρος της βιομηχανίας του θεάματος ή να ενταχθεί σε ρόλους που δεν του ταίριαζαν. Μιλούσε πάντα με ειλικρίνεια, ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις. Στους φίλους και στους συνεργάτες του έδειχνε γενναιοδωρία, ενώ με το κοινό του ήταν αυστηρά απαιτητικός. Ζητούσε προσοχή, σεβασμό και αληθινό ενδιαφέρον.

Η μουσική του δεν έμπαινε σε κουτιά. Ακροβατώντας ανάμεσα στη κλασσική παράδοση και τη λόγια δυτική μουσική, δημιουργούσε εντελώς δικούς του δρόμους. Έγραψε τραγούδια παραδοσιακά, και κύκλους τραγουδιών που μοιάζουν με μικρές ποιητικές συλλογές.

Η μουσική του είναι λυρική, ποιητική, μελαγχολική αλλά και φωτεινή, γεμάτη χρώματα και αντιθέσεις. Βαθιά προσωπική, αλλά ταυτόχρονα παγκόσμια και διαχρονική. Γεμάτη λυρισμό, φαντασία και αλήθεια.


Όταν πια οι επιχειρήσεις του Κυριάκου είχαν στεριώσει και δεν χρειάζονταν πια ταξίδια και ξενύχτια, αποφάσισε -για την τέρψη τη δική του και της γυναίκας του- να ανοίξει μια μπουάτ με ζωντανή μουσική. Έστησε ένα φιλόξενο στέκι, που πολύ γρήγορα γέμισε θαμώνες. Οι παλιοί του πελάτες τον στήριξαν, και με το λαϊκό τραγούδι να κυλάει στις νύχτες, ο χορός και η διασκέδαση δεν άργησαν να κάνουν φήμη. Τόσο που κάθε βράδυ το μαγαζί να σφύζει από κόσμο.

Μια μέρα, ανάμεσα στους θαμώνες, καθόταν μόνος του ένας άντρας. Ήσυχος, προσηλωμένος, άκουγε το μπουζούκι να σπαράζει με ρεμπέτικα, χασικλίδικα και βαριά λαϊκά άσματα. Ο Κυριάκος, που πρόσεξε τη μοναχική του φιγούρα, τον πλησίασε και έπιασε κουβέντα. Ο ξένος τού εκμυστηρεύτηκε πως ήταν μουσικός και πως μόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα.

-Θέλεις να μας παίξεις λίγο; τον ρώτησε ο Κυριάκος.

Και εκείνος ανέβηκε στη σκηνή, κρατώντας μόνο την κιθάρα του. Όταν άρχισε να τραγουδά, η φωνή του γέμισε τον χώρο μελωδίες αλλιώτικες, ποιητικές, γεμάτες ποιότητα και συναίσθημα. Το κοινό σώπασε μαγεμένο, και ο Κυριάκος ένιωσε να του ανοίγεται ένας άλλος κόσμος. Εντυπωσιασμένος, του πρότεινε συνεργασία.

Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια δυνατή καλλιτεχνική συντροφιά, που κράτησε χρόνια. Και έτσι ο Κυριάκος μυήθηκε στην έντεχνη και ποιοτική μουσική -το είδος του ελληνικού τραγουδιού που συνδυάζει την ποίηση με τη μελωδία και ανυψώνει το τραγούδι σε ανώτερο καλλιτεχνικό επίπεδο. Από τότε υποσχέθηκε στον εαυτό του  ότι ως το τέλος της ζωής του, δεν θα άκουγε τίποτε άλλο

 

Ο ΙΕΡΟΣ ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Ο Κάμπελ είπε πως ο ιερός τόπος του ανθρώπου είναι εκεί όπου μπορεί να βρίσκει τον εαυτό του, ξανά και ξανά.

Για τον Κυριάκο, αυτός ο τόπος ήταν η μπουάτ του. Μετά από κάθε κουραστική εβδομάδα, άνοιγε το μαγαζί όχι για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό του. Ήταν ο χώρος όπου ένιωθε ολόκληρος, αυθεντικός, ήρεμος. Εκεί, ανάμεσα στα φώτα που χαμήλωναν και στις χορδές της κιθάρας του Ανδρέα που δονούσαν τον αέρα, έβρισκε το νόημα της ύπαρξής του.

Η δουλειά του σαν πράτης ήταν σκληρή, δύσκολη, εξαντλητική. Η γυναίκα του, πάντα στο πλευρό του, δεν παραπονιόταν ποτέ. Μα και εκείνη είχε ανάγκη από ανάσα. Έτσι, αποφάσισαν να φτιάξουν κάτι δικό τουςένα μικρό καταφύγιο με ζωντανή μουσική, για να περνούν τα Σάββατά τους με ψυχή και τραγούδι.

Το άνοιξαν τον Φεβρουάριο του 1991. Το ονόμασαν μπουάτ «Ορφέας».
Χαμηλός φωτισμός, μαλακά καθίσματα, ήχοι που δεν ξεπερνούσαν τη φωνή της καρδιάς. Στους τοίχους, ζωγραφιές από καλλιτέχνες φίλους. Στις παρέες, άνθρωποι που αγαπούσαν το καλό τραγούδι και το λίγο κρασί.

Το εγχείρημα ήταν ριψοκίνδυνο, μα πέτυχε. Ο Ορφέας έγινε φήμη πέρα από τη Χλώρακα, πέρα από την Πάφο. Ένας τόπος ζεστός, ανθρώπινος, που μάζευε κόσμο από όλη την Κύπρο και την Ελλάδα. Ένα μαγαζί που χάριζε τέρψη και κέρδος μαζί.

Μα, όπου υπάρχει φως, γεννιέται και φθόνος. Κάποιοι δεν άντεξαν την επιτυχία του Κυριάκου. Ένας απ’ αυτούς, ίσως αντίζηλος, αδίστακτος, αποφάσισε να του κάνει κακό. Έστειλε ένα βράδυ τρεις πληρωμένους να ταράξουν τη γαλήνη του μαγαζιού.

Άρχισαν να φωνάζουν, να διαμαρτύρονται για ανύπαρκτα προβλήματα, να ενοχλούν τους άλλους. Είπαν πως το γκαρσόνι άργησε, πως τα ποτά ήταν νοθευμένα. Μα ο Κυριάκος κατάλαβε. Δεν ήταν πελάτες, ήταν όργανα άλλου.

Με ψυχραιμία τούς πλησίασε, τους μίλησε, και όταν είδε πως δεν έμπαινε λογική, τους οδήγησε έξω. Μα από το παράθυρο είδε πως τηλεφωνούσαν και φωνασκούσαν. Κατάλαβε πως θα γύριζαν πίσω.

Εκείνη την στιγμή ο Ανδρέας Αρτέμης ο τραγουδιστής, η ψυχή του μαγαζιού, τραγουδούσε το Κρητικό τραγούδι «βάνω καυγά στη σκέψη μου». Ο Κυριάκος μέσα στην ανυσηχία του χαμογέλασε αδρά, και σκέφτηκε πως αυτό δεν ήταν σύμπτωση, αλλά ήταν του διαβόλου. Και αποφάσισε πως θα τον εξορκίσει.

Δεν ήταν άνθρωπος του καβγά, αλλά ούτε και τον φοβόταν. Η ζωή τον είχε μάθει πως όποιος κάνει πίσω από φόβο, μένει για πάντα χαμένος. Άρπαξε τότε το ρόπαλο που κρατούσε για ώρα ανάγκης, και στάθηκε στην πόρτα. Έκλεισε το ένα φύλλο, να μπαίνουν ένας-ένας.

Ο πρώτος έπεσε με το πρώτο χτύπημα. Ο δεύτερος τον ακολούθησε. Ο τρίτος, βουνό ολόκληρο από μύες και κόκαλα, σωστό ντουβάρι, δεν έπεσε, όρμησε πάνω του. Τον άρπαξε, τον έριξε κάτω. Για μια στιγμή, ο Κυριάκος ένιωσε πως όλα τέλειωσαν.

Και εκεί, μέσα στη βοή του μαγαζιού, είδε τη γυναίκα του να ορμά. Άρπαξε το ρεμάλι από τα μαλλιά, τον τράβηξε με δύναμη, και ο Κυριάκος πρόλαβε να σηκωθεί. Σήκωσε το ρόπαλο και χτύπησε. Μια φορά. Δεύτερη. Ο άντρας κλονίστηκε, υποχώρησε. Και ζαλισμένοι και οι τρεις, βγήκαν έξω παραπατώντας. Δεν ξαναγύρισαν ποτέ.

Οι πελάτες είχαν μείνει άφωνοι. Κανείς δεν μίλησε, κανείς δεν επενέβη. Μα όταν όλα τέλειωσαν, πλησίασαν τον Κυριάκο, του έσφιξαν το χέρι.
-Καλά έκανες, του είπαν, τέτοιοι δεν αξίζουν να πατούν σ’ αυτόν τον τόπο.

Το βράδυ, μετά που έκλεισαν, η ανησυχία σκίαζε τα πρόσωπά τους. Φοβήθηκαν μήπως τα νέα διαδοθούν, μήπως χαλάσει η φήμη του μαγαζιού. Μα λίγες μέρες αργότερα, στο παζάρι, άκουσαν να λένε άλλαπως ο Ορφέας είναι μαγαζί για καλό κόσμοπως εκεί νιώθεις ασφάλεια, γιατί ο Κυριάκος φυλάει τον τόπο του σαν ιερό.

 

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 30 ΧΡΟΝΙΑ

Ο Κυριάκος ήταν μαθητής όταν η καρδιά του άρχισε να χτυπάει με δικό της ρυθμό, ανεξάρτητο από κάθε λογική. Η ντροπή και η παιδική ηθική τον κράταγαν δεμένο, φοβόταν την άρνηση, το «όχι», πιο πολύ κι από το σκοτάδι που σκέπαζε τα βράδια το χωριό. Και όμως, εκείνη η πρώτη ματιά ήταν σαν κεραυνός που έσπασε τη γαλήνη του κόσμου του.

Τα μάτια της είχαν φως που έκανε τη μέρα πιο φωτεινή. Ένα χαμόγελο που του γέμιζε την ψυχή με άνοιξη. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σαν να ήθελε να ξεφύγει από το στήθος του και να την αγκαλιάσει. Αλλά η ντροπή τον κράτησε σιωπηλό. Οι μέρες περνούσαν, και κάθε συνάντηση γεννούσε μια μικρή ελπίδα.

Την γνώρισε σιγά-σιγά, σαν ψίθυρο που ταξιδεύει με τον άνεμο. Μοιράστηκαν γέλια, μυστικά, στιγμές που για τους άλλους ήταν ασήμαντες, αλλά για τον Κυριάκο ήταν ολόκληρος κόσμος. Κάθε λέξη της, κάθε φράση, κάθε βλέμμα, γέμιζε την καρδιά του με φως και ταυτόχρονα με πόνο. Γιατί η αγάπη του έμενε κρυφή, σαν λουλούδι που ανθίζει στο σκοτάδι.

 

Κάθε μέρα, μετά το σχολείο, ο Κυριάκος καβαλούσε το ποδήλατό του και κατέβαινε στην πόλη για να τη δει. Την περίμενε, υπομονετικά, με καρδιά γεμάτη προσμονή. Περπατούσαν μαζί στα σοκάκια, κουβεντιάζοντας για τα πάντα, εκτός από τον έρωτα που έκαιγε μέσα του. Οι καρδιές τους τραγουδούσαν σιωπηλά, και ονειρευόταν μια αγάπη που δεν τόλμησε ποτέ να εκφράσει.

Και ένιωθε πως κάθε στιγμή μαζί της ήταν ένα μικρό θαύμα. Η φιλία τους ήταν γεμάτη φως, αλλά πίσω από αυτό υπήρχε μια σιωπηλή θλίψη, η θλίψη της αγάπης που δεν έχει όνομα.

Πίστευε πως δεν ήταν αρκετός, πως μια κοπέλα σαν εκείνη, η ωραιότερη και πιο λαμπερή του σχολείου, δεν θα μπορούσε ποτέ να κοιτάξει έναν απλό νεαρό από το χωριό. Και κάθε μέρα επέστρεφε στο σπίτι του με το μυαλό του γεμάτο από εκείνην, σαν ένα φως που ακολουθεί το ποτάμι της μοναξιάς του.

 

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα και αδυσώπητα. Τελείωσαν το σχολείο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Κυριάκος ακολούθησε μονοπάτια γεμάτα υποχρεώσεις, ξενητιά, δουλειά, οικογένεια, και εκείνη ακολούθησε τα δικά της, σπουδές, δουλειές, δημιουργώντας μια ζωή γεμάτη φως και άνεση.

Η αγάπη τους έμεινε αναστεναγμός ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, σαν άνεμος που περνάει ανάμεσα από δέντρα χωρίς να αφήνει ίχνη. Οι στιγμές που είχαν ζήσει παρέμεναν ζωντανές μέσα τους, σαν σκιές που φωτίζονται μόνο από τη μνήμη. Και όμως, μέσα σε κάθε ανάμνηση, μέσα σε κάθε μοναχική νύχτα, υπήρχε η γλυκεια εκείνη ανάμνηση σαν μια φωνή που ψιθυρίζει μέσα στο σκοτάδι. Η καρδιά του Κυριάκου, ακόμα και μετά από δεκαετίες, χτυπούσε για εκείνην σαν την πρώτη φορά που την είδε.

 

Τα δεκαεφτά τους χρόνια έγιναν πενήντα, και η μοίρα τους έφερε ξανά κοντά. Μια νύχτα, η πόρτα του μαγαζιού του Κυριάκου άνοιξε, και μπήκε μέσα εκείνη. Το μισοσκόταδο αγκάλιαζε τους τοίχους, και η κιθάρα του Ανδρέα Αρτέμη σιγοτραγουδούσε μελωδίες από παλιά χρόνια, σαν ψίθυρους που είχαν χαθεί στον χρόνο.

Κάθισαν στο ίδιο τραπέζι. Οι λέξεις τους έπεφταν σαν πέταλα λουλουδιών σε ήρεμο ποτάμι, και οι καρδιές τους άνοιξαν σαν παράθυρα σε μυστικά που είχαν φυλαχτεί δεκαετίες. Συμφώνησαν σε μια αλήθεια που είχε παραμείνει κρυφή: αγάπησαν ο ένας τον άλλο, αλλά ποτέ δεν τόλμησαν. Η αγάπη τους παρέμεινε πλατωνική, μυστική, ακατάλυτη, αλλά σαν φως που δεν σβήνει, ακόμη και όταν τα χρόνια περνούν.

 

Ήταν πλέον αργά. Όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά γιατί οι ζωές τους ανήκαν σε άλλους. Και όμως, εκείνο το βράδυ, μέσα στη μουσική και στο μισοσκόταδο, ένιωσαν ξανά τη ζεστασιά μιας πρώτης αγάπης που δεν ξεθώριασε ποτέ.

Μια αγάπη αιώνια, νοσταλγική, ανεξίτηλη σαν τον πρώτο ήλιο που ανατέλλει, που δεν ξεχνά τους έρωτες της νιότης, σαν το τραγούδι που ηχεί μέσα μας για πάντα, και ας σιώπησαν τα χείλη που το ψιθύριζαν.

Οι αναμνήσεις χόρευαν ακόμα στις ψυχές τους, και η αγάπη που δεν τόλμησαν να εκφράσουν, ήταν σαν φλόγα που δεν σβήνει ποτέ. Μια αγάπη που δεν απαιτεί χρόνο, ούτε χώρο, ούτε λόγια, μια αγάπη αληθινή, ανεξίτηλη, αξέχαστη.


 Ο ΝΙΚΟΛΑΣ

Τον έλεγαν Νικόλα. Ήταν από τους ανθρώπους που όταν μπαίνουν σε ένα χώρο, αλλάζει το κλίμαΌμορφος, με βλέμμα που χωρούσε τα πάνταειρωνεία, τρυφερότητα, και κάτι σκοτεινό, σαν υπόγειο ρεύμα που διεισδύει στα ενδότερα της ψυχής. Άνθρωπος ανύσηχος, δεν αντεχε την ρουτίνα, αλλά περισσότερο δεν αντεχε την βλακεία.

Στην μπουάτ “Όρφεας”, εκεί που μάζευε ανθρώπους με τραγούδια, κουβέντες και κρασί, βρήκε ένα είδος γαλήνης. Εκεί τον γνώρισαν όλοι και τον αγάπησαν. Είχε έναν τρόπο να μιλά που σε έπειθε ότι η ζωή είχε νόημα, ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν το πίστευε. Οι άντρες τον θαύμαζαν, οι γυναίκες τον ερωτεύονταν, και όλοι ένιωθαν λίγο πιο έξυπνοι, πιο ζωντανοί, όταν τον είχαν κοντά τους.

Ο Νικόλας ήξερε γράμματα πολλά. Αν και πολύ νέος, ειχε δοκτοράτα και διπλώματα. Μιλούσε για ποίηση, για αναρχία, για την ελευθερία του νουμα η ελευθερία που αναζητούσε δεν ήταν επιφανιακη, ήταν εσωτερική, σχεδόν μεταφυσική. Ήθελε να σπάσει τα δεσμά του κόσμου, όχι με επανάσταση, αλλά με κατανόηση. Και εκεί, κάπου, χάθηκε. Γιατί όποιος βλέπει τα πάντα, δύσκολα αντέχει να μείνει.

Χρόνια πριν είχε δοκιμάσει να φύγει. Είχε κατέβει στις θαλασσινές σπηλιές, εκεί που το φως μέχρι τον ορίζοντα γίνεται γαλάζιο και το σκοτάδι μαλακό, και παραδόθηκε στη σιωπή του νερού. Τον έσωσαν τότε τυχαία, παρά τη θέλησή του. Έπειτα, όλοι νόμισαν πως το ξεπέρασε καθώς στο περιβάλλον του “Όρφεα” χαμογελούσε πιο συχνά, γελούσε με την παρέα, έγραφε, ταξίδευε, ερωτευόταν. Κανείς δεν ήξερε πως απλώς ανέβαλε το τέλος, δεν το ακύρωσε.

Όταν γύρισε από την Αθήνα, κάτι είχε αλλάξει. Ήταν πιο ήσυχος, πιο ευγενικός, σαν άνθρωπος που έχει κλείσει λογαριασμούς. Οι φίλοι του δεν το κατάλαβανή δεν θέλησαν να το δουν. Είχε έναν τρόπο να σε κοιτάζει που σε έκανε να σωπαίνεις, να τον εμπιστεύεσαι, ακόμη και στον θάνατο. Τους είπε, σχεδόν τρυφερά, πως ήρθε η ώρα. Και εκείνοι, αντί να ουρλιάξουν, τον ακολούθησαν σαν να συμμετείχαν σε μια παράξενη ιεροτελεστία. Τον ξύρισαν, τον έντυσαν, τον στόλισαν.

Ήταν χαράματα όταν ο Νικόλας στάθηκε στο χείλος του γκρεμού στον μακρινό Ακάμα. Το φως της αυγής έλουζε το πρόσωπό του, κι έμοιαζε να χαμογελά. Δεν υπήρχε οδύνη, μονάχα ηρεμία. Μια τελευταία ανάσα, και ύστερα βουτιάόχι πτώση, μα πτήση προς την απόλυτη σιωπή.

Την είδηση τη μάθανε αργότερα, εκεί στον “Όρφεα”. Κανείς δεν μίλησε για μέρες. Η καρέκλα του έμεινε άδεια, το ποτήρι του άθικτο. Μόνο τα τραγούδια που αγαπούσε ακουγόντουσαν πιο βαριά, πιο αληθινά.

Και όσοι τον γνώρισαν, δεν τον ξέχασαν ποτέ. Έλεγαν πως ο Νικόλας δεν αυτοκτόνησεαπλώς ολοκλήρωσε την απορία του για τη ζωή. Έφυγε όπως έζησε. Με ευγένεια, με ομορφιά και με το ίδιο εκείνο βλέμμα που έβλεπε λίγο παραπέρα απ’ όλους τους άλλους.
Και όπως έφυγε, άφησε πίσω του μια σιωπή που δεν ήταν κενή, ήταν γεμάτη από τις συζητήσεις που είχε ανοίξει, τις νύχτες που είχε φωτίσει με τη φωνή του, και τις ψυχές που είχε αγγίξει χωρίς να το ξέρει.
Στον “Όρφεα”, οι άνθρωποι συνέχισαν να μαζεύονται, αλλά πια υπήρχε μια κενή θέση, μια ανάμνηση που φώτιζε κάθε τραγούδι και κάθε κρασί. Και εκείνοι που τον αγάπησαν κατάλαβαν πως ο Νικόλας δεν έφυγε για να ξεφύγει, έφυγε για να μείνει για πάντα μέσα τους, σαν μια φωτεινή, ακατανίκητη σκιά, σαν η ίδια η ζωή που τους υπενθύμιζε να βλέπουν πέρα από τα φανερά.

Και έτσι, ο Νικόλας παρέμεινε σαν ψίθυρος ανάμεσα σε νότες και λέξεις, σαν ένα φως που δεν σβήνει ποτέ, ένας Νικόλας που θα συνεχίσει να αλλάζει τα κλίματα κάθε χώρου, ακόμα και αν δεν βρίσκεται πια εκεί.

ΕΞΩ ΚΟΥΚΛΑ, ΜΕΣΑ ΠΑΝΟΥΚΛΑ

Μόλις την αντίκρισε, νόμισε πως έβλεπε την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο.
Μια γυναίκα που όλοι τη θέλουν, μα κανείς δεν την έχει. Που όσοι την κοιτάζουν νιώθουν κάτι να τους κυριεύει, μια ορμή, μια ανάγκη να την κάνουν να τους προσέξει. Ήταν η γυναίκα των ονείρων όλων των ανδρών.

Μόλις μπήκε στο μαγαζί, του τράβηξε αμέσως την προσοχή. Είχε κάτι το διαφορετικό. Ήταν εντυπωσιακή, πανέμορφη, και ο τρόπος που κινούνταν στον χώρο τον μαγνήτισε ακαριαία.
Ένιωσε έναν απέραντο θαυμασμό. Μόνο με ένα της βλέμμα τον έκανε να χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Σκέφτηκε πως τον πρόσεξε, πως ίσως και εκείνη ένιωσε το ίδιο, ότι το ήθελε, πως θα τον πλησίαζε.
Αλλά δεν το έκανε.

Τον κοίταξε μόνο μια φορά, φευγαλέα, και ύστερα κάθισε σ’ ένα τραπέζι μόνη της και παρήγγειλε στο γκαρσόνι.
Ήταν τόσο όμορφη και εντυπωσιακή, που όλοι στη μπουάτ γύρισαν να την κοιτάξουν.
Φορούσε μια κοντή φούστα που άφηνε τις καλλίγραμμες γάμπες της να μοιάζουν με γλυπτά του Φειδία, όχι πρόστυχα, αλλά αγνά, σαν έργα καθαρής ομορφιάς.
Τα μάτια της, αμυγδαλωτά και κατάμαυρα, εξέπεμπαν έναν μαγνητισμό που δεν μπορούσε κανείς να αγνοήσει.

Ήταν μια πρώτη, δυνατή εντύπωση που του κίνησε το ενδιαφέρον. Σκέφτηκε πως αυτή ήταν η γυναίκα που όλοι θα ήθελαν, μια γυναίκα ικανή μόνο με την ομορφιά της να κυριεύσει τον κόσμο.

Δίπλα του, η γυναίκα του τον σκούντησε δυνατά και τον αγριοκοίταξε. Αμέσως συνήλθε. Γεμάτος ενοχές, γύρισε στη δουλειά του.

Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Πέρασαν τα χρόνια. Η γυναίκα του αρρώστησε και πέθανε. Έκλεισε τότε το μαγαζί, δεν άντεχε πια. Ήταν το δεξί του χέρι, η σύντροφός του, μαζί είχαν ζήσει στιγμές ανεπανάληπτες, γεμάτες μουσική και συγκίνηση.
Κάθε γωνιά του χώρου του τη θύμιζε. Και μόνο η ανάμνησή της τον έθλιβε και τον πλήγωνε.

Νοίκιασε το μαγαζί σε διάφορους, μα κανείς δεν μπόρεσε να του ξαναδώσει την παλιά του αίγλη, Τη σοβαρή διασκέδαση, τον καλό κόσμο, το ήσυχο περιβάλλον και τη ποιοτική μουσική, τη διεισδυτική, εκείνη που ευφραίνει τις αισθήσεις και γαληνεύει την ψυχή.
Ο ένας μετά τον άλλον τα παρατούσαν και έφευγαν. Ωστόσο, με όλους οι συναλλαγές του Κυριάκου ήταν άψογες. Κανείς δεν προσπάθησε να τον ξεγελάσει, όλοι πλήρωναν και αποχωρούσαν με κοινή συναίνεση.

Ένας από τους λόγους της αποτυχίας ήταν η επιμονή του Κυριάκου να συνεχίσει το μαγαζί όπως παλιά. Οικογενειακό, με καλή και ποιοτική μουσική, λογικές τιμές και ευγενικό κοινό. Ήξερε πως ο κόσμος είχε αλλάξει. Πως προτιμούσε τα «χοροπηδάδικα», τις δυνατές καταστάσεις, τον θόρυβο και τα φώτα. Και όμως, προτιμούσε να χάνει νοίκια παρά να βλέπει τη μπουάτ του να καταντά σκυλάδικο και να χάνει το καλό όνομα που ο ίδιος, με κόπο και θυσίες, είχε χτίσει.

Πέρασε καιρός, και το μαγαζί παρέμενε ξενοίκιαστο. Πολλοί ενδιαφέρθηκαν, μα μόλις άκουγαν τους όρους έφευγαν απογοητευμένοι. Ένα μεσημέρι, έξω από τις αποθήκες, σταμάτησε μια κούρσα, ένα BMW. Ο Κυριάκος την είδε από μακριά και αμέσως η καρδιά του σκίρτησε. Ήταν εκείνη. Η όμορφη γυναίκα, η ίδια που χρόνια πριν, όταν μπήκε στο μαγαζί του, τον είχε μαγέψει με μια μόνο ματιά.

Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε αργά. Από μέσα βγήκε εκείνη, ίδια και όμως αλλιώτικη. Τα χρόνια είχαν περάσει, μα η χάρη της έμενε αναλλοίωτη, σαν να την είχε αγγίξει μόνο ο χρόνος, όχι η φθορά. Φορούσε ένα απλό φόρεμα, και όμως πάνω της έμοιαζε σαν κάτι ακριβό, σαν κομμάτι από παλιά φωτογραφία που δεν ξεθωριάζει ποτέ.

Ο Κυριάκος έμεινε ακίνητος. Την κοίταζε χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σαν να ξαναζούσε εκείνη τη νύχτα που την πρωτοείδε να μπαίνει στη μπουάτ. Μόνο που τώρα δεν ήταν ο νέος άντρας που τότε γελούσε πίσω από το μπαρ, ήταν ένας κουρασμένος άνθρωπος, με μάτια γεμάτα αναμνήσεις.

Τον πλησίασε και χαμογέλασε δειλά, σαν να ήξερε πως άφηνε πίσω της χρόνια σιωπής.
-Καλησπέρα, κύριε Κυριάκο. Θυμάστε;
Η φωνή της ήταν γλυκιά, λίγο σπασμένη, αλλά είχε μια μουσικότητα που δεν ξεχνιέται.
Εκείνος κατάπιε δύσκολα.
-Πώς να μη θυμάμαι… ψιθύρισε, και έγειρε το κεφάλι, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση.

Εκείνη κοίταξε το μαγαζί απέναντι, τα σκονισμένα τζάμια και την ταμπέλα που είχε ξεθωριάσει.
-Άλλαξε πολύ… είπε σιγανά.
-Όπως κι εμείς, απάντησε ο Κυριάκος.

Για λίγο δεν μίλησαν, μόνο κοιτάζονταν. Έπειτα εκείνη έκανε ένα βήμα πιο κοντά.
-Θα ήθελα να το νοικιάσω, είπε.
Ο Κυριάκος την κοίταξε με απορία,

-Να το νοικιάσεις; Εσύ;
Εκείνη χαμογέλασε.

-Ναι. Θέλω να το ξανανοίξω. Με μουσική. Καλή μουσική, όπως τότε.
Ο Κυριάκος ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Δεν ήξερε αν έβλεπε όνειρο ή αν πράγματι στεκόταν μπροστά του η γυναίκα που για χρόνια στοίχειωνε τις σκέψεις του, ζητώντας τώρα να αναστήσει ό,τι κι εκείνος είχε χάσει.

Την επόμενη βδομάδα υπέγραψαν, ή έτσι νόμιζε ο Κυριάκος. Έδωσε τα κλειδιά, έκανε ό,τι χρειαζόταν για τα χαρτιά, με την ελπίδα πως ίσως, με κάποιο τρόπο, θα γύριζε το ρολόι πίσω.

Αυτή όμως είχε άλλα σχέδια.

Μέσα σε λίγες μέρες η ατμόσφαιρα του χώρου άλλαξε. Τα φωτιστικά έγιναν πιο χαμηλά, τα τραπέζια μετακινήθηκαν, η μουσική ανέβηκε σε τόνους που ο Κυριάκος δεν άντεχε. Το μαγαζί μετατράπηκε γρήγορα σε ό,τι αυτός φοβόταν περισσότερο, ένα σκυλάδικο, γεμάτο φωνές και υποσχέσεις που σκόρπιζαν την παλιά αξιοπρέπεια. Οι πελάτες του παλιού κύκλου δεν εμφανίστηκαν, κι αν εμφανίστηκαν έφυγαν με αποστροφή.

Η γυναίκα παραβίασε τους όρους της συμφωνίας. Δεν πλήρωνε τα ενοίκια όπως ήταν συμφωνημένο, και όταν την κάλεσε να συμμορφωθεί ή να εγκαταλείψει, δεν απαντούσε ευθέως. Η συμπεριφορά της έγινε επιθετική. Δεν έφευγε από τον χώρο, έκανε αλλαγές, επέβαλε δικούς της κανόνες.

Σύντομα, αντί να ξαναδώσει ζωή σ’ έναν χώρο πολιτισμού, τον γέμισε με ανθρώπους από τα πιο σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Ανθρώπους που δεν φοβούνταν να χρησιμοποιήσουν βία για να κατοχυρώσουν συμφέροντα. Ήρθαν μαζί της άντρες με βαρύ παρουσιαστικό και η φήμη του μαγαζιού άλλαξε. Ψίθυροι για μπράβους, για δουλειές παρασκηνίου, για «προστασία». Οι συζητήσεις έξω από το μαγαζί έγιναν σκληρές.

Ο Κυριάκος βρέθηκε στο στόχαστρο. Απειλές, τηλεφωνήματα με σιωπές που προκαλούσαν φόβο, προειδοποιήσεις να μην μπλέξει. Μέσα από την πόρτα που κάποτε άνοιγε σε νότες και χαμόγελα τώρα υπήρχαν σκιάχτρα και φωνές που διψούσαν για παράνομη δύναμη.

Μα ο Κυριάκος δεν ήταν απλώς ένας κουρασμένος ιδιοκτήτης. Ήταν έξυπνος, είχε ζήσει πολλές νύχτες σ’ αυτόν τον χώρο, είχε ταξιδέψει ως ναυτικός και είχε δουλέψει ως έμπορος, και ήξερε τους ανθρώπους, τα πρόσωπα και τα ψέματα όλων των ειδών. Δεν παρέδωσε την ψυχή του. Αντίθετα, άρχισε να μαζεύει κομμάτια. Πληροφορίες, αποδείξεις, ιδέες, και να σχεδιάζει πώς θα νικούσε τους παράνομους χωρίς να γίνει ο ίδιος παράνομος, χωρίς να μπλεχτεί και χωρίς να ρισκάρει τη ζωή του.

Σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τον τρόπο της. Την αδιόρατη πίεση, την ασφυξία που προκαλεί η καθημερινή φθορά, αλλά χωρίς κανένα άμεσο πάτημα από εκείνον. Είχε χρήματα. Μπορούσε να ξοδέψει για να θέσει τέλος στην όλη κατάσταση, να την κάνει να φύγει μόνη της, χωρίς να την αναγκάσει και χωρίς ο ίδιος να εκτεθεί.

Ρώτησε, έμαθε και τηλεφώνησε σε μια εταιρεία ασφαλείας και νομικών υπηρεσιών. Περιέγραψε ήρεμα το πρόβλημα και ζήτησε έναν νόμιμο τρόπο. Στην αρχή οι άνθρωποι της εταιρείας του πρότειναν ακραίες, παράνομες επιλογές όπως βία, εκφοβισμό, λύσεις που ο ίδιος απέρριψε αμέσως.
-Όχι, τους είπε. Δεν θέλω παρανομίες. Θέλω νόμιμες ενέργειες. Καταγγελίες, επιθεωρήσεις, πρόστιμα. Να λειτουργήσετε μέσα στο γράμμα του νόμου.

Καταρτίστηκε ένα σχέδιο που βασιζόταν στην επίμονη, νόμιμη πίεση. Κάθε βράδυ άνθρωποι της εταιρείας κατέθεταν καταγγελίες για παραβάσεις, ενημέρωναν τις αρμόδιες υπηρεσίες, προκαλούσαν ελέγχους και καταγραφές που μεταφράζονταν σε πρόστιμα. Το πρώτο πρόστιμο ήταν 330 ευρώ, το δεύτερο 700, και κάθε φορά περισσότερο, όπως ανέβαινε και η γραφειοκρατική αλυσίδα που έκανε την καθημερινότητα του μαγαζιού αβίωτη.

Η γυναίκα αντέδρασε στην αρχή με θράσος και ύβρεις. Φώναζε, απειλούσε, έψαχνε παραθυράκια. Όμως οι έλεγχοι συνεχίζονταν. Οι μέρες γέμιζαν χαρτιά, ρητές εντολές συμμόρφωσης, διοικητικά βάρη και νέες επιβαρύνσεις. Η λάμψη που είχε φέρει γρήγορα μαράθηκε μπροστά στην κουραστική ασφυκτική αλήθεια του αριθμού  των εξόδων, στις γραφειοκρατικές διαδικασίες, και τις επαναλαμβανόμενες απώλειες.

Σε λίγες μέρες μάζεψε τα μπαγκάζια της και έφυγε. Δεν υπήρξε δράση ηρωική, ούτε σκηνή εκδίκησης. Μόνο η αργή, ήσυχη φθορά ενός ψεύτικου μεγαλείου που σωριάστηκε από το ίδιο του το βάρος.
Ο Κυριάκος στεκόταν στην πόρτα του γραφείου του, κοιτάζοντάς τη να απομακρύνεται. Δεν ένιωσε χαρά ούτε εκδίκηση, μόνο μια βαθιά, κουρασμένη ανακούφιση. Ο χώρος του είχε σωθεί, καθαρός πια από τη σκιά της.

Και όταν η νύχτα απλώθηκε πάνω από τη μπουάτ, μπήκε μέσα αργά, σαν να περνούσε σε ναό παλιό. Άναψε τα φώτα ένα ένα, και ο ζεστός φωτισμός ξαναζωντάνεψε τους τοίχους, τα τραπέζια, τα σημάδια μιας άλλης εποχής.
Έβαλε το μαγνητόφωνο να παίξει. Μια παλιά κασέτα, ελαφρώς θαμπή από τα χρόνια, και ο χώρος γέμισε από νότες γνώριμες, μα όχι πια πονεμένες.
Ήταν σαν να ξυπνούσε κάτι που είχε αποκοιμηθεί μέσα του. Η ψυχή του μαγαζιού, καθαρή και ήρεμη.

Η νίκη του δεν είχε θόρυβο ούτε θριαμβευτικά λόγια. Ήταν μικρή, αθόρυβη και σοφή.
Ένα βήμα επιστροφής σ’ έναν κόσμο που ήξερε πώς να προστατεύει την αξιοπρέπειά του χωρίς να χάσει την ψυχή του.
Και εκείνη τη νύχτα, για πρώτη φορά ύστερα από καιρό, ο Κυριάκος χαμογέλασε χωρίς ενοχή.

Η ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Ο ήλιος της Χλώρακας έσταζε χρυσό φως πάνω στις στέγες, αλλά για τον Κυριάκο το φως ήταν φορτίο βαρύ. Η αυλή του μαγαζιού του είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Κάθε νύχτα, η κακιά ενοικιάστρια έφερνε τον κόσμο της εκεί μέσα. Μουσικές που σκέπαζαν τα πάντα, φωνές που τρυπούσαν τα αυτιά και την ψυχή, ύβρεις που στόχευαν την οικογένειά του. Και δεν πλήρωνε τα ενοίκια. Το χρέος είχε συσσωρευθεί. Και εκείνος στεκόταν απέναντί της, νιώθοντας το αίμα του να χτυπάει δυνατά στιε φλέβες του.

Όταν της είχε προτείνει να της χαρίσει τα χρέη για να φύγει, η περιφρόνησή της είχε χτυπήσει σαν δόρυ στην καρδιά του. Ζήτησε χρήματα για να φύγει, και αν δεν τα έπαιρνε, θα κρατούσε το μαγαζί για χρόνια. Και είχε τον τρόπο να τον μπλέξει, του είπε με αναίδεια, να τον σπρώξει να ξεφύγει και να βρει τον εαυτό του φυλακισμένο στο λάθος του.

Οι μέρες περνούσαν και κάθε μια ήταν ένα τεστ αντοχής. Εκείνη ήξερε πώς να πιέσει, να προκαλέσει, να σπάσει τα νεύρα του με κάθε δυνατό τρόπο. Ύβρεις για τη γυναίκα του, εισβολές στην αυλή με πρόσχημα κοινόχρηστου χώρου, μουσική που αντηχούσε μέχρι τις πρώτες ώρες της αυγής. Και πάντα γύρω της οι δικοί της, μάρτυρες έτοιμοι να επιβεβαιώσουν οποιαδήποτε αντίδραση του Κυριάκου.

Και όμως, εκείνος άντεχε. Έπνιγε την οργή του, κρατούσε τη γλώσσα του, περίμενε. Ήξερε ότι η δίκη θα ερχόταν, και ήξερε ότι μόνο τότε θα φανεί ποιος κρατάει πραγματικά τη δύναμη.

Μα μια μέρα, εκείνη προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα. Τον πλησίασε, τον έσπρωξε. Και εκείνος, πριν προλάβει να σκεφτεί, την έσπρωξε να φύγει από πάνω του. Σαν κεραυνός χτύπησε η στιγμή. Η γυναίκα έτρεξε στην αστυνομία μαζί με πέντε μάρτυρες, ανάμεσά τους και δύο αστυνομικούς.

Ο Κυριάκος ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Η δικηγόρος του, ψύχραιμη και σκληρή, του είπε,

-Δεν έχεις ελπίδα. Θα σε καταδικάσουν.

Εκείνος τη κοίταξε και κατάλαβε πως ήταν «λίγη».

-Θα μιλήσω και εγώ μετά από σενα, είπε,

Η αίθουσα του Δικαστηρίου της Πάφου ήταν βαριά. Οι μάρτυρες της ενοικιάστριας κάθονταν σφιγμένοι στις καρέκλες τους, με βλέμματα που ήθελαν να κάνουν τον Κυριάκο να λυγίσει. Οι αστυνομικοί που είχαν γίνει μέρος της παγίδας στεκόντουσαν σαν αγάλματα δίπλα τους, απαθείς, έτοιμοι να επιβεβαιώσουν την ψευδομάρτυριά τους.

Όταν ήρθε η σειρά του, ο Κυριάκος στάθηκε σιωπηλός για λίγο, μα με την καρδιά να σφίγγεται σαν μάρμαρο. Οι λέξεις που είχαν φωλιάσει μέσα του τόσους μήνες, τώρα ήθελαν να βγουν. Δεν υπήρχαν χαρτιά, δεν υπήρχαν νομικές φράσεις. Μόνο η ανθρώπινη αλήθεια και η φωνή του που καιγόταν.

Άρχισε να μιλάει, πρώτα χαμηλόφωνα, μα με τη δύναμη της υπομονής που κουβαλούσε τόσους μήνες:

-Κύριε Δικαστά, στέκομαι ενώπιόν σας όχι για να υπερασπιστώ το προσωπικό μου συμφέρον, αλλά για να φέρω στο φως κάτι που ξεπερνά την υπόθεση αυτή. Δεν μιλάω μόνο για μένα. Μιλάω για την κοινωνία που μας περιβάλλειγια μια κοινωνία που συχνά μένει σιωπηλή μπροστά στην αδικία, για έναν νόμο που χωρίς ανθρώπινη κρίση γίνεται εργαλείο καταπίεσης και όχι δικαιοσύνης.

Η φωνή του γινόταν βαθύτερη, πιο μεστή, κάθε λέξη σαν να χάραζε το χώρο γύρω του.

-Η γυναίκα που κάθεται απέναντί μου είναι ένας καθρέφτης αυτού του κόσμου. Σχεδίασε κάθε κίνηση με ακρίβεια, με γνώση πως να με οδηγήσει σε λάθος. Το έκανε γιατί ξέρει πως η κοινωνία μας συχνά επιβραβεύει την πονηριά, γιατί ξέρει πως η αδικία περνάει απαρατήρητη και οι αδύναμοι πληρώνουν. Αλλά εγώ, κύριε Δικαστά, δεν υπέκυψα. Κράτησα την ψυχή μου καθαρή, γιατί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν μπορεί να υποταχθεί σε καμία απειλή.

Έκανε ένα βήμα μπροστά, η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο, και το βλέμμα του βρήκε τα μάτια του δικαστή.

-Ακούστε με προσεκτικά. Δεν κατηγορώ μόνο αυτή τη γυναίκα, αλλά ένα σύστημα που αφήνει τους απατεώνες να λεηλατούν τη δικαιοσύνη. Τραπεζίτες που έκλεψαν τα ταμεία, δημόσιοι υπάλληλοι που σφύριζαν αδιάφορα, πολιτικοί που έκρυβαν την αλήθεια. Όταν το κράτος και η κοινωνία παραβιάζουν τις ίδιες τις αρχές τους, πώς να μην επιχειρεί ο καθένας να βλάψει τον συνάνθρωπό του για προσωπικό κέρδος;

Η φωνή του δυνάμωνε, τα χέρια του τεντωμένα, σαν να κρατούσαν αόρατα βαριά αντικείμενα.

-Μα εγώ, κύριε Δικαστά, στάθηκα όρθιος. Έπνιξα την οργή μου, κράτησα τη γλώσσα μου, δεν υπέκυψα στον πειρασμό της βίας παρ όλη την πίεση που μου εξασκούσε. Και ήρθα εδώ να σας πω ότι η αλήθεια, η κοινή λογική και η ανθρώπινη κρίση πρέπει να πρυτανεύουν. Δεν ζητώ να αγνοήσετε τις μαρτυρίες, αλλά να κοιτάξετε πέρα από αυτές. Να δείτε τι είναι σωστό, τι δίκαιο, τι ανθρώπινο, και τι προκάλεσε την κατάσταση αυτή.

Στάθηκε λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός, και ύστερα πρόσθεσε με φωνή που έτρεμε από ένταση αλλά και από πάθος,

-Αν η Δικαιοσύνη δεν έχει καρδιά, αν οι νόμοι δεν συνοδεύονται από λογική και ανθρωπιά, τότε κάθε άνθρωπος θα γίνει θύμα μιας κοινωνίας που επιβραβεύει το κακό και καταδικάζει το δίκαιο. Και εγώ, κύριε Δικαστά, σας παρακαλώ να σταθείτε απέναντι σε αυτήν την αδικία. Σταθείτε απέναντι σε όσους κατασκευάζουν ψευδομαρτυρίες, απέναντι σε όσους προσπαθούν να σπάσουν την ψυχή των ανθρώπων.

Η αίθουσα ήταν νεκρική. Ο δικαστής τον κοίταζε με προσοχή, οι μάρτυρες δεν μπορούσαν να κουνηθούν. Ο Κυριάκος άφησε τη σιωπή να μιλήσει για λίγο, νιώθοντας πως κάθε λέξη του είχε αφήσει ένα σημάδι στον χώρο.

-Δεν ήρθα εδώ για να σωθώ καθώς το αίσθημα της δικαιοσύνης άρχισε να εκλείπει από την κοινωνία, είπε σιγανά, σχεδόν για τον εαυτό του,

ρθα για να θυμηθώ ότι είμαι άνθρωπος. Και ότι η αλήθεια δεν παραδίδεται σε κανέναν, παρά μόνο στη δικαιοσύνη και στη λογική των ανθρώπων που αυτή τη φορά ελπίζω να πρυτανεύσει.

Κι όταν τελείωσε, όλοι κατάλαβαν ότι είχε δώσει περισσότερα από μια απλή αγόρευση, είχε δώσει ένα μάθημα ζωής, μια υπενθύμιση ότι η αξιοπρέπεια και η λογική, πόσο μάλλον με τη  βοήθεια του νόμου, ίσως μπορούν να νικήσουν, μέσα σε έναν κόσμο σαπισμένο από την αδικία.

Η αίθουσα σώπασε. Ο ήχος της φωνής του έμεινε να αιωρείται, σαν προσευχή που δεν ξέρει αν κάποιος την άκουσε. 

Η δικηγόρος τον πλησίασε και του είπε:

-Μίλησες ωραία, μα δε θα σε σώσει η ομορφιά του λόγου.
Κ
αι εκείνος χαμογέλασε.

-Δεν μίλησα εγώ, μίλησε η αλήθεια.

Η μέρα της απόφασης ήρθε. Ο δικαστής διάβαζε την απόφασή του με φωνή ήρεμη, σχεδόν μονότονη, αλλά τα μάτια του έκρυβαν κάτι άλλο. Και όταν η λέξη «Αθώος» βγήκε από τα χείλη του, ο Κυριάκος δεν πανηγύρισε. Στάθηκε ακίνητος, σαν να ήθελε να ακούσει αν πράγματι η απόπφαση είχε ακουστεί σωστά.

Όσοι παρακολουθούσαν τη δίκη έμειναν έκπληκτοι. Όλοι πίστευαν ότι το ολοφάνερο θα επικρατούσε. Και όμως, η γαλήνη που είχε κατεβεί πάνω του ήταν η αληθινή νίκηόχι η απόφαση, αλλά η πίστη ότι είχε σταθεί σαν άνθρωπος, απέναντι στο άδικο.

Την άλλη μέρα βγήκε στην αυλή. Ο ήλιος έκαιγε πάλι, όπως εκείνες τις πρώτες μέρες. Μα τώρα δεν μύριζε καταστροφή. Οι φωνές και οι αντιδικίες είχαν σωπάσει. Ο Κυριάκος έκλεισε τα μάτια, αισθάνθηκε τη δικαιοσύνη να επικρατεί. Και ένιωσε  τον αέρα καθαρό, να του γεμίζει τα πνευμόνια.

Μύριζε γιασεμί. Μια μικρή νίκη, ανάμεσα σε έναν κόσμο σάπιο και άδικο, αλλά δική του.
Κι αυτό ήταν αρκετό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: ΧΑΜΠΗΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

 

ΜΕΡΟΣ 1

Ο Χαμπής Ταπακούδης, πατέρας του Κυριάκου, ήταν μια μορφή που δύσκολα ξεχνιόταν. Όπου και αν άκουγες το όνομά του, από τα παράλια της Πάφου ως τα χωράφια της Μεσαορίας και τα σοκάκια της Αμμοχώστου, θα έβρισκες κάποιον να πει μια ιστορία γι’ αυτόν, για το εμπόριό του, για τον τρόπο που ήξερε να κλείνει συμφωνίες χωρίς χαρτιά και υπογραφές, μόνο με τον λόγο του.
Ο λόγος του είχε μπέσα. Και η μπέσα, τότε, άξιζε περισσότερο από συμβόλαιο.

Από νεαρός ακόμη, ήταν παιδί της αντρείας. Υπηρέτησε στο Κυπριακό σύνταγμα και πολέμησε στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί, μέσα στις λάσπες και στον καπνό, γνώρισε τον θάνατο από κοντά, και όμως γύρισε πίσω ζωντανός, με παράσημα στο στήθος και μια ουλή στο πόδι από σφαίρα, που την κουβαλούσε με περηφάνια.
Τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα στο χωριό, με σημαίες και τραγούδια. Και όπως ήταν λεβέντης, ψηλός, με βλέμμα καθαρό και σταθερό, δεν άργησε να κλέψει την καρδιά της Στασούς, της πιο όμορφης και πλούσιας κόρης του χωριού. Οι γονείς της, εύκολα συναίνεσαν, ποια μάνα θα ’λεγε όχι σε έναν τέτοιο άντρα, τίμιο, πολεμιστή και σεβαστό; Ο γάμος τους έγινε πανηγύρι, και από την ημέρα εκείνη, το σπίτι τους γέμισε με φωνές, με παιδιά.

Έκαναν έξι παιδιά, τρεις γιους και τρεις κόρες. Ο Χαμπής καμάρωνε, γιατί πίστευε πως ο άνθρωπος αφήνει πίσω του όνομα και σπόρο. Και το όνομα “Ταπακούδης” ήξερε πως θα συνεχιζόταν για γενιές.

Δυστυχώς όμως έχασε τη γυναίκα του ενωρίς. Πέθανε στα σαράντατρία της, και αυτός μόλις σαράντατεσσάρων. Έμεινε για χρόνια μόνος.  Ύστερα παντρεύτηκε μια άλλη καλή γυναίκα, την Παρασκευού που τον συντρόφευσε ως το τελος της ζωής του/

Με τα χρόνια, ο Χαμπής έγινε κάτι σαν θρύλος. Ήξερε τα παζάρια και τους ανθρώπους τους καλύτερα από όποιον άλλον. Με το φορτηγό του, οργωνε το νησί, απ’ άκρη σ’ άκρη, φορτωμένος πορτοκάλια, πατάτες, καρπούζια, ό,τι έβγαζε η γη. Ήξερε πού υπήρχε ζήτηση και πού όχι. Έπιανε παζάρια με το μάτι, χωρίς ζυγαριά, και όλοι ήξεραν πως ό,τι πει ο Χαμπής, αυτό θα γίνει.
Δεν ήξερε τι θα πει γιατρός, η υγεία του ήταν σιδερένια, το σώμα του γερό, το μυαλό του καθαρό. Έδειχνε αγέραστος, πάντα με το χαμόγελο, πάντα δραστήριος, ένας άντρας που έδινε κουράγιο στους άλλους απλώς με την παρουσία του.

Και όμως, ήρθε το αναπάντεχο, μια νύχτα που ο χρόνος σταμάτησε.

Ήταν ένα ήσυχο βράδυ. Είχε γυρίσει νωρίς από το καφενείο, κάπως πιο σιωπηλός απ’ ό,τι συνήθως. Έβαλε τις παντόφλες του, κάθισε στην πολυθρόνα του μπροστά στην τηλεόραση, και πριν καν προλάβει να αλλάξει κανάλι, έγειρε πίσω. Ήταν σαν να αποκοιμήθηκε.


ΜΕΡΟΣ 2

Ο Χαμπής αν και πανέξυπνος και επιτυχεμένος. είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, αγαπούσε το χαρτοπαίγνιο. Όσα χρήματα κέρδιζε τα ξόδευε στον τζόγο, ένα πάθος με πολλές αρνητικές συνέπειες, ένας εθισμός που προκαλεί οικονομικά προβλήματα, γεννά εντάσεις στις οικογενειακές σχέσεις, οδηγεί σε καυγάδες και απογοήτευση, ενώ στον ίδιο τον χαρτοπαίκτη φέρνει άγχος, λύπη και ντροπή. Ένα ακόρεστο πάθος που δεν προσφέρει πραγματική χαρά, αλλά οδηγεί σε αδιέξοδα και δυσκολίες.

Ο Χαμπής, σαν παθιασμένος παίκτης, τα βίωσε όλα αυτά για χρόνια, ώσπου, δυστυχώς, αυτό το πάθος και η αγωνία του παιχνιδιού τον οδήγησαν στον θάνατο.

Είχαν περάσει περίπου πέντε χρόνια από την επιστροφή του Κυριάκου και τον συνεταιρισμό τους. Ο Κυριάκος είχε πλέον αναλάβει πλήρως τη δουλειά και είχε αφήσει τον πατέρα του να ξεκουράζεται σε διευθυντική θέση. Δεν είχε κλείσει ακόμη τα εξήντα, εκείνη τη μοιραία βραδιά, όταν καθόταν στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με άλλους συμπαίκτες και χαρτόπαιζαν. Τα ποσά είχαν φτάσει πολύ ψηλά, χίλιες διακόσιες σαράντα λίρες, και η αγωνία όλων μεγάλωνε όσο πλησίαζε το τέλος. Το άγχος κυρίαρχούσε στην ατμόσφαιρα, η αδρεναλίνη έβραζε, και κανείς δεν άντεχε κουβέντα. Όλοι ήταν απότομοι και θυμωμένοι.

Το παιχνίδι λεγόταν «Θανάσης». Ένα παραδοσιακό κυπριακό χαρτοπαίγνιο, που παιζόταν από δύο έως οχτώ άτομα, με δέκα φύλλα στον καθένα. Στόχος ήταν να σχηματίσει ο παίκτης «τρίτες», δηλαδή τριάδες ή περισσότερα ίδια φύλλα σε σειρά, και να τα κατεβάσει. Οι υπόλοιποι μετρούσαν τους πόντους από τα χαρτιά που τους περίσσευαν. Όποιος ξεπερνούσε τους εκατό πόντους έβγαινε από το παιχνίδι, εκτός κι αν ξαναέμπαινε. Την πρώτη φορά πλήρωνε το ίδιο ποσό, αλλά κάθε επόμενη φορά το διπλάσιο από την προηγούμενη. Το παιχνίδι συνεχιζόταν ώσπου να μείνει ένας μόνο νικητής.

Σε ένα τράβηγμα, ο Χαμπής έκλεισε. Αν κατέβαζε τα φύλλα, το παιχνίδι τελείωνε. Μα απρόσεχτος, δεν το κατάλαβε και πέταξε σκάρτο χαρτί. Ο κουμπάρος του, ο Μελής, τον κλώτσησε κάτω από το τραπέζι, αλλά ήταν πια αργά.

Ο Χαμπής, στενοχωρημένος, άρχισε να αναπνέει γρήγορα, γεμάτος αγωνία, περιμένοντας να ξαναέρθει η σειρά του για να κατεβάσει τα χαρτιά. Όταν τελικά τα κατέβασε, ήταν ήδη αργά. Ένας άλλος παίκτης έμεινε μέσα, ξαναγράφτηκαν κι άλλοι, και όταν το παιχνίδι τέλειωσε, κέρδισε άλλος.

Το άγχος και η στενοχώρια έκαναν την καρδιά του Χαμπή να χτυπά δυνατά και ασταμάτητα. Ένιωθε ότι θα σπάσει. Μη αντέχοντας τον πόνο, βγήκε έξω να αναπνεύσει. Όταν συνήλθε λίγο, γύρισε στο σπίτι. Μα μόλις πέρασε την πόρτα, η καρδιά του τον πρόδωσε. Έπεσε νεκρός στον τόπο. Ήταν μόλις εξήντα χρονών.
Ήταν ένας ύπνος που δεν είχε ξύπνημα.

Στο διπλανό διαμέρισμα, ο Κυριάκος άκουσε τις φωνές της μητριάς του, άναρθρες, σπαρακτικές. Έτρεξε και τον βρήκε εκεί, γερμένο, ακίνητο. Η τηλεόραση έπαιζε ακόμα ένα παλιό κυπριώτικο σήριαλ. Ο Κυριάκος προσπάθησε να τον συνεφέρει, τον ξάπλωσε στον καναπέ, έψαξε για σφυγμό, φώναξε το όνομά του, αλλά ο χρόνος είχε ήδη τελειώσει.
Οι γιατροί αργότερα είπαν πως ήταν οξύ έμφραγμα. Πως όλα έγιναν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Η είδηση εξαπλώθηκε σαν φωτιά. Σε μια ώρα, όλο το χωριό ήξερε, σε λίγες ακόμη, όλη η επαρχία. Από καφενείο σε καφενείο, από στόμα σε στόμα, ακουγόταν το ίδιο:
-Ο Χαμπής ο Ταπακούδης πέθανε.
Κανείς δεν το πίστευε.

-Μα ο Χαμπής; Μα δεν πρέπει, δεν γίνεται, έλεγαν. Ήταν σαν να είχαν αφαιρέσει από τη ζωή ένα κομμάτι της σταθερότητας, έναν βράχο.

Ήταν μόλις εξήντα χρονών, στην πιο ήσυχη φάση της ζωής του. Είχε αφήσει την επιχείρηση στα χέρια του Κυριάκου που αποδείχτηκε άξιος και έξυπνος, και καθισμένος πίσω από ένα γραφείο, τον συμβούλευε, του έδινε το νου και την πείρα του, και καμάρωνε βλέποντας την πρόοδο του.
Είχε αρχίσει να χαίρεται τη ζωή χωρίς βάρη, χωρίς αγωνίες, μα ο χάρος, όπως πάντα αμείλικτος, δεν κοιτά ούτε ηλικίες ούτε χαρές. Έρχεται απλά, χωρίς προειδοποίηση, όπως έρχεται το βράδυ.

Από εκείνη τη νύχτα, πολλά άλλαξαν. Ο φωνή του χάθηκε, δεν αντήχησε ξανά στα παζάρια. Το φορτηγό του έμεινε παρκαρισμένο έξω, με τη σκόνη να το σκεπάζει μέρα με τη μέρα.
Και όμως, κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος, ήταν σαν να έφερνε τη φωνή του από μακριά, εκείνη τη βαθιά, σταθερή φωνή που έλεγε πάντα την τελευταία κουβέντα, τη σωστή.
Ο Χαμπής όμως μπορεί να έφυγε, μα ο λόγος του, η μπέσα του, και η ιστορία του έμειναν πίσω. Σαν παράδειγμα. Σαν θρύλος. Σαν μνήμη που δε γερνά ποτέ.

 

ΜΕΡΟΣ 3

Το πρωί που ξημέρωσε, το χωριό ήταν βουβό. Ο ήλιος ανέτειλε όπως πάντα, μα έμοιαζε πιο χλωμός, σαν να μην ήθελε να φωτίσει εκείνη τη μέρα. Από νωρίς άρχισαν να φτάνουν άνθρωποι στο σπίτι, συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες, παλιοί συναγωνιστές του πολέμου. Όλοι με μάτια χαμηλωμένα, με βλέμμα θολό. Κανείς δεν ήξερε τι να πει. Για τέτοιους ανθρώπους δεν υπάρχουν λόγια.

Το φέρετρο, σκεπασμένο με την κυπριακή σημαία, τοποθετήθηκε πάνω στο γραφείο της δουλειάς. Πάνω τα παράσημα του πολέμου και μια φωτογραφία χαμογελαστός, λεβέντης, όπως τον θυμόντουσαν όλοι. Η Παρασκευού η δεύτερη σύζηγος του, καθόταν δίπλα, ασάλευτη. Τα μάτια της είχαν στεγνώσει από το κλάμα, δεν της είχαν μείνει δάκρυα, μόνο ένα βαθύ, άηχο ρίγος. Οι άλλοι τριγύρω, σιωπηλοί, ο καθένας χαμένος στη δική του θύμηση.

Όταν ήρθε η ώρα να τον πάρουν στην εκκλησία, το χωριό σταμάτησε. Τα μαγαζιά έκλεισαν, οι δρόμοι άδειασαν. Ο κόσμος σχημάτισε μια πομπή πίσω από το φορτηγό του με το φέρετρο πάνω και τον Κυριάκο οδηγό, εκείνο το φορτηγό που τόσα χρόνια ο Χαμπής φόρτωνε με τη ζωή της γης. Αυτή τη φορά, το φορτηγό μετέφερε τον ίδιο. Ήταν σαν να έκλεινε ένας κύκλος.

Στην εκκλησία δεν χωρούσε ψυχή. Ο παπάς, με φωνή που έτρεμε, μίλησε για έναν άνθρωπο που δεν ήξερε φόβο, που έδωσε παράδειγμα τιμής και ανθρωπιάς.

-Ο Χαμπής, είπε, δεν ήταν μόνο ένας έμπορος, ήταν άνθρωπος με ψυχή καθαρή, σαν το νερό του βουνού. Όπου πατούσε, φύτρωνε εμπιστοσύνη.

Όταν ήρθε η στιγμή του τελευταίου αποχαιρετισμού, ο Κυριάκος στάθηκε μπροστά στο φέρετρο. Δεν μίλησε αμέσως. Το στόμα του άνοιγε και ξανάκλεινε, μα οι λέξεις δεν έβγαιναν.
Τελικά ψιθύρισε μόνο:
-Εν να τα κάμνω όπως μου έμαθες, πατέρα. Εν να συνεχίσω το όνομά μας…

Η φωνή του έσπασε. Και εκείνη τη στιγμή, μέσα στη σιωπή, ακούστηκε μονάχα το βουητό του ανέμου που περνούσε μέσα από τα κυπαρίσσια του κοιμητήριου. Σαν απάντηση.

Από τότε, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Μα στα παζάρια, όποτε ο Κυριάκος πήγαινε να πουλήσει, τον κοιτούσαν όλοι με σεβασμό.

-Ο γιος του Χαμπή, έλεγαν, άξιος σαν τον πατέρα του.

Και πράγματι, με τον καιρό, ο Κυριάκος προόδευσε. Ανέπτυξε την επιχείρηση, μεγάλωσε το όνομα. Μα ποτέ δεν ένιωσε πως τον ξεπέρασε. Κάθε απόφαση που έπαιρνε, την έπαιρνε σαν να τον άκουγε να του μιλά:
-Μην βιάζεσαι, Κυριάκο. Ο καλός έμπορας πρώτα ακούει, ύστερα μιλά.

Κάποτε, χρόνια αργότερα, καθώς οδηγούσε το ίδιο εκείνο φορτηγό μέσα στα χωράφια, ο ήλιος έδυε πίσω από τα βουνά, και ένα φως πορτοκαλί τύλιγε τον τόπο, για μια στιγμή, του φάνηκε πως στο κάθισμα του συνοδηγού καθόταν ο Χαμπής, ήρεμος, όπως πάντα, με εκείνο το βλέμμα το βαθύ που έβλεπε πιο πέρα απ’ τους ανθρώπους.
Ο Κυριάκος χαμογέλασε, δεν τρόμαξε. Ένιωσε μονάχα μια γλυκιά σιγουριά. Ήξερε πως δεν είχε φύγει ποτέ στ’ αλήθεια. Ήταν εκεί, μέσα του, μέσα στο χώμα, μέσα στο όνομα που θα ζούσε για πάντα.


ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Η ΜΑΝΑ ΜΙΑ

Ο Κυριακος θεωρούσε τις γυναίκες ως προσωπικότητες που όφειλε να σέβεται και να προστατεύει περισσότερο και από τον εαυτό του. Η αγάπη για τη μάνα όμως, θεωρούσε πως είναι η πιο ανεκτίμητη και μοναδική, γιατί ενώ υπάρχουν χιλιάδες γυναίκες, μάνα υπάρχει μόνο μία.

Με τέτοια ανατροφή, ποτέ δεν θα περνούσε από το μυαλό του να σηκώσει χέρι ή να προσβάλει γυναίκα. Και όμως, καμιά φορά, όσο βαθιά ριζωμένες και αν είναι οι αρχές ενός ανθρώπου, το ένστικτο μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, ειδικά όταν κάποιος τολμήσει να αγγίξει ό,τι για εκείνον είναι ιερό. Τη μάνα του.

Και όμως συνέβηκε…

Ήταν μια Κυριακή του Νοέμβρη, μέρα του μνημοσύνου της Στασούς, της μάνας του που έφυγε νωρίς, στα σαράντα τρία της χρόνια. Η επόμενη μέρα ήταν αργία, και το παζάρι θα ’μενε κλειστό. Το βράδυ, αφού δεν είχε ταξίδι, αποφάσισε να πάει στο καφενείο.

Ήταν νωρίς, και το καφενείο γεμάτο θαμώνες. Κάθισε με τον Νικολή και κουβέντιαζαν, τι άλλο, για τα πρώιμα λαχανικά και τις τιμές που θα έπιαναν στο παζάρι.

Στο διπλανό τραπέζι καθόταν μια παρέα νεαρών που έπιναν ζιβανία, και λίγο παραπέρα, μόνη της, μια αλλοδαπή κοπέλα με ποτήρι στο χέρι, φανερά μεθυσμένη. Ήταν έντονα βαμμένη, ντυμένη κάπως προκλητικά, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Είχε σκληρά χαρακτηριστικά και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.

Έπιασε κουβέντα με την αντροπαρέα, και κάθε λίγο σήκωνε το ποτήρι της σε «εις υγεία». Λέξη τη λέξη, το γλέντι άναψε, οι φωνές υψώθηκαν, και τα λόγια έγιναν βαριά. Κάποια στιγμή, μέσα στο μεθύσι της, είπε κουβέντα ασήκωτη, και εκείνοι της απάντησαν στο ίδιο ύφος.

Μπερδεμένη και συγχυσμένη, μη καταλαβαίνοντας σε ποιον μιλά, σηκώθηκε όρθια και γύρισε προς τον Κυριάκο. Του πέταξε βαριά λόγια, για τη μάνα του.

Το χέρι του Κυριάκου σηκώθηκε χωρίς να προλάβει να σκεφτεί. Ένα δυνατό χαστούκι αντήχησε μέσα στο καφενείο. Αμέσως κατάλαβε το λάθος του, μα ήταν πια αργά. Η κοπέλα σηκώθηκε και έφυγε. Ο Κυριάκος ανάσανε με ανακούφιση. Πίστεψε πως το πράγμα τελείωσε εκεί, πως δεν θα είχε συνέχεια, ούτε με τη γυναίκα ούτε με τον νόμο.

Μα σε λίγο, η πόρτα άνοιξε ξανά. Η κοπέλα επέστρεψε συνοδευόμενη από έναν μαντράχαλο -πιθανόν τον νταβατζή της, και τον έδειξε με το δάχτυλο. Εκείνος πλησίασε απειλητικά, ζητώντας τον λόγο. Τα αίματα άναψαν, και ο καυγάς δεν άργησε να ξεσπάσει.

Οι θαμώνες μπήκαν στη μέση και πρόλαβαν τα χειρότερα, μα κάποιος είχε ήδη ειδοποιήσει την αστυνομία. Οι αστυνομικοί κατέφθασαν φουριόζοι.

Ο Κυριάκος σκέφτηκε πως έμπλεξε άσχημα, πως για μια στιγμή νεύρων, για ένα χαστούκι, θα ’βρισκε τον μπελά του.

Μα, προς έκπληξη όλων, μόλις οι αστυνομικοί είδαν την κοπέλα και τον συνοδό της, δεν ρώτησαν πολλά. Τους πέρασαν χειροπέδες. Ήταν σεσημασμένοι εγκληματίες, καταζητούμενοι. Τους έβαλαν στο περιπολικό και έφυγαν.

Ο Κυριάκος ανάσανε βαθιά. Είχε γλιτώσει, από τύχη, ίσως. Μα μέσα του ένιωθε πως πήρε ένα σκληρό μάθημα, πως όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 / ΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ 


ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Μια μέρα ο Κυριάκος έλαβε ένα γράμμα που δεν περίμενε. Ο αποστολέας ήταν ο Γιάννης, ένας παλιός του σύντροφος από τα καράβια. Τον είχε γνωρίσει τότε δέκα εννιά χρονών παιδί που πρωτομπαρκάρισε στο πλοίο “SAN DENIS”, με την αλμύρα να σμιλεύει ακόμα τα όνειρά του. Ο Γιάννης από την Κέρκυρα, ήταν ψυχή σιωπηλή, μιλούσε λίγο, μα όσα δεν έλεγε με λόγια τα έλεγε το βλέμμα του. Μέσα στο πέλαγος γεννήθηκε μια φιλία που έμοιαζε με λιμάνι, σταθερή και σίγουρη.

Με τον καιρό, ο Γιάννης στάθηκε τυχερός, κληρονόμησε μια ναυτιλιακή επιχείρηση που του άνοιξε δρόμους και πλούτη. Ο Κυριάκος χάρηκε αληθινά για εκείνον, μα από τότε τα μονοπάτια τους χώρισαν. Χάθηκαν τα ίχνη του φίλου του, ώσπου, ύστερα από δυο δεκαετίες και βάλε, έφτασε εκείνο το ανέλπιστο γράμμα.

Ο Γιάννης τού έγραφε πως η ζωή του ήταν καλή, όμως μέσα στον θόρυβο των συναλλαγών και των κερδών η ψυχή του έμενε άδεια. Ήθελε να τα πουλήσει όλα, να βρει έναν τόπο ήρεμο, να ζήσει απλά, σαν άνθρωπος. Τότε ο Κυριάκος, που είχε ριζώσει πια στη Χλώρακα, του έγραψε,

-Έλα εδώ. Εδώ η ζωή κυλάει σαν το νερό στο αυλάκι αργά, μα γεμάτη νόημα.

Η Χλώρακα ήταν τόπος ευλογημένος. Σπίτια χαμηλά, με αυλές που μοσχοβολούσαν βασιλικό και δυόσμο. Σε κάθε αυλή μια κληματαριά άπλωνε την αγκαλιά της, χάριζε σκιά και δροσιά. Τα μεσημέρια, οι άνθρωποι κάθονταν κάτω από το κλήμα, έκοβαν ψωμί που μοσχοβολούσε φούρνο και έτρωγαν λαχανικά κομμένα κατευθείαν από το χώμα τους. Δεν είχαν πλούτη, μα στα χείλη τους άνθιζε χαμόγελο που δρόσιζε την ψυχή.

Ένα καλοκαίρι κατέβηκε στο χωριό και η Μαρία. Τα μάτια της κουρασμένα, το βλέμμα ανήσυχο. Είχε αφήσει πίσω της τον θόρυβο της πόλης, τις μηχανές και τις φωνές, και γύρευε λίγη γαλήνη. Στην πόλη όλοι έτρεχαν να προλάβουν το «περισσότερο» και κανείς δεν χόρταινε ποτέ. Μα εδώ, μέσα στη σιωπή της πράσινης πεδιάδας, ο αέρας μύριζε λευτεριά.

Μέρα με τη μέρα, η Μαρία ρίζωνε στον τόπο. Τ’ απογεύματα καθόταν στην πλατεία, εκεί όπου οι γέροντες στα καφενεία έπλεκαν ιστορίες που θύμιζαν παραμύθια, και όπου τα παιδιά έτρεχαν ξυπόλητα, γελώντας μ’ ένα γέλιο που θεράπευε τις καρδιές.

Ένα βράδυ, κάτω απ’ τον ουρανό σπαρμένο αστέρια, η Μαρία ψιθύρισε:

-Εδώ νιώθω να  γιατρεύομαι. Στην πόλη όλο αρρωσταίνω, εδώ η καρδιά μου βρίσκει ανάπαυση.

Και από δίπλα μια φωνή, η φωνή του Κυριάκου, τής αποκρίθηκε:

-Η ψυχή Μαρία, είναι το πιο δυνατό γιατρικό. Αν γεμίσει με αγάπη και γαλήνη, τότε και το σώμα παίρνει δύναμη. Να θυμάσαι, δεν υπάρχει φάρμακο πιο δυνατό από την ηρεμία και την αγάπη.

Και έτσι η Μαρία άλλαξε. Έμαθε να φυτεύει σπόρους και να περιμένει την υπομονετική τους θαύμαση. Έμαθε να ζυμώνει ψωμί και να χαίρεται με το άρωμα που γέμιζε το σπίτι. Να χαμογελά με τα μικρά πράγματα, να μη φοβάται την απλότητα. Στο τέλος, δεν ήθελε να φύγει πια. Έμεινε για πάντα εκεί, γιατί το χωριό τής είχε αποκαλύψει το μυστικό του: πως η αληθινή ευτυχία δεν κατοικεί στα πλούτη ούτε στη φασαρία, αλλά στην αυτάρκεια, στην αγάπη που μοιράζεται, και στην ηρεμία που οι άνθρωποι κρατούν μέσα τους σαν φυλαχτό.

Στη Χλώρακα ζούσε και ο Κωστής, ένας περβολάρης ήσυχος σαν το χάραμα. Άνθρωπος απλός, με ρυθμούς σταθερούς σαν τον ήλιο που ανατέλλει και δύει. Καλλιεργούσε τη γη του με τα χέρια του και ζούσε λιτά, μα γεμάτα. Δεν είχε αυτοκίνητο ούτε ήξερε να οδηγεί. Τα προϊόντα του τα μάζευε μόνος και τα έδινε στον Κυριάκο που περνούσε με το φορτηγό. Η ζωή του ήταν μια αργή, ήρεμη ρουτίνα. Και ακριβώς αυτή η ρουτίνα του χάριζε γαλήνη. Δεν θα την άλλαζε με τίποτα στον κόσμο.

Κι όπως η Μαρία, όπως ο Κωστής, έτσι και ο Γιάννης ο παλιός φίλος του Κυριάκου, βρήκε τελικά στη Χλώρακα το λιμάνι που ζητούσε. Μακριά από τη βουή των θαλασσών και τον θόρυβο των πόλεων, έμαθε και εκείνος το μυστικό του χωριού, πως η αληθινή ευτυχία δεν είναι ταξίδι μα επιστροφή. Επιστροφή στην απλότητα, στην αγάπη, στη γη που καρπίζει και στη γαλήνη που ποτίζει την ψυχή.

 

ΤΟ ΚΑΡΜΑ

Στη ζωή του Κυριάκου, τα γεγονότα ακολουθούσαν έναν ανεξήγητο, σχεδόν μαγικό ρυθμό. Όσα καλά έκανε, του επέστρεφαν, και κάθε κακό που του έκαναν άλλοι, τελικά γύριζε εναντίον τους. Δεν ήταν άνθρωπος δογματικός, ούτε υπερβολικά θρησκευόμενος, αλλά πίστευε πως ο Θεός τον αγαπούσε και τον προστάτευε, πως οι δυνάμεις της φύσης ανταποκρίνονταν στις πράξεις του.

Έτσι, πλουσιοπάροχα, σκόρπιζε την αγάπη του και τη βοήθεια του σε όσους μπορούσε. Δεν υπολόγιζε αν η βοήθειά του θα του επέστρεφε σε χρήμα ή χάρη, πίστευε πως ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό θερίσει. Και η ζωή φαινόταν να τον δικαιώνει.

Στην αρχή, όταν ήταν νέος και λογικός, δεν πίστευε σε θαύματα ή σε ανεξήγητα φαινόμενα. Το κάρμα του φαινόταν μύθος. Και όμως, η εμπειρία του τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Τα περιστατικά που συνέβαιναν ήταν τόσο απίθανα, που δεν μπορούσε να τα αγνοήσει.

Μια φορά, έδωσε από το υστέρημά του μια λίρα για τα φάρμακα μιας άρρωστης γυναίκας. Πέρασαν χρόνια και τότε βρέθηκε ο γιος της υπεύθυνος σε ένα υπουργείο. Του προσέφερε μια σύμβαση για να τροφοδοτεί τον στρατό με κρεμμύδια, που του απέφερε χιλιάδες λίρες. Εκεί κατάλαβε πως η καλοσύνη επιστρέφει, έστω και με απροσδόκητο τρόπο.

Άλλη φορά, μια ενοικιάστρια του που δεν πλήρωνε και τον εκβίαζε με ασέβεια, όταν όταν έβαλε τον ανηψιό τηςνα προκαλεί με άσεμνες χειρονομίες τη σύζηγο του νομίζοντας ότι θα κέρδιζαν, τελικά τιμωρήθηκαν. Τα δάχτυλά του κόπηκαν από έκρηξη κροτίδας, σαν να είχε επέμβει μια δίκαιη δύναμη από ψηλά.

Και ήταν και τα μικρά καθημερινά θαύματα. Όταν μια μέρα έσκασε το λάστιχο του φορτηγού και καθυστέρησε να πάει στο παζάρι, φοβούμενος πως τα προϊόντα του θα έμεναν απούλητα, έφτασε και βρήκε το παζάρι άδειο. Οι άλλοι είχαν ήδη πουλήσει τα αγαθά τους και υπήρχε έλλειψη. Έτσι, κατάφερε να πουλήσει τα δικά του σε πολύ υψηλότερες τιμές, σαν να τον είχε προστατεύσει κάποιο αόρατο χέρι.

Ακόμη και όταν ήρθε αντιμέτωπος με την αδικία των ανθρώπων, η ζωή φρόντιζε να επαναφέρει την ισορροπία. Μια γυναίκα υπό την επήρεια του ποτού είπε άσχημα λόγια για τη μητέρα του. Την τιμώρησε, αλλά η αστυνομία, αντί να τον συλλάβει, συνέλαβε εκείνην όταν ανακάλυψε πως ήταν μέλος συμμορίας.

Όλα αυτά τα γεγονότα τον έκαναν να πιστέψει στο κάρμα, σε μια δύναμη που επιβραβεύει το καλό και τιμωρεί το κακό. Και καθώς περνούσαν τα χρόνια, η πίστη του αυτή δεν ήταν πια θέμα δόγματος, ήταν βίωμα, προσωπική του εμπειρία. Πίστευε πως ο Θεός και οι δυνάμεις της φύσης παρακολουθούν, και πως η ζωή ανταμείβει την αγάπη, την καλοσύνη και την εντιμότητα.

Κάθε του πράξη γινόταν με επίγνωση. Έδινε καλοσύνη χωρίς δεύτερη σκέψη, και στο τέλος, όπως πάντα, το κάρμα έκανε τη δουλειά του.

Και έτσι πορευόταν στη ζωή, με καρδιά ελαφριά, μάτια που θαύμαζαν τα ανεξήγητα, και ψυχή που ένιωθε βαθιά την παρουσία της θείας δικαιοσύνης σε κάθε στιγμή της ζωής του.

ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Ο Χαμπής από τη Θελέτρα δεν γεννήθηκε κουτσός. Όταν ήταν μωρό, αντινάχτηκε στον ύπνο του και η μητέρα του τον πήρε αγκαλιά, παρά τις δεισιδαιμονίες που έλεγαν ότι αυτό φέρνει κακό. Έλεγαν ότι έπρεπε να τον πάρει αγκαλιά μια άλλη γυναίκα και όχι η μάνα του.

Το ένα του πόδι έμεινε ατροφικό, και με τα χρόνια το κορμί του στραβώθηκε, σχηματίζοντας καμπούρα. Από μικρός γνώρισε τον χλευασμό των παιδιών. «Κοίτα τον Χαμπή!» φώναζαν συχνά, και τα γέλια τους τον έκαναν να απομονώνεται. Έμαθε να ζει μόνος, με τη μοναξιά για παρέα. Έγινε στρατουράς, μάστορας και έφτιαχνε σαμάριαδουλειά που μπορούσε να κάνει καθιστός, χωρίς να χρειάζεται να περπατάει πολύ.

Όταν ο Κυριάκος τον γνώρισε, κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. «Έξυπνος και πονηρός,» σκέφτηκε. Τον φίλεψε και τον όρισε αντιπρόσωπό του στο χωριό για την αγορά σταφυλιών. Τώρα, ο Χαμπής απέκτησε αξία. Οι αμπελουργοί που δυσκολεύονταν να πουλήσουν τα σταφύλια τουςέτρεχαν σε αυτόν, γιατί μέσω του Χαμπή μπορούσαν να πουλήσουν στον Κυριάκο.

Όλοι τον προσέγγιζαν, τον ευνοούσαν, αλλά ο Χαμπής ήξερε καλά τι έκανε. Έδινε κιβώτια να γεμίσουν σε όσους είχαν καλής ποιότητας σταφύλια, ενώ κάποιοι άλλοιοι ίδιοι που τον κορόιδευαν όταν ήταν παιδίπαρέμεναν αποκλεισμένοι, όσο καλά κι αν ήταν τα προϊόντα τους.

Μια μέρα, ο Κυριάκος δεν άντεξε και ρώτησε:
«Χαμπή, γιατί δεν παίρνεις από 
αυτούς

Ο Χαμπής τον κοίταξε στα μάτια, χωρίς θυμό, αλλά με σιγουριά.
«Είναι οι ίδιοι που με κορόιδευαν όταν ήμουν παιδί,» είπε αργά. «Τώρα έχω τη δύναμη να τους αποκλείσω. Δεν είναι εκδίκηση, Κυριάκο… Είναι η δική μου δικαιοσύνη.»

Και με αυτό το βλέμμα, που συνδύαζε θλίψη, δύναμη και αυτοσεβασμό, ο Κυριάκος κατάλαβε ότι ο Χαμπής δεν ήταν απλώς ένας αντιπρόσωποςήταν ένας άνθρωπος που είχε βρει τον δικό του τρόπο να ισορροπήσει το παρελθόν με το παρόν.

 

Ο ΚΑΚΟΣ

Ο Κάκος είναι υποκοριστικό όνομα από το Κυριάκος. Δεν ήταν κακός, αλλά πολύ καλός άνθρωπος και υπήρξε σπουδαίος και πετυχημένος πελεκάνος. Από πολύ νωρίς άνοιξε το δικό του μαγαζί και, με εργατικότητα και πείσμα, το είδε να προοδεύει και να μεγαλώνει.

Ο Κυριάκος τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση και τον θεωρούσε αγαπημένο φίλο. Κάθε φορά που χρειαζόταν μάστορα, είτε για ψυκτικούς θαλάμους είτε για διαμερίσματα και καταστήματα, δεν ρωτούσε κανέναν άλλο. Φώναζε κατευθείαν τον Κάκο. Και εκείνος, με τα μαγικά του χέρια και την ακρίβεια του τεχνίτη, τελείωνε κάθε έργο στην εντέλεια.

Όμως, ανήσυχος από τη φύση του, κάποια στιγμή θέλησε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, κάτι επικίνδυνο. Μπήκε σε μια δουλειά που είχε σχέση με τον υπόκοσμο και τα σκοτεινά ήθη της νύχτας. Αποφάσισε να αγοράσει ένα καμπαρέ, αφήνοντας πίσω την ασφαλή του δουλειά, ρισκάροντας τη μοίρα του.

Μια μέρα, ο Κυριάκος αποφάσισε να τον επισκεφτεί. Φόρτωσε το φορτηγό του και ξεκίνησε νωρίς το απόγευμα για τη Λευκωσία. Σταμάτησε πρώτα στη Λεμεσό και, γύρω στα μεσάνυχτα, πέρασε την πόρτα του «Κιτ Κατ». Το μαγαζί ήταν μισοσκότεινο. Καναπέδες γέμιζαν τον χώρο, και πάνω της άντρες, μεθυσμένοι και ύποπτοι, χαμουρεύονταν με κορίτσια. Ο Κυριάκος έμεινε σαστισμένος. Σκέφτηκε ότι ο φίλος του ο Κάκος είχε μπλέξει για τα καλά και πως αυτό δεν θα είχε καλό τέλος.

Μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε ο Κάκος για να τον προϋπαντήσει. Κάθισαν σε μια γωνιά και μίλησαν. Ο Κυριάκος τον συμβούλεψε να τα παρατήσει όσο είναι καιρός, γιατί στο τέλος θα βρεθεί σε μπελάδες. Ήξερε πως ο φίλος του ήταν καλός άνθρωπος και δεν του ταίριαζε να γίνει «κακός». Ο Κάκος του εκμυστηρεύτηκε πως είχε δίκιο, είχε ήδη λάβει απειλητικά μηνύματα, μα δεν ήθελε να υποχωρήσει.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Κυριάκος έλαβε τηλεφώνημα από τον φίλο του. Του ζήτησε να μεταφέρει ένα κιβώτιο με αγγούρια από έναν γνωστό του μέχρι τη Λεμεσό. Ο Κυριάκος υποψιάστηκε ότι το φορτίο έκρυβε όπλο, για να προστατευθεί ο φίλος του. Ήξερε ότι αν το έκανε συνειδητά, παρανομούσε και κινδύνευε να μπλέξει. Από την άλλη, όμως , δεν μπορούσε να αρνηθεί σε έναν στενό του φίλο. Έτσι δέχτηκε, με την πρόφαση ότι δεν θα ερευνούσε το κιβώτιο, ώστε να μείνει «νόμιμος» απέναντι στον νόμο, σε περίπτωση που κάτι στραβό συνέβαινε.

Ευτυχώς, η περιπέτεια δεν κράτησε πολύ. Σύντομα ο Κάκος έμαθε ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο, είχε βγει απόφαση εκτέλεσής του, καθώς οι άνθρωποι της νύχτας τον θεωρούσαν επικίνδυνο ανταγωνιστή. Τότε αφού σκέφτηκε καλά και τα ζύγισε όλα, πήρε τη γενναία απόφαση να τα παρατήσει όσο και να ζημίωνε. Έτσι μια σκοτεινή νύχτα έφυγε κρυφά, γύρισε στο χωριό του και ξεκίνησε ξανά από την αρχή.

Η επιστροφή δεν ήταν δύσκολη. Ήταν μάστορας περιζήτητος. Με τα χέρια και το μεράκι του, κάθε ξύλο μεταμορφωνόταν σε έργο τέχνης. Έτσι η ζωή του ξαναβρήκε τον δρόμο της, πιο ήρεμη, μα και πιο γεμάτη δύναμη.

Είχε πια μάθει πως οι περιπέτειες δεν είναι πάντα για όλους.

 

ΟΙ ΣΣΟΓΑΜΠΡΟΙ  

Η Χλώρακα παλιά ήταν ήσυχο χωριό, μα ευλογημένο. Είχε την τύχη να γεννήσει έναν άνθρωπο ξεχωριστό, τον Αζίνα. Ήταν η ψυχή του Συνεργατικού κινήματος και το δεξί χέρι του ίδιου του Μακαρίου. Μετά την τουρκική εισβολή, όταν οι δουλειές χάθηκαν και οι πληγές του τόπου άνοιγαν σαν ξεραμένα χωράφια, εκείνος στάθηκε βράχος για τους συγχωριανούς του.

Έδωσε χαμηλότοκα δάνεια, έπεισε τον κόσμο να ξαναπιάσει τη γη, να σπείρει, να οργώσει, να πιστέψει ξανά. Έφτιαξαν θερμοκήπια, και μέσα σε λίγα χρόνια, τα προϊόντα τους ταξίδευαν έξω απo την Κύπρο, γεμίζοντας αεροπλάνα πλοία και αγορές με το όνομα του τόπου τους.

Έτσι η Χλώρακα έγινε γνωστή για τα πρώιμα αγγούρια της. Φημισμένα, τραγανά, γευσάτα, ξακουστά. Από στόμα σε στόμα, από μανάβη σε φθαρτέμπορο, από φορτηγό σε πλοίο, όλοι μιλούσαν για το θαύμα του χωριού που ξαναγεννήθηκε από τα αγγούρια του.

Όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Οι γεωργοί, οι μεσάζοντες, οι έμποροι, οι οδηγοί. Η ζωή κυλούσε ήρεμη, καρποφόρα, σαν αυλάκι που κυλά νερό δροσερό και σταθερό.

Ώσπου μια μέρα, τρεις σσόγαμπροι στο χωριό, αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να αλλάξουν τα πράγματα. Νέοι, μορφωμένοι, φιλόδοξοι. Θεώρησαν πως οι άλλοι ήταν ξεπερασμένοι, πως οι παλιές μέθοδοι δεν είχαν θέση στη νέα εποχή, πως ήταν η δική τους εποχή.

-Θα μπούμε δυνατά, είπαν, θα αγοράζουμε ακριβότερα, θα πουλάμε φτηνότερα, και όταν όλοι οι άλλοι φύγουν, τότε θα είμαστε μόνοι μας. Μονοπώλιο!

Και το έκαναν. Υποθήκευσαν τα σπίτια και τα χωράφια τους, πήραν δάνεια, νοίκιασαν αποθήκες, αγόρασαν φορτηγά. Άρχισαν να αγοράζουν ακριβότερα με τιμές που κανείς δεν μπορούσε να συναγωνιστεί. Οι έμποροι, ένας ένας, σταμάτησαν να έρχονται στη Χλώρακα.

Μα ο Κυριάκος δεν μπορούσε να φύγει, ήταν χωριανός, είχε τις δικές του αποθήκες, ήταν ριζωμένος στον τόπο του

Ήξερε πως αν ακολουθούσε το παιχνίδι τους, θα χανόταν και εκείνος.

Έβαλε, λοιπόν, το μυαλό του να δουλέψει. Μάζεψε τους πελάτες του και τους είπε,

-Ακούστε με καλά. Αν κάνω ό,τι κάνουν αυτοί, θα φαληρίσω. Αν δεν κάνω τίποτα, θα χαθώ. Θέλω μόνο να μείνω όρθιος, για να έχετε και εσείς πού να στραφείτε όταν αυτοί κλείσουν. Πουλήστε τους όσο θέλετε, μα κρατήστε και ένα κομμάτι για μένα. Έστω λίγο, όσο να αντέξω.

Και εκείνοι, που τον ήξεραν χρόνια, που ττον εμπιστεύονταν, τον άκουσαν. Έτσι πέρασε ο καιρός.

Ο ένας από τους σσόγαμπρους, πιο λογικός, τα παράτησε πρώτος. Έσωσε λίγα, όσα πρόλαβε.
Ο δεύτερος αφού τα έχασε όλα, βρήκε δουλειά εργάτης, για να ζήσει την οικογένειά του.
Ο τρίτος, πεισματάρης και εγωιστής, δανείστηκε ξανά. Έβαλε τα πάντα, τα έχασε όλα. Και στο τέλος, ούτε σπίτι δεν του άφησαν οι τράπεζες.

Η εταιρεία τους διαλύθηκε, τα φορτηγά σκούριασαν στις αυλές, και η περηφάνεια τους πνίγηκε στα χρέη τους.

Ο Κυριάκος, ωστόσο, άντεξε. Με λίγα, αλλά σταθερά. Ούτε κέρδισε πολλά, ούτε έχασε. Μα έμεινε όρθιος. Και συνέχισε το έργο του όπως πρώτα.

Και τα βράδια, καθώς οδηγούσε το φορτηγό του μες στη σιωπή, πηγαίνοντας για τη μεγάλη αγορά, σκεφτόταν πως καμιά δουλειά δεν στεριώνει χωρίς κόπο και μόχθο, χωρίς γνώσεις και εμπειρίες. Πως μόνα τους τα λεφτά δεν φέρνουν κέρδη, αλλά χρειάζονται και το σωστό διαχειριστή.  

Και το φορτηγό έσχιζε τη νύχτα, όπως οι ιστορίες που μένουν να ψιθυρίζονται στα καφενεία, ιστορίες για τον καιρό που η Χλώρακα έβγαζε αγγούρια ξακουστά και φημισμένα.

 

Ο ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ

Ήρθε στην Κύπρο από την Ελλάδα. Ένα φτωχαδάκι, άκληρο παιδί, με μια μικρή βαλίτσα και ένα βλέμμα που φανέρωνε περισσότερα απ’ όσα έλεγε. Δεν μίλησε ποτέ για το παρελθόν του, ούτε γιατί άφησε πίσω του τους δικούς του. Είπε μονάχα πως ήρθε «να ριζώσει». Ήρθε άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, και αυτό, ίσως, του ταίριαζε.

Στη λαχαναγορά της Λευκωσίας βρήκε δουλειά χαμάλης. Ξεφόρτωνε κασόνια, κουβαλούσε τσουβάλια, δούλευε σιωπηλά, με τα χέρια γεμάτα κάλους και το πρόσωπο πάντα φιλικό. Ήταν γλυκομίλητος, χαμηλών τόνων, και στα λόγια του είχε μια παράξενη ευγένεια που κέρδιζε τους πάντες.

Ο Κυριάκος, καθώς έμπορος παλιός και μυαλωμένος, τον παρατήρησε. Είδε στο βλέμμα του επιμονή, στη δουλειά του μεράκι, και τον προσέλαβε. Του έδωσε φορτηγό να πηγαίνει στα μποστάνια, να μαζεύει τα προϊόντα και να τα φέρνει στην αγορά τη νύχτα.

Δεν άργησε να γίνει απαραίτητος. Ήταν γρήγορος, προσεκτικός, και οι πελάτες τον λάτρεψαν. Ο Κυριάκος του έδινε διπλό μισθό, το άξιζε. Μα δεν ήξερε πως πίσω απ’ το χαμόγελο και τη σιωπή, λογάριαζε άλλα.

Μια μέρα, ένας φίλος του Κυριάκου τον πήρε παράμερα και του ψιθύρισε:

-Πρόσεχε, ο υπάλληλος σου με το φορτηγό σου κάνει δικά του δρομολόγια. Πουλάει για λογαριασμό του.

Ο Κυριάκος τον κάλεσε. Αυτός χαμήλωσε το κεφάλι, είπε «ναι» χωρίς να το πει, και έφυγε. Ο Κυριάκος τον απέλυσε χωρίς φωνές, μόνο με μια φράση:

-Ο καλός λόγος είναι ευλογία, μα όταν γίνεται με μπαμπεσιά, κόβει πιο βαθιά και από μαχαίρι.

Ο καιρός όμως που δούλεψε κοντά του ήταν αρκετός. Είχε ήδη πιάσει ρίζες. Οι πελάτες τον ήξεραν, τον αγαπούσαν, τον εμπιστεύονταν. Άνοιξε δική του δουλειά, και αρκετοί τον ακολούθησαν, ανάμεσά τους κι ο Χαμπουλής, καλός και τίμιος άνθρωπος, μεγάλος παραγωγός.

Ο Χαμοπυλής δούλευε χρόνια στα θερμοκήπια. Με τη γυναίκα του πάλευαν νύχτα μέρα, και η ζωή τους αντάμειψε. Σπούδασαν τις κόρες τους, χτίσανε σπίτια, στάθηκαν στα πόδια τους. Όποτε έβλεπαν τον Κυριάκο, του έλεγαν με ευγνωμοσύνη:

Το χερικό σου είναι καλό Κυριάκο, φέρνει πάντα καλό.

Και το πιστευαν, το απέδειγαν οι ολόχρονες συναλλαγές μεταξύ τους.

Μα σαν μπήκε στη μέση ο Καλαμαράς, τα πράγματα θόλωσαν. Με τα γλυκά του λόγια τους έπεισε να του δίνουν μέρος των προϊόντων τους. Ο Κυριάκος τους προειδοποίησε δυο και τρεις φορές, μα εκείνοι δεν τον άκουσαν.

Ώσπου μια μέρα, ο Κυριάκος τους είπε ξεκάθαρα,

-Το γνωρίζω ότι το χερικό μου είναι καλό, άν σταματήσω να αγοράζω από σας, δε θα ξαναδείτε τέτοια λεφτά. Να το θυμάστε.

Και έτσι έγινε. Η τύχη τούς γύρισε την πλάτη, τα κέρδη χάθηκαν, τα θερμοκήπια ερήμωσαν. Παρακάλεσαν τον Κυριάκο να τους δεχτεί πίσω, μα εκείνος, σκληραγωγημένος πια, δεν λύγισε. Ο Χαμπουλής γύρισε εργάτης, κουβαλώντας πίκρα και ντροπή.

Και τότε ήρθε το τέλος του Καλαμαρά.

Ένα πρωί, χάθηκε. Μαζί του κι οι εισπράξεις πολλών μηνών. Ούτε τηλέφωνο, ούτε ίχνος. Ολόκληρη η αγορά έμεινε ξεκρέμαστη. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν. Άλλοι έλεγαν πως το ’σκασε στο εξωτερικό, άλλοι πως πνίγηκε στα χρέη του, άλλοι πως σκοτώθηκε σε κάποιο λιμάνι. Κανείς δεν έμαθε την αλήθεια.

Μόνο τα χρόνια πέρασαν.

Και ένα φθινόπωρο, δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Κυριάκος καθόταν στο καφενείο της αγοράς, κουρασμένος, με το βλέμμα χαμένο στις νταλίκες που έμπαιναν και έβγαιναν. Και εκεί, ανάμεσα στον κόσμο, είδε έναν γέρο με μαγκούρα, ρακένδυτο, να ζητά λίγο νερό. Τον κοίταξε προσεκτικά… και πάγωσε.

Ήταν ο Καλαμαράς.

Το πρόσωπό του σκαμμένο, τα μάτια του θολά, τα χέρια του να τρέμουν. Πλησίασε αργά, και ψιθύρισε:

-Δεν ήρθα να ζητήσω τίποτα, Κυριάκο. Μόνο να σου πω… πως ό,τι πήρα, δεν μου στάθηκε καλό. Όλα τα ’χασα. Και τον ύπνο και την ψυχή μου. Ήρθα να σε δω, προτού με πάρει ο Θεός.

Ο Κυριάκος τον κοίταξε ώρα πολλή, χωρίς να μιλά. Έπειτα σηκώθηκε, πήγε στο τσιάκκι του καφενείου, του γέμισε ένα ποτήρι νερό και το ’φερε μπροστά του.

-Πιες, του είπε. Ό,τι έγινε, έγινε. Το νερό ξεπλένει και αυτά που δεν ξεπλένει ο χρόνος.

Ο Καλαμαράς ήπιε, και δάκρυσε. Έπειτα σηκώθηκε αργά, και έφυγε σιωπηλός, σαν σκιά που επιστρέφει εκεί απ’ όπου ήρθε.

Σε λίγο καιρό, πέθανε μόνος κι έρημος, νέος στα χρόνια, μα γερασμένος στην ψυχή και στο σώμα.

Και ο Κυριάκος, όταν έμαθε τον θάνατό του, στάθηκε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα ψιθύρισε,

-Έτσι είναι φίλε… Μπορεί ο λόγος να στάζει μέλι, μα στο τέλος, πάντα γεύεσαι τη χολή του.

ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ Ή ΜΟΥΣΚΟΣ

Ο Μανδραγόρας είναι φυτό με μεγάλα φύλλα και διχαλωτή ρίζα, που μοιάζει με ανοιχτά πόδια ανθρώπου που στέκεται όρθιος. Στη Χλώρακα ευδοκιμούσε στους όχτους των χωραφιών και στις καυκάλλες. Τον ονόμαζαν Μούσκο ή Αρκάδρωπο. Μούσκο, γιατί όταν ο καρπός του ωρίμαζε είχε ωραία μυρωδιά. Αρκάδρωπο, γιατί η διχαλωτή ρίζα του έμοιαζε με αγριάνθρωπο, και πίστευαν ότι είχε δυνάμεις από τα σκοτεινά πνεύματα της γης.

Οι παλιοί μάγιστροι τον χρησιμοποιούσαν σαν αφροδισιακό και για τεκνοποιία και πίστευαν ότι μπορούσε να γιατρέψει τις στείρες γυναίκες. Ακόμα, στη Γένεση υπάρχει αναφορά ότι η Ραχήλ, απελπισμένη που δεν έκανε παιδιά με τον Ιακώβ, κατέφυγε σε αυτόν για να γεννήσει τον Ιωσήφ. Πίστευαν επίσης ότι κάτω από τα δέντρα όπου γίνονταν απαγχονισμοί φύτρωνε μανδραγόρας από το σπέρμα των κρεμασμένων.

Έτσι, ο Κυριάκος δεν παραξενεύτηκε όταν μια πελάτισσα από τη Λευκωσία τον παρακάλεσε να της φέρει μούσκους για να τεκνοποιήσει.

-Στο χωριό μου ευδοκιμούν με το παραπάνω, της είπε πρόθυμα.

Της έφερε μούσκους, και η γυναίκα με τον άνδρα της τον ευχαρίστησαν θερμά. Ο Κυριάκος δεν πίστευε σε τέτοιες δεισιδαιμονίες, αλλά δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει. Και ξέχασε το γεγονός.

Μερικούς μήνες αργότερα την είδε αγγαστρωμένη.
-Τι έγινε; τη ρώτησε.
-Κυριάκο μου, χίλια ευχαριστώ! απάντησε γεμάτη χαρά.

-Τα γιατροσόφια έπιασαν τόπο. Ο άνδρας μου σε ευγνωμονεί.

Ο Κυριάκος χαμογέλασε αμήχανα, ικανοποιημένος που βοήθησε, αλλά και λίγο άβολα.

Και ύστερα από καιρό, καθισμένος στο καφενεδάκι της αγοράς, κουβέντιαζε με ένα φίλο του μανάβη για τα άγρια φυτά της Κύπρου. Τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, τη βοήθεια στη διάρροια, την αϋπνία, τον πονόδοντο. Είπαν για τις καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες της μοσφιλιάς και ήρθε η κουβέντα στον μανδραγόρα, που θεωρούνταν θαυματουργός για τη στειρότητα.

Ο Κυριάκος διηγήθηκε στον φίλο του για τη μαννάβησσα. Πώς του ζήτησε μούσκους, πώς της έφερε, και πώς τελικά αγγαστρώθηκε. Ο φίλος του χαμογέλασε με ένα πονηρό μειδίαμα.
-Τι σκέφτεσαι; ρώτησε ο Κυριάκος.
-Τίποτα… απλώς κάτι πέρασε από το μυαλό μου, αποκρίθηκε ο φίλος.

Αλλά ο Κυριάκος ένιωσε ψύλλους στ’ αφτιά και πίεσε λίγο. Τότε ο φίλος του αποκάλυψε την αλήθεια. Το παιδί δεν το έφερε ούτε ο μανδραγόρας, ούτε ο άνδρας της μαννάβησσας… αλλά ο ίδιος.

Ο Κυριάκος έμεινε άφωνος. Μετάνιωσε που ρώτησε. Σε τέτοιες αμαρτωλές ιστορίες, σκέφτηκε, δεν ήθελε καμία συμμετοχή.

Σηκώθηκε αργά, κοίταξε τον φίλο του και είπε,
-Μερικές φορές, η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια… και εμείς είμαστε απλοί θεατές και ταυτόχρονα η αιτία τους.

ΤΟΥΣ ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΛΑΣΤΙΧΑ

Η Κυπριακή Δημοκρατία, από τη μέρα που γεννήθηκε το 1960, κουβαλούσε μέσα της την αδικία. Το εκλογικό σύστημα, πλειοψηφικό, καθόριζε ότι ον μόνον κόμματα που έπαιρναν τις περισσότερες ψήφους σε κάθε περιφέρειακαι έτσι, ο Μακάριος, ο ηγέτης, ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος, είχε τον απόλυτο έλεγχο.
Ήταν εκείνος που αποφάσιζε ποιοι θα μιλούσαν για τον λαό, και ποιοι θα σωπαίναν. Οι υπάκουοι προωθούνταν. Οι αντίθετοι αποκλείονταν, στιγματίζονταν, διώκονταν.

Το 1976, ο Γλαύκος Κληρίδης, με το νεοϊδρυθέν κόμμα του, τον Δημοκρατικό Συναγερμό, κατάφερε το αδιανόητο. Ένα ποσοστό 25% χωρίς ούτε έναν βουλευτή στη Βουλή. Η κοινωνία έβραζε, οι φωνές πλήθαιναν, και κάτω από την πίεση της κατακραυγήςακόμη και διεθνών οργανισμώνη Βουλή αναγκάστηκε το 1979 να ψηφίσει νέο νόμο.
Από τότε, οι εκλογές θα γίνονταν με απλή αναλογική. Η αλλαγή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1981.

Όμως, η νοοτροπία δεν άλλαξε με νόμο. Ο φανατισμός δεν καταργείται με ψηφίσματα.
Ο διχασμός ζούσε μέσα στα καφενεία, στις αυλές, στους ψιθύρους των χωριών. Οι Αντιμακαριακοί παρέμεναν οι «υπόλογοι για την καταστροφή», οι «υπεύθυνοι για την εισβολή», οι προδότεςκαι ας είχαν και αυτοί χάσει σπίτια, συγγενείς, πατρίδες.

Ο Ανδρέας Εύζωνας, υποψήφιος βουλευτής με τον ΔΗΣΥ, το ήξερε καλά αυτό. Μα δεν σταμάτησε. Ούτε και ο Κόκος Παπάκωστας, ο στενός του συνεργάτης, που είχε μάθει να χαμογελά ακόμα και όταν ο κόσμος τον κοιτούσε με μισό μάτι.
Εκείνη τη χρονιά, αποφάσισαν να πάνε στο χωριό Καλλέπεια για προεκλογική ομολία.
Δεν υπήρχαν λεφτά. Ούτε καν μεταφορικό μέσο. Ο Κόκος, πάντα πρακτικός, πήγε στον ξάδερφό του, τον Κυριάκο.
-Ξάδερφε, θέλουμε το αυτοκίνητό σου να πάμε στην Καλλέπεια για προεκλογικό, του είπε.
Ο Κυριάκος, υποστηρικτής του ίδιου κόμματος, άνθρωπος της εμπιστοσύνης, τους το έδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη.
-Να προσέχετε μόνο, είπε. Δεν το έχω για ταξίδια σε κακοτράχαλα βουνάνα το έχετε σαν τα μάτια σας. Αλλά περισσότερο να το προσέχετε από τους φανατικούς.

Το απόγευμα, οι δύο ξεκίνησαν. Ο αέρας μύριζε σκόνη και θυμάρι. Η Καλλέπεια, χτισμένη πάνω σ’ ένα βουνό, τους περίμενε με τη σιωπή της.

Στο χωριό, όμως, κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα καφενεία ήταν κλειστά. Οι πόρτες μισάνοιχτες, μα χωρίς ψυχές και φώτα από πίσω. Μόνο κάπου στο κέντρο, κάτω από μια λάμπα του δρόμου, στεκόταν ένα γαϊδούρι δεμένο σ’ έναν στύλο.
Στο σαμάρι του, μια ξύλινη ταμπέλα, γραμμένη με μαύρη μπογιά:
«Καλωσορίσατε!»

Ο Εύζωνας στάθηκε για λίγο κοιτάζοντάς την. Ο Κόκος έβγαλε ένα μικρό γελάκι.
-Ε, τουλάχιστον είχαν το θάρρος να μας το πουν καθαρά, είπε.

Δεν υπήρχε ψυχή να τους ακούσει. Κανείς δεν βγήκε να μιλήσει, να ρωτήσει, να φωνάξει. Ήταν σαν να είχε περάσει από το χωριό μια σκιά, και να είχε καταπιεί τα πάντα.
Ο Εύζωνας γύρισε και κοίταξε το γαϊδούρι. Εκείνο κούνησε αδιάφορα την ουρά του.

-Πάμε, είπε χαμηλόφωνα. Δεν έχει νόημα.

Στο δρόμο της επιστροφής, μιλούσαν λίγο. Η απογοήτευση ήταν βουβή.
Έφτασαν στο σημείο που είχαν αφήσει το αυτοκίνητο. Ο Κόκος μπήκε στη θέση του οδηγού. Έβαλε μπρος. Ο κινητήρας πήρε, μουγκρητό χαμηλό, γνώριμο. Έβαλε ταχύτητα, πάτησε γκάζι.
Το αυτοκίνητο σείστηκε, αλλά δεν κινήθηκε.

-Τι στο καλό; είπε.
Ο Εύζωνας βγήκε έξω, έσκυψε να δει.
Και τότε, πάγωσε.

Οι τέσσερις τροχοί είχαν εξαφανιστεί. Το αυτοκίνητο ακουμπούσε πάνω σε τάκους, και τα γυμνά του ριπς γύριζαν στον αέρα.

Για μια στιγμή, δεν μίλησαν. Μετά, ο Κόκος ξαναγέλασε. Ένα γέλιο τραχύ, πικρό, μα και παράξενα λυτρωτικό.
-Τουλάχιστον, είπε, δεν μας πήραν και τη μηχανή. Τι θα πούμε στον Κυριάκο;

Έμειναν εκεί για λίγο, με το φως να λιγοστεύει και τη μυρωδιά του χωριού να κατεβαίνει από τους λόφους. Κάποιος, ίσως από τα σπίτια, τους παρακολουθούσε πίσω από την κουρτίνα. Κανείς δεν πλησίασε.

Τελικά, πέρασε ένας χωριανός με αγροτικό. Τους κοίταξε με απορία, σταμάτησε για λίγο.
-Τι πάθατε; ρώτησε, χωρίς να κατεβεί.
-Μας πήραν τους τροχούς, απάντησε ο Κόκος.
Ο άντρας σήκωσε τους ώμους.
-Ε, τι να πεις; Δύσκολοι καιροί. Καιρός ήταν να μάθετε πως εδώ δεν πιάνει το κόμμα σας.

Έβαλε μπρος και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.

Το αυτοκίνητο γύρισε την άλλη μέρα στη Χλώρακα φορτωμένο πάνω σε πλατφόρμα. Ο Κυριάκος το είδε να πλησιάζει από μακριά και, βλέποντας το χωρίς τροχούς, απόμεινε να κοιτά.
-Μα τι έγινε; ρώτησε.
Ο Κόκος του τα είπε όλα, με λίγα λόγια, χωρίς θυμό. Μόνο με εκείνο το χαμόγελο που είχαν όσοι είχαν συνηθίσει να χάνουν.

Ο Κυριάκος έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά, άναψε τσιγάρο.
-Δεν πειράζει, είπε. Θα βάλουμε καινούριους.
Κι ύστερα πρόσθεσε, κοιτάζοντας μακριά,
-Οι ρόδες αλλάζουν. Τα μυαλά, δύσκολα.

Τα χρόνια πέρασαν. Η χώρα άλλαξε πρόσωπο, έμαθε να μιλά με περισσότερες φωνές, να ψηφίζει με πιο καθαρό μυαλό. Μα ο φανατισμός, εκείνος ο παλιός, ο βουβός, δεν χάθηκε ποτέ εντελώς. Κάποτε επιστρέφει, σαν το φως εκείνης της λάμπας πάνω από το γαϊδούρι της Καλλέπιαςένα φως που δεν φωτίζει, μόνο θυμίζει.

Και κάπου, ίσως ακόμη, το σαμάρι εκείνο να υπάρχει, ξεθωριασμένο, με τη λέξη «Καλωσορίσατε» να τρεμοπαίζει μέσα στη νύχτα.

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Οι αποθήκες του Κυριάκου ήταν μεγάλες, με πρόσωπο σαράντα μέτρα στο δρόμο και βάθος δεκαπέντε. Εκεί μέσα χωρούσαν τα πάντα: ψυκτικούς θαλάμους, χώρο παραλαβής και πώλησης, φόρτωσης και αποστολής, και στο βάθος μια τεράστια αποθήκη, σιωπηλή και δροσερή.

Στον χώρο παραλαβής, δίπλα στο γραφείο του, ο Κυριάκος είχε δύο τραπέζια με καρέκλες. Εκεί κάθονταν οι πελάτες, έπειτα από το ξεφόρτωμα, να πιουν έναν καφέ ή ένα αναψυκτικόγιατί, όπως έλεγε και ο ίδιος, «ο καλός πελάτης θέλει και το κέρασμά του».

Ήταν Σάββατο, μέρα ξεκούρασης. Το παζάρι θα ’μενε κλειστό την Κυριακή και ο Κυριάκος, μόνος στο γραφείο, έκανε λογαριασμούς. Έξω, ο ήλιος έψηνε τις πέτρες, και η ζέστη έτρεχε από τα τοιχώματα σαν ιδρώτας.

Κοντά στο μεσημέρι, ακούστηκε αυτοκίνητο να σταματά έξω στην αυλή. Δύο άντρες κατέβηκαν. Σκυθρωποί, αμίλητοι, με βλέμμα περίεργο. Χωρίς να χαιρετήσουν, μπήκαν μέσα και κάθισαν στο ένα τραπέζι.

-Μια μπύρα, είπαν κοφτά.

Ο Κυριάκος, χωρίς πολλές κουβέντες, τους την έφερε.

-Έχεις τίποτε για τσίλημα; ρώτησε ο ένας.

Ο Κυριάκος χαμογέλασε. Άνοιξε τον ψυκτικό θάλαμο, πήρε ένα μήλο από τα τελάρα, το έκοψε σε φέτες και το έβαλε σ’ ένα πιατάκι μπροστά τους.

Ύστερα από λίγο τον ξαναφώναξαν. Ζήτησαν άλλη μία μπύρα, λίγο πιο παγωμένη αυτή τη φορά. Ο Κυριάκος υπάκουσε, πάντα ευγενικός, και επέστρεψε στους λογαριασμούς του, ρίχνοντάς τους που και που μια ματιά με μισό μάτι.

Η ώρα κυλούσε αργά, και εκείνοι απολάμβαναν τις μπύρες στη δροσιά του μαγαζιού, καθώς έξω ο ήλιος έκαιγε τον τόπο. Παράγγειλαν ακόμα μία, κι άλλο ένα μήλο.

Κάποια στιγμή φώναξαν:

-Να πληρώσουμε!

Ο Κυριάκος σήκωσε το κεφάλι.
-Μα εδώ δεν είναι καφενείο, είπε. Εδώ είναι αποθήκες παραλαβής φθαρτών.

Οι δυο άντρες έμειναν άφωνοι. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον, πάγωσαν.
-Μας συγχωρείς, νόμισαμε πως είναι καφενείο, ψέλλισε ο ένας.

-Δεν πειράζει, δεν υπάρχει πρόβλημα, απάντησε ο Κυριάκος με χαμόγελο.

-Όμως να πληρώσουμε!

-Όχι, δεν θα πληρώσετε. Είστε στη Χλώρακα, και εδώ η φιλοξενία δεν κοστολογείται. 

Πέρασε καιρός.

Ένα απόγευμα, στο κέντρο του Μηχαλάκη, στη Χοιροκοιτία, ο Κυριάκος, επιστρέφοντας από το παζάρι της Λευκωσίας, στάθμευσε να ξεκουραστεί. Παράγγειλε φαγητό και μπύρα, και ύστερα γλυκό και καφέ.

Έφαγε, ήπιε, ξεκούρασε το κορμί του, και όταν ήρθε η ώρα να φύγει, ζήτησε το λογαριασμό.

-Είναι πληρωμένα, του είπε ο Μηχαλάκης, ο εστιάτορας.

-Από ποιον; ρώτησε απορημένος ο Κυριάκος.

Ο Μηχαλάκης έδειξε με το χέρι προς το βάθος του μαγαζιού. Εκεί, σ’ ένα τραπέζι, καθόταν ένας άντρας που του χαμογελούσε σιωπηλά.

Ο Κυριάκος τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο ένας από τους δύο εκείνους που, τότε, είχαν μπερδέψει τις αποθήκες του με καφενείο.

Χαμογέλασε κι αυτός.
«Ε, μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει…» μουρμούρισε, κι ένιωσε μέσα του εκείνη τη γλυκιά ντροπή που φέρνει η καλοσύνη όταν επιστρέφει.

Η γη δεν ανήκει στον άνθρωπο, αλλά αυτός στη γη

Γύρω στις αποθήκες του Κυριάκου, εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχαν πολλά οικόπεδα και σπίτια. Η γη ήταν χωράφια, που οι κάτοικοι όργωναν και έσπερναν. Ήταν καυκάλλες και γκρεμμοί, με τη φύση βλαστημένητόποι γεμάτοι σχοινιές, τρεμιθιές και τερατσιές.

Ήταν και ένα μικρό κατεβατό χωραφιού, δυο πήχες που λέει ο λόγος, που το όριζαν δυο ξαδέρφια του.
Με λύπη ο Κυριάκος τους άκουε να τσακώνονται για το πού ακριβώς έπεφτε ο όχτος που τα χώριζε. Τους άκουε να λογομαχούν, να φωνάζουν, να 
μην έχουν την αγάπη που έπρεπε να πρυτανεύει. Η συγγενική στοργή είχε γίνει μίσος πιο δυνατό και από εχθρικό.

Περνούσε ο καιρός, κι η έχθρα μεγάλωνε. Ο Κυριάκος κατάλαβε μέσα του πως αυτό δεν θα έβγαινε σε καλό. Έτσι, αποφάσισε να επέμβει.

Ο Κυριάκος ήταν άνθρωπος που διάβαζε τις ψυχές των ανθρώπων. Τα χρόνια είχαν χαράξει στο πρόσωπό του ρυτίδες γνώσης και σοφίας. Είχε ζήσει πολύ, είχε διαβάσει περισσότερο, και είχε μάθει να ακούεινα προβλέπει και να προλαμβάνει.
Δεν μιλούσε συχνά, μα όταν το έκανε, οι άλλοι σώπαιναν. Ήξεραν πως τα λόγια του δεν ήταν για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να φωτίσουν. Είχε μια σπάνια σοφία, εκείνη που δεν γεννιέται από τα βιβλία μονάχα, αλλά από τη βαθιά κατανόηση ότι ο άνθρωπος είναι μέρος ενός συνόλου, όχι ο κύριός του.

Έτσι, μια μέρα που τα ξαδέρφια του πάλι τσακώνονταν για τον όχτο του χωραφιούγια τη μικρή λουρίδα γης που ούτε δυο πήχες πλάτος δεν είχε, αλλά ήταν αρκετή για να δηλητηριάσει τη φιλία και τη συγγένειά τους και οι φωνές τους ακούγονταν ως τα καφενεία, τους πλησίασε.

Πλησίασε αργά και τους κοίταξε. Δεν είπε τίποτα στην αρχή. Κοίταξε το χώμα κάτω απ’ τα πόδια τους, ξερό, σκασμένο, μα ζωντανό.
Έσκυψε, πήρε μια χούφτα, την άφησε να κυλήσει ανάμεσα στα δάχτυλά του και, με φωνή γαλήνια, είπε
,
-Παιδιά, θυμάμαι κάτι που άκουσα πριν πολλά χρόνια... «Η γη δεν ανήκει στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος στη γη». Άρα κι ετούτη εδώ η γη δεν είναι δική σας.

Οι δυο φίλοι σώπασαν. Ο Κυριάκος συνέχισε:
-Κοιτάτε τη γη σαν να είναι δική σας. Μα πριν από εσάς, άλλοι την πάτησαν. Και όταν φύγετε, άλλοι θα την οργώσουν. Εσείς δεν την κατέχετεσας ανέχεται. Μας ταΐζει, μας ποτίζει, μας σκεπάζει στο τέλος. Κι εσείς, αντί να τη σέβεστε, μαλώνετε γι’ αυτήν.

Άφησε το χώμα να γλιστρήσει απ’ τα δάχτυλά του.
-Δείτε… ούτε κρατιέται, ούτε κρατά. Έτσι και η ζωή. Μας δίνεται για λίγο. Μην τη σπαταλάτε σε μικρότητες.

Κατέβασαν το βλέμμα. Ο ένας σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο, ο άλλος έσκυψε σιωπηλός. Η ένταση έσβησε σαν φωτιά που της ρίχνεις νερό.

Και ο Κυριάκος χαμογέλασεόχι με το στόμα, αλλά με την ψυχή. Είχε δει ξανά δυο ανθρώπους να θυμούνται το ουσιαστικό: πως η γη μάς ενώνει, δεν μας χωρίζει.

Από εκείνη τη μέρα, τα δυο ξαδέρφια δεν μάλωσαν ξανά. Κι όποτε περνούσαν απ’ το χωράφι, έλεγαν μεταξύ τους με χαμόγελο:
-Θυμάσαι τι είπε ο Κυριάκος; Η γη δεν είναι δική μας… εμείς είμαστε δικοί της.

ΝΤΡΟΠΗ

Στη Χλώρακα, ένας φτωχός, αργόσχολος και άνεργος νέος, βρήκε αποκούμπι στον Κυριάκο, συγγενή του που τον λυπήθηκε.

Είχε κακή φήμη, γιατί όπου κι αν δούλευε, γρήγορα απολυόταν. Άλλοι έλεγαν από τεμπελιά, άλλοι από κακό χαρακτήρα.

Μόνο ο Κυριάκος, καθώς συγγενής και καλόκαρδος άνθρωπος, τον λυπήθηκε. Παρ’ όλο που ήξερε πως ο νέος ήταν υποκριτής, αναξιόπιστος και αφερέγγυος, τον προσέλαβε στις αποθήκες του, στη συσκευασία μπανανών και οπωρικών. Σκέφτηκε πως, ως απλός εργάτης, δε θα είχε την ευκαιρία να κάνει τις συνηθισμένες του απάτες.

Ο νεαρός τότε άλλαξε συμπεριφορά, τουλάχιστον φαινομενικά. Έδειχνε ευγένεια, χαμογελούσε, ευχαριστούσε, και υποκρινόταν σε κάθε του κίνηση. Ο Κυριάκος ένιωθε πως, έστω και λίγο, η ευεργεσία του εκτιμήθηκε.

Μα όταν ήρθε καιρός που η γη στη Χλώρακα καθώς βρισκόταν σε οροπέδιο και κοντά στη θάλασσα, ανέβηκε πολύ σε αξία, ο τεμπέλης ξάδερφος πούλησε την περιουσία που είχε κληρονομήσει από τους γονείς του και βρέθηκε ξαφνικά με χρήματα στα χέρια. Νόμισε πως έγινε πλούσιος και πως ο κόσμος τού ανήκε. Η ψυχή του γέμισε υπερηφάνεια, και η κακία που κρατούσε μέσα του φάνηκε ολοκάθαρα.

Ξέχασε την ευεργεσία του Κυριάκου, άρχισε να τον κατηγορεί πίσω από την πλάτη και να τον διαβάλλει στους άλλους, χωρίς λόγο, απλώς γιατί μέσα του έκαιγε η κακεντρέχεια. Ήταν παθολογικός ψεύτης. Δεν έλεγε απλώς ψέματα, αλλά ένιωθε ανάγκη να το κάνει και χαιρόταν με το κακό των άλλων.

Διέδιδε πως ο Κυριάκος κέρδιζε πολλά, πως εκμεταλλευόταν τους συνεργάτες του και τους «έπινε το αίμα».

Όμως, όπως λένε οι παλιοί, «η γη μένει, μα τα χρήματα φεύγουν».

Η γη είναι αιώνια περιουσία, θρέφει τον άνθρωπο και δίνει σταθερότητα, ενώ τα λεφτά χάνουν αξία ή σκορπίζονται.

Κι έτσι έγινε. Σιγά-σιγά, τα χρήματα ξοδεύτηκαν και χάθηκαν, και η γη πέρασε σε ξένα χέρια. Ο αλαζόνας νέος έμεινε φτωχός και άκληρος, δίχως δουλειά, δίχως στον ήλιο μοίρα. Απελπισμένος, πήγε ξανά στον Κυριάκο, ελπίζοντας σε συγχώρεση ή έστω βοήθεια.

Μα ήταν πια αργά.

Ο Κυριάκος τον κοίταξε χωρίς θυμό, αλλά και χωρίς ίχνος ζεστασιάς, και του είπε μόνο μία λέξη:

-«Ντροπή».

Ύστερα απέστρεψε το πρόσωπο αλλού, θέλοντας να κρατήσει μακριά τη μιζέρια, την κακή αύρα και τη δηλητηριώδη γλώσσα του.

Και ο ανόητος ξάδερφος έμεινε μόνος με τα λεφτά χαμένα και τη συνείδηση άδεια, ίσως συνειδητοποιώντας πως ο αληθινός πλούτος ήταν αυτό που ποτέ δεν είχε εκτιμήσει: η τιμή και η ευγνωμοσύνη.

ΟΥΔΕΙΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ

Τα απογεύματα στο καφενείο του Λιασίδη, όπου ο θαλασσινός αγέρας δρόσιζε την αυλή, ήταν τόπος όπου μαζεύονταν οι παλιοίάλλοι για τάβλι, κι άλλοι για να περάσει η ώρα, για κουβέντα, για να μάθουν τα καινούργια νέα.

Εκεί σύχναζε και ο Κυριάκος, πενηνταπεντάρης τότε, που ’χε πάρει την παράξενη απόφαση να παρατήσει τα εμπορικά και να στραφεί στα γράμματα. Εξέδιδε την εφημερίδα της Χλώρακας. Μικρή, τοπική, μα με αγάπη γραμμένη. Για τους ανθρώπους, τη γη, τις παλιές ιστορίες που σιγά σιγά χάνονταν.

Με τον Μαυρονικόλα, όμως, -κι αυτόν Κυριάκο τον έλεγαν-, είχε κάτι παραπάνω από γνωριμία. Ήταν φιλία που γεννήθηκε απρόσμενα, όταν ο γέρος πλέον ο Μαυρονικόλας, εγκατέλειψε τη δουλειά του γεωργού και βρήκε στο καφενείο το δεύτερο σπίτι του. Παρότι ποτέ δεν είχαν συνεργαστεί, -ο ένας φθαρτέμπορος, ο άλλος παραγωγός-, μια συμπάθεια ρίζωσε ανάμεσά τους.

Ο Μαυρονικόλας είχε φτάσει στα ογδόντα, μα το πνεύμα του έμενε ζωηρό. Ήταν, όπως έλεγε ο ίδιος με καμάρι, «αθκιασερός» δηλαδή αργόσχολος πια, χωρίς έγνοιες, με τον χρόνο να του ανήκει. Καθόταν στο ίδιο τραπεζάκι κάθε απόγευμα, κοιτώντας τη θάλασσα και διηγούμενος όσα ήξερε για τα παλιά.

Ο Κυριάκος τον πλησίασε από περιέργεια στην αρχή. Ήθελε να μάθει, να γράψει, να μαζέψει τις ιστορίες των γερόντων όσο προλάβαινε. Μα όσο τον άκουγε, τόσο ένιωθε πως δεν ήταν απλώς αφηγητής, αλλά κομμάτι της ίδιας της μνήμης του τόπου.

-Άκου να δεις, του είπε ένα απόγευμα. Εκεί κάτω, στη θάλασσα του Πάρακα... όχι μακριά από την ακτή...
-Ναι; έκανε ο Κυριάκος, σκύβοντας λίγο μπροστά.
-Υπάρχει ένα σημείο που, άμα κολυμπήσεις, βγαίνει νερό από τον βυθό. Παγωμένο σαν πάγος. Ένα συντριβάνι ολόκληρο, που ανεβαίνει ως την επιφάνεια.
-Νερό από τον βυθό;
-Ναι. Και πιο πέρα, στις ξέρες του Φουρφουρή, είδα με τα μάτια μου αστακούς, Κυριάκο μου, μεγάλους, μα πολύ μεγάλους. Τέτοιο πράμα δεν νομίζω να το έχει άλλη θάλασσα.

Ο Κυριάκος σώπασε. Είχε διαβάσει αρκετά για να υποψιαστεί κάτι. Του φάνηκε πως το «συντριβάνι» που περιέγραφεδεν ήταν νερό, μα φυσικό αέριο που ανάβλυζε από τα βάθη της γης. Και εκείνοι οι τεράστιοι αστακοίίσως αποτέλεσμα των ψυχρών νερών που δημιουργούνται από τη ροή των υδρογονανθράκων. Ήξερε πως σε πολύ ψυχρά νερά, οι αστακοί μεγαλώνουν πέραν του φυσικού.

Εκείνο το βράδυ, πίνοντας τον καφέ τους, τόλμησε να το πει.
-Ξέρεις τι νομίζω, Κυριάκο Μαυρονικόλα; Μπορεί κάτω από

τη θάλασσά μας να έχει φυσικό αέριο. Υδρογονάνθρακες, όπως τους λένε.

Ο γέρος χαμογέλασε με συγκατάβαση, και οι διπλανοί γέλασαν φωναχτά.
-Ε, καλά Κυριάκο, είπε κάποιος. Άμα βρεις και πετρέλαιο, φώναξέ μας να γεμίσουμε τα ντεπόζιτα!

Ο Κυριάκος δεν απάντησε. Ούτε και θύμωσε. Ήξερε πως τέτοιες κουβέντες μοιάζουν αλλόκοτες στ’ αυτιά των ανθρώπων που δεν πιστεύουν πως κάτω από τη γη μπορεί να κρύβεται χρυσός.

Πέρασε καιρός. Οι κουβέντες ξεχάστηκαν, όπως ξεχνιούνται όλα τα απογευματινά λόγια του καφενείου. Μα μια μέρα, ανοίγοντας την εφημερίδα, ο Κυριάκος διάβασε μια μικρή είδηση:
«Πιθανή ύπαρξη υδρογονανθράκων στις νότιες θάλασσες της Κύπρου. Έρευνες ξεκινούν σύντομα».

Έμεινε να την κοιτά, χωρίς να χαμογελάσει. Μόνο γύρισε το βλέμμα του προς τη μεριά εκείνη, όπου άλλοτε καθόταν ο Μαυρονικόλας. Αλλά δεν ήταν εκεί. Είχε πια σταματήσει τις επισκέψεις του στο καφενείο, είχε γεράσει πολύ. Και η καρέκλα εκεί, λες και ακόμη τον περίμενε για τον απογευματινό καφέ.

Χρόνια αργότερα, όταν ανακοινώθηκαν επίσημα τα πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου, ο Κυριάκος καθόταν στο ίδιο τραπέζι, με μιαν άλλη εφημερίδα στο χέρι. Την άνοιξε αργά, διάβασε τον τίτλο, και έγειρε λίγο πίσω, κοιτάζοντας τη θάλασσα κάτω μακριά να λαμπυρίζει καθώς ο ήλιος έγερνε να δύσει.
-Ουδείς προφήτης στον τόπο του, ψιθύρισε.

Και ύστερα, σαν να τον άκουσε ο άνεμος, ένα αλαφρύ ρίγος πέρασε πάνω από το νερόεκεί, στα βάθη του Πάρακα, όπου ένα παγωμένο συντριβάνι συνέχιζε να αναβλύζει από τη γη, κουβαλώντας μέσα του το παλιό μυστικό του τόπου.

Ο ΠΙΟ ΚΑΛΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ

Πολλές φορές, καθισμένος στο καφενείο μόνος, απολαμβάνοντας τον καφέ του, ο Κυριάκος έστρεφε πίσω τη μνήμη και αναλογιζόταν τα περασμένα∙ τα εύκολα και τα δύσκολα. Τους δύσκολους πελάτες, τη δυσκολία του εμπορίου, το απαιτητικό τραπεζικό σύστημα.

Στη δεκαετία του ’80 οι τράπεζες έμοιαζαν με μικρούς ναούς. Μαρμάρινα γραφεία, καλογυαλισμένα παπούτσια, βλέμματα που ζύγιζαν τον άνθρωπο πριν ακόμη ζυγίσουν τα λεφτά του. Για να πάρει κανείς δάνειο δεν έφταναν οι αιτήσεις και οι υπογραφές. Έπρεπε να αποδείξει πως είναι άξιος να τον εμπιστευτούν. Να ’χει δουλειά σταθερή, όνομα καθαρό, εισόδημα που να αντέχει μια δόση που δεν επιτρεπόταν να ξεπερνά το ένα τρίτο του μισθού. Οι τραπεζικοί υπάλληλοι σε κοιτούσαν σαν να ήξεραν περισσότερα απ’ όσα έλεγες. Άκουγαν τη φωνή σου, παρατηρούσαν πώς κρατούσες το στυλό, αν ίδρωναν τα χέρια σου. Κάθε αίτηση ήταν μια μικρή δοκιμασία χαρακτήρα.

Ο Κυριάκος, όμως, δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του σε τέτοιο ναό. Ως το 1985, ζούσε και ανέπνεε μέσα στο φθαρτεμπόριο, πλάι στον πατέρα του. Οι συναλλαγές περνούσαν όλες από τον λογαριασμό του πατέρα του, και του αρκούσε. Όταν όμως εκείνος πέθανε, το κενό δεν ήταν μόνο συναισθηματικό. Ήταν και πρακτικό. Για πρώτη φορά έπρεπε να σταθεί μόνος του απέναντι στην τραπεζική γραφειοκρατία.

Με τη σιγουριά του ανθρώπου που έχει καλό όνομα στο παζάρι, ξεκίνησε από το Συνεργατικό της Χλώρακας. Το κτίριο χαμηλό, γνωστό, σχεδόν φιλικό. Ο γραμματέας χωριανός του, άνθρωπος που είχε δει τον Κυριάκο να μεγαλώνει. Ο Κυριάκος μπήκε με βήμα σίγουρο, σχεδόν χαμογελαστό.

Μα η απάντηση έπεσε σαν κουβάς κρύο νερό.

-Το όριο μας είναι μέχρι χίλιες λίρες, Κυριάκο, του είπε ο γραμματέας, με βλέμμα ένοχο.

Ο Κυριάκος άνοιξε τα μάτια διάπλατα.
-Τόσα λίγα; Μα αυτά φτάνουν μόνο για μια νύχτα στα μπουζούκια!

Το είπε μισοαστεία, μισοσοβαρά, μα η πίκρα τον τσίμπησε. Χίλιες λίρες για κάποιον που ξεφόρτωνε τόνους φρούτων την εβδομάδα ήταν σχεδόν προσβολή.

Έτσι δοκίμασε την Ελληνική Τράπεζα. Το κτίριο της πόλης ήταν ψυχρό, με μεγάλες γυάλινες πόρτες που άνοιγαν σαν να σε κατάπιναν. Ζήτησε τρεχούμενο δέκα χιλιάδων λιρών. Ήταν λογικό ποσό για τις ανάγκες του.

Αλλά οι υπάλληλοι ήταν αλλιώτικοι. Ρωτούσαν, ξαναρωτούσαν, ξεφύλλιζαν χαρτιά, έγραφαν σημειώσεις με ένα βλέμμα που έμοιαζε με ανάκριση τρίτου βαθμού. Ο Κυριάκος ένιωσε σαν να δικάζεται για την ίδια του την επιτυχία. Και περιμένοντας την απάντηση, αναρωτιόταν με αγανάκτηση:

-Αν δυσκολεύουν τόσο εμένα, που οι δουλειές μου πάνε καλά, τι γίνεται με όσους ξεκινούν τώρα; Πώς να στεριώσουν νέοι έμποροι;

Η μέρα έγερνε, και η σκέψη του βάραινε. Μα ένα πρωινό, ενώ έπινε καφέ στις αποθήκες του, το τηλέφωνο χτύπησε.

-Κυριάκο, είμαι ο Τσαππής.

Η φωνή γνώριμη, ζεστή. Ο διευθυντής της Κεντρικής Συνεργατικής Τράπεζας Πάφου. Άνθρωπος που είχε δικούς του αμπελώνες και είχε συνεργαστεί με τον ίδιο και με τον πατέρα του, πριν φύγει από τη ζωή.

-Άκουσα ότι ψάχνεις να ανοίξεις λογαριασμό. Για σένα, που ξέρω καλά ποιος είσαι και τι δουλειές κάνεις, σου δίνω δέκα χιλιάδες. Αν θέλεις, ξεκινάμε άμεσα.

Ήταν μια προσφορά τίμια, ανθρώπινη, σχεδόν φιλική. Και ο Κυριάκος την τίμησε. Ξεκίνησε μια συνεργασία που κράτησε χρόνια. Ο Τσαππής τον εμπιστευόταν και του επέτρεπε μεγάλα παρατραβήγματα, και ο Κυριάκος τα αποκαθιστούσε πάντα χωρίς καθυστέρηση. Με σκληρή δουλειά και ατελείωτα ξενύχτια, το φθαρτεμπόριό του δυνάμωνε. Ήταν ένας καλός έμπορος μικρού βεληνεκούς, μα επιτυχημένος. Ό,τι είχε, το κέρδισε με τον ιδρώτα του.

Κι ύστερα, μια μέρα σαν όλες τις άλλες, συνέβη το αναπάντεχο.

Τρία ημιφορτηγά σταμάτησαν έξω από τις αποθήκες του, φορτωμένα ως πάνω με μήλα που μοσχοβολούσαν. Πίσω τους, μια κούρσα πολυτελείας, από αυτές που βλέπεις μόνο στις βιτρίνες. Ο Κυριάκος βγήκε σαστισμένος, σκουπίζοντας τα χέρια του στο παντελόνι.

Από την κούρσα κατέβηκε ένας άνδρας κομψός, ντυμένος στην τρίχα, με κίνηση σίγουρη, σχεδόν τελετουργική. Πλησίασε τον Κυριάκο με το χέρι απλωμένο.

-Κυριάκο, είμαι ο Γαλανός, ο διευθυντής της Ελληνικής Τράπεζας.

Ο Κυριάκος έμεινε άφωνος. Τον ήξερε φυσικά. Ανιψιός του Μακαρίου, ένας από τους ισχυρότερους τραπεζικούς παράγοντες στη χώρα. Ένας άνθρωπος που συνήθως δεν κατέβαινε ούτε στο ισόγειο του κεντρικού κτιρίου, και τώρα στεκόταν μπροστά του, μέσα στη σκόνη μιας αποθήκης φορτωμένης καφάσια.

-Άκουσα για την πρόοδό σου, συνέχισε ο Γαλανός.
-Και ήρθα προσωπικά να σου προτείνω συνεργασία. Για γνωριμία σού έφερα από τα περβόλια μου αυτά τα τρία φορτηγά με μήλα. Η τράπεζά μας θα σου παραχωρήσει όσα δάνεια χρειαστείς. Απεριόριστα.

Η καρδιά του Κυριάκου χτύπησε γρήγορα. Μια τέτοια πρόταση δεν την αρνιέσαι. Σκέφτηκε τον Τσαππή, τον τίμιο φίλο που τον βοήθησε όταν κανείς δεν τον βοηθούσε. Μα η πραγματικότητα ήταν αδυσώπητη. Tα χρήματα που του άνοιγε η Ελληνική Τράπεζα ήταν πολλά, ίσως η ευκαιρία της ζωής του.

Και έτσι άρχισε η μεγάλη του άνοδος.
Με απεριόριστο ρευστό στα χέρια, άνοιξε καινούριες γραμμές εμπορίου, επεκτάθηκε σε πόλεις και χωριά, γέμισε τις αποθήκες και τα ψυγεία  του με προϊόντα που άλλαζαν με τις εποχές. Αγόρασε γη, έκτισε, επένδυσε. Τα κέρδη έτρεχαν σαν νερό σε ποταμό χειμωνιάτικο.

Μα δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε.

Και κάπως έτσι, στα πενήντα πέντε του, την ώρα που άλλοι κυνηγούσαν ακόμη το χρήμα, εκείνος αποφάσισε κάτι αλλιώτικο. Παράτησε τις επιχειρήσεις, παρέδωσε τις αποθήκες, έκλεισε τους λογαριασμούς. Είχε πια αρκετά για να ζήσει ήρεμα.

Και γύρισε σε εκείνο που αγαπούσε από παιδί, τα γράμματα.

Στο γραφείο του, όπου άλλοτε έκανε λογαριασμούς και υπολογισμούς, απλώθηκαν τώρα τετράδια, μολύβια και βιβλία. Τα πρωινά μύριζαν καφέ και μελάνι, όχι μήλα και ροδάκινα. Και ο Κυριάκος, που μια ζωή μετρούσε κιλά και κέρδη, άρχισε να μετρά ιστορίες.

Και ίσως, ποιος ξέρει, να βρήκε τελικά τον πιο αληθινό λογαριασμό της ζωής του, τα γράμματα.

--------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗΣ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη Χλώρακα, όπου η θάλασσα συναντά τη ζωή και η παράδοση το σήμερα, δύο άνθρωποι συναντιούνται τυχαία αλλά για έναν λόγο που υπερβαίνει την τύχη. Ο Κυριάκος, άνθρωπος της λογικής και της ηθικής, και ο Μάγκας, νεαρός ατίθασος και παρορμητικός, θα μάθουν πως η ζωή διδάσκει με τρόπους που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Μια ιστορία για θυμό, συγχώρεση, φιλία και τη δύναμη της αλλαγής που κρύβεται μέσα στον καθένα μας.

ΕΝ ΘΥΜΩ ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ ΣΟΦΙΑ (μέρος 1)

Ο Κυριάκος πάντα ήξερε πως θα ερχόταν κάποια μέρα που κοιτάζοντας πίσω τα χρόνια που ιεπειδή τότε ήταν εύκολαγιατί δεν ήταν. Ήταν χρόνια γεμάτα αγώνα, πείσμα, φόβο και στιγμές που δοκίμασαν τα όριά του. Μα μέσα από εκείνο το σκληρό μονοπάτι χτίστηκε η δύναμή του, η επιμονή του και η πίστη ότι κάθε βήμα, όσο μικρό και αν φαινόταν, έχει αξία.

Με τον καιρό, έβλεπε τον εαυτό του αλλιώς. Δεν ήταν μόνο ο άνθρωπος που πάλεψεήταν μαζί και αυτός που αναλογιζόταν και έκρινε όσα έβλεπε. Η ματιά του είχε γίνει πιο ώριμη, πιο ήρεμη. Οι πληγές του παρελθόντος μετατρέπονταν σε διδάγματα. Τα λάθη του δεν τα κουβαλούσε σαν βάρος, αλλά σαν σιωπηλούς δασκάλους. Και έτσι καταλάβαινε το βαθύτερο. Πως η ενδοσκόπηση είναι πάντα ανασκόπηση. Για να δεις μέσα σου, πρέπει να ρίξεις το βλέμμα πίσω. Να ξαναβρείς τις στιγμές που σε διαμόρφωσαν και να δώσεις σημασία ακόμα και σε εκείνες που νόμιζες πως είχες προσπεράσει.

Εντούτοις, όταν καμιά φορά σκεφτόταν δύσκολα περιστατικά που συνέβησαν στη ζωή του, ένιωθε πως από πάντα κουβαλούσε μια σοφία που του επέτρεπε να κρίνει και να λειτουργεί σωστά. Ακόμα και στο θυμό του, στις πιο άγριες του στιγμές, συνήθως έκρινε με τη λογική και όχι με το συναίσθημα. Ιδίως καθώς γνώριζε καλά πόσο ανεξέλεγκτος ήταν, εκείνη την καταπιεστική πίεση στο στήθος, την αδρεναλίνη που σκεπάζει τη σκέψη, εντούτοις κατάφερνε να συγκρατείται πριν παρασυρθεί.

Και όμως, υπήρχε ένα περιστατικό, παλιό, τόσο ξεχωριστό που έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη του. Ήταν ακόμη νέος, ίσα με 35 χρονών, στο άνθος της νιότης και της σωματικής του ρώμης, όταν έφτασε στα πραγματικά όρια της αντοχής του. Οδηγούσε το μικρό του μηχανάκι, πηγαίνοντας να επιθεωρήσει έναν πορτοκαλεώνα για να κλείσει εμπορική πράξη. Πήρε τα στενά δρομάκια του χωριού και, σε μια στροφή ορθής γωνίας, ένα μεγάλο αυτοκίνητο έστριψε απότομα χωρίς να κάνει στοπ και τον πέταξε στο δρόμο. Το μηχανάκι στραπατσαρίστηκετο ίδιο και ο ίδιος.

Με αφόρητους πόνους από το τρίψιμο στο άσπρο τσιμέντο, σηκώθηκε γεμάτος νεύρα για την απροσεξία του άλλου. Κι τότε, από το αυτοκίνητο κατέβηκε ένα καχεκτικό ανθρωπάκι, Μάγκα τον φώναζαν, έμαθε αργότερα. Μικρόσωμος, με λεπτά πόδια που μετά βίας κρατούσαν το βάρος του, με ώμους καμπουριασμένους λες και χρόνια ολόκληρα κουβαλούσε πάνω του τα βάσανα του κόσμου. Το πρόσωπό του στεγνό και χλωμό, μαρτυρούσε άνθρωπο που περισσότερο έμαθε να επιβιώνει με βίαια λόγια παρά με πράξεις. Και όμως, μέσα σε αυτή τη μικρή φιγούρα υπήρχε ένα παράξενο θράσος, μια αυθάδεια, που προσπαθούσε να τα επιδικνείει σαν δύναμη.

Με φωνή τσιριχτή και τόνο προκλητικό, άρχισε να φωνάζει στον Κυριάκο πως αυτός έφταιγε, πως του έκοψε τον δρόμο, και ότι ήθελε σώνει και καλά αποζημίωση γιατί έπαθε ζημιά το αμάξι του, ψέματα ισχυριζόταν.

Ο Κυριάκος, πνιγμένος απ’ το δίκιο του και γεμάτος νεύρα για το θράσος του, τον είδε μπροστά του τόσο μικρό, τόσο αδύναμο, που ήξερε πως αν παρασυρόταν από τον θυμό του, με έναν μόνο πάτσο θα τον έριχνε κάτω. Ένιωθε το αίμα του να βράζει, τα χέρια του να τρέμουν, σαν το σώμα του να απαιτούσε αντίδραση, εκδίκηση. Μα μέσα του μια άλλη φωνήη πιο δύσκολη να υπακούσει, του έλεγε πως έπρεπε να καταπνίξει τον θυμό, να καταπιεί τις προσβολές και να μην χειροδικήσει.

Θυμάται εντόνα εκείνη τη μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό. Τη μεγάλη επιθυμία να τον τιμωρήσει, να του κλείσει το βρώμικο στόμα, να του δώσει ένα καλό μάθημα. Ήταν του χεριού του, ήταν αδύναμος, θα μπορούσε τόσο εύκολα να τον κάνει καλά. Μα η σύγκρουση μέσα του, ανάμεσα στον απεριόριστο θυμό και στη λογικήήταν ίσως η πιο σημαντική μάχη που έδωσε ποτέ.

Και τελικά, δεν σήκωσε χέρι. Δεν άφησε τον θυμό να τον ορίσει.

Και χρόνια αργότερα, ανασκοπώντας εκείνη τη στιγμή, κατάλαβε πως η μεγαλύτερη δύναμη που έδειξε τότε δεν ήταν η σωματική του υπεροχή, αλλά η επιλογή του να μην την χρησιμοποιήσει. Εκεί, σε εκείνον το στενό δρομάκι της οδού «Νικόλα Πενταρά», πληγωμένος, θυμωμένος και ταπεινωμένος, γεννήθηκε μέσα του μια αλήθεια: πως ο άνθρωπος μετριέται όχι μόνο από το τι μπορεί να κάνει, αλλά από το τι επιλέγει να μην κάνει.

Η ΔΟΚΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (μέρος 2)

Ο Κυριάκος ποτέ δεν πίστεψε πως η αποφυγή συγκρούσεων ισοδυναμεί με αδυναμία, ούτε πως η ψύχραιμη κρίση είναι ταυτόσημη με συγχώρεση άνευ όρων. Η σοφία του δεν γεννήθηκε για να τον κάνει άγιογεννήθηκε για να τον κάνει δίκαιο. Και στο δίκιο, άλλοτε χρειάζεται σιωπή και εγκράτεια, και άλλοτε πράξη και απόδοση ευθύνης.
Αυτό το έμαθε μέσα στον χρόνο. Και ήρθε στιγμή να το αποδείξει.

Ένα πρωινό, λίγο μετά την ανατολή, έξω από τις αποθήκες του σταμάτησε ένα βαν. Το αναγνώρισε αμέσως. Ήταν το ίδιο εκείνο που είχε καρφωθεί επάνω του, τότε που ο οδηγός του τον έριξε στο δρόμο στην οδό Νικόλα Πενταρά, και τον άφησε πληγωμένο και θυμωμένο απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, που αναγκάστηκε να σωπάσει, να καταπιέσει την οργή του και να ακούσει τη φωνή της λογικής, κάνοντας πίσω.

Ο Μάγκας, όνομα και πράμα, κατέβηκε από το όχημα. Ευγενικός τώρα, διαφορετικός. Ούτε φωνές, ούτε προσβολές. Μόνο ανάγκη.

-Έμαθα πως ενδιαφέρεσαι για βαν, κύριε Κυριάκο, είπε. Το πουλώ σε τιμή ευκαιρίας… έχω μεγάλη ανάγκη. Το παιδί μου είναι άρρωστο.

Όποιος δεν γνωρίζει, συγκινείται. Όποιος ξέρει, διακρίνει.
Ο Κυριάκος ήδη ήξερε την αλήθεια: ο Μάγκας δεν είχε οικογένεια, δεν είχε παιδί, δεν είχε ασθένεια. Είχε άλλους δεσμούς. Με χαρτοπαικτικές λέσχες, χρέη και ανθρώπους σκοτεινούς. Η τιμή που ζήτησε ήταν εξευτελιστική για την αξία του οχήματος, σημάδι απελπισίας και αδιεξόδου.

-Πόση ανάγκη έχεις; τον ρώτησε ήρεμα.

Το βλέμμα του άλλου ζήγησε για λίγα δευτερόλεπτα ανάμεσα σε προσποίηση και παράκληση.
Δεν είχε δρόμο διαφυγής. Ούτε οικονομικό, ούτε ηθικό.

Ο Κυριάκος δεν θύμισε τίποτα. Δεν μίλησε για το παρελθόν, δεν ζήτησε εξηγήσεις, δεν ανέβασε τον τόνο.
Ήξερε ότι ο θυμός που συγκράτησε τότε, θα μετατρεπόταν τώρα σε απόφαση.
Του πρόσφερε πολύ λίγα χρήματαμόνο όσα είχε δήθεν επάνω του, και περίμενε.
Ο Μάγκας αντέδρασε, παρακάλεσε, πίεσε. Μα ο Κυριάκος έμεινε αμετακίνητος…

Υπέγραψαν. Το όχημα άλλαξε χέρια.
Και τότε μόνο, ήρεμα και καθαρά, ο Κυριάκος αποκάλυψε την ταυτότητά του και την αιτία της «ευκαιριακής» τιμής που του πρόσφερε. Ο άνδρας έμεινε να τον κοιτά με μάτια αδειανάόχι τόσο από ντροπή όσο από απρόσμενη ήττα.

Ο Κυριάκος δεν ένιωσε τύψεις. Δεν το είδε ως αδικία.
Το είδε ως μαθηματική ισορροπίαΆλλοι μαθαίνουν με λόγια, άλλοι με πληγές, και άλλοι μόνο όταν χάνουν κάτι που θεωρούν δεδομένο.

Έτσι εκείνη τη μέρα, γεννήθηκε μια δεύτερη, συμπληρωματική αλήθεια μέσα του: η αξία ενός ανθρώπου δεν μετριέται μόνο από τις πράξεις που συγκρατεί, αλλά και από τις πράξεις που επιλέγει συνειδητά να πραγματοποιεί.

Και ανασκοπώντας χαμογέλασε. Γιατί κατάλαβε πως η σοφία δεν είναι ούτε πράος αλτρουϊσμός, ούτε ωμή εκδίκηση. Είναι η ικανότητα επιλογής ανάλογα με την περίσταση. Να βοηθάς κάποιον όταν χτίζει,
να το τιμωρείς όταν δεν ισορροπεί.

ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ (μέρος 3)

Το βαν που αγόρασε ο Κυριάκος σε εξευτελιστική τιμή, φαινόταν στην αρχή πραγματική ευκαιρία. Καινούργιο, δυνατό, καθαρό, με μηχανή που μούγκριζε με αυτοπεποίθηση. Έμοιαζε με λάφυρο δικαιοσύνης, κερδισμένο όχι με βία αλλά με νου.

Όμως ο χρόνος είχε άλλες προθέσεις. Τα προβλήματα άρχισαν ανεπαίσθητα, σαν κάτι μικρό που όλοι αποδίδουν στην τύχη. Μια μέρα δεν έπαιρνε μπροστά και χρειάστηκε σπρώξιμο. Άλλη φορά, ενώ κυλούσε κανονικά, έσβησε από μόνο του στη μέση του δρόμου. Το ραδιόφωνο σταμάτησε ξαφνικά χωρίς λόγο, σαν να αρνήθηκε τον ήχο. Και μία νύχτα, δύο λάστιχα ξεφούσκωσαν ταυτόχρονα, χωρίς να υπάρχει καρφί, πέτρα ή σαθρό έδαφος.

Αυτά συνέβαιναν, και άλλα μικράπράγματα που όμως έκαναν τον Κυριάκο να ανησυχεί.

Άρχισε να γεννιέται μέσα του μια υποψία. Πως ίσως το αυτοκίνητο δεν ήταν απλώς δυσλειτουργικό, αλλά ήταν φορτωμένο με μια κατάρα. Σαν να κουβαλούσε πάνω του τη βαριά ανάσα κάποιου που ένιωθε αδικημένος. Σαν να μην άλλαξε ιδιοκτήτη, αλλά μόνο χέρια.

Ο Κυριάκος, που σε όλη του τη ζωή πίστευε πως το μέτρο είναι νόμος, άρχισε να νιώθει ότι ίσως στο ζύγισμα τούτη τη φορά είχε κάνει λάθος. Ότι, ναι, ανταπέδωσεαλλά μπορεί να το έκανε χωρίς έλεος.

Και αν υπήρχε μια δύναμη πιο πάνω από το δίκιο των ανθρώπων;
Και αν αυτή η δύναμη έκρινε πως η τιμωρία που επέβαλε δεν ήταν ανάλογη, αλλά βαρύτερη;
Και αν το βαν δεν ήταν απλώς αγορά… αλλά μήνυμα;

Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, δεν ήταν σίγουρος.
Δεν ένιωθε θριαμβευτής παρατηρητής, ένιωθε θριαμβευτής παρατηρούμενος.

Ο Κυριάκος δεν μετάνιωσε στιγμή για τον τρόπο που ενήργησε.
Ήταν πεπεισμένος ότι η πράξη του ήταν δίκαιη, υπολογισμένη και ισοδύναμη με την αδικία που είχε δεχτεί. Η συνείδησή του, απέναντι στους ανθρώπους, έμενε καθαρή.

Όμως, όσο περνούσαν οι μέρες, άρχισε να νιώθει πως κάποια άλλη κρίση, μεγαλύτερη από τη δική του, δεν είχε συμφωνήσει με την απόφασή του.
Και τότε αναρωτήθηκε, χωρίς να το ομολογεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό:
Μπορεί ο άνθρωπος να ορίζει μόνος του τη δικαιοσύνηΉ μήπως αυτό ανήκει τελικά αλλού;

Ήταν βαθιά θρησκευόμενος, γαλουχημένος σε ήθη πατροπαράδοτα, σε διδάγματα όπου ο Θεός βλέπει τα πάντα, ακόμη και τις σκέψεις που δεν βγήκαν από τα χείλη. Δεν μπορούσε να αγνοήσει την πιθανότητα πως όσα παράξενα συνέβαιναν στο βαν δεν ήταν μηχανικές βλάβες, αλλά σημάδια. Μικρά χτυπήματα στην πόρτα της ψυχής, για να θυμίσουν πως καμία πλήρης δικαιοσύνη δεν επιβάλλεται χωρίς κρίση από Άνωθεν.

Άρχισε τότε να σκέφτεται τι έπρεπε να κάνει.
Μια απόφαση ήταν βέβαιη: έπρεπε να το ξεφορτωθεί.
Όμως το πώς ήταν η πραγματική δοκιμασία.

Να το πουλήσει; Αν το έκανε, όχι μόνο δεν θα έχανε, αλλά θα είχε και κέρδος, αλλά αυτό του φαινόταν βαρύ.

Να το αφήσει παροπλισμένο στην αυλή; Όμως ένα αντικείμενο με «σκιά» δεν φυλακίζεταιπαραμονεύει.

Να το ρίξει σε γκρεμό; Αυτή η ιδέα τον ανακούφιζε συναισθηματικά, μα φάνταζε πράξη δειλού, όχι πράξη καθαρμού.

Πάλεψε με τους λογισμούς του ώρες πολλές.
Και καθώς μια αυγή ο ορίζοντας χρύσωνε από τον ήλιο που ανέτελλε, κατάλαβε πως, ό,τι και αν έκανε, το βαν έπρεπε να επιστρέψει εκεί όπου άρχισε. Όχι για να τιμωρηθεί κανείςαλλά για να κλείσει ο κύκλος.

Όταν ξημέρωσε καλά,  τηλεφώνησε στον Μάγκα τον πρώην ιδιοκτήτη. Χωρίς διαπραγμάτευση, χωρίς λόγια παχιά, χωρίς υπαινιγμούς. Του είπε πως θα του επέστρεφε το αυτοκίνητο δωρεάν.

Ο Μάγκας έμεινε άναυδος. Στην αρχή νόμιζε πως άκουσε λάθος… Ύστερα, συγκινημένος, σχεδόν λούθηκε το κλάμα. Γιατί εκείνο το αυτοκίνητο, για τον ίδιο, ήταν εργαλείο ζωήςήταν το ψωμί του.

Και κάπου εκεί, μέσα στη σιωπή της στιγμής, ο Κυριάκος ένιωσε όχι νικητής, αλλά ανακουφισμένος. Το βάρος είχε φύγει. Όχι από τους ώμους του, αλλά από την ψυχή του.

Και τη νύχτα νιώθοντας ανακουφισμένος, κοιμήθηκε καλύτερα.
Και το πρωί που ξύπνησε, στην αυλή αντίκρισε το παλιό του μηχανάκι, εκείνο που είχε στραπατσαριστεί καιρό πρινφορτωμένο δροσοσταλίδες που έλαμπαν στις πρωινές ηλιαχτίδες. Δεν ήταν αλλαγμένο… Μόνο ο τρόπος που το έβλεπε είχε αλλάξει.

Και τότε κατάλαβε πως μερικές στενοχώριες6 δεν κλείνουν με εκδίκηση, αλλά με διόρθωση.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ (μέρος 4)

Ο Μάγκας, άρχισε να περνά λιγότερο χρόνο στους δρόμους των παλιών του συνηθειών. Τώρα με το αμάξι που του είχε επιστροφη και νιώθοντας τύψεις για τον παλιό κακό του εαυτό, προσηλώθηκε περισσότερο στη δουλειά του, εργαζόταν περισσότερο.

Ξεκίνησε ταχτικές επισκέψεις στον Κυριάκο που άρχισε να τον βλέπει συγκαταβατικά και με άλλο μάτι, καθώς κατάλαβε πως άρχισε να αλλάζει, να γίνεται καλύτερος.

Μια φιλία άρχισε να γενιέται, και να βαθαίνει. Οι συναντήσεις τους γίνονταν όλο και πιο ουσιαστικές, με συζητήσεις για ζωή, ευθύνη και επιλογές. Ο Κυριάκος έβλεπε την προσπάθεια του και αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή να τον βοηθήσει.

-Έχω κάτι για σένα», του είπε μια μέρα, «μια δουλειά καλύτερη, με προοπτικές, και μακριά από τις κακές σου συνήθειες. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά αξίζει.

Ο Μάγκας ένιωσε μια μικτή αίσθηση φόβου, μα ταυτόχρονα και ανακούφισης. Ήταν η ευκαιρία που ήθελε, αλλά ήξερε πως τώρα η ευθύνη θα ήταν όλη δική του. Αποδέχθηκε την πρόταση με ευγνωμοσύνη και αποφασιστικότητα.

Έτσι σιγά-σιγά, η παλιά του ζωή έμενε πίσω. Το χαρτοπαιγνιο και οι κακές συνήθειες που τον κρατούσαν δεμένο στο παρελθόν, εξαφανίζονταν. Ο χρόνος του γέμιζε με δουλειά, εκπαίδευση και υγιείς σχέσεις. Κάθε μικρή νίκη πάνω στον εαυτό του γινόταν πηγή χαράςυπερηφάνειας, και τον γέμιζε περισσότερη αποφασιστικότητα να συνεχίσει την προσπάθεια.

Με τον καιρό ένιωσε βαθιά την αξία της ευγνωμοσύνης και της ηθικής. Οι συμβουλές του Κυριάκου είχαν γίνει μέρος της σκέψης του. Η ζωή του άλλαξε, και μαζί της άλλαξε και ο ίδιος. Η εντιμότητα, η υπευθυνότητα και η φροντίδα για τους άλλους έγιναν τρόπος ζωής του.

Και κάποια μέρα ύστερα από καιρο, κοιτάζοντας πίσω, σκέφτηκε με ευγνωμοσύνη: ό,τι είχε μάθει από τον Κυριάκο δεν τον είχε απλώς σώσει, τον είχε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Και τώρα ήξερε πως η νέα του αρχή δεν ήταν μόνο δική του, αλλά ένα φως που μπορούσε να μοιραστεί με όσους είχαν χάσει τον δρόμο τους.

Ο ΜΑΓΚΑΣ (μέρος 5)

Ο Κυριάκος ένιωθε πως είχε πάρει σοβαρά την υπόθεση Μάγκας. Βλέποντας τον πραγματικά να αλλάζει, η αντιπάθεια που του είχε, μετατράπηκε σε συμπάθεια. Και νιώθοντας πως συνέβαλε ο ίδιος σε αυτή την αλλαγή, αποφάσισε να σταθεί στο πλευρό του. Αν και μερικές φορές τον ενοχλούσαν οι συχνές επισκέψεις του, τον ανεχόταν με κατανόηση.

Κράτησε καιρό αυτή η φιλία που ξεκίνησε με τόσο παράδοξο τρόπο… Ώσπου μια μέρα του λέει ο Μάγκας:

-Κυριάκο… σήμερα θα σε αποχαιρετήσω. Φεύγω μακριά, στα ξένα… για την Αφρική. Μου έστειλαν πρόσκληση οι συγγενείς μου και πάω να βρω την τύχη μου.

Και έφυγε. Χάθηκαν τα ίχνη του. Που και που στην αρχή ερχόταν κάποιο γράμμα, μα ύστερα τίποτασιωπή απόλυτη.

Ο καιρός κυλούσε, περνούσε… έγιναν χρόνια, δεκαετίες. Καμιά φορά, όταν τον θυμόταν, ο Κυριάκος ευχόταν ο Θεός να τον έχει καλά, και έπειτα τον ξεχνούσε. Ήξερε καλά πως όσοι δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονούνται.

Η ζωή προχωρούσε. Αφοσιωμένος στη δουλειά του και στην οικογένειά του, τον ξέχασε. Η ζωή ήταν σκληρή και γεμάτη έγνοιες. Κοίταζε το παρόν και το μέλλον, αφήνοντας το παρελθόν να υποβόσκει μόνο σαν ξεχασμένη ανάμνηση. Δεν είχε χρόνο να ανασκοπεί μικρές ιστορίες της ζωής του, παρά μόνο τα μεγάλα και ουσιαστικά.

Ο Μάγκας όμως, αντιθέτως, ποτέ δεν ξέχασε τον Κυριάκο. Μπορεί να μην έγραφε, να μην επικοινωνούσε, όμως τον είχε πάντα μέσα στις σκέψεις του, και με τις συμβουλές του πορευόταν.

Στη ξενιτιά δούλεψε σκληρά, έχοντάς τον για πρότυπο. Με κόπο και επιμονή τα κατάφερε. Στην αρχή με δυσκολίες, μα όταν απέκτησε τα πρώτα χρήματα, ο δρόμος άρχισε να γίνεται ευκολότερος. Και όσο τα πλούτη συσσωρεύονταν, τόσο περισσότερες ευκαιρίες άνοιγαν μπροστά του.

Και αφού είδε, έμαθε και πέτυχε το φαινομενικά ακατόρθωτονα γίνει πολύ πλούσιοςαποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του.

Ήταν απόγευμα και ο ήλιος έγερνε πάνω από τη θάλασσα του Κοτσιά. Η ζέστη της ημέρας υποχωρούσε και ένα δροσερό αεράκι ανέβαινε ως το χωριό. Ο Κυριάκος καθόταν στην αυλή του καφενείου, απολαμβάνοντας τη θαλασσινή δροσιά που ερχόταν από τα δυτικά. Βυθισμένος στις σκέψεις του προσπαθούσε να εμπνευστεί μια καινούργια ιστορία, καθώς είχε πλέον καθιερωθεί ως ο μυθιστοριογράφος της Χλώρακας. Είχε αποκτήσει πολλούς αναγνώστες και όλοι του ζητούσαν νέες ιστορίες.

Εκεί που συλλογιζόταν, ένα τεράστιο αμάξι, μια λιμουζίνα, σταμάτησε μπροστά στη μικρή πλατεία. Ο οδηγός κατέβηκε και άνοιξε την πίσω πόρτα.

Από μέσα βγήκε ένα μικροκαμωμένο ανθρωπάκι, σκυφτό, με λεπτά πόδια που δυσκολεύονταν να στηρίξουν το βάρος του, με καμπουριασμένους ώμουςμα ντυμένο με ακριβό κοστούμι και ένα χοντρό πούρο στο στόμα.

Η όραση του Κυριάκου είχε εξασθενήσει και δεν κατάφερε να δει τα χαρακτηριστικά του, όμως τον αναγνώρισε αμέσως. Η σιλουέτα του ήταν γνώριμη, αξέχαστη, κι ας είχαν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια.

Ναι… ήταν εκείνος. Ο Μάγκας.

Με πραγματική χαρά σηκώθηκε να τον προϋπαντήσει. Κάθισαν στο τραπέζι του καφενείου και μίλησαν για ώρες.

Ο Μάγκας είχε καταφέρει όσα είχε ονειρευτεί. Πλούτισε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και, αποκατεστημένος πια, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα.

-Σου χρωστάω μεγάλη χάρη, Κυριάκο! Εσύ, με την καλοσύνη σου και τις συμβουλές σου, με έκανες άλλον άνθρωποκαλύτερο. Μου ενέπνευσες νέα πορεία και με οδήγησες στην επιτυχία. Γι’ αυτό θέλω να σου κάνω ένα μικρό δώρο. Αυτό το αμάξι που βλέπεις… είναι για σένα.

Ο Κυριάκος χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοιο δώρο. Και παρά την επιμονή του φίλου του, του απάντησε:

-Το μόνο δώρο που δέχομαι… είναι να γίνεις ο εκδότης του τελευταίου μου βιβλίου, με τίτλο «Ο ΠΡΑΤΗΣ». Μέσα σε αυτό θα γράψω και τη δική μας ιστορία. Πως γνωριστήκαμε, πώς γεννήθηκε η φιλία μας, και πώς από αλητάκος… μεταμορφώθηκες σε χρήσιμο και τίμιο μέλος της κοινωνίας.

ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΑΝΟΝΤΑΙ (ο επίλόγος) 

Ο ήλιος είχε πλέον χαθεί πίσω από το πέλαγος και ο ουρανός της Χλώρακας γινόταν βαθύς, σε χρώμα βιολετί, σαν να έπλεκε προσευχή στον ίδιο τον Θεό. Τα φώτα του χωριού άναψαν σιγά-σιγά, όπως ανάβουν οι μνήμες που νομίζουμε πως ξεχάστηκαν. Ο Κυριάκος και ο Μάγκας έμειναν για λίγο σιωπηλοί, όχι από αμηχανία, αλλά από εκείνη τη σιωπή που μόνο όσοι συναντήθηκαν από μοίρακαι όχι από τύχη, μπορούν να αντέξουν.

Ο Μάγκας έβγαλε το πούρο από το στόμα, το κράτησε για λίγο στα δάχτυλα, και με φωνή που έμοιαζε να παλεύει ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες, είπε χαμηλά:

-Αν δεν σε γνώριζα, Κυριάκο… ίσως να μην υπήρχα.

Και εκεί, μέσα στη βραδινή αύρα, ο Κυριάκος κατάλαβε πως η ζωή δεν ανταποδίδει απλώςδιορθώνει. Δεν τιμωρεί μονάχαμεταμορφώνει. Δεν παίρνει μόνο, επιστρέφει. Και πως καμιά πράξη, όσο μικρή, δεν χάνεται στον χρόνοαπλώς ταξιδεύει, ώσπου να βρει τον άνθρωπο που της αξίζει.

Ύστερα ο Κυριάκος σηκώθηκε αργά, ακούμπησε απαλά το χέρι στον ώμο του Μάγκα και με το ήρεμο χαμόγελο εκείνων που γνωρίζουν βαθύτερα, του είπε:

-Δεν σου έδωσα τίποτε που δεν είχες ήδη μέσα σου. Απλώς στάθηκα εκεί, την ώρα που έπρεπε, για να το θυμηθείς.

Εκείνη τη νύχτα, αντί για δώρα, αντί για χρέη και ισοζύγια, υπήρχε μόνο δικαιοσύνη ψυχής. Μια δικαιοσύνη που δεν μετριέται με χρήματα, αλλά με το ποιος τελικά γίνεται ο άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι.

Και καθώς οι δυο άντρες σηκώθηκαν να φύγουν, ο αέρας μύρισε θάλασσα, αρμύρα και γιασεμί. Σαν να ευλογούσε κάποιος από πάνω τους το τέλος μιας ιστορίας και την αρχή μιας άλλης.

Γιατί τελικά, η σοφία δεν είναι να νικάς τον άλλον, αλλά να τον βοηθάς να νικήσει τον παλιό του εαυτό.

Και αυτό, ο Κυριάκος το είχε καταφέρει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15: Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Η ΚΥΠΡΟΣ ΤΟΥ ΡΟΥΣΦΕΤΙΟΥ (μέρος 1)

Στην Κύπρο, το ρουσφέτι δεν ήταν απλώς συνήθεια. Ήταν σαν τη νοτιά που σκεπάζει το νησί κάθε καλοκαίρι, αόρατο, παντού παρόν, και όλοι το δέχονταν σαν κάτι φυσικό και αναπόφευκτο. Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, ρίζωσε βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων, έγινε τρόπος ζωής, κληρονομιά, σχεδόν… DNA.

Τότε, τίποτα δεν γινόταν χωρίς «μέσο». Ακόμα κι ένα χαρτί για μια οικοδομική άδεια απαιτούσε γνωριμίες, δωράκια, πλάγιες πόρτες. Έτσι, οι μέτριοι ανέβαιναν, και οι ικανοί περίμεναν στις ουρές, κρατώντας αιτήσεις και αγανάκτηση.

Μέσα σε αυτό το σύστημα, ο Γιώρκος ήταν βασιλιάς. Άνθρωπος με άκρες, που τάιζε το τέρας με καφάσια γεμάτα ψάρια, φρούτα, λουκούμια, ό,τι μπορούσε να κάνει τον άλλον να νιώσει υποχρέωση. Τα παιδιά του, οι γαμπροί του, όλοι έπιασαν πόστα πρώτης γραμμής. Το χέρι του έφτανε μέχρι τη Λευκωσία, και ο Κυριάκος που ήταν φίλος του και πηγανοερχόταν στη Λευκωσία, ο διακομιστής του.

Από όλους όσους γνώρισε ο Κυριάκος αυτά τα χρόνια, πιο πολύ θυμόταν τον ανώτερο αστυνόμο, τον Κώστα. Ήταν άνθρωπος πρόσχαρος, κοινωνικός, μα το ρουσφέτι το έπαιρνε όπως ο γιατρός παίρνει το στηθοσκόπιό του, ως κάτι συνηθισμένο, ως εργαλείο δουλειάς. Τον ευχαριστούσε συχνά: ταβέρνες, μεζέδες, κρασιά, «Είσαι φίλος μας, Κυριάκο», του έλεγε.

Ο οδηγός του, ένας κοντός χωριανός της γυναίκας του Κυριάκου, τον ακολουθούσε πάντα μισοσκυφτός. Είχε στο πρόσωπό του μια μόνιμη δουλοπρέπεια, σαν να γεννήθηκε για να υποκλίνεται. Χαμογελούσε υπερβολικά σε όλους, έσκυβε, έγερνε, έκανε χιλιάδες «ναι αφέντη».

Ο καιρός πέρασε. Ο Κώστας συνταξιοδοτήθηκε, και ο κοντός οδηγός μετατέθηκε στην Πάφο, στον ΟΠΕ, με καθήκον να ελέγχει τα νυχτερινά κέντρα. Την ίδια εποχή, η μπουάτ του Κυριάκου ήκμαζε. Μουσικές, γέλια, καλός κόσμος, δουλειά καλή και καθαρή.

Ως που ένα βράδυ, ο πρώην οδηγός του αστυνόμου μπήκε μέσα με στολή, ύφος αυστηρό και μάτια που έλαμπαν από την ψευδαίσθηση της εξουσίας. Δεν είπε ούτε ένα «καλησπέρα». Πλησίασε το μπαρ, έγειρε μπροστά και είπε με στόμφο:

-Σβήστε τη μουσική. Θα γίνει καταγγελία.

Ο Κυριάκος ένιωσε την καρδιά του να κατεβαίνει στο στομάχι. Η μουσική ήταν χαμηλή, όλα τα χαρτιά του μαγαζιού εντάξει. Και όμως, ο παλιός γνωστός του, ο άνθρωπος που κάποτε του έσφιγγε το χέρι δουλοπρεπώς, τώρα τον έβλεπε σαν ξένο. Ή μάλλον… σαν κάποιον πάνω στον οποίο μπορούσε επιτέλους να πατήσει, να εξασκήσει εξουσία.

Δεν μίλησε. Υπάκουσε. Μέσα του όμως έβραζε. Ήξερε πως τέτοιο κλείσιμο, με το μαγαζί γεμάτο, ήταν οικονομική μαχαιριά. Αλλά δεν ήθελε καυγά, ούτε σκηνές. Ηλίθιος ήταν ο άλλος, όχι αυτός.

Και ο καιρός ξανακύλησε. Ο αστυνομικός βγήκε στη σύνταξη και εκείνος.

Και ένα πρωινό, εμφανίστηκε στις αποθήκες του Κυριάκου, με χαμόγελο ως τα αυτιά.

-Κυριάκοοος! Θυμάσαι τα ωραία μας στη Λευκωσία; Ήρθα να σε καλέσω στο γάμο της κόρης μου. Ξέρεις… είμαστε και συγγενείς από τη μεριά της γυναίκας σου!

Ο Κυριάκος έμεινε άναυδος. Τον κοίταξε για δευτερόλεπτα που έμοιασαν ώρα. Πριν προλάβει να απαντήσει, ο άλλος ξαναχτύπησε,

-Θυμάσαι, που σε κατήγγειλα; Χαχα! Αστεία πράματα!

Το γέλιο του αντήχησε μέσα στην αποθήκη σαν προσβολή.

Τότε, κάτι μέσα στον Κυριάκο έσπασε. Όχι από θυμό μονάχα, αλλά από αποστροφή, και αηδία για την αναίδεια. Σηκώθηκε αργά, με βλέμμα που πάγωνε τον αέρα. Τον πλησίασε και, χωρίς να πει κουβέντα, τον άρπαξε από το αυτί με τη δύναμη μιας ολόκληρης ζωής που είχε μάθει να σωπαίνει.

Ο άλλος τσίριξε, έσκυψε από τον πόνο, τα μάτια του γούρλωσαν.

-Βρε ανάγωγε! του φώναξε. Και τολμάς να μου δίνεις πρόσκληση; Εδώ δεν έχεις εξουσία. Εδώ είσαι στο δικό μου σπίτι. Και θα μου το παίξεις και φίλος;

Έσφιξε το αυτί πιο δυνατά. Και τον έκανε να παραπατά, να κάνει μικρούς κύκλους προσπαθώντας να ξεφύγει.

-Έξω, βρε ηλίθιε! συνέχισε. Έξω πριν σε σύρω ως τον δρόμο!

Με ένα σπρώξιμο, τον έβγαλε από την πόρτα. Και σπρώχνοντας τον με φόρα, ο άλλος παραπάτησε, χτύπησε με το πίσω μέρος στο φορτηγό που ήταν σταθμευμένο στην αυλή, έχασε για λίγο την ισορροπία του. Με το ένα χέρι κρατούσε ακόμα το αυτί του, κατακόκκινο πια, και με το άλλο έψαχνε τη χαμένη του αξιοπρέπεια. Κοίταξε τον Κυριάκο σαν βρεγμένη γάτα, μα δεν είπε λέξη. Γύρισε και έφυγε βιαστικά, αφήνοντας πίσω του μόνο το ηλίθιο άρωμα της αλαζονείας του.

Ο Κυριάκος έμεινε στην πόρτα να τον κοιτάζει να φεύγει. Τα χέρια του τρεμούλιαζαν από την ένταση. Μα στο πρόσωπό του απλωνόταν ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Είχε βάλει τέλος σε κάτι που έπρεπε να τελειώσει χρόνια πριν.

 

ΣΚΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ (μέρος 2)

Και ένα πρωινό, καθώς καθόταν στο γραφείο του, είδε απέξω μια γνωστή φιγούρα να πλησιάζει. Τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ο πρώην ανώτερος αστυνόμος, ο φ’ιλος του ο παλιός. Με πολιτικά, γερασμένος, σαν να είχαν πέσει πάνω του όλα τα χρόνια μαζί.

-Κυριάκο… είπε με φωνή ήρεμηΜε το θάρρος της γνωριμίας μας, ήρθα να ζου ζητήσω ρουσφέτι.

Ο Κυριάκος ξαφνιάστηκε. Χρόνια είχαν να μιλήσουν μετά τη συνταξιοδότηση του Κώστα. Του έδειξε μια καρέκλα.

—Κάτσε κύριε Κώστα. Τι συμβαίνει;

Ο Κώστας κάθισε αργά, σαν να πονούσε παντού.

-Ήρθα… γιατί χρειάζομαι βοήθεια. Μα όχι για μένα.

Στα μάτια του φάνηκε κάτι που ο Κυριάκος δεν είχε δει ποτέ, είδε ντροπή.

-Ο πρώην οδηγός μου… αυτός ο ανόητος… μπλέχτηκε με απατεώνες, κάτι χειρότερους από κλέφτες. Δεν ξέρω πώς μπλέχτηκε. Τον εκμεταλλεύονται, τον σπρώχνουν να τους ανοίγει πόρτες, να τους δίνει πληροφορίες. Είναι αφελής. Και εγώ νιώθω… υπεύθυνος.

Ο Κυριάκος δεν μίλησε. Μόνο κοίταξε τον άντρα που κάποτε ήταν δύναμη και εξουσία, και έβλεπε τώρα έναν άνθρωπο κουρασμένο, με το κεφάλι χαμηλωμένο.

-Εμένα γιατί με θέλεις; ρώτησε.

Ο Κώστας σήκωσε το βλέμμα.

-Γιατί εσένα σε φοβάται. Και ίσως… μόνο εσύ μπορείς να του μιλήσεις. Να του ανοίξεις τα μάτια. Να τον συνεφέρεις πριν γίνει μεγάλη ζημιά, για όλους.

Ο Κυριάκος έγειρε πίσω στην καρέκλα. Για ένα λεπτό, ο χώρος γέμισε με τη σιωπή της σκέψης.

Ήταν παράξενο να του ζητάει ο Κώστας κάτι τέτοιο. Ακόμα πιο παράξενο, να του το ζητάει με τόση ταπεινότητα. Ήταν όμως και η αλήθεια. Ο οδηγός είχε χτίσει την αξία του μόνο πάνω στην ψευδαίσθηση της εξουσίας. Και εκείνος, ο Κυριάκος, ήταν ο άνθρωπος που του την είχε σπάσει.

-Και γιατί να το κάνω; ρώτησε ήρεμα.

Ο Κώστας αναστέναξε.

-Γιατί, Κυριάκο… εσύ ποτέ δεν ήσουν σαν κι εμάς. Παίξαμε όλοι το παιχνίδι του ρουσφετιού, άλλοι πολύ, άλλοι λίγο. Εσύ όμως… ποτέ δεν αλλοιώθηκες. Πάντα είχες μια γραμμή. Μια αξιοπρέπεια. Και πίστεψέ με… δεν είναι πολλοί έτσι.

Αυτά τα λόγια έπεσαν βαριά και αληθινά.

Ο Κυριάκος κοίταξε έξω από το παράθυρο. Την παλιά του ζωή τη γνώριζε καλά. Είχε εξυπηρετήσει, είχε εξυπηρετηθεί. Μα εκείνη η αξιοπρέπεια, ναιήταν ο μόνος κανόνας που δεν είχε παραβιάσει ποτέ. Και ίσως γι' αυτό ο Κώστας ήρθε σε αυτόν.

Μετά από λίγο σηκώθηκε.

-Φέρ’ τον. Θα του μιλήσω. Μια φορά.

Ο Κώστας φάνηκε να ανακουφίζεται τόσο που του σκίρτησαν τα μάτια.

-Ευχαριστώ, Κυριάκο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Όταν ο αστυνόμος έφυγε, στο γραφείο απλώθηκε ξανά η σιωπή.

Ο Κυριάκος έμεινε για λίγο μόνος, ακουμπώντας τα χέρια του στο γραφείο. Ένιωθε πως κάτι μεγαλύτερο από μια παλιά έχθρα τον περίμενε. Ήταν σαν να του ζητούσε η ίδια η ζωή να κλείσει έναν κύκλο, όχι με φωνές και τραβήγματα αφτιών, αλλά με κάτι βαθύτερο.

Και τότε είπε ψιθυριστά, σαν υπόσχεση στον εαυτό του:

-Η εξουσία χαλά τον άνθρωπο. Μα το καθήκον… τον φανερώνει.

Το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει. Μόλις άρχιζε.

ΤΟ ΤΕΛΕΦΤΑΙΟ ΜΕΣΟ  (μέρος 3)

Πέρασαν τρεις μέρες μέχρι να χτυπήσει ξανά η πόρτα στις αποθήκες. Ο Κυριάκος άνοιξε και βρήκε μπροστά του τον Κώστα, πιο ταραγμένο από ποτέ. Δεν περίμενε καν να του πει «πέρασε». Πήδησε κατευθείαν στο θέμα.

-Τον έχω έξω, στο αυτοκίνητο… είπε με φωνή χαμηλή. Μα… δεν είναι όπως τον θυμάσαι, Κυριάκο.

Ο Κυριάκος ένιωσε μια παράξενη ανησυχία να του μαγκώνει το στομάχι.
-Φέρ’ τον.

Κι όταν μπήκε μέσα ο πρώην οδηγόο κοντός, ο δουλοπρεπής, ο κάποτε φαιδρός—δεν ήταν πια ούτε φαιδρός ούτε δουλοπρεπής. Ήταν ρημάδι.
Τα μάτια του βαθουλωμένα, τα χέρια του έτρεμαν, στο μάγουλο μια μελανιά που δεν είχε προλάβει να πάρει χρώμα. Στεκόταν όρθιος σαν να φοβόταν να κάτσει.

-Κυριάκο… ψέλλισε. Θέλω… βοήθεια.

Ο Κυριάκος δεν μίλησε αμέσως. Τον άφησε να καθίσει, να πάρει ανάσα.
Ήθελε να δει, να ακούσει. Να καταλάβει.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια του, συνέχισε.

-Εμπλέχτηκα, Κυριάκο… Εμπλέχτηκα με… χαρτιά. Στην αρχή μικρά παιχνίδια. Μετά μεγαλύτερα. Έχασα λεφτά που δεν είχα. Πήρα δανεικά. Με τόκο. Και όσο έμπαινα βαθύτερα… τόσο δεν μπορούσα να βγω.

Ο Κυριάκος σταύρωσε τα χέρια του.
-Και πού πάει αυτό;

Ο πρώην αστυνομικός κατάπιε δύσκολα.
-Εκείνοι που δανείζουν… δεν είναι απλοί τοκογλύφοι. Είναι οργανωμένοι. Σκληροί. Έχουν χέρι μέσα παντού. Αστυνομία… υπηρεσίες… μαγαζιά. Εγώ… εγώ έκανα τη βλακεία να τους δώσω πληροφορίες. Ποιος δουλεύει πού, ποιοι χρωστούν, ποια μαγαζιά πάνε καλά. Γίναμε όλοι πιόνια τους. Εγώ… περισσότερο απ’ όλους.

Ο Κώστας κάθισε δίπλα του σαν να ήθελε να τον προστατέψει, αλλά και σαν να ντρεπόταν.

-Πες του ποιος είναι το μεγάλο αφεντικό, είπε σιγανά.

Ο κοντός κοίταξε τον Κυριάκο με μάτια γεμάτα φόβο.
Άνοιξε το στόμα του σαν να επρόκειτο να ομολογήσει φόνο.

-Είναι ο Μιχαήλος…
Ο Κυριάκος παγώνε.

-Ο… Μιχαήλος; Ο χωρατατζής; Ο ξάδερφος της γυναίκας μου; ο παλιός μου συμμαθητής;
-Ναι… ψιθύρισε ο κοντός.
-Αυτός που έκανε πως δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα;
-Ο ίδιος. Μόνο που… δεν είναι αυτό που δείχνει.

Και εκείνη τη στιγμή όλα συνδέθηκαν μέσα στο μυαλό του Κυριάκου σαν σπασμένα κομμάτια παζλ που ξαφνικά βρήκαν θέση:
Ο Μιχαήλος, που πάντα κυκλοφορούσε χωρίς δουλειά αλλά με λεφτά.
Ο Μιχαήλος, που ήξερε πάντα «ποιος χρωστά σε ποιον».
Ο Μιχαήλος, που χαμογελούσε πολύ.

Ο κοντός συνέχισε.

-Ο Μιχαήλος με απειλεί. Αν δεν πληρώσω την τελευταία δόσηκαι είναι μεγάλη, θα κάνει τα πάντα για να με καταστρέψει. Και… και στην οικογένεια μου θα κάνει κακό μου μήνυσε.

Ο Κυριάκος σηκώθηκε. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω προς τον δρόμο.
Ένιωθε μια παράξενη ζεστασιά στο στήθος. Θυμό; Αηδία; Καθήκον;
Δεν ήταν σίγουρος.

Γύρισε και είπε.

-Και γιατί να σε βοηθήσω; Εσύ μου έκαμες ζημιά.
-Το ξέρω… απάντησε ο άλλος με σπασμένη φωνή. Δεν θέλω να δικαιολογηθώ. Έκανα βλακείες. Μεθούσα με την εξουσία. Ήμουν μικρός άνθρωπος και φούσκωσα. Και… και όταν μπήκα στο μαγαζί σου, στη μπουάτ, και σε κατήγγειλα… το έκανα γιατί νόμιζα πως πουλώντας εξουσία, αποχυούσα αξία.
Κατέβασε το κεφάλι.

Ο Κυριάκος τον πλησίασε αργά.

-Πάντρεψες την κόρη σου; Έκανες εγγόνι;
-Ναι… ένα αγοράκι. Που το αγαπώ και αυτό φοβάμαι περισσότερο.

Μέσα του ο Κυριάκος άρχισε να τον λυπάται. Είχε και αυτός εγγόνια και καταλάβαινε.
Σαν να είδε ξαφνικά όχι έναν δουλοπρεπή, ούτε έναν ψεύτικα δυνατό, ούτε έναν χαρτοπαίκτη που μπλέχτηκε, αλλά έναν παππού που φοβόταν μήπως του το βλάψουν.

Και είπε ήρεμα:

-Θα πάμε μαζί στον Μιχαήλο. Θα του μιλήσω, δεν θα μου χαλάσει χατήρι.

Ο πρώην αστυνομικός τον κοίταξε σαν να του έδωσε ζωή.
Ο πρώην αστυνόμος αναστέναξε, ανακουφισμένος αλλά και ησηχασμένος.

Ο Κυριάκος χαμογέλασε πικρά. Σκέφτηκε πως και οι δύο, όσο κατείχαν εξουσία, νόμιζαν πως είχαν αξία. Τώρα όμως, που δεν είχαν εξουσία, συνειδητοποιούσαν πως δεν είχαν ούτε αξία. Πόσο ασήμαντοι είχαν γίνει, και πόσο εύκολο ήταν να ξεγελαστεί κανείς από τη δύναμη που δεν ανήκει πραγματικά στον ίδιο.

-----------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΥΕΙ

ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ, ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ

Ο Τάκης ήταν σαραντάρης. Ψηλός, όμορφος, λεβέντης. Είχε μια καλή καρδιά, πρόθυμος πάντα να βοηθήσει, και το χαμόγελό πάντα ζεστό. Η γυναίκα του, εξίσου όμορφη και ευγενική, ήταν η ψυχή του σπιτιού. Ζεστή, ήρεμη, καλοσυνάτη. Είχαν δύο παιδιά, σχεδόν ενήλικα πια, καλά και πρόσχαρα, που τα καμάρωναν και ήταν η χαρά τους.

Ο Τάκης φθαρτέμπορος στο επάγγελμα, εμπορευόταν τις μπανάνες. Ήταν μια σκληρή επιχείρηση οικογενειακή, που δουλεύοντας όλοι μαζί οικογενειακώς, τα πήγαιναν πολύ καλά. Μια δουλειά που απαιτούσε πολλή κόπο και ελάχιστη ξεκούραση, μα και επικίνδυνη.

Όλη μέρα κοπιαστική εργασία και τη νύχτα ξεκίναγε με το φορτηγό, στους έρημους δρόμους, με τα μάτια βαριά από την κούραση της μέρας. Ο δρόμος σκοτεινός και μονότονος, τον νανούριζε επικίνδυνα, σχεδόν τον αποκοιίμηζε. Ένα δευτερόλεπτο αφηρημάδας, ένα αναβόσβημα βλέμματος, κι όλα θα μπορούσαν να τελειώσουν. Ήταν δουλειά που δεν συγχωρούσε την απροσεξία, κουβαλούσε μαζί της τον κίνδυνο κρυμμένο πίσω από κάθε στροφή.

Ο Τάκης ήταν φίλος με τον Κυριάκο. Κάθε πρωί, μετά το ξεφόρτωμα στο παζάρι, κάθονταν μαζί στο καφενεδάκι της αγοράς. Έπιναν τον καφέ τους και μιλούσαν για τη δουλειά, για τον κάματο, για την πολιτική, για τα παιδιά τους. Ήταν το μικρό τους διάλειμμα πριν ξαναρχίσει η μέρα.

Ένα πρωί, ο Κυριάκος ξεφόρτωσε, και βιαστικός, δεν έκατσε να πιει καφέ. Πήρε τον δρόμο για την Πάφο, μοίρασε τα κιβώτια του, κι έπειτα γύρισε σπίτι να ξεκουραστεί. Του άρεσε όταν ξάπλωνε, να ανοίγει το ραδιόφωνο. Να τον νανουρίζει η φωνή του εκφωνητή, τα νέα και οι μουσικές, ώσπου να τον πάρει ο ύπνος.

Ώρες αργότερα, το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπά. Ανάμεσα στον ύπνο και στο ξύπνιο, άκουσε στις ειδήσεις το όνομα του φίλου του. Πάγωσε. Πετάχτηκε πάνω. Το μυαλό του πήγε αμέσως στο κακό. Ήξερε… ήξερε τι σημαίνει να οδηγείς κουρασμένος. Είχε και ο ίδιος πολλές φορές νιώσει τα βλέφαρά του να βαραίνουν, τη σκέψη να θολώνει, το τιμόνι να γίνεται βαρύ σαν πέτρα. Ήταν δουλειά που τσάκιζε. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τους πήρε ο ύπνος στο τιμόνι και δεν ξύπνησαν ποτέ ξανά.

Αλαφιασμένος, έτρεξε στο τηλέφωνο και κάλεσε στο παζάρι. «Τι έγινε;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα. Ήξερε πως τα κακά μαντάτα διαδίδονται γρήγορα. Και, δυστυχώς, δεν άργησε να τα μάθει.

Ο Τάκης, εκείνο το πρωινό, είχε φορτίο πιο βαρύ απ’ ό,τι συνήθως. Δούλεψε περισσότερο, κουράστηκε πιο πολύ. Και καθώς γύριζε προς το χωριό του, τα Κούκλια, η κούραση τον νίκησε. Ήταν λίγα λεπτά πριν τη στροφή για το σπίτι τουτόσο κοντά, και όμως τόσο μακριά. Για μια απειροελάχιστη στιγμή, τα βλέφαρά του βάρυναν. Μια στιγμή μοναχά… και έγινε το κακό.

Το φορτηγό ξέφυγε από την πορεία του. Γλίστρησε στην άκρη του δρόμου, πήρε κλίση, και ύστερα κατρακύλησε στο χαντάκι. Ο ήχος του μετάλλου που τσακίζεται, της λαμαρίνας που λυγίζει, σκέπασε την πρωϊνή υσηχία. Το όχημα ανετράπη, και το σώμα του Τάκη εκτινάχθηκε μπροστά, παγιδεύτηκε κάτω από το βάρος του φορτηγού. Δεν πρόλαβε να πει λέξη. Ο θάνατος τον βρήκε ακαριαία.

Στο χωριό, η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Όλοι αγαπούσαν τον Τάκη. Ηταν ο άνθρωπος που χαιρετούσε όλους, που βοηθούσε όλους.
Πέθανε νέος, κ
αι άφησε πίσω του μια γυναίκα απαρηγόρητη, δύο παιδιά που δεν πρόλαβε να χαρεί, και έναν κόσμο που τον θρηνούσε.

Έμεινε η σιωπή του δρόμου, εκεί που έσβησε το χαμόγελό του και ένα φορτηγό παρατημένο στην άκρη, μάρτυρας του πόσο κοντά βρίσκεται καμιά φορά η ζωή με τον θάνατο.

ΩΙΜΕ

Ο Χαμπής ο Ίππος ήταν ξακουστός γαιοκτήμονας, άνθρωπος του μόχθου και του λόγου, που όριζε έναν κάμπο ολόκληρο στην Πάφο.
Δίπλα του, σταθεροί βοηθοί και στήριγμα, τα δυο του παιδιά, ο Γιαννάκης και ο Λούκας.
Όταν μεγάλωσαν, και ήρθε η ώρα να διαλέξουν τον δρόμο τους, δεν κοίταξαν προς τις σπουδές, ούτε προς τα γραφεία και τις πόλεις.
Διάλεξαν τη γη.
Ανέλαβαν το κτήμα του πατέρα τους και το έκαναν μικρό παράδεισο.
Πρωτοπόροι και μελετημένοι, φύτεψαν νέες, εξωτικές καλλιέργειες. Δούλεψαν σκληρά, μέρα νύχτα, και με τον καιρό η δουλειά τους γιγαντώθηκε.
Έγιναν γνωστοί σε όλη την Κύπρο, παράδειγμα επιτυχίας και προόδου.
Παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες, και φάνηκε πως η ζωή τους είχε βρει τον δρόμο της, στρωμένο χαλί ευτυχίας και προκοπής.

Ο Χαμπής, ο πατέρας του Κυριάκου, είχε συνεργασία με τον πατέρα τους. Αγόραζε τα προϊόντα που παρήγαγε και τα μεταπωλούσε στο παζάρι της Λευκωσίας. Ήταν μια αμοιβαία, καλή συνεργασία, που είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μεταξύ τους σεβασμός και φιλία.
Αυτή η συνεργασία συνεχίστηκε με τα παιδιά τους. Ο Κυριάκος συνέχισε το δούναι και λαβείν με τον Γιαννάκη και τον Λούκα, με αποτέλεσμα η οικογενειακή φιλία να παραμείνει ζωντανή.
Έτσι, όταν συνέβη το μοιραίο, όπως ήταν φυσικό, ο Κυριάκος στεναχωρήθηκε βαθιά. Λυπήθηκε και μαράζωσε, αλλά, εκτός από λόγια παρηγοριάς, δεν είχε άλλο να προσφέρει.

Ο Γιαννάκης με τη Ρέα απέκτησαν τον Αλέξανδρο.
Από μικρός ξεχώριζε. Δεν είχε τα μάτια στραμμένα στη γη, μα στον ουρανό.
Ενώ οι άλλοι μιλούσαν για δέντρα και σοδειές, εκείνος κοιτούσε τα αεροπλάνα που περνούσαν πάνω από τα χωράφια και έλεγε πως μια μέρα θα είναι και αυτός εκεί ψηλά.
Οι γονείς του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, όχι από εγωισμό, μα από φόβο.
Μα ο Αλέξανδρος ήταν αποφασισμένος.
Ήθελε να πετάξει, να δει τον κόσμο από ψηλά, να νιώσει την ελευθερία που μόνο ο ουρανός μπορεί να δώσει.
Στα δεκαοχτώ του, γράφτηκε στη σχολή πτήσεων.
Και ένα πρωινό, μαζί με τον δάσκαλό του, ανέβηκαν για άσκηση ρουτίνας.
Ο ουρανός καθαρός, ο αέρας γαλήνιος.
Μα λίγη ώρα αργότερα, κάτι συνέβη. Το αεροπλάνο παρουσίασε βλάβη, και προτού προλάβουν να αντιδράσουν, έχασε ύψος και χτύπησε στο απέναντι ψηλό βουνό που δέσποζε στα σύνορα της Πάφου.
Ο ήχος της πρόσκρουσης ακούστηκε μακριά.
Και σαν έφτασε η είδηση, πάγωσαν όλοι.
Στο σπίτι του Γιαννάκη, η Ρέα ούρλιαξε πριν καν της το πουν. Το κατάλαβε.
Έτρεμε, φώναζε το όνομά του, κι ο Γιαννάκης, βουβός, στάθηκε στην πόρτα, χωρίς δύναμη ούτε να μιλήσει.
Η κηδεία έγινε με όλη την Πάφο παρούσα.
Άνθρωποι από κάθε γωνιά ήρθαν να σταθούν δίπλα στην οικογένεια που όλοι θαύμαζαν.
Ο πόνος ήταν απύθμενος.
Και εκεί, μπροστά στο φέρετρο, η Ρέα σωριάστηκε, σπαράζοντας με φωνή που ράγιζε τον αέρα:
-Ωιμέ, παιδί μου... είπα να σε δω να πετάς, όχι να μη σε ξαναδώ ποτέ!
Ο Γιαννάκης έμεινε όρθιος, μα σιωπηλός, με μάτια χαμένα. Δεν έκλαιγε, το πρόσωπό του είχε γίνει πέτρα.
Μετά την κηδεία, το σπίτι βυθίστηκε στη σιωπή.
Η Ρέα καθόταν κάθε μέρα στο παράθυρο, κοιτούσε προς το βουνό όπου χάθηκε το παιδί της, και ψιθύριζε:
-Πέτα, αγόρι μου... όπου κι αν είσαι, πέτα.
Ο Γιαννάκης έβγαινε στο χωράφι και κοιτούσε τον ουρανό.
Η γη που κάποτε του έδινε ζωή, τώρα του θύμιζε την απώλεια.
Μα δεν την εγκατέλειψε, τη φρόντιζε όπως πάντα, σιωπηλά, σαν να το έκανε για εκείνον.
Και κάθε φορά που άκουγαν αεροπλάνο να περνά, σταματούσαν κι οι δύο, σήκωναν το βλέμμα και έκαναν το σταυρό τους.
Κανείς δεν μιλούσε, μα και οι δύο ήξεραν.
Γιατί, μέσα τους, πίστευαν πως ο Αλέξανδρος δεν χάθηκε.
Απλώς πέταξε πιο ψηλά απ’ όσο μπορεί να φτάσει ο
 ανθρώπινος πόνος.

ΚΟΥΜΗΣ, Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Ο Κουμής είχε τη δική του θέση στη χοντρική αγορά της Λευκωσίας, μια ιδιαίτερη φιγούρα που δεν περνούσε απαρατήρητη, παρότι ποτέ δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει. Κοντά στα εξήντα, ούτε ψηλός ούτε κοντός, λίγο ευτραφής, ντυμένος πάντα απλά, ο Κυριάκος δεν τον είχε δει ποτέ με εξεζητημένο ντύσιμο. Η σοβαρότητα ήταν η μάσκα του, αλλά μέσα της έκρυβε μια ευγένεια που σε κέρδιζε χωρίς να το καταλάβεις.

Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συμπάθησε ο Κυριάκος, από τότε που πρωτομπήκε στο παζάρι. Μαζί με τον πατέρα του είχαν συνεργασία, την οποία ο Κυριάκος συνέχισε, μαθαίνοντας από τον Κουμή όχι μόνο την τέχνη του εμπορίου αλλά και τον τρόπο να σέβεται και να συμπεριφέρεται σε κάθε είδος φθαρτού.

Ο Κουμής ζούσε για τη δουλειά του. Από το χάραμα μόλις ψώνιζεέως το απόγευμα στην αγορά του Αγίου Αντωνίου όπου μετέφερε τα προϊόντα, φώναζε με τη στεντόρεια φωνή του, διαλαλούσε τα προϊόντα του και κατάφερνε να ξεπουλά πρώτος. Είχε αυτό το χάρισμα που σπάνια συναντά κανείς. Ήξερε να ψωνίζει τα καλύτερα, αλλά και να πουλά ακόμα και τα υποδεέστερα με τρόπο που οι πελάτες έφευγαν πάντοτε ικανοποιημένοι. Το μόνο «ελάττωμά» του, αν μπορεί να λεχθεί έτσι, ήταν η σοβαροφάνεια του. Ο Κυριάκος ποτέ δεν τον είδε να χαμογελάει. Παρ’ όλα αυτά, όλοι τον αγαπούσαν.

Κάθε πρωί, όταν ο Κυριάκος στάθμευε το φορτηγό στην άκρη του παζαριού, περίμενε τον Κουμή. Άκουγε την παραγγελία του και του έδινε τα προϊόντα με χαρά, καθώς πλήρωνε πάντα σε πρώτη τιμή, και τα υπόλοιπα τα διένειμε στους άλλους μεσητεμπόρους. Ο Κυριάκος ένιωθε δέος και σεβασμό για τον άνθρωπο αυτόν, τόσο ξεχωριστό, τόσο αφοσιωμένο. Ήταν ένας συνεργάτης που σου έδινε μόνο αγάπη και κέρδος, και τίποτα άλλο, δεν χρειαζόταν.

Ο Κουμής δεν άφηνε περιθώρια για αστεία ή φλυαρίες. Ήταν αυστηρός με τον εαυτό του και με τους άλλους, αλλά εκείνη η αυστηρότητα του έδινε κύρος. Ο Κυριάκος παρατηρούσε κάθε του κίνηση, κάθε χειρονομία, και έβγαζε το συμπέρασμα πως η μανναβική ήταν η ζωή του, το είναι και το πάθος του. Κάποια μέρα θα άφηνε την τελευταία του πνοή πάνω σε αυτά.

Και έτσι συνέβη. Όσο ο καιρός περνούσε, η συνεργασία τους γινόταν πιο άψογη, και κάθε πρωί ο Κυριάκος ένιωθε ασφάλεια βλέποντας τον Κουμή να εμφανίζεται, να δίνει τις παραγγελίες και να φορτώνει για την Αγίου Αντωνίου, προχωρώντας με την ίδια σταθερή σοβαρότητα.

Μια μέρα όμως, ο Κουμής δεν ήρθε. Ο Κυριάκος περίμενε, κοίταξε γύρω, άκουσε τις φωνές των άλλων μεσητεμπόρων, αλλά εκείνος δεν εμφανίστηκε. Κάποιος τον πληροφόρησε σιγά, με λύπη στη φωνή: ο Κουμής είχε πεθάνει.

Κι ξαφνικά, εκείνο στο πρωινό, η αγορά φάνηκε άδεια, σαν να είχε χαθεί η ίδια η καρδιά της. Ο Κυριάκος στάθηκε για λίγο μπροστά στο άδειο σημείο όπου συνήθιζε να στήνει τα προϊόντα του Κουμή. Θυμήθηκε τη σοβαρότητα, τη φωνή του, την αφοσίωση και το πάθος του για τη δουλειά.

Και τότε κατάλαβε ότι ο Κουμής δεν ήταν απλώς έμπορος, ήταν η καρδιά της αγοράς, μια φιγούρα που δίδασκε με τη στάση του σε όλους την αξία της τιμιότητας, της συνέπειας και της αγάπης για τη δουλειά.

Η μανναβική είχε χάσει τον πιο πιστό της στρατιώτη. Αλλά η ανάμνησή του θα έμενε ζωντανή σε κάθε πελάτη που τον γνώρισε, σε κάθε φίλο που τον σεβόταν, και στον Κυριάκο που θα τον θυμόταν πάντα, με σεβασμό και νοσταλγία.


ΟΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΕΛΙΕΣ

Πριν τη δεκαετία του ’80, η Χλώρακα ήταν ακόμη αραιοκατοικημένη. Χωράφια απλωμένα ως τη θάλασσα, ξερολιθιές, ρέντες και δέντρα παντός είδους. Οι κάτοικοι λίγοι, δεμένοι με τη γη και τον κάματο της. Ο αέρας μύριζε χώμα και αλμύρα.

Δίπλα στο οικογενειακό σπίτι του Κυριάκου, υπήρχε ένα μικρό χωράφι με δεκατρείς ελιές, γερά δέντρα, καλοκλαδεμένα, με ρίζες που έπιαναν βαθιά στο χώμα. Ιδιοκτήτης τους ήταν ο Κίκκος, ένας χωραΐτης που κατέβαινε τα καλοκαίρια κάθε εβδομάδα, για να τα ποτίσει και να τα περιποιηθεί.

Ήταν άνθρωπος ήσυχος, ταπεινός, με βλέμμα ήρεμο και ήπιο. Δεν είχε κέρδος απ’ αυτές τις ελιέςότι καρπό έβγαζαν τον πουλούσε στον Κυριάκοίσα να μη νιώθει πως τις άφηνε αχρηστεμένες. Το ταξίδι, η φροντίδα, το σκύψιμο πάνω στο χώμαόλα ήταν για την ψυχή του, όχι για το κέρδος.

-Άλλη σαν τη γυναίκα μου δεν υπάρχει,

έλεγε συχνά στον Κυριάκο, καθώς έπιασαν φιλία και συχνά καθόντουσαν κάτω από τη σκιά της πιο γέρικης ελιάς και κουβέντιαζαν.
Μιλούσε γι’ αυτήν με καμάρι, με λατρεία
, με πάθος.

-Όμορφη, τίμια, πιστή,

τρεις λέξεις που επαναλάμβανε με τη σιγουριά ανθρώπου που δεν αμφέβαλε για τίποτα.
-Και γιατί δεν έρχεται μαζί σου; τον ρώτησε κάποτε ο Κυριάκος.
-Δεν αγαπά τα μακρινά ταξίδια, είπε εκείνος.

-Η πόλη της φτάνει.

Η κουβέντα έμεινε εκεί, μα στο μυαλό του Κυριάκου φύτρωσε μια μικρή σκιά, σαν αγκάθι που δεν φαίνεται, μα τσιμπάει κάθε τόσο.

Τα χρόνια πέρασαν και ο Κίκκος συνέχισε τα πήγαινε-έλα του. Ώσπου, ένα πρωινό του Αυγούστου, τον βρήκαν ξαπλωμένο κάτω από τη μεγάλη ελιά. Δίπλα του, ένα άδειο μπουκαλάκι φυτοφαρμάκου. Είχε φύγει ήσυχα, όπως έζησε. Κανείς δεν ήξερε γιατί.

Στην κηδεία, λίγοι παρευρέθηκαν. Η γυναίκα του στεκόταν στο πλάι, με ένα μαύρο φόρεμα και πρόσωπο άσπρο σαν ασβέστη. Δάκρυ δεν κύλησε. Όταν ο Κυριάκος την πλησίασε, εκείνη του είπε μόνο:
-Ήταν καλός άνθρωπος. Καλός… κι ευκολόπιστος.

Τα λόγια της καρφώθηκαν μέσα του σαν μαχαίρι.

Τον επόμενο χρόνο, το χωράφι έμεινε παρατημένο. Τα χόρτα σκέπασαν τα αυλάκια, και οι ελιές ακλάδευτες, απεριποίητες. Ένα πρωινό, ο Κυριάκος πήγε να το καθαρίσει, για τον φίλο του, έτσι είπε στον εαυτό του. Καθώς έσκαβε στη ρίζα της μεγάλης ελιάς, βρήκε κάτι θαμμένο. Ένα μικρό σκουριασμένο τενεκεδάκι. Μέσα, προσεκτικά διπλωμένα, γράμματα.

Το πρώτο μιλούσε για έρωτα απαγορευμένο, παράνομο, μα δυνατό.
Το δεύτερο για φόβο και ενοχή.
Το τρίτο… για εξομολόγηση. «Του το είπα», έγραφε. «Δεν φώναξε, δεν θύμωσε. Μόνο με κοίταξε. Και μου είπε να φύγω. Αν κάνει κακό στον εαυτό του, δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου.»

Ο Κυριάκος έμεινε εκεί, στη ρίζα της ελιάς, να κρατά τα γράμματα με χέρια που έτρεμαν. Κατάλαβε. Ο Κίκκος, το πρωί που ήρθε για τελευταία φορά, ήξερε την αλήθεια. Ήρθε να αποχαιρετήσει τα δέντρα του, τους μοναδικούς φίλους που δεν τον πρόδωσαν.

Έσκισε τα γράμματα, τα ‘ριξε στο χώμα και τα ‘καψε.
-Να ησυχάσεις τώρα, φίλε μου, ψιθύρισε.

Από τότε, οι ελιές του Κίκκου αν και απότιστες και απεριποίητες, καρποφορούσαν περισσότερο απ’ όλες στη Χλώρακα.

Και ο Κυριάκος σκεφτόταν πως ο Θεός δεν τον εγκατέλειψε όπως έκανε η γυναίκα του.


ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ

Ο Κυριάκος κρατούσε σφιχτά το τιμόνι του φορτηγού. Το βαρύ φορτίο διπλάσιο απ’ όσο έπρεπε, έκανε το κάθε μέτρο του δρόμου να μοιάζει με δοκιμασία. Το φορτηγό αγκομαχούσε στις ανηφοριές της Κακορατσιάς, μα ήξερε τον δρόμο σαν την παλάμη του. Κάθε στροφή, κάθε λακκούβα, κάθε σημείο που ήθελε προσοχή, του ήταν οικείο σαν παλιός φίλος.

Μετά τα ανήφορα, ο δρόμος άνοιγε ίσιος και μακρύς, λες κι ήθελε να τον ξεγελάσει, να του δώσει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Στο βάθος, όμως, περίμενε επικίνδυνη στροφήπου δεν συγχωρούσε λάθη. Ο Κυριάκος την είχε πάντα στο νου του. Τόσες φορές την είχε πάρει, και όμως κάθε φορά τον έκανε να κόβει ταχύτητα από σεβασμό, σχεδόν με δέος.

Όταν έστριψε, είδε από μακριά αυτοκίνητα σταματημένα και κόσμο μαζεμένο στην άκρη. Ένα μικρό αυτοκίνητο βρισκόταν σε μια αλλέα, λες και είχε παρκάρει βιαστικά. Ένας νεαρός μέσα, ακίνητος, με το κεφάλι λίγο γερμένο στο πλάι. Φάνταζε σαν να κοιμόταν.

Στην αρχή ο Κυριάκος σκέφτηκε πως ίσως ήταν κάποιος που σταμάτησε για ξεκούραση, μα οι φιγούρες των ανθρώπων που στέκονταν γύρω σιωπηλοί, κάτι άλλο μαρτυρούσαν. Πάρκαρε στην άκρη, έσβησε τη μηχανή και ένιωσε το βάρος της σιωπής στην ατμόσφαιρα.

Πλησίασε με διστακτικά βήματα. Το αυτοκίνητο δεν είχε ίχνος χτυπήματοςούτε γρατζουνιά. Και όμως, μέσα του βασίλευε μια παγωμένη ανησυχία. Ο νεαρός, καλοντυμένος με κοστούμι και γραβάτα, έμοιαζε με άνθρωπο που τον πήρε ο ύπνος ύστερα από μια κουραστική μέρα στο γραφείο. Το πρόσωπό του γαλήνιο, τα βλέφαρα κλειστά απαλά, τα χείλη μισάνοιχτα σαν να ’θελε να ψιθυρίσει κάτι πριν αποκοιμηθεί. Μια ελαφριά ηλιαχρτίδα έπεφτε στο μάγουλό του, χαρίζοντάς του μια όψη σχεδόν αγγελική.

«Μακάρι να μην έπαθε τίποτα…» ψιθύρισε ο Κυριάκος, μα η καρδιά του σφίχτηκε. Κάτι μέσα του ήξερε ήδη την αλήθεια. Πλησίασε λίγο ακόμη, ώσπου είδε καθαρά το πρόσωπο. Ήταν γαλήνιο, μα άψυχο. Η ωχρότητα στο πρόσωπο του φάνταζε νεκρική εκαι στα χείλη του, στην άκρη, μια μικρή σταγόνα αίμα, σχεδόν αδιόρατη, έμοιαζε με σφραγίδα θανάτου.

Ρώτησε έναν από τους παρευρισκομένους:
-Τι συνέβη;
-Έκοψε τη στροφή απότομα… είπε κάποιος χαμηλόφωνα. Το αυτοκίνητο πετάχτηκε στην αλλέα. Δεν φορούσε ζώνη. Το στήθος του χτύπησε στο τιμόνι. Πέθανε ακαριαία. Δεν πρόλαβε να φοβηθεί.

Ο Κυριάκος ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Κοίταξε ξανά το πρόσωπο του νεαρού. Ήταν σαν μια αινιγματική μορφή, ήρεμη, σχεδόν όμορφη μέσα στην τραγικότητά τηςσαν την “Ωραία Κοιμωμένη” του Χαλεπά. Ένα πρόσωπο που κρατούσε ακόμη πάνω του το φως της ζωής, μα το πνεύμα είχε ήδη φύγει μακριά.

Από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που περνούσε από τη στροφή, έκοβε ταχύτητα και ένιωθε τη σιωπηλή παρουσία του θανάτου δίπλα του. Τη νεκρή μορφή του νεαρού που έμοιαζε ζωντανή στη μνήμη του, πάντα εκεί, στο ίδιο σημείο, με το ίδιο ήρεμο χαμόγελο. Μια μορφή που δεν την έσβησε ο χρόνος· μια εικόνα ανεξίτηλη στη μνήμη.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΣΕΣ

Η ζωή κυλούσε ήρεμα για τον Κυριάκο. Είχε αποσυρθεί από τις ενασχολήσεις του με το εμπόριο και, χάρη στα ικανοποιητικά εισοδήματα από τις επενδύσεις του, είχε αφοσιωθεί στα γράμματα που αγαπούσε. Αρθρογραφούσε σε εφημερίδες, μα κυρίως έγραφε διηγήματα, το είδος που τον γοήτευε περισσότερο. Αντλούσε έμπνευση από μακρές κουβέντες με κάθε λογής ανθρώπους που συναντούσε στα καφενεία και στο παζάρι. Τους άκουγε, μάζευε ιστορίες, έπλαθε χαρακτήρες. Τα διηγήματά του είχαν αναγνώστες και αποδοχή, και ήταν ικανοποιημένος.

Η σύζυγός του, δραστήρια και δυναμική γυναίκα, δεν περιορίστηκε ποτέ στον ρόλο της απλής νοικοκυράς. Μορφωμένη και κοσμική, με ευγένεια και ευχάριστη προσωπικότητα, είχε καταφέρει να είναι αγαπητή σε όλους.

Με το πέρασμα των χρόνων, η ζωή τους μπήκε σε μια γλυκιά ρουτίνα. Κάθε μέρα έμοιαζε με την προηγούμενη, αλλά ήταν γεμάτη από μικρές, γνώριμες χαρές.

Ωστόσο, η ζωή είναι αμείλικτη. Όσες χαρές και αν χαρίσει, όταν έρθει η ώρα του θανάτου δεν χαρίζεται σε κανέναν.

Ο εφιάλτης ξεκίνησε ύστερα από μια επίσκεψη ρουτίνας της συζύγου του σε γιατρό. Η διάγνωση ήταν αμείλικτη: η «κακή» ασθένεια. Ακολούθησε χειρουργείο και χημειοθεραπείες. Για έναν μήνα –που φάνηκε αιώνας– η οικογένεια ζούσε μέσα στην αγωνία, ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Παρακαλούσαν τον Χριστό και την Παναγία να τη βοηθήσουν, έκαναν τάματα, αγρύπνιες, δεήσεις σε όλους τους Αγίους. Ήταν νέα, όμορφη, και είχε ένα μικρό αβάπτιστο εγγονάκι που αγαπούσε πολύ. Μα όσο η αρρώστια προχωρούσε, οι ελπίδες τους έσβηναν, ώσπου απέμεινε μόνο η προσμονή του θαύματος. Το θαύμα, όμως, δεν ήρθε. Ύστερα από εβδομάδες στο κρεβάτι του πόνου, η γυναίκα έσβησε.

Ο θάνατος φέρνει σε κάθε άνθρωπο διαφορετικό μείγμα συναισθημάτων. Ο πόνος γίνεται αφόρητος όταν πρόκειται για αγαπημένο πρόσωπο που σβήνει μέσα σε μαρτύρια. Όποιος ζήσει από κοντά την αγωνία του επιθανάτιου ρόγχου, κουβαλά για πάντα στη μνήμη του αυτή τη σκληρή εμπειρία.

Ο Κυριάκος, μάρτυρας του τέλους της, έγραψε αργότερα με πικρή αντικειμενικότητα:

«Όταν ο οργανισμός εξασθενεί και δεν μπορεί πια να ανταποκριθεί, ο εγκέφαλος και το σώμα παύουν να συνεργάζονται. Ο ετοιμοθάνατος χάνει την ικανότητα να καταπίνει και το σάλιο συσσωρεύεται, φράζοντας την αναπνοή. Ο ήχος που ακούγεται τότε –το γουργούρισμα των πνευμόνων που παλεύουν να πάρουν αέρα– είναι ο επιθανάτιος ρόγχος. Είναι μια πνιχτή, βασανιστική προσπάθεια για ανάσα.

Από τη στιγμή που ξεκινά μπορεί να περάσουν πολλές ώρες, ακόμη και ένα ολόκληρο μερόνυχτο, ώσπου να έρθει το τέλος. Οι γιατροί γνωρίζουν τότε πως πλησιάζει το μοιραίο και ειδοποιούν τους συγγενείς. Λίγο πριν τον θάνατο, η γλώσσα βαραίνει, δεν υπακούει πια, και το σάλιο βρίσκει τον δρόμο προς τους πνεύμονες. Ο ασθενής παλεύει μάταια να αναπνεύσει μέσα από αυτό το υγρό πνίξιμο.

Στην τελευταία, ασυνείδητη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, συχνά φαίνεται να επανέρχεται για λίγο, να μάχεται απεγνωσμένα για μια ακόμα ανάσα. Όσοι βρίσκονται εκεί γίνονται μάρτυρες αυτής της φριχτής αγωνίας. Είναι εικόνες που χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη και τους στοιχειώνουν εφ’ όρου ζωής».

Και όταν όλα πια σώπασαν, ο Κυριάκος ένιωσε το σπίτι να αδειάζει από την παρουσία της. Ο αέρας, που λίγο πριν ήταν γεμάτος από το βάρος της τελευταίας της ανάσας, τώρα έμοιαζε απέραντα άδειος. Έψαχνε μέσα στη σιωπή να βρει έναν ψίθυρο, ένα χαμόγελο, μια κίνηση της που δεν θα ξαναγινόταν.

Κατάλαβε τότε πως ο θάνατος δεν είναι μόνο το τέλος του σώματος, αλλά και η αρχή μιας απουσίας που βαραίνει για πάντα. Οι τελευταίες της ανάσες δεν έσβησαν, έμειναν μέσα του, σαν μνήμη που θα τον συνοδεύει ώσπου να ανταμώσουν ξανά.

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗ

Την Μαρινέλα την έβαλαν εσπευσμένα στο χειρουργείο. Οι γιατροί έτρεχαν, ψιθύριζαν, έδιναν εντολές με φωνές συγκρατημένες, σαν να φοβούνταν πως ακόμη και ο αέρας θα άκουγε πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση. Η επέμβαση κράτησε ώρες ατελείωτες· ώρες που έμοιαζαν αιώνες.

Έξω από την πόρτα του χειρουργείου, ο Κυριάκος και η κόρη του, η Αγγελική, περίμεναν βουβοί, πνιγμένοι από έναν φόβο που μεγάλωνε λεπτό το λεπτό. Όσο περνούσε η ώρα και κανείς δεν έβγαινε, η ελπίδα τους γινόταν σκιά, μια σκιά ψυχρή που απλωνόταν μέσα τους.

Όταν η γιατρός εμφανίστηκε τελικά, το πρόσωπό της ήταν άδειο από έκφραση. Μα τα μάτια της πρόδιδαν την αλήθεια πριν καν μιλήσει. Τα λόγια της έπεσαν σαν πέτρες.

Η Αγγελική δεν πρόλαβε να φωνάξει, ούτε να κλάψει. Σαν να πάγωσε το αίμα στις φλέβες της. Έμεινε όρθια, άκαμπτη, νεκρή μέσα σε ζωντανό σώμα. Μόλις πριν λ’ιγο καιρό είχε γεννήσει τον μικρό Ορφέα, και έπρεπε να τον θηλάσει, μα το σοκ την καθήλωσε. Κανείς δεν μπορούσε να τη συνεφέρει. Ούτε οι δικοί της άνθρωποι, ούτε οι γιατροί, και ο χρόνος περνούσε αμείλικτος.

Τα μετεγχειρητικά βασανιστήρια, οι χημειοθεραπείες, οι νύχτες με τον πόνο και την αγωνία, έγιναν ο χειρότερος εφιάλτης όσων την αγαπούσαν. Να βλέπεις τον άνθρωπό σου να σβήνει σιγά σιγά, ενώ γνωρίζεις πως δεν υπάρχει επιστροφή, είναι κάτι περισσότερο από πόνος, είναι ένα αργό, βασανιστικό αντίο.

Η Μαρινέλλα ήταν μόλις 53 χρονών. Γλυκιά, όμορφη, νοικοκυρά, με καλοσύνη σπάνια και καρδιά που χωρούσε τους πάντες. Κι όμως, η μοίρα δεν έκανε καμία εξαίρεση.

Για τον Κυριάκο, ο πόνος ήταν διπλός. Από τη μία, έβλεπε τη γυναίκα του να χάνεται, και από την άλλη, έπρεπε να παλέψει με την κατάρρευση της κόρης του. Η Αγγελική δεν μπορούσε να αποδεχτεί τίποτα. Ο νους της αντιστεκόταν στην πραγματικότητα. Η αγάπη και η προσκόλληση στη μητέρα της ήταν τόσο βαθιά ριζωμένα, που η απώλεια έσπασε μέσα της όλα τα στηρίγματα.

Έπαψε να τρώει, να μιλά, να φροντίζει τον εαυτό της, τα παιδιά της, τον άντρα της. Έλιωνε μέρα με τη μέρα, σαν να έφευγε μαζί με τη μητέρα της.

Η Μαρινέλλα έσβησε μια μέρα βράδυ ήσυχα, σαν κερί που τελείωσε το φως του. «Αναπάυθηκε», είπαν πολλοί για παρηγοριά. «Πήγε εκεί που δεν υπάρχει πόνος». Μα για την Αγγελική, ο πόνος που γεννήθηκε από την αρχή και εγκαταστάθηκε μόνιμα μέσα της, δεν έφευγε με τίποτα.

Τα χρόνια πέρασαν. Δώδεκα ολόκληρα.
Και όμως, τίποτα δεν άλλαξε. Συνέχιζε ο πόνος να την σπαράζει και να την κατατρώει.

Κάθε μέρα, χωρίς καμία απουσία, η Αγγελική πηγαίνει στο κοιμητήριο. Ποτίζει τα λουλούδια, καθαρίζει την πλάκα, φροντίζει το καντήλι να μένει πάντα αναμμένο όπως πρέπει, και στέκεται για λίγο εκεί, μπροστά στην αιωνιότητα, ψιθυρίζοντας λόγια που μόνο οι ψυχές ακούν.

Γιατί, για κάποιες αγάπες, ούτε ο χρόνος, ούτε ο θάνατος, ούτε η λήθη έχουν δύναμη.

Μερικές αγάπες… είναι παντοτινές.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Ήταν Σάββατο όταν ο Κυριάκος ξύπνησε αργά το πρωί. Το προηγούμενο βράδυ ο ύπνος είχε αργήσει να τον πάρει καθώς σκέψεις επίμονες τον κρατούσαν ξάγρυπνο. Παρ’ όλα αυτά, σηκώθηκε ξεκούραστος, χωρίς το βάρος της νωθρότητας. Έφτιαξε τον καφέ του και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή. Περιηγήθηκε στο «φατσοβιβλίο» βλέποντας ποιοι τον είχαν επισκεφθεί και έπειτα διάβασε τις ειδήσεις. Πολέμοι, κλέφτες πολιτικοί, τραπεζίτες, δυστυχήματα, τίποτα χαρμόσυνο, μονάχα ειδήσεις ικανές να χαλάσουν κάθε διάθεση.

Έκλεισε τον υπολογιστή, πήρε το μηχανάκι και κατευθύνθηκε προς την παραλία. Η θάλασσα ήταν πάντα το καταφύγιό του. Του άρεσε να στέκεται και να αγναντεύει τα πλοία που διέσχιζαν τα πελάγη, η απεραντοσύνη της τον ηρεμούσε και του θύμιζε πόσο μικρά και ασήμαντα ήταν τα ανθρώπινα βάσανα μπροστά στο μεγαλείο και τα μυστικά που κρύβουν τα βάθη της.

Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, οδήγησε ως την Αλική, στον τεχνητό όρμο του ξενοδοχείου «Λάουρα». Εκεί, παλαιότερα, τα καλοκαίρια πήγαιναν με τη γυναίκα του για μπάνιο. Η ακτή ήταν ήρεμη και κρυστάλλινη, περίκλειστη μέσα σε βράχια, με ξανθή άμμο που άστραφτε κάτω από τον ήλιο.

Στάθηκε σε έναν βράχο που τον έβρεχε το κύμα από τρεις πλευρές. Το βλέμμα του δεν χάθηκε στον ορίζοντα, αλλά έπεσε χαμηλά, εκεί όπου το νερό αγκάλιαζε την πέτρα. Στο ίδιο σημείο, πριν χρόνια, η γυναίκα του είχε χάσει ένα χρυσόδετο μαργαριτάρι που κρεμόταν στον λαιμό της, δώρο δικό του από τα χρόνια που ταξίδευε στα καράβια.

Το είχε αγοράσει στο λιμάνι της Σεούλ, από έναν νεαρό που δεν πούλαγε τίποτα άλλο παρά τρία άγρια μαργαριτάρια τυλιγμένα σ’ ένα ύφασμα. Με σκληρό παζάρι τα είχε αποκτήσει και τα φύλαξε καλά στην καμπίνα, μέχρι να ξεμπαρκάρει. Τότε γνώρισε τη Μαρινέλλα, την όμορφη κοπέλα που αργότερα έγινε γυναίκα του. Ως δώρο γνωριμίας, της χάρισε το ένα μαργαριτάρι, χρυσόδετο και κρεμασμένο σε λεπτή αλυσίδα. Εκείνη δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, ώσπου μια μέρα, σε εκείνον τον βράχο, η καδένα κόπηκε και το στολίδι χάθηκε στα νερά.

Το έψαξαν μάταια, μαζί και άλλοι λουόμενοι, μα το μαργαριτάρι έμεινε θαμμένο στην άμμο. Η λύπη τους δεν ήταν για την υλική του αξία, αλλά για την ιστορία αγάπης που κουβαλούσε.

Με τις αναμνήσεις να βαραίνουν, στάθηκε συλλογισμένος, θυμούμενος τις παλιές, καλές μέρες. Η γυναίκα του είχε φύγει πρόωρα, μόλις στα πενήντα τρία της, νικημένη από την αδηφάγο ασθένεια της εποχής.

Καβάλησε ξανά το μηχανάκι, κι ο δρόμος τον οδήγησε στο νεκροταφείο. Ένιωσε την ανάγκη να της μιλήσει, να της πει να μην στενοχωριέται για το χαμένο μαργαριτάρι, να της ανάψει ένα κερί, να τη θυμιατίσει, να κάνει δέηση για την ανάπαυση της ψυχής της.

Η ΚΗΔΕΙΑ (διήγηση σκωπτική)

Όταν ο άνθρωπος αποχαιρετά τον κόσμο, οι ζωντανοί τον κηδεύουν και τον αποχαιρετούν με μια υπέρτατη θρησκευτική τελετή όπου όμως πολλές φορές τα πράγματα οδηγούνται σε μια υπέρτατη υποβίβαση της αξίας της τελετής, καθώς καταντά μια κοσμική τελετή με κατάθεση στεφάνων από προύχοντες και εκφώνηση επικήδειων λόγων με τους οποίους κάποιοι πονεμένοι πολιτικοί ή και συγγενείς εξαίρουν τη ζωή, τη δράση και την προ­σφορά του αποδημήσαντος.

Και οι τεθλιμμένοι συγγενείς νιώθουν ευχαριστημένοι που ανώτεροι άνθρωποι της κοινωνίας τους έκαναν την τιμή να τους τιμήσουν, αλλά το ίδιο ευχαριστημένοι και οι λυπημένοι πολιτικοί που έτοιμοι να εκφωνήσουν έναν επικήδειο, ελπίζουν στις επόμενες εκλογές να έχουν τη ψήφο τους.

Και με το πέρας της τελετής αναγγέλλονται τα ονόματα, οι τίτλοι και οι ιδιότητες των ομιλητών, που ένας ένας πλησιάζουν στο μικρόφωνο και αρχίζουν, με το νεκρό στο σεντούκι να μην αντιλαμβάνεται όλες αυτές τις κοινοτοπίες και τυπικότητες και τα μεγάλα λόγια.

Ναι, όλοι οι άνθρωποι στη γη άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, έχει φέρει στο νου του την δική του κηδεία. Άν θα τον κλάψουν πολύ, άν θα τον τιμήσουν, αν θα παρευρεθούν όσοι τον γνωρίζουν, αν θα τον ξεχάσουν γρήγορα… , και κάποιοι υστερόφημοι, αν θα τους γράψει η ιστορία. 

Και ο Κυριάκος και αυτός σαν άνθρωπος λοιπόν, είχε σκεφτεί πολλές φορές όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Είχε ψάξει το ζήτημα, είχε διαβάσει περί αυτού, όσο όμως και αν είχε το  φιλοσοφήσει, το μυστήριο του θανάτου παρέμενε ανεξήγητο στις σκέψεις του και του δημιουργούσε το μεγάλο ερώτημα. Υπάρχει μετα θάνατον ζωή;

Όλα τα κατευόδια στη κηδεία βοηθούν ώστε να πάει η ψυχή του τεθνεώτος εν τόπο χλοερό; Χρειάζονται τόσες φανφάρες και έξοδα για τη μνήμη του; Ή μήπως όλα γίνονται γι’ αυτούς που μένουν, και όχι γι’ αυτούς που φεύγουν;

Με όλα αυτά τα ερωτήματα να γυρνούν στη σκέψη του, μια μέρα ταράχτηκε όταν η οικονόμος του σπιτιού η Ντάνα, του διηγήθηκε ένα όνειρο της, που τον είδε πεθαμένο και παρακολούθησε την κηδεία μου, όλα στο όνειρο της φυσικά.

Συγύριζε λέει το γραφείο του, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μοναχή χωρίς τον ίδιο μαζί της η Ελένη η κοπέλα του, που μαζί προηγουμένως είχαν φύγει για εκδρομή.

-Πού είναι ο Κυριάκος,

-ο  Κυριάκος πέθανε,

απάντησε αυτή…

Το κακό μαντάτο διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλο το χωριό, σε όλη την επαρχία, σε όλο το νησί καθώς ο Κυριάκος ήταν ένας γνωστός επιχειρηματίας, καθώς επίσης και ένας καλός δημοσιογράφος και συγγραφέας

Και άρχισε ο κόσμος να έρχεται, να μαζεύεται και να ερωτά πώς πέθανε στα καλά καθούμενα.

Ήρθε και η γειτόνισσα του η Κίτσα με την κόρη της μαυροφορεμένες, και η μάνα έβγαλε την μαύρη πλερέζα της και την κρέμασε έξω, πάνω στην πόρτα του σπιτιού του νεκρού, σημάδι πένθους και λύπης.

Και όλοι θρηνούσαν οι φίλοι και οι συγγενείς στη γειτονιά και στον καφενέ, και λέγανε,

-Ήταν καλός, δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ, ήταν άγιος άνθρωπος.

Και την άλλη μέρα στο δρόμο για την εκκλησία, η νεκροφόρα ερχόμενη από το νεκροτομείο, πέρασε πρώτα από το σπίτι του πεθαμένου όπου μέγα πλήθος κόσμου περίμεναν. Έβαλαν το φέρετρο πάνω στο γραφείο του, αφαίρεσαν το καπάκι από το σεντούκι και ο Παπανδρέας άρχισε να ψέλνει ευχές συγχωρητικές για καλό Παράδεισο και τα τοιαύτα.

Κι όλοι κλαίγανε, και κλαίγανε, και σαν μοιρολογητές λέγανε λόγια,

-άχ τον καημένο ήταν καλός ο μακαρίτης.

Και σαβανωμένος ο Κυριάκος μέσα στο σεντούκι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα και την ωχράδα την κίτρινη του θανάτου στο πρόσωπο του που δεν καλυπτόταν από τη βαφή του μακιγιάζ, αναπαμένος πλέον από τα εγκόσμια, ήταν έτοιμος για την κηδεία και την ταφή μέσα στα δύο μέτρα γης, τόσο τόπο όσο αναλογεί στον κάθε άνθρωπο ως τελευταία του κατοικία.

Ύστερα έκλεισαν το καπάκι, και τέσσερις νεαροί φορτώθηκαν το φέρετρο στους ώμους με τα πόδια μπροστά, και εν πομπή ξεκίνησαν για την εκκλησία. Οι δρόμοι στο διάβα ήταν γεμάτοι κόσμο, η μεγάλη πλατέα της εκκλησίας και αυτή γεμάτη, ήταν μια εντυπωσιακή μάζωξη κόσμου που ήρθαν να τον αποχαιρετίσουν.

-Άλλη κηδεία σαν και αυτήν, δεν έχουμε ματαδεί,

Έλεγαν πολλοί.

-Τόσο κόσμο σε άλλη κηδεία δεν έχω ξαναδεί σε όλη μου τη ζωή,

Είπε ένας γέρος.

Τα μεγάφωνα έξω πάνω τους τοίχους της εκκλησιάς κρεμασμένα μετέδιδαν την νεκρική ακολουθία, και οι ψαλμωδίες έσμιγαν με τα λόγια του κόσμου που μιλούσαν για τις χάρες όλες που είχε ο Κυριάκος όσο ήταν ζωντανός.

 Και ύστερα πριν ο παπάς ψάλλει το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί τω θανόντι», βγήκε έξω στα σκαλοπάτια της εκκλησίας όπου έστησαν από ενωρίτερα ένα μικρόφωνο, η Αναστασία για να διαβάσει έναν επικήδειο.
Η Αναστασία ήταν μια χωριανή που σε μεγάλη ηλικία στα καλά καθούμενα, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα γράμματα, και τα κατάφερε να γίνει μια σπουδαία λαϊκή ποιήτρια. Έτσι ίσως εξ αυτής της ιδιότητας της, αποφάσισε να εκφωνήσει τον επικήδειο.

Και έλεγε η Αναστασία με στόμφο τονίζοντας τις λέξεις πόσο ήταν καλός, και πόσο πετυχεμένος. Πόσα πολλά πρόσφερε στην κοινωνία με το πνευματικό του έργο, και πως θα τον γράψει η ιστορία.
Και έλεγε, και έλεγε, και ο κόσμος άκουε και χειροκροτούσε.
Και ύστερα όταν τέλειωσαν όλα, ανοίχτηκε δρόμος μέσα στο πλήθος για να περάσει η νεκροφόρα να παραλάβει τον νεκρό και να τον οδηγήσει στα ψηλά κυπαρίσσια…

Όταν τέλειωσε το διήγημα του ονείρου της η οικονόμος του, γεμάτος περηφάνεια αυτός για την αγάπη που του είχε ο κόσμος, σκέφτηκε πως ίσως ήταν ένας ματαιόδοξος όπως όλοι οι άνθρωποι που ακόμα και στον θάνατο θέλουν να ξεχωρίζου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 / ΤΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ

ΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΑΣ

Τα χρόνια πέρασαν αθόρυβα μα βαριά, και κάθισαν στους ώμους του Κυριάκου σαν πέτρινο φορτίο. Έφτασε στα εβδομήντα, και όμως, μέσα του ένιωθε ακόμη όπως τότε, στα χρόνια της νιότης. Η ψυχή του αρνιόταν να γεράσει. Όμως η σκέψη δεν τον άφηνε σε ησυχία, ήξερε πως τα χρόνια που του απέμεναν δεν ήταν πολλά. Και αυτό τον στεναχωρούσε.

Φαινόταν νεότερος, γεροδεμένος, με βλέμμα ζωντανό. Όμως κάθε φορά που συναντούσε συνομηλίκους του, ή ακόμη και μικρότερους, και έβλεπε πάνω τους το αποτύπωμα του χρόνου, τα σκυμμένα κορμιά, τα θολά μάτια, τα βήματα που βάρυσαν, τότε ένιωθε το ρίγος της αλήθειας. Τα χρόνια πέρασαν... πότε, πώς; Η ζωή του φάνηκε σαν όνειρο που τέλειωσε νωρίς. Και τώρα, κοιτάζοντας πίσω, καταλάβαινε πόσο λίγη του απέμενε.

Είχε ζήσει μια ζωή γεμάτη. Δυσκολίες, αντιξοότητες, μικρές και μεγάλες νίκες, φτώχεια, ξενιτιά. Κάθε του πληγή είχε γίνει μάθημα, κάθε πτώση αφορμή να σταθεί ξανά. Και όμως, τώρα, ενώ η καρδιά του και το σώμα του παρέμενεαν νέα, η σκέψη του θύμιζε πως ο χρόνος δεν χαρίζεται σε κανέναν. Δεν φοβόταν τον θάνατο, φοβόταν μόνο το τέλος της ζωής που αγαπούσε. Θα ’δινε τα πάντα, αν μπορούσε να ξαναρχίσει από την αρχή.

Η Ηρούλλα, η ξαδέρφη του, ήταν γυναίκα δυναμική, από εκείνες που δεν κάθονται ποτέ ήσυχες. Όταν συνταξιοδοτήθηκε, δεν άντεξε τη σιωπή. Όλη της τη ζωή πάλευε, δημιουργούσε, κινιόταν ασταμάτητα. Έξυπνη, μορφωμένη, κοινωνική, μπλέχτηκε σε κοινωφελείς δραστηριότητες, πότε μέλος επιτροπών, πότε πρόεδρος. Έτσι γέμιζε τη μέρα της, αφού τα παιδιά και τα εγγόνια της είχαν πια φτιάξει τη δική τους ζωή.

Μια Κυριακή, ως πρόεδρος των συνταξιούχων του χωριού, οργάνωσε μια γιορτή. Φαγητό, μουσική, γέλιο και τραγούδι. Κάλεσε και τον Κυριάκο. Εκείνος δίστασε. Δεν του άρεσαν τέτοιες συναθροίσεις, του θύμιζαν ότι πάλευε να ξεχάσει. Ότι και ο ίδιος ανήκε πια στους ηλικιωμένους. Μα δεν μπορούσε να αρνηθεί στην Ηρούλλα, ήταν η αγαπημένη του ξαδέρφη.

Πήγε λοιπόν.

Και εκεί, ανάμεσα σε γνώριμα πρόσωπα, ένιωσε τη σιωπηλή αλήθεια να τον κυκλώνει. Οι περισσότεροι ήταν σκυφτοί, αργοί, κουρασμένοι. Τα μάτια τους θολά, γεμάτα αποδοχή. Έδειχναν να περνούν τα τελευταία τους χρόνια ήσυχα, αθόρυβα, με λιτότητα και καρτερία. Ήταν άνθρωποι που είχαν συμφιλιωθεί με τον χρόνο, κάτι που ο Κυριάκος δεν μπορούσε ακόμη να κάνει.

Τα συναισθήματά του μπερδεύτηκαν. Λύπη, νοσταλγία, ζήλια και μια παράξενη περηφάνια. Γιατί, στο τέλος, κατάλαβε κάτι σημαντικό. Παρά τα χρόνια, παρά τις σκέψεις, εκείνος ήταν από τους τυχερούς. Είχε την υγεία του, την πνευματική του διαύγεια, την ανάγκη να δημιουργεί. Ήταν ακόμη δραστήριος, συγγραφέας, ζωντανός, όχι απλώς επιζών.

Και έτσι, κοιτώντας γύρω του, χαμογέλασε αθόρυβα.

Ίσως, σκέφτηκε, αυτό να είναι το μυστικό της ζωής. Να αγαπάς κάθε στιγμή, ακόμη κι όταν ξέρεις πως σου απομένουν λίγες.

Γιατί τότε, ο χρόνος, όσος κι αν μένει, παύει να σε βαραίνει, και γίνεται απλώς... ζωή.

ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Ο Κυριάκος ξύπνησε εκείνο το πρωινό λίγο πριν χαράξει. Το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε την ημερομηνία, και σχεδόν αντανακλαστικά, έστρεψε το βλέμμα αλλού.

Εβδομήντα δύο.

Μια λέξη βαριά, σαν πέτρα στο στήθος.

Δεν του άρεσαν πια τα γενέθλια. Παλιά περίμενε αυτή τη μέρα με λαχτάρα. Τώρα ένιωθε πως κάθε κεράκι δεν ήταν ευχή, μα υπενθύμιση. Μια μικρή φλόγα που έσβηνε κομμάτι από τον χρόνο που του απέμενε.

Γι’ αυτό, πριν λίγα χρόνια, αφαίρεσε την ημερομηνία γέννησής του από το Facebook.

-Να μη φαίνεται, σκέφτηκε. Να μην αρχίσουν οι ευχές, και τα χρόνια πολλά από χίλιους γνωστούς που δεν με θυμούνται όλο τον χρόνο.

Ήθελε, λέει, να γλιτώσει από τον θόρυβο, μα στην αλήθεια, ήθελε να ξεγελάσει τον καθρέφτη του χρόνου.

Και όμως, δεν γλίτωσε. Φίλοι, γνωστοί και συγγενείς, τον θυμήθηκαν. Από το πρωί χτυπούσε το τηλέφωνο.

-Να τα εκατοστίσεις, Κυριάκο!

Χαμογελούσε ευγενικά, έλεγε ευχαριστώ, μα κάθε ευχή τον πονούσε λίγο.

Χαιρόταν, και όμως λυπόταν.

Το απόγευμα, κάθισε μόνος στο μπαλκόνι. Κρατούσε ένα φλιτζάνι καφέ και κοίταζε τη θάλασσα, που άλλαζε χρώματα καθώς είχε και εκείνη τα δικά της χρόνια.

Σκεφτόταν τα παλιά του γενέθλια, τότε που τα παιδιά του έτρεχαν γύρω του με μπαλόνια και η γυναίκα του γελούσε στην κουζίνα. Τώρα το σπίτι ήταν ήσυχο. Πολύ ήσυχο.

Σκέφτηκε τους ανθρώπους που δεν έχουν καν την πολυτέλεια να στεναχωριούνται για την ηλικία τους. Τους φτωχούς, τους άρρωστους, όσους παλεύουν κάθε μέρα να επιβιώσουν. Και αισθάνθηκε ντροπή για τη δική του λύπη.

-Τουλάχιστον εγώ έχω ανθρώπους να με θυμούνται, μονολόγησε. Αυτό δεν είναι ευλογία;

Το βράδυ μόνος του άναψε ένα μικρό κερί. Δεν έβαλε τούρτα, μόνο το κερί. Το κοίταξε να λιώνει αργά, όπως λιώνουν τα χρόνια. Αθόρυβα και γρήγορα.

Και εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως τα γενέθλια, όσο και αν πληγώνουν, δεν είναι για να μετράς τον χρόνο που πέρασε, αλλά τον χρόνο που σου δόθηκε και που σου δίνεται ακόμη.

Και έτσι, σιγά-σιγά, το χαμόγελό του έγινε αληθινό.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ

Ο Κυριάκος ήταν άνθρωπος ήρεμος και μετρημένος, γεμάτος λογική και υπομονή. Ήξερε να ακούει, να κρίνει και να βρίσκει λύσεις σε κάθε πρόβλημα που παρουσιάζονταν. Οι φίλοι του τον συμβουλεύονταν συχνά και οι συνεργάτες του τον εκτιμούσαν. Όμως, η μεγάλη του αδυναμία ήταν η Μαρία.

Ήταν όμορφη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, με βλέμμα που έλαμπε και φωνή που μαγνήτιζε. Πίσω από αυτή τη λάμψη όμως κρυβόταν μια επιπολαιότητα που ο Κυριάκος δεν ήθελε να παραδεχτεί από την αρχή.

Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, αποφάσισε να δώσει μια ευκαιρία στη Μαρία. Την ήξερε από παλιά, αλλά μόνο επιφανειακά. Δεν γνώριζε τον χαρακτήρα της, το ήθος της, ούτε τη λογική της κρίση. Αυτή, με την αυτοπεποίθησή της, πίστευε ακράδαντα ότι ήταν έξυπνη. Μιλούσε με στόμφο, διέκοπτε συζητήσεις και έδινε συμβουλές χωρίς κανείς να τις ζητήσει. Στην αρχή ο Κυριάκος γέλαγε, θεωρώντας όλα αυτά χαριτωμένα.

-Έτσι είναι η Μαρία, με πάθος και ζωντάνια, έλεγε.

Όμως όσο περνούσε ο καιρός, η αλαζονεία της και η βεβαιότητά της ότι είχε πάντα δίκιο, έγιναν αγκάθι στην καθημερινότητά τους. Οτιδήποτε προσπαθούσε να εξηγήσει αυτός, εκείνη το μεταμόρφωνε σε κατηγορία.

-Δεν καταλαβαίνεις, Κυριάκο, του έλεγε.

-Εσύ σκέφτεσαι τα μικρά, εγώ βλέπω μπροστά.

Το “μπροστά” της όμως ήταν συχνά ένας τοίχος στον οποίο προσέκρουε. Ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να το παραδέχεται. Ο Κυριάκος έκανε υπομονή, μιλούσε ήρεμα, προσπαθούσε να της ανοίξει τα μάτια. Εκείνη όμως θεωρούσε την υπομονή του αδυναμία και την καλοσύνη του αφέλεια. Κι όταν δεν συμφωνούσε μαζί της, τον αποκαλούσε στενόμυαλο.

Οι καβγάδες έγιναν καθημερινότητα. Στην αρχή για μικροπράγματα, ύστερα για σοβαρά ζητήματα. Η Μαρία ονειρευόταν πλούτο χωρίς μέτρο και αγνοούσε κάθε λογική. Όταν ο Κυριάκος την προειδοποιούσε, εκείνη αντιδρούσε με θυμούς, φεύγοντας και επιστρέφοντας όποτε της περνούσε.

Η υπομονή του άρχισε να εξαντλείται. Τα βράδια καθόταν μόνος κοιτάζοντας το ταβάνι, αναρωτώμενος πώς η γυναίκα που τόσο αγάπησε μπορούσε να είναι τόσο τυφλή. Δεν τον πόναγε που έκανε λάθη, τον πόναγε που δεν ήθελε ποτέ να τα παραδεχτεί. Σαν να μιλούσε σε τοίχο, σαν να φώναζε στο κενό.

Μια μέρα, μετά από ακόμη έναν καβγά, ο Κυριάκος έμεινε σιωπηλός. Η Μαρία, πιστεύοντας ότι είχε κερδίσει ξανά, χαμογέλασε αυτάρεσκα. Εκείνος την κοίταξε με βλέμμα κουρασμένο αλλά καθαρό.

-Μαρία, είπε ήρεμα, εσύ πιστεύεις ότι είσαι η πιο έξυπνη γυναίκα στον κόσμο. Αλλά δεν καταλαβαίνεις ούτε τα πιο απλά πράγματα. Ούτε εμένα. Και εγώ κουράστηκα να προσπαθώ να σε πείσω για ό,τι είναι ξεκάθαρο.

Η Μαρία τον κοίταξε απορημένη, σαν να μην άκουσε καλά.

-Τι εννοείς; ψέλλισε.

Εκείνος δεν μίλησε άλλο. Είχε κουραστεί.

Η Μαρία αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Πίστευε πως επειδή ήταν όμορφη και νεότερη, θα τον έκανε να γονατίσει.

-Ξέρεις, Κυριάκο, αγαπώ έναν άλλο και θα φύγω μαζί του. Εσύ είσαι μεγάλος για μένα, του είπε, και έφυγε.

Όμως ο Κυριάκος δεν της τηλεφώνησε ποτέ. Όταν εκείνη επέστρεψε ζητώντας συγχώρεση και δικαιολογώντας την πράξη της, εκείνος δεν την δέχτηκε. Η αγάπη του ήταν μεγάλη, αλλά η αξιοπρέπεια του μεγαλύτερη.

Ήταν άνθρωπος με αρχές και κόκκινες γραμμές. Δεν συγχωρούσε όσους τις καταπατούσαν. Ήταν υπερήφανος, δεν θα δεχόταν ελεημοσύνη ούτε οίκτο από κανέναν. Ήθελε να στέκεται όρθιος, ακόμη κι όταν πληγωνόταν. Η θέλησή του ήταν σαν βράχος, αλύγιστη, ακόμη και στον έρωτα. Έτσι, όσο και αν την αγάπησε, η Μαρία δεν είχε επιστροφή.

ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, το καλό και το κακό

Εκείνη η σχέση τον σημάδεψε βαθύτερα απ’ όσο ο χρόνος ή τα γενέθλια. Νόμιζε πως είχε μάθει να διαβάζει τους ανθρώπους. Δεν ήξερε όμως πως η ζωή ετοιμαζόταν να του δείξει πως υπάρχει κακό που δεν θέλει θεραπείααλλά κυριαρχία.

Ήταν μια σατανική γυναίκα. Μισούσε τον Θεό, αγαπούσε το σκοτάδι και τρεφόταν από τον πόνο, τη σύγχυση και τη διάλυση των άλλωνόπως η νύχτα καταπίνει το χρώμα της ημέρας.
Η χαρά της δεν ήταν η δημιουργία, αλλά η καταστροφή
. Όχι η ένωση, αλλά ο έλεγχος. Της άρεσε να σπέρνει αμφιβολία, να σαγηνεύει με λόγια, και όταν ο άλλος έσκυβε, τότε μόνο ένιωθε ευχαριστημένη και δικαιωμένη.

Κρυμμένη μέσα στη γοητεία της, σαν άρωμα που πλανάται και δεν ξέρεις από πού προέρχεται, επέμενε ώσπου να επιβληθεί ολοκληρωτικά. Είχε το κακό μέσα της στην πιο καθαρή του μορφή και ένιωθε μια ψυχρή απόλαυση κάθε φορά που κατάφερνε να σβήνει το φως στους άλλους. Να τους παρασέρνει, να τους απομυζά και να τους καταστρέφει.

Ίσως να μην γεννήθηκε έτσιίσως η ζωή τη σκλήρυνε. Μα στο τέλος, έγινε ένα με το κακό που διάλεξε. Ίσως από πληγές που δεν επουλώθηκαν, ίσως από έπαρση, ίσως από την πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι θέατρο και εκείνη η σκηνοθέτης. Ήξερε το καλόμα επέλεγε το κακό. Ήταν η φύση της.

Ήταν γυναίκα που η ομορφιά της τραβούσε τα βλέμματα, μα πίσω από τα μάτια της κατοικούσε η νύχτα. Μιλούσε με γλυκύτητα, χαμογελούσε με χάρη, όμως κάθε της λόγος είχε μέσα του ένα αγκάθι. Δεν ήξερε να αγαπάμόνο να ελέγχει, να παίρνει, να δοκιμάζει τα όρια των άλλων, και στο τέλος να καταστρέφει. Ό,τι άγγιζε, αργά ή γρήγορα μαραινόταν. Όχι γιατί το ήθελε συνειδητά, αλλά γιατί η φύση της ήταν αυτή, όπως του σκορπιού που δεν μπορεί να αρνηθεί το κεντρί του. Κανείς δεν την άντεξε, αλλά όλοι το αντιλαμβάνονταν μόνο όταν το κακό είχε ήδη γίνει.

Μα τότε γνώρισε τον Κυριάκο. Άνθρωπος διαφορετικός, μεγάλος σε ηλικία πλέον, 70 ετών. Ήρεμος, απλός, με μάτια καθαρά σαν φως. Δεν την έκρινε, δεν τη φοβήθηκετην είδε πληγωμένη και θέλησε να τη βοηθήσει. Της έδωσε εμπιστοσύνη, καλοσύνη, συγχώρεση. Πολλές φορές τον πλήγωσε, μα εκείνος σιωπούσε με κατανόηση. Πίστευε πως το δικό του φως θα μπορούσε να φωτίσει και εκείνη.

Μα εκείνη δεν άντεχε το φωςτην τύφλωνε. Και όσο περισσότερο την βοηθούσε, τόσο εκείνη τον δηλητηρίαζε με ψέματα, υπεροψία και πόνο.

Ώσπου ήρθε η μέρα που, σαν τον σκορπιό στον μύθο, εκείνη τον κέντρισε την ώρα που εκείνος την κουβαλούσε μέσα από το ποτάμι της ζωής.
Και καθώς βυθίζονταν κ
αι οι δύο, ο καλός άνθρωπος τη ρώτησε με φωνή λυγισμένη,
-Γιατί; Δεν βλέπεις ότι θα χαθείς και εσύ;

Και εκείνη, με βλέμμα παγωμένο, ψιθύρισε,
-Δεν μπορώ αλλιώς. Είναι η φύση μου.

Και έτσι χάθηκαν μέσα στο νερόμα όχι με τον ίδιο τρόπο. Εκείνος χάθηκε με την ψυχή καθαρή, όπως το φως που επιστρέφει στον ήλιο του. Εκείνη χάθηκε μέσα στη δική της σκιά, καταπίνοντας το ίδιο το δηλητήριό της.

Και αυτός ο μύθος μένει για να θυμίζει πως υπάρχουν ψυχές που δεν σώζονται από εξωτερική βοήθεια, γιατί το κακό δεν είναι πάντα πληγή που γιατρεύεται, είναι η ίδια η φύση που αρνείται το φως, είναι ο ίδιος ο κακός τους ο εαυτός. 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΤΟ ΧΘΕΣ ΠΟΥ ΜΕ ΔΙΔΑΞΕ ΝΑ ΓΡΑΦΩ

Και στο τελείωμα της αφήγησης, ο Κυριάκος ένιωσε πως ο κύκλος που άνοιξε με τον πρόλογο έπρεπε τώρα να κλείσει. Είχε μιλήσει για «εκείνον» για να μπορέσει να πει την αλήθεια χωρίς φόβο. Μα στο τέλος, κάθε ιστορία ζητά να ειπωθεί από εκείνον που τη βίωσε πραγματικά. Έτσι, τώρα αφήνει τον «εκείνον» στην άκρη και μιλά ως αυτός που ήταν πάντα:

«Κι αν στην αρχή διάλεξα να κρυφτώ πίσω από το “εκείνος”, τώρα, στο τέλος, σου μιλώ ως εγώ. Γιατί καμιά αλήθεια δεν ολοκληρώνεται αν δεν ειπωθεί με το ίδιο της το όνομα».

Ανατρέχοντας στη ζωή μου, νιώθω πως κάθε στιγμή, όμορφη ή σκληρή, έχει χαράξει μέσα μου ένα φως που έγερνε στις σκιές. Στην ηρεμία μέσα μου, χορεύει πάντα μια φλόγα. Άλλοτε επαναστατική, άλλοτε βασανιστική, άλλοτε τρυφερά ρομαντική, που με συνοδεύει σαν αόρατος σύντροφος, σαν ηχώ που ψιθυρίζει τα μυστικά της ζωής και των ανθρώπων.

Καθώς περνούν τα χρόνια, καταλαβαίνω πως ο άνθρωπος δεν πλάθεται από μια μόνο πράξη ή από μια στιγμή δόξας. Πλάθεται από το σύνολο των ήχων, των σιωπών και των ατελείωτων αναμονών που τον διαμορφώνουν. Η ζωή μου είναι ένα ποτάμι γεμάτο. Εργασία που με σκλήρυνε, αγωνίες που με δίδαξαν υπομονή, στιγμές που με λύγισαν κι άλλες που με σήκωσαν τόσο ψηλά, ώστε ένιωσα πως άγγιξα τον ουρανό. Θυμάμαι πρόσωπα που πέρασαν σαν άνεμοι και άλλα που ρίζωσαν βαθιά στο χώμα της ψυχής μου. Θυμάμαι τον νεαρό εαυτό μου, που δεν ήξερε τι θα συναντήσει, μα προχωρούσε, πάντα προχωρούσε.

Και ένα απόγευμα, καθώς το φως του ήλιου έγερνε στις σκιές της μνήμης μου, κατάλαβα κάτι βαθύτερο. Η ζωή δεν με δίδαξε να γράφω επειδή διάβασα βιβλία, με δίδαξε επειδή έζησα. Η χαρά έγινε μελάνι. Ο πόνος έγινε στίξη. Οι άνθρωποι έγιναν ιστορίες. Κάθε μέρα, ακόμη και η πιο σκληρή, ήταν μια λέξη στο μεγάλο βιβλίο που συντάχθηκε μέσα μου.

Κοιτώντας πίσω, νιώθω ένα γλυκό βάρος στην καρδιά. Όχι από τύψεις, αλλά από γνώση. Τώρα πια, η ζωή μου μοιάζει με έναν κύκλο που κλείνει χωρίς βιασύνη, με την ηρεμία εκείνου που έκανε το ταξίδι του και το έκανε καλά. Έζησα. Πάλεψα. Αγκάλιασα και πληγώθηκα. Και στο τέλος, βρήκα τον τρόπο να μετατρέψω όλα αυτά σε κάτι μεγαλύτερο από εμένα: ένα βιβλίο, μια μαρτυρία, μια αφήγηση. Το όνειρό μου το παιδικό, το αθώο, το επίμονο, έγινε αληθινό. Έγινα συγγραφέας.

Και όμως, όσο κι αν νιώθω πληρότητα, υπάρχει μέσα μου και ένα άλλο συναίσθημα, λεπτό σαν σκιά που περνά αθόρυβα στην ατμόσφαιρα. Μια θλίψη γλυκιά, σχεδόν ιερή, για όσα δεν θα ξανάρθουν. Για τις αγκαλιές που έκλεισαν, για τις φωνές που σώπασαν, για τις μέρες που έφυγαν σαν φύλλα παρασυρμένα από τον άνεμο και δεν θα ξαναπέσουν ποτέ στα ίδια μέρη. Ο χρόνος είναι ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Και όσο κι αν δεν θέλω να αλλάξω τίποτα, πονώ που κάποτε ζούσα όλα αυτά χωρίς να ξέρω πόσο μοναδικά ήταν».


Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΞΙΑ ΠΟΥ ΜΕΝΕΙ (πίσω φύλο)

Πλούτος, δύναμη, κύρος, όλα χάνονται.
Μόνο η μνήμη και το καλό που αφήνει πίσω του ο άνθρωπος μένουν ζωντανά.

Ο Κυριάκος, φθαρτέμπορας και άνθρωπος του μόχθου, βρέθηκε μπροστά σε χαρές και συμφορές, δοκιμασίες και συγκινήσεις. Οι ιστορίες του ξεπερνούν τον ίδιο και γίνονται καθρέφτης της ίδιας της ζωής.

Ένα μυθιστόρημα για τη δύναμη του χαρακτήρα και για την υστεροφημία, τη μοναδική αξία που δεν σβήνει