11 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΟΧΛΟΣ

Το χωριό της Χλώρακας άρχισε να διολισθαίνει στην αναρχία όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κυριεύτηκαν από έναν απερίσκεπτο και ανεξέλεγκτο ρατσισμό που τους εμφύτευσαν επιτήδειοι εθνοπατέρες της κοινότητας. Ήταν μια απόπειρα εξέγερσης, σχεδιασμένη από εθνικιστικά κόμματα που εντέχνως διέσπειραν το μίσος εναντίον των προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Χλώρακα, ύστερα από την εκδίωξή τους από τις πατρίδες τους.

Οι κάτοικοι, ξεχνώντας το πρόσφατο παρελθόν τους, όταν και οι ίδιοι οι συμπολίτες τους είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους από τους Τούρκους, βάλθηκαν με μανία να κυνηγούν τους πρόσφυγες. Βία, φωνές, σιδερολοστούς, ακόμα και γυναίκες και μικρά παιδιά δεν γλίτωσαν. Το μίσος είχε κυριεύσει το χωριό και άφηνε πίσω του μόνο καταστροφή.

Ο Θεοδόσης, μικρό παιδί μαθητής του γυμνασίου, έφτιαχνε τους καφέδες στο καφενείο του παππού του, παρατηρώντας σιωπηλός τα όσα φρικτά συνέβαιναν. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι έκαναν τόσο κακό σε άλλους, αδύναμους και απροστάτευτους. Η καρδιά του γεμάτη ευαισθησία και θλίψη, χτυπούσε με ανησυχία και οργή για την αδικία που έβλεπε γύρω του.

Δεν συζητούσε με τους θαμώνες, η σιωπή του ήταν η γλώσσα της σκέψης του. Κάθε πράξη, κάθε κραυγή, κάθε χτύπημα ήταν αποτύπωμα στο μυαλό του. Όμως, όταν μια μέρα το πλήθος όρμησε στο διπλανό σπίτι που κατοικούσαν πρόσφυγες και άρχισε να σπάει τις πόρτες, κάτι μέσα του ξεχείλισε. Έτρεξε με θάρρος και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Ήξερε ότι μέσα υπήρχαν παιδιά, αθώες ψυχές που κινδύνευαν. Άνοιξε τα χέρια του, σαν μικρός φράκτης μπροστά στη μανία του όχλου.

Οι άνθρωποι του πλήθους πάγωσαν. Κάποιοι ήταν θαμώνες του καφενείου και αναγνώρισαν την αποφασιστικότητα στα μάτια του. Κάνανε πίσω. Ο Θεοδόσης γλύτωσε, και γλύτωσαν και τα παιδιά.

Παρόλο που ήταν παιδί, η ψυχή του έλαμπε με σπάνια ωριμότητα και ανθρωπιά. Η σιωπή του δεν ήταν αδυναμία, ήταν παρατήρηση, κατανόηση, μια εσωτερική φωνή που δεν παρασυρόταν από το δηλητήριο του μίσους. Είχε μέσα του μια αγνότητα που τον έκανε να βλέπει τον άνθρωπο, όχι την καταγωγή ή το χρώμα του.

Η γενναιότητά του δεν γεννήθηκε από τη δύναμη, αλλά από την πίστη στο δίκαιο και στην αξία της ζωής. Σε μια εποχή που οι ενήλικες παρασύρονταν από τον θυμό, αυτός στάθηκε με θάρρος, δείχνοντας ότι η ανθρωπιά δεν έχει ηλικία, έχει καρδιά.

Ήταν η σιωπηλή φωνή της συνείδησης του χωριού, ένα παιδί που με την πράξη του φώτισε την ασχήμια του μίσους και απέδειξε ότι η αγάπη και η καλοσύνη μπορούν να νικήσουν ακόμα και τον πιο άγριο όχλο. Εκείνη τη νύχτα, δεν σώθηκε μόνο ο ίδιος, σώθηκε και ένα κομμάτι ψυχής της Χλώρακας.

10 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΥ - Ο ΚΟΥΡΟΥΣΙΗΣ


Την περίοδο πριν το ΄74 οι Μακαριακοί ακολουθούσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄, που στήριζε την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και μια πιο μετριοπαθή πολιτική απέναντι στην Ένωση με την Ελλάδα.

Οι Γριβικοί ήθελαν άμεση Ένωση με την Ελλάδα και θεωρούσαν τον Μακάριο προδότη του ενωτικού αγώνα.
Υπήρχε βαθιά πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, με έντονη καχυποψία, διχασμό και εχθρότητα ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Με το πραξικόπημα η Χούντα και η ΕΟΚΑ Β΄ ανέτρεψαν τον Μακάριο, οδηγώντας σε εσωτερική αιματοχυσία και χάος. Αμέσως ακολούθησε η Τουρκική εισβολή που προκάλεσε τεράστια τραγωδία και οδήγησε στη διχοτόμηση της Κύπρου.
Μπροστά σε αυτή την καταστροφή, και οι μεν και οι δε ένιωσαν ενοχές∙ ο διχασμός μετριάστηκε, όμως τα τραύματα και οι μνήμες έμειναν βαθιά χαραγμένα.
Οι περισσότεροι σταμάτησαν την ανοιχτή αντιπαράθεση, αλλά κάποιοι, κυρίως Μακαριακοί, νιώθοντας δικαιωμένοι, συνέχιζαν τα λεκτικά επεισόδια, κρατώντας ζωντανή μια αχρείαστη ένταση.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, βρέθηκαν ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι που προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα. Ανάμεσά τους ο Κουρούσιης, οπλαρχηγός του Μακαρίου, γνωστός για τη σκληρότητα και την αμείλικτη δράση του ενάντια στους Γριβικούς. Βλέποντας πως η διχόνοια έσπειρε τον όλεθρο ακόμη και σε οικογένειες, πήρε την απόφαση να αλλάξει. Έκρινε ότι όλοι έφεραν ευθύνη και πως εκείνος, από τη κοινωνική θέση που κατείχε, όφειλε να συμβάλει στη συμφιλίωση. Με την πειθώ και την αποφασιστικότητά του, μίλησε και στους μεν και στους δε και κατάφερε στο χωριό του να αποκαταστήσει την ηρεμία.

 

Πολλά χρόνια αργότερα, καθισμένος στο καφενείο, μεγάλος σε ηλικία πλέον, συζητούσε με τον Κυριάκο και θυμόταν τα χαλεπά εκείνα χρόνια. Με φωνή βαριά από συγκίνηση έλεγε πως οι απλοί άνθρωποι, παρασυρμένοι από φανατισμούς και επιτήδειους, έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους.

Και κατέληγε πάντα με την ίδια πικρή φράση, που την είχε κάνει μάθημα ζωής:
-Η διχόνοια, Κυριάκο, είναι η πιο μεγάλη κατάρα του τόπου. Δεν χ
ρειάζονται όπλα οι ξένοι όταν εμείς οι ίδιοι σφαζόμαστε μεταξύ μας. Μόνο αν σταθούμε ενωμένοι, μπορούμε να κρατήσουμε την πατρίδα μας ζωντανή.

9 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΡΙΚΟΥ

Ο Ανδρέας Λουρικός, γνωστός σε όλους και ως Καπετάνιος, είχε διπλό παρατσούκλι. Το πρώτο το όφειλε στο επίθετό του, το δεύτερο στη θητεία του στη ναυτική αστυνομία, όπου υπηρέτησε ως καπετάνιος του λιμενικού. Παράλληλα όμως, ήταν γεωργός, ένας μερακλής περβολάρης, που ό,τι έβγαζε από τη γη είχε μεγάλη ζήτηση. Και αυτό γιατί δούλευε με πολλή φροντίδα, υπομονή και πάνω απ’ όλα με αγάπη για τη γη και τον καρπό της.

Ο Κυριάκος, έμπορος έμπειρος και έξυπνος, τον υπολόγιζε πάντα στους καλύτερους πελάτες του. Γι’ αυτό όταν ο Ανδρέας αποφάσισε για πρώτη φορά στην Πάφο να φυτέψει έναν ξενόφερτο σπόρο κρεμμυδιών που οι Κύπριοι δεν πολυπροτιμούσαν αφού είχαν τα δικά τους με τη γεμάτη γεύση και τη γνώριμη μυρωδιά, δεν δίστασε να τον στηρίξει.
-Μπορεί να ζημιώσω, σκέφτηκε, μα για τον Λουρικό θα ρισκάρω.
Όταν όμως βγήκε ο καρπός, έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Κρεμμύδια λες και βγήκαν από καλούπι, μεγάλα, στρογγυλά, λουστρικά, όλα ίδια, να τα χαίρεσαι μόνο που τα βλέπεις. Ο Κυριάκος κατάλαβε τότε πως δεν κρατούσε απλώς ένα εμπόρευμα, αλλά θησαυρό.
Έσυρε το παλιό BEDFORD στο χωράφι κι ώρες ολόκληρες φόρτωναν σακιά. Το φορτηγό γέμισε μέχρι πάνω, πιο πολύ από δέκα τόνους. Και σαν έφτασε στο παζάρι, άρχισε να τα στήνει προσεκτικά στους πάγκους, λες κι έβαζε στο ράφι κοσμήματα κι όχι κρεμμύδια.
Δεν άργησαν να μαζευτούν οι μανάβηδες γύρω, να τα πιάνουν, να τα γυρίζουν στο φως, να τα κοιτάζουν με θαυμασμό. Εκείνη τη στιγμή ο Κυριάκος πήρε τη μεγάλη του απόφαση. Αντί να τα ξεπουλήσει φτηνά, όπως είχε λογαριάσει, τόλμησε να ζητήσει τιμή ψηλή. Και η τύχη τον αντάμειψε. Τα κρεμμύδια φεύγανε το ένα μετά το άλλο, πιο γρήγορα κι από ψωμί φρεσκοψημένο. Το κέρδος, απρόσμενο και μεγάλο, γλύκανε την καρδιά του.
Κι όταν γύρισε στον Λουρικό, δεν του ’δωσε μόνο τα συμφωνημένα, μα του έβαλε στο χέρι κι ένα χοντρό μάτσο παραπάνω.
-Αυτά είναι δικά σου, του είπε. Η γη σου κι ο κόπος σου τα ’φεραν.
Από τότε, για πολλά χρόνια, ο Ανδρέας ο Λουρικός δεν χόρταινε να παινεύει τον Κυριάκο. Τον θύμιζε πάντα σαν παράδειγμα τιμιότητας και λεβεντιάς, γιατί δεν είναι μικρό πράγμα, σε καιρούς δύσκολους, να στέκεσαι δίκαιος και να μοιράζεσαι το καλό που φέρνει η ζωή.

8 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ

Ο Κόκος ο Ιωαννίδης δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ξεκίνησε ως μικρός εμποράκος γυρνώντας με το βαν του τα χωριά της Πάφου για να πουλήσει τα προϊόντα που του εμπιστεύονταν διάφορες εταιρείες. Μικροπαντρεμένος, παλεύοντας για το μεροκάματο και την οικογένειά του, έδινε την εντύπωση ενός απλού πλασιέ. Όμως, πίσω από τη σεμνή του μορφή, κρυβόταν ένας χαρακτήρας σπάνιος.

Ο Κυριάκος, που τον γνώρισε μέσω συγγένειας, κατάλαβε αμέσως ότι ο Κόκος είχε κάτι το ιδιαίτερο. Παρά το ότι δεν είχε σπουδάσει, η σκέψη του ήταν κοφτερή, γεμάτη διαύγεια και αντίληψη. Οι κουβέντες του, μετρημένες και ζυγισμένες, μαρτυρούσαν έναν άνθρωπο που έβλεπε μακρύτερα απο τους άλλους.

-Κρίμα να μην είχε την ευκαιρία να σπουδάσει, συλλογιζόταν ο Κυριάκος.

Και όμως ακόμη και χωρίς βιβλία και πανεπιστήμια, ο Κόκος διέθετε ένα φυσικό χάρισμα που τον έσπρωχνε μπροστά.

Μια Κυριακή, όπως θυμάται ο Κυριάκος, ο Κόκος έφτασε στο σπίτι του διστακτικός.
-Κυριάκο, ντρέπομαι που στο ζητώ, μα έμεινα από πετρέλαιο και πρέπει επειγόντως να πάω στην Παναγιά με εμπόρευμα.
Ο Κυριάκος δεν δίστασε. Γέμισε το αμάξι του Κόκου από το δικό του τάνκι με καύσιμα και, όταν εκείνος πήγε να πληρώσει, του είπε,
-Κόκο, συγγενείς είμαστε. Τώρα ξεκινάς τη δουλειά σου, δέξου το ως δώρο.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Κόκος με εργατικότητα και καθαρό μυαλό, προόδευσε. Από μικρός πλασιέ έγινε ο κυρίαρχος της επιβατικής διακίνησης σε ολόκληρη την επαρχία. Ο στόλος των λεωφορείων της εταιρείας ήταν σχεδόν όλος δικός του. Έκανε περιουσία, βοήθησε κόσμο, έφτασε ψηλά. Μα ποτέ δεν ξέχασε ποιος ήταν.

Κάθε απόγευμα, περνούσε με την κούρσα του από το καφενείο του χωριού. Έβγαινε από το αμάξι πάντα κορδωτός, μα όχι για να επιδειχθεί. Κορδωτός από περηφάνια που δεν είχε χάσει την απλότητά του. Καθόταν με τους χωριανούς, έπινε τη ζιβανία του, γελούσε και συζητούσε σαν να ήταν ακόμη ο μικρός πλασιέ με το βαν.

Και κάθε φορά που άναβαν τα κέφια και το ποτό έλυνε τις γλώσσες, ο Κόκος θυμόταν εκείνη την ευκολία που του έκανε κάποτε ο Κυριάκος. Δεν παρέλειπε ποτέ να το αναφέρει στην παρέα, δείχνοντας πάντα ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη. Ήταν γι’ αυτόν μια μικρή στιγμή που σημάδεψε όλη του την πορεία, και την κουβαλούσε σαν χρέος τιμής μέσα του.

Ο Κόκος ήταν άνθρωπος που δεν τον συνεπήρε ο πλούτος. Αντίθετα, τον έκανε πιο δοτικό. Όταν αντιλαμβανόταν πως κάποιος στο χωριό είχε ανάγκη, έβρισκε τρόπο να βοηθήσει αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Έγινε έτσι ένας κρυφός ευεργέτης, ένας άνθρωπος που οι πράξεις του μιλούσαν πιο δυνατά από τα λόγια.

Ο χαρακτήρας του Κόκου ήταν αυτός που τον ξεχώρισε. Ευφυής και δυναμικός με ισχυρή προσωπικότητα μέσα στην απλότητά του, εργατικός, δίκαιος και κυρίως άνθρωπος με καλοσύνη. Ένας άνθρωπος που, ενώ μπορούσε να βλέπει όλους αφ’ υψηλού και θέση ισχύος, προτιμούσε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, και να μοιράζεται τη ζιβανία και το μεράκι τους.

7 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΜΠΗ

Ο Χαμπής, πατέρας του Κυριάκου, ήταν πανέξυπνος και επιτυχημένος στο επάγγελμά του. Όμως είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, αγαπούσε το χαρτοπαίγνιο. Όσα χρήματα κέρδιζε τα ξόδευε στον τζόγο, ένα πάθος με πολλές αρνητικές συνέπειες, ένας εθισμός που προκαλεί οικονομικά προβλήματα, δημιουργεί εντάσεις στις οικογενειακές σχέσεις, οδηγεί σε καυγάδες και απογοήτευση, ενώ στον ίδιο τον χαρτοπαίκτη φέρνει άγχος, λύπη και ντροπή. Ένα ακόρεστο πάθος που δεν προσφέρει πραγματική χαρά, αλλά οδηγεί σε αδιέξοδα και δυσκολίες.

Ο Χαμπής, σαν παθιασμένος παίκτης, τα βίωσε όλα αυτά για χρόνια, ώσπου, δυστυχώς, αυτό το ακόρεστο πάθος και η αγωνία του παιχνιδιού τον οδήγησαν στον θάνατο.

Είχαν περάσει περίπου πέντε χρόνια από την επιστροφή του Κυριάκου και τον συνεταιρισμό τους. Ο Κυριάκος είχε αναλάβει πλήρως τη δουλειά και άφησε τον πατέρα του να ξεκουραστεί σε διευθυντική θέση. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα εξήντα εκείνη τη μοιραία βραδιά, όταν καθόταν στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με άλλους συμπαίκτες και χαρτόπαιζαν. Τα ποσά είχαν φτάσει πολύ ψηλά και η αγωνία όλων μεγάλωνε όσο πλησίαζε το τέλος. Το άγχος κυρίευσε την ατμόσφαιρα, η αδρεναλίνη έβραζε, και κανείς δεν άντεχε κουβέντα. Όλοι ήταν απότομοι και θυμωμένοι.

Το παιχνίδι που έπαιζαν ήταν ο «Θανάσης». Ένα παραδοσιακό κυπριακό χαρτοπαίγνιο που παιζόταν από δύο έως οχτώ άτομα, με δέκα φύλλα στον καθένα. Στόχος ήταν να σχηματίσει ο παίκτης «τρίτες» (δηλαδή τριάδες ή περισσότερα ίδια φύλλα) ή συνεχόμενα χαρτιά και να τα κατεβάσει. Οι υπόλοιποι μετρούσαν τους πόντους από τα χαρτιά που τους περίσσευαν. Όποιος ξεπερνούσε τους 100 πόντους έβγαινε από το παιχνίδι, εκτός κι αν ξαναέμπαινε. Την πρώτη φορά πλήρωνε το ίδιο ποσό, αλλά κάθε επόμενη φορά διπλάσιο από την προηγούμενη. Το παιχνίδι συνεχιζόταν ώσπου να μείνει ένας μόνο νικητής.

Εκείνη τη βραδιά όλοι είχαν γραφτεί πολλές φορές και το ποσό είχε ανέβει στα ύψη. Σε ένα τράβηγμα ο Χαμπής έκλεισε. Αν κατέβαζε τα φύλλα του, το παιχνίδι τελείωνε. Μα απρόσεχτος, δεν το κατάλαβε και πέταξε σκάρτο χαρτί. Ο κουμπάρος του, ο Μελής, τον κλώτσησε κάτω από το τραπέζι, αλλά ήταν πια αργά.

Ο Χαμπής στενοχωρημένος άρχισε να αναπνέει γρήγορα, γεμάτος αγωνία, περιμένοντας να ξαναέρθει η σειρά του για να κατεβάσει τα χαρτιά. Όταν τελικά τα κατέβασε, ήταν ήδη αργά. Ένας άλλος παίκτης έμεινε μέσα, ξαναγραφτηκαν και άλλοι, και όταν το παιχνίδι τέλειωσε, κέρδισε άλλος.

Το άγχος και η στενοχώρια έκαναν την καρδιά του Χαμπή να χτυπά δυνατά και ασταμάτητα. Ένιωθε ότι θα σπάσει. Μη αντέχοντας τον πόνο, βγήκε έξω να αναπνεύσει. Όταν συνήλθε λίγο, γύρισε στο σπίτι. Μα μόλις πέρασε την πόρτα, η καρδιά του τον πρόδωσε. Έπεσε νεκρός στον τόπο. Ήταν μόλις εξήντα χρονών.

 

6 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΤΕΜΗΣ


Ο Ανδρέας Αρτέμης είναι μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής και πνευματικής ζωής στη Πάφο. Δεν είναι μόνο μεγάλος συνθέτης, αλλά και άνθρωπος με καλλιτεχνικό ήθος και ξεχωριστή προσωπικότητα. Με βαθιά ευαισθησία έστεκε απέναντι στην ανθρώπινη ψυχή καθώς ο ίδιος είχε αγνή ψυχή.

Γεμάτος από αυτά τα συναισθήματα, έβλεπε την τέχνη σαν καταφύγιο από την ασχήμια της κοινωνίας, κι αυτό αποτυπωνόταν στην ποίηση και στη μουσική του, που συνδύαζαν το ονειρικό με το ρεαλιστικό.

Ήταν άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα και άκαμπτη στάση απέναντι σε ό,τι θεωρούσε ψεύτικο ή ευτελές. Δεν δίσταζε να συγκρουστεί με τα κατεστημένα, είτε καλλιτεχνικά είτε προσωπικά. Είχε χιούμορ, αυτοσαρκασμό, αλλά και μια αυστηρότητα που πολλές φορές σόκαρε. Ταυτόχρονα, πίσω από αυτήν την αυστηρότητα έκρυβε μια μεγάλη τρυφερότητα.

Η συμπεριφορά του ήταν συχνά αντισυμβατική. Αρνιόταν να γίνει μέρος της βιομηχανίας του θεάματος ή να ενταχθεί σε ρόλους που δεν του ταίριαζαν. Μιλούσε πάντα με ειλικρίνεια, ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις. Στους φίλους και στους συνεργάτες του έδειχνε γενναιοδωρία, ενώ με το κοινό του ήταν αυστηρά απαιτητικός. Ζητούσε προσοχή, σεβασμό και αληθινό ενδιαφέρον.

Η μουσική του δεν έμπαινε σε κουτιά. Ακροβατώντας ανάμεσα στη κλασσική παράδοση και τη λόγια δυτική μουσική, δημιουργούσε εντελώς δικούς του δρόμους. Έγραψε τραγούδια παραδοσιακά, και κύκλους τραγουδιών που μοιάζουν με μικρές ποιητικές συλλογές.

Η μουσική του είναι λυρική, ποιητική, μελαγχολική αλλά και φωτεινή, γεμάτη χρώματα και αντιθέσεις. Βαθιά προσωπική, αλλά ταυτόχρονα παγκόσμια και διαχρονική. Γεμάτη λυρισμό, φαντασία και αλήθεια.

Όταν πια οι επιχειρήσεις του Κυριάκου είχαν στεριώσει και δεν χρειάζονταν πια ταξίδια και ξενύχτια, αποφάσισε –για την τέρψη τη δική του και της γυναίκας του– να ανοίξει μια μπουάτ με ζωντανή μουσική. Έστησε ένα φιλόξενο στέκι, που πολύ γρήγορα γέμισε θαμώνες. Οι παλιοί του πελάτες τον στήριξαν, και με το λαϊκό τραγούδι να κυλάει στις νύχτες, ο χορός και η διασκέδαση δεν άργησαν να κάνουν φήμη· τόσο που κάθε βράδυ το μαγαζί να σφύζει από κόσμο.

Μια μέρα, ανάμεσα στους θαμώνες, καθόταν μόνος του ένας άντρας. Ήσυχος, προσηλωμένος, άκουγε το μπουζούκι να σπαράζει με ρεμπέτικα, χασικλίδικα και βαριά λαϊκά άσματα. Ο Κυριάκος, που πρόσεξε τη μοναχική του φιγούρα, τον πλησίασε και έπιασε κουβέντα. Ο ξένος τού εκμυστηρεύτηκε πως ήταν μουσικός και πως μόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα.

– Θέλεις να μας παίξεις λίγο; τον ρώτησε ο Κυριάκος.

Κι εκείνος ανέβηκε στη σκηνή, κρατώντας μόνο την κιθάρα του. Όταν άρχισε να τραγουδά, η φωνή του γέμισε τον χώρο μελωδίες αλλιώτικες, ποιητικές, γεμάτες ποιότητα και συναίσθημα. Το κοινό σώπασε μαγεμένο, κι ο Κυριάκος ένιωσε να του ανοίγεται ένας άλλος κόσμος. Εντυπωσιασμένος, του πρότεινε συνεργασία.

Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια δυνατή καλλιτεχνική συντροφιά, που κράτησε χρόνια. Κι έτσι ο Κυριάκος μυήθηκε στην έντεχνη και ποιοτική μουσική – το είδος του ελληνικού τραγουδιού που συνδυάζει την ποίηση με τη μελωδία και ανυψώνει το τραγούδι σε ανώτερο καλλιτεχνικό επίπεδο. Από τότε υποσχέθηκε στον εαυτό του  ότι ως το τέλος της ζωής του, δεν θα άκουγε τίποτε άλλο.

 

4 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ

 

Ο Γρήστος του Κωστάντινου και ο Γιωρκής του Πενταρά αποφάσισαν να καλλιεργήσουν, δίπλα στη θάλασσα, ένα χωράφι με κρεμμύδια. Τα φρόντισαν με προσοχή. Τα πότιζαν, τα βοτάνιζαν και στο τέλος είχαν μια πλούσια σοδειά. Όταν ήρθε η ώρα της συγκομιδής, και οι δυό οικογένειες, γυναίκες και παιδιά, μαζεύτηκαν για να βοηθήσουν. Ξερίζωναν τα κρεμμύδια, τα στοίβαζαν σε σωρούς και, αφού πέρασε μια εβδομάδα και ξεράθηκαν τα φύλλα, άρχισαν να τα καθαρίζουν. Μετά τα φόρτωναν σε δύο γαϊδάρους, τους οποίους οδηγούσε ο Γρήστος στο χωριό, για να τα αποθηκεύσει στην αυλή του σπιτιού του, φτιάχνοντας δύο μεγάλους σωρούς για τη μοιρασιά.

Ο Γρήστος, όμως, γνωστός για την πονηριά του, είχε άλλη σκέψη. Έσκαψε έναν ρηχό λάκκο στη γη, τον γέμισε με κρεμμύδια και από πάνω σχημάτισε έναν μικρό σωρό, ώστε να φαίνεται λιγότερος. Δίπλα έστησε έναν άλλον, μεγαλύτερο, που φαινόταν πιο πλούσιος. Όταν τελείωσαν τη μεταφορά, γύρισε στον Γιωρκή και, τάχα μεγαλόψυχα, του είπε,
-Φίλε μου, επειδή σε αγαπώ και σε εκτιμώ, πάρε εσύ τον μεγάλο σωρό. Ο μικρός μένει για μένα.

Ο Γιωρκής όμως, φημισμένος για την εξυπνάδα του, απάντησε με χαμόγελο,
-Σε ευχαριστώ φίλε μου για τη γενναιοδωρία σου και δέχομαι με χαρά. Αλλά θα πάρω και τον σωρό που κρύβεται κάτω από τον δικό σου.

Η συζήτηση γρήγορα μετατράπηκε σε καυγά. Οι δυο φίλοι πείσμωσαν, αντάλλαξαν βαριές κουβέντες και έμειναν ασυμφιλίωτοι. Τα κρεμμύδια έμεναν απούλητα και όπως φαινόταν, θα σαπίζανε αν δεν έβρισκαν τρόπο να τα μοιράσουν. Ταίριαζε γι’ αυτούς η παροιμία: «Για τον ψύλλο έκαψαν το πάπλωμα».

Ο καιρός περνούσε. Ήρθε το φθινόπωρο, μπήκε ο χειμώνας και τα κρεμμύδια άρχισαν να πωλιούν. Ο Κυριάκος βλέποντας την πεισματική τους διαμάχη, λυπήθηκε που τόσοι κόποι κινδύνευαν να πάνε χαμένοι. Προσπάθησε να τους συμφιλιώσει, αλλά στάθηκε αδύνατο.

Έτσι, πήρε την απόφαση να δράσει μόνος του. Μια μέρα που οι δύο αντίπαλοι έλειπαν από το χωριό, μάζεψε δυο εργάτες, φόρτωσε όλα τα κρεμμύδια στο φορτηγό του και τα πήγε στο παζάρι. Εκεί τα πούλησε σε καλή τιμή. Όταν γύρισε και μοίρασε τα χρήματα, οι δυο χωριανοί, προς ανακούφιση όλων, δεν διαμαρτυρήθηκαν. Κατάλαβαν ότι το πείσμα έχει όρια και πως, στο τέλος, νικητής είναι εκείνος που βρίσκει τη λύση.

 

2 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

Πριν από την τουρκική εισβολή, στο στρατό της Κύπρου οι φαντάροι πληρώνοντα, μισθό μόλις 4 ½ λίρες. Ήταν ένα μηδαμινό ποσό, δεν έφτανε ούτε για τσιγάρα. Όμως, αφού το στράτευμα παρείχε διαμονή και φαγητό, για τα προσωπικά τους έξοδα οι στρατιώτες έπρεπε να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Όποιος δεν είχε βοήθεια από την οικογένεια, ήταν αναγκασμένος να αρκεστεί σ’ αυτόν τον πενιχρό μισθό.

Όταν έγινε η κατάταξη και πέρασε ο πρώτος μήνας, ήρθε η μέρα της πληρωμής. Οι φαντάροι στη σειρά ένας-ένας, έπαιρναν τον φάκελό τους. Ο Κυριάκος ενώ περίμενε τη σειρά του, παρατήρησε έναν συνάδελφό του να πλησιάζει διαδοχικά τους υπόλοιπους, να τους ψιθυρίζει κάτι και ύστερα να φεύγει με βλέμμα θλιμμένο.

Όταν έφτασε κοντά του, του είπε με λυπημένη φωνή:
-χρειάζομαι μια λίρα για να συμπληρώσω τα χρήματα να αγοράσω φάρμακα στη μάνα μου. Μπορείς να με βοηθήσεις;

Η καρδιά του Κυριάκου σφίχτηκε. Μια λίρα ήταν για εκείνον μεγάλο ποσό. Χωρίς καμία βοήθεια από το σπίτι, έπρεπε να περάσει τον μήνα με τις 4 ½ λίρες.
-Άσε λίγο να σκεφτώ, του απάντησε. Μια λίρα για μένα είναι πολλά.

Σκέφτηκε ξανά και ξανά. Τελικά, πήρε την απόφαση.
«Στο κάτω-κάτω», συλλογίστηκε, «εγώ δεν θα πεθάνω από την πείνα, ενώ έτσι μπορεί να σωθεί μια ζωή».

Του έδωσε τη λίρα. Από τότε, όμως, δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Πέρασαν τα χρόνια. Ο Κυριάκος μπάρκαρε στα καράβια και με κόπο και θυσίες, κατάφερε να μαζέψει λίγα χρήματα. Όταν επέστρεψε, αγόρασε ένα φορτηγό και ξεκίνησε δουλειά ως πραματευτής. Φόρτωνε φθαρτά προϊόντα αφού τα αγόραζε από τους παραγωγούς και τα μεταπωλούσε στο μεγάλο παζάρι της Λευκωσίας.

Μια χρονιά κατάφερε να συνάψει συμβόλαιο με την κυβέρνηση: θα προμήθευε τον στρατό με Κυπριακά κρεμμύδια. Τα ντόπια κρεμμύδια ήταν μοναδικά, καυτερά, γεμάτα γεύση, απαραίτητα σχεδόν σε κάθε τηγάνιση. Όμως η παραγωγή τους ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε πρώτα να μαζέψουν τους σπόρους από τις «φούτσες», να τους αποξηράνουν, να τους φυτέψουν σε «λασάνια», να βλαστήσουν σε «κονάρι» και μετά να μεταφυτευτεί ώσπου να γίνει ο ξηρός καρπός. Δεν ήταν εύκολη καλλιέργεια όπως οι ξενόφερτοι σπόροι, αλλά είχαν τη δική τους ιδιαίτερη αξία.

Ο Κυριάκος αγόρασε σχεδόν όλη την παραγωγή της Πάφου -τον κύριο τόπο παραγωγής- και γέμισε τις αποθήκες του, ακόμη κι άλλες που νοίκιασε. Μήνες αργότερα, με την άνοιξη, παρουσιάστηκε πλήρης έλλειψη Κυπριακών κρεμμυδιών στις αγορές και οι τιμές εκτοξεύτηκαν.

Οι αποθήκες του Κυριάκου ήταν γεμάτες, αλλά δυστυχώς το συμβόλαιο με την Εθνική Φρουρά προέβλεπε χαμηλή τιμή, μόλις τέσσερα σελίνια η οκά.

Σκέφτηκε λοιπόν, να πάει ο ίδιος στον διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας και να του προτείνει να προμηθεύει τον στρατό με φθηνότερα εισαγόμενα κρεμμύδια, τα οποία στοίχιζαν ακριβώς τέσσερα σελίνια η οκά. Έτσι θα μπορούσε να πουλήσει τα Κυπριακά στην ελεύθερη αγορά, σε πολύ υψηλότερες τιμές.

Χτύπησε την πόρτα, μπήκε στο γραφείο και του εξήγησε την κατάσταση. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο διευθυντής δέχτηκε αμέσως. Και βλέποντας το ύφος του Κυριάκου, του είπε,
-Δεν με κατάλαβες Ταπακούδη; Πριν χρόνια σου ζήτησα μια λίρα να πάρω φάρμακα στη μάνα μου. Και εσύ μου έδωσες από το υστέρημά σου.

Με τα κέρδη εκείνης τη χρονιάς, ο Κυριάκος έχτισε το πρώτο του συγκρότημα κτιρίων.

 

1 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΧΑΝΟΥΜΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Η Λέμπα ήταν τουρκικό χωριό, γειτονικό με τη Χλώρακα∙. Δυο χωριά χτισμένα στις παρυφές της θάλασσας, πάνω σ’ ένα οροπέδιο, με τον εύφορο κάμπο να απλώνεται από κάτω, καλλιεργημένο από τους κατοίκους των δυο χωριών.

Ένα πρωινό, ο Βρυώνης, μόλις δεκατεσσάρων χρονών, καβαλλίκεψε με τον παππού του το γαϊδουράκι κι έκαναν τον δρόμο προς το χωράφι τους κοντά στο γιαλό, για να ποτίσουν τη ρέντα τους. Ο ήλιος ανέβαινε αργά πάνω από τα χαμηλά βουνά, βάφοντας με ρόδινο φως τη θάλασσα, όταν ξαφνικά το νερό στο αυλάκι σταμάτησε να κυλά.

-Άντε, Βρυώνη, σείρε πάνω στο κιρίζι να δεις ποιος έκοψε το νερό, και ξαναγύρις΄ τη δισιά.

Ο Βρυώνης ξεκίνησε να κάμει όπως του είχε παραγγείλει ο παππούς. Κι εκεί, στην άκρη του άλλου χωραφιού πέρα μακριά δίπλα στο κιρίζι, την είδε για πρώτη φορά.

Ήταν η Αϊσέ, κόρη της Χαλιτές μια δυναμικής Τουρκάλλας που έριζε τον μισό κάμπο, και κατέβηκαν και αυτές να ποτίσουν. Γύρισαν τη δισιά, και έτσι σταμάτησε το νερό.

Ήταν μόλις δώδεκα χρονών, κι όμως στο βλέμμα της έμοιαζε να κουβαλά μυστικά αιώνων. Τα μάτια της, μεγάλα και λαμπερά, σαν να τα είχε δανειστεί από τον πρωινό ουρανό, άφηναν μια γλυκιά θαλπωρή σε όποιον τα συναντούσε. Τα μαλλιά της, σκούρα και μακριά, κυλούσαν στους ώμους σαν μετάξι, πλαισιώνοντας το λεπτό, σχεδόν αγγελικό της πρόσωπο. Στο χαμόγελό της υπήρχε κάτι από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, μα και μια υπόσχεση ομορφιάς που έμελλε να ωριμάσει με τον καιρό.

Εκείνο το πρωινό, με ένα απλό «καλημέρα» που του είπε, κατάφερε να σφραγίσει την ψυχή του. Ήταν μια στιγμή τόσο σύντομη, που άλλος θα την ξεχνούσε την ίδια κιόλας μέρα, κι όμως, ο Βρυώνης την κράτησε μέσα του σαν φυλαχτό.

Πενήντα χρόνια αργότερα, όταν τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει κι η ζωή είχε αφήσει τα σημάδια της πάνω του, η μορφή της μικρής Τουρκάλας έμενε αναλλοίωτη στη μνήμη του -σαν ένας ήλιος που ποτέ δεν δύει. Ο νεαρός είχε γίνει άντρας, είχε παλέψει με τη φτώχεια, είχε δουλέψει σκληρά, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά κι εγγόνια. Η ζωή κύλησε με χαρές και λύπες, με βάσανα και κόπους. Μα ποτέ δεν ξέχασε εκείνη τη μέρα κάτω στο γιαλό.

Στις πιο ήσυχες ώρες, όταν ο νους του ταξίδευε, πάντα εμφανιζόταν το ίδιο πρόσωπο, η μικρή Τουρκάλα με το λευκό μαντήλι στους ώμους και τα μάτια που έλαμπαν σαν πρωινός ουρανός. Και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, καθισμένος στο κατώφλι του σπιτιού του με τα μαλλιά του λευκά και τα χέρια του γεμάτα ρόζους, εξακολουθούσε να θυμάται. Την «καλημέρα» της την άκουγε ακόμη καθαρά, σαν να του την ψιθύριζε το αεράκι του γιαλού.

Δεν την ξαναείδε ποτέ. Δεν έμαθε αν ζει ή αν χάθηκε στον πόλεμο. Μα για εκείνον έμεινε πάντα ζωντανή, σαν θησαυρός κρυμμένος στη μνήμη.

Κι ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Γιατί μερικές φορές, οι πιο δυνατές αγάπες είναι εκείνες που δεν προλαβαίνουν να γίνουν ιστορίες. Μένουν όνειρα ανεκπλήρωτα, εικόνες που δεν αγγίχτηκαν ποτέ. Και ακριβώς γι’ αυτό αντέχουν περισσότερο.

Η μικρή Τουρκάλα, το Χανουμάκι του γιαλού, έμεινε για πάντα δώδεκα χρονών μέσα στη σκέψη και στην καρδιά του. Και η «καλημέρα» της ήταν η πιο όμορφη λέξη που είχε ακούσει ποτέ.

 

 

31 Αυγούστου 2025

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί. Δεν ξέρουν τι είναι ζήλια, μίσος, αγένεια ή κακία. Ξέρουν μόνο να δίνουν αγάπη, -γιατί αγάπη έχουν μονάχα μέσα τους - σε ανθρώπους, ζώα, στη φύση.

Ο Χρύσανθος ήταν από φυσικού του χαρούμενος και ανοιχτόκαρδος. Κατείχε μια σπουδαία θέση στη κυβέρνηση, υπεύθυνος για την ύδρευση ολόκληρης της επαρχίας της Πάφου. Παράλληλα, με τη βοήθεια της πιστής συζύγου του, καλλιεργούσε τα περιβόλια τους, και όλη τη σοδειά την πουλούσε στον φίλο του, τον Κυριάκο. Οι δυο τους είχαν ταιριάξει απόλυτα. Η φιλία τους ξεπερνούσε κατά πολύ τις επαγγελματικές συναλλαγές. Έκαναν παρέα στο καφενείο, στη ταβέρνα του χωριού και οι οικογένειές τους διατηρούσαν άριστες σχέσεις.

Μια μέρα το φορτηγό του Κυριάκου κόλλησε στις λάσπες, φορτωμένο με αγγούρια και ντομάτες. Όσο και να προσπαθούσε να το ξεκολλήσει, κάθε προσπάθεια το βύθιζε ακόμα πιο βαθιά στη λάσπη. Αγαναχτισμένος και κουρασμένος, κατάλαβε ότι η μόνη λύση ήταν ο Χρύσανθος.

Ξεκίνησε πεζός προς την πλατεία του χωριού, όπου υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Κάλεσε τον φίλο του και η φωνή του Χρύσανθου ακούστηκε ζεστή από την άλλη άκρη της γραμμής.

-«Μείνε εκεί που είσαι, του είπε. Έρχομαι αμέσως με το τρακτέρ της δουλειάς, είμαι εδώ κοντά.

Μέσα σε λίγη ώρα, ο Χρύσανθος εμφανίστηκε με δυο υπαλλήλους του, χαμογελαστός όπως πάντα, ακόμα και όταν η λάσπη τον έπιασε στα πόδια του. Χωρίς να βαρηγκομούν, έδεσαν τα σχοινιά γύρω από το φορτηγό και ο οδηγός τοτ τρακτέρ άρχισε να τραβάει. στον ήλιο που είχε αρχίσει να δύει βάφοντας τον ουρανό πορτοκαλί, σιγά-σιγά, το φορτηγό άρχισε να κινείται, ώσπου τελικά ξεκόλλησε και στάθηκε σταθερό πάνω στο στεγνό έδαφος.

Ο Κυριάκος χαρούμενος, και νιώθοντας μια έκρηξη ευγνωμοσύνης, αγκάλιασε το φίλο του.

-Χρύσανθε, δεν ξέρω πώς θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα,

ψιθύρισε συγκινημένος.

Ο Χρύσανθος χαμογέλασε απλώς.

-Μη με ευχαριστείς, φίλε μου, είπε. Τις χαρές και τις λύπες τις μοιραζόμαστε, έκανα απλώς το καθήκον μου.

Τα νέα για το κολλημένο φορτηγό διαδόθηκαν γρήγορα. Οι κάτοικοι, κυρίως οι γεωργοί, ανησυχούσαν. Θα ξεκολλούσε εύκολα; Θα προλάβαινε ο Κυριάκος να μαζέψει την πραμάτεια τους καθώς έπεφτε το σκοτάδι;

Και το μικρό περιστατικό έγινε μεγάλο θέμα συζήτησης σε όλο το χωριό, όπου λίγα πράγματα συνέβαιναν για να σχολιαστούν.

Καθώς επέστρεφαν ο χρύσανθος με τον Κυριάκο, παρατήρησαν πως κάτι είχε αλλάξει στην ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι βλέποντας τη φιλία και την αλληλεγγύη τους, ένιωθαν και αυτοί πιο ενωμένοι. Το παράδειγμα του Χρύσανθου που έδινε χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα, άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά την καρδιά της μικρής κοινότητας.

Και έτσι, με έναν απλό χειρισμό τρακτέρ και μια πράξη φιλίας, η αγάπη ενός ανθρώπου, άρχισε να διαδίδεται σαν ήλιος που φωτίζει τις καρδιές όλων γύρω του.

 

30 Αυγούστου 2025

Ένας ήρεμος άνθρωπος

Ο Ανδρέας του Σταυρή ήταν ένας καλοπροαίρετος και γαλήνιος άνθρωπος. Έβλεπε τον κόσμο με κατανόηση και καλοσύνη, κι αυτή η ηρεμία που είχε μέσα του έδινε στα λόγια του μια ιδιαίτερη δύναμη. Έλεγε τη γνώμη του απλά, ήρεμα, χωρίς να προσπαθεί ποτέ να την επιβάλει.

Όταν έβλεπε αδυναμίες, λάθη ή ψέματα, δεν στεκόταν στα κακά. Αντίθετα, προτιμούσε να κοιτάζει τη δυνατότητα για βελτίωση. Για τον Ανδρέα, κάθε άνθρωπος άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία, και κάθε δυσκολία μπορούσε να γίνει αφορμή για μάθηση. Η καλοσύνη του δεν ήταν αδυναμία αλλά επιλογή. Ήξερε πως η ζωή έχει σκληράδες, κι όμως αποφάσιζε να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με σεβασμό, κατανόηση και ευγένεια.

Ήταν δουλευταράς. Μαζί με τη γυναίκα του, από το πρωί ως το βράδυ δούλευαν στα περιβόλια τους, κάνοντας αυτό που αγαπούσαν, τη γεωργία σε πράξη. Παρήγαγαν πολλά φρούτα και λαχανικά, και με τη καλή συνεργασία που είχαν με τον Κυριάκο τον πράτη του χωριού, τα διέθεταν σχεδόν όλα.

Μα ο Κυριάκος δεν ασχολιόταν με καρπούζια, κι έτσι ο Ανδρέας όποτε φύτευε καρπούζια, αναγκαζόταν να τα πουλάει μόνος του. Φόρτωνε το μικρό του βαν, κατέβαινε στην πλατεία του χωριού και τα πουλούσε ένα-ένα.

Κι ας υπήρχαν κι άλλοι που πουλούσαν, οι χωριανοί προτιμούσαν τον Ανδρέα. Είχε χτίσει φήμη τίμιου ανθρώπου, κι όλοι ήξεραν πως τα καρπούζια του ήταν πάντα κόκκινα, ώριμα, γλυκά. Και αν ποτέ έπεφτε κάποιο άγουρο, το άλλαζε αμέσως χωρίς κουβέντες.

Μια φορά, αφού ξεπούλησε, οι χωριανοί αναγκάστηκαν να αγοράσουν από άλλον παραγωγό που δεν ήταν τόσο τίμιος όπως ο Ανδρέας.

Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει με το αυτοκίνητο, φάνηκε ένας συγχωριανός να έρχεται βιαστικός από απέναντι και να φωνάζει:

-Ανδρέα, μη φεύγεις! Το καρπούζι που μου πούλησες δεν είναι κόκκινο!

Στο χέρι του κρατούσε ένα κομμένο, άγουρο καρπούζι.

Ο Ανδρέας στάθηκε και τον περίμενε. Πήρε το καρπούζι από τα χέρια του, το κοίταξε και του είπε ήσυχα:
-Δεν το αγόρασες από μένα.

Ο άλλος, τάχα θυμωμένος, άρχισε να φωνάζει και να στήνει καβγά, κι όλο το χωριό τον άκουγε. Ο Ανδρέας όμως, που δεν ήθελε φασαρίες, αποκρίθηκε ήρεμα:
-Εντάξει, θα σου δώσω πίσω τα χρήματα, και του έδωσε τα χρήματα, μα να σου εξηγήσω γιατί είμαι σίγουρος ότι το καρπούζι αυτό δεν είναι δικό μου. Κάθε καρπούζι που πουλάω, δίπλα στο κοτσάνι του, το χαράζω με το νύχι μου για να ξέρω αν ήταν δικό μου Το δικό σου δεν έχει χαρακιά.

Ο συγχωριανός άκουσε, κοκκίνισε από ντροπή, ζήτησε συγγνώμη και έδωσε πίσω τα χρήματα και έσκυψε το κεφάλι.

Ο ΠΡΑΤΗΣ

29 Αυγούστου 2025

ΝΕΟΚΛΗΣ Ο ΣΙΑΜΜΑΣ

Ο Νεοκλής ήταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής με πολλά παιδιά. Η ζωή του, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν η προσωποποίηση της καθημερινής πάλης σε μια φτωχική εποχή. Μεροκαματιάρης, κουρασμένος, μα αξιοπρεπής, στεκόταν όρθιος απέναντι στις δυσκολίες, κρατώντας την οικογένεια και τον εαυτό του ζωντανούς με τον ιδρώτα του. Δεν είχε πλούτη, μα είχε την τιμή του μόχθου και τη δύναμη της υπομονής.

-Φτωχός βιοπαλαιστής είμαι, παλεύω να τα βγάλω πέρα…,

ήταν η επωδός του, που την έλεγε με πίκρα, αλλά και με περηφάνια για τον τίμιο κόπο του.

Δούλευε σκληρά σε κακοπληρωμένες δουλειές για να φέρει το ψωμί στο τραπέζι και να μην λείψει τροφή από τα παιδιά του. Όμως δεν του έφτανε αυτό, ήθελε να μορφωθούν, να μην μείνουν αμόρφωτα όπως εκείνος. Έτσι, τα απογεύματα, όταν σχολούσε από τη δουλειά, έτρεχε στο μικρό χωραφάκι που είχε δίπλα στο παλιό του σπίτι. Εκεί αγωνιζόταν με πείσμα, καλλιεργώντας διάφορες ρέντες. Η αγαπημένη του, όμως, ήταν τα κολοκύθια.

Ο Κυριάκος, ο φθαρτέμπορος του χωριού, τον θυμόταν για δεκαετίες να έρχεται φορτωμένος με κιβώτια, δύο δύο, και να του τα φέρνει στις αποθήκες. Τα αγόραζε πάντα με προθυμία, γιατί ο Νεοκλής ήταν τίμιος και μερακλής στη δουλειά του. Στη συσκευασία του δεν υπήρχε ποτέ ψέμα, ούτε μόστρα, ούτε κρυμμένα στραβά ή χοντρά κολοκύθια κάτω από τα καλά. Ό,τι έδινε, ήταν καθαρό και σωστό.

Κάθε φορά που μάζευε τα κολοκύθια και τα φόρτωνε στο μικρό του μηχανάκι, φαινόταν από μακριά να ανεβαίνει σιγά τον δρόμο, με προσεκτική οδήγηση και αργή ταχύτητα. Τότε ο Κυριάκος κατέβαινε τα σκαλιά της αποθήκης για να τον προϋπαντήσει και να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει.

Μια μέρα, ο Νεοκλής παρουσιάστηκε με μια σακούλα μισογεμάτη καραόλους.
-Τους βρήκα στον όχτο του χωραφιού και τους μάζεψα. Τους θέλεις;

ρώτησε.
Ο Κυριάκος φυσικά τους αγόρασε, και μάλιστα σε καλή τιμή, γιατί ήξερε πως θα τους πουλούσε ακριβά. Οι καράολοι είχαν πάντα μεγάλη ζήτηση καθώς ήταν ο εθνικός μεζές του νησιού,ήταν το τσίλλημα που συντρόφευε τη ζιβανία, το εθνικό ποτό των Κυπρίων.

Εκείνη τη μέρα, από μια μισογεμάτη σακούλα καραόλους, ο Νεοκλής πήρε περισσότερα χρήματα απ’ όσα έβγαζε συνήθως ολόκληρη την εβδομάδα με τα κολοκύθια. Και πάλι, όμως, το χαμόγελό του δεν ήταν για τα χρήματα, ήταν για τη χαρά ότι θα μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω στα παιδιά του, να τους ανοίξει ένα μικρό παράθυρο σε έναν κόσμο καλύτερο από εκείνον που τον έριξε η μοίρα να ζήσει.

https://kyriakostapakoudes.blogspot.com/2022/03/blog-post.html: Ο ΠΡΑΤΗΣ

Ο ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ

Κάθε δεύτερη μέρα, ο Κυριάκος ανέβαινε στο φορτηγό του μαζί με τον βοηθό του και τραβούσε στις μπανανοφυτείες της Κισσόνεργας να φορτώσει μπανάνες, να τις ωριμάσει στα ψυγεία θαλάμους που είχε στις αποθήκες του, και μετά να τις διαθέσει στην αγορά.

Έκοβε ο ίδιος τις μπανάνες, ήθελε το μάτι και το χέρι του να διαλέγουν τις πιο παχουλές και ώριμες.

Στο περβόλι του Παναή, οι κλώνοι κρέμονταν βαρείς και θεώρατοι. Ενώ ήταν ευχαριστημένος από τη μια γιατίτα ήν παχουλές και θα πουλιούνταν εύκολα, γνώριζε από την άλλη πως θα δυσκολευόταν και θα κουραζόταν καθώς ήταν πολύ βαριές, και χρειαζόταν πολλή μυϊκή δύναμη να τις κόψει.

Άρχισε να τις διαλέγει και να τις κόβει, οι περβολάρηδες να τις κουβαλούν, και ο βοηθός πάνω στο φορτηγό να τις στιβάζει

Στη μέση της φυτείας, ένας θεώρατος κλώνος ίσα με σαράντα κιλά, κρεμιώταν σε μια μπανανιά. Ήταν υπερμεγέθης, τριπλάσιος από τους άλλους.

Ήξερε ο Κυριάκος πως θα έπρεπε να περιμένει κάποιον να τον βοηθήσει λόγω του μεγέθους του, αλλά καθώς δεν είχε κανέναν κοντα, και καθώς ο ίδιος ήταν μυώδεις και δυνατός, αποφάσισε να μην περιμένει βοήθεια.

Σήκωσε το δεξί χέρι ψηλά, το μαχαίρι κοφτερό έτοιμο, με το αριστερό αγκάλιασε τον κλώνο κι έκοψε. Μα η χαρά κράτησε μια ανάσα. Το βάρος τον τράνταξε, ο ώμος λύγισε κάτω από το φορτίο, και ακούστηκε μέσα του το «κραχ» του εξαρθρώματος. Ο πόνος τον κάρφωσε, τόσο βαθύς που δεν πρόλαβε ούτε κραυγή να βγάλει. Έμεινε ακίνητος, δίχως αναπνοή.

Ο Παναής, που τον είδε από πέρα, έτρεξε λαχανιασμένος.
- Γρήγορα, του φώναξε, να σε πάρω στον Αγησίλαο!

Ο Αγησίλαος ήταν γνωστός σε όλη την Κύπρο και παραπέρα. Χειροπράχτης σπουδαίος από τη Χλώρακα, με χέρια που θεράπευαν ανθρώπους και ζώα. Κληρονομιά από τον πατέρα του η τέχνη, μα εκείνος, μελετημένος και σοφός, τον ξεπέρασε και έγινε περισσότερο φημισμένος.

Ο Παναής φόρτωσε τον πληγωμένο φίλο στο μικρό του αυτοκίνητο και έτρεξε ολοταχώς. Όταν έφτασαν, βρήκαν τον Αγησίλαο να κάθεται στην αυλή, να ρεμβάζει την ησυχία του με το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα. Ήταν άντρας μειλίχιος, ευγενής, με λόγο λιγοστό. Μόλις είδε τον Κυριάκο να σφαδάζει, του χάρισε ένα αχνό χαμόγελο και είπε:
- Μην ανησυχείς Κυριάκο. Αμέσως θα σε κάνω καλά.

Η σιγουριά στη φωνή του ήταν βάλσαμο. Ο Κυριάκος ένιωσε να ανακουφίζεται πριν καν τον αγγίξει. Μα αυτό που ακολούθησε ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Ο Αγησίλαος ακούμπησε τον ώμο, τον ψηλάφησε με προσοχή, μιλώντας του ήρεμα. Κι έπειτα, ξαφνικά, με μια δυνατή, αποφασιστική κίνηση, τράβηξε και έκλεισε το χέρι στη θέση του. Ο πόνος χάθηκε μονομιάς, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Κυριάκος κούνησε τον ώμο πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά. Τίποτα, ούτε ίχνος ενόχλησης.

Ο Αγησίλαος χαμογέλασε ξανά, γαλήνιος:
— Άντε τώρα στο καλό, Κυριάκο. Μπορείς να πας να συνεχίσεις τη δουλειά σου.

Και ο Κυριάκος, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, ένιωσε σαν να κουβαλούσε πια όχι βάρος, μα ευλογία.

Ψήλωσε το δεξί χέρι με το κοφτερό μαχαίρι πάνω από το κεφάλι κρατώντας με το άλλο αγκαλιά τον κλώνο, και τον έκοψε.

Ήταν όμως δυστηχώς απερισκεψία του όπως αποδείχτηκε, γιατί το αριστερό του χέρι από το πολλή βάρος, πήγε άδειο και κραχ, εξαρθρώθηκε.

Ο αφόρητος πόνος που ένιωσε, τον έκανε να βγάλει μια κραυγή, που όμως δεν βγήκε από το στόμα του. Ήταν τόσο δυνατός ο πόνος που του κόπηκε η μιλιά. Έμεινε ακίνητος χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει.

Τον είδε ο Παναής και έτρεξε κοντά ρου.

-Γρήγορα, του είπε να σε πάρω στον Αγησίλαο.

Ο Αγησίλαος ήταν χειροπράχτης σπουδαίος που με τα μαγικά του χέρια θεράπευε ανρθρώπους και ζώα. Ήταν μια τέχνη κληρονομική από τον πατέρα του, αλλά αυτός καθώς ήταν επίσης μελετημένος για την ανθρώπινη ανατομία, τον ξεπέρασε και έγινε φημισμένος σε όλη την Κύπρο και στο εξωτερικό.

 

Με κομμένη την ανάσα και βοηθώντας τον ο Παναής, τον έμπασε στο μικρό αυτοκίνητο του και ολοταχώς τον πήρε στον Αγησίλαο.

Ο Αγησίλαις καθόταν σε μια καρέκλα έξω στην αυλή του σπιτιού του και ρέμβαζε με την υσηχία του. Ήταν άνθρωπος μειλίχιος, ευγενής και λιγομίλητος. Βλέποντας τον πόνο στο πρόσωπο του Κυριάκου, του έσκασε ένα φευγαλέο χαμόγελο και του είπε,

-Μην ανησυχείς, αμέσως θα κάνω τον πόνο σου να φύγει, θα σε κάνω όπως πριν.

Μίλησε με τόση σιγουριά, που ο Κυριάκος ένιωσε ανακούφιση. Εξάλλου ήξερε την φήμη του, και ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα. Όμως ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξη του, κάτι που δεν το περίμενε.

Ο Αγησίλαος έπιασε τον εξαρθρωμένο ώμο και ενώ τον ψαχούλευε και ενώ μιλούσε μαζί του, ξαφνικά με μια δύνατή κίνηση, τράβηξε και έκλωσε το χέρι του.

Μονομιάς σαν κάτι μαγικό να συνέβηκε, ο πόνος εξαφανίστηκε όπως να μην συνέβηκε τίποτα. Κούνησε ο Κυριάκος το χέρι του πάνω, κάτω, δεν ένιωθε τον παραμικρό πόνο ή ενόχληση.

Και ο αγησίλαος χαμογελώντας τού είπε,

-Άντε τώρα στο καλό Κυριάκο, μπορεις να πας να συνεχίσεις τη δουλειά σου. 

Κι ο Κυριάκος, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, ένιωσε σαν να κουβαλούσε πια όχι βάρος, μα ευλογία.

https://kyriakostapakoudes.blogspot.com/2022/03/blog-post.html: Ο ΠΡΑΤΗΣ

24 Αυγούστου 2025

Ο ΧΑΜΑΛΗΣ (διήγημα του Κυριάκου Ταπακούδη)

Το καινούργιο φορτηγό του Κυριάκου ήταν υπέροχο∙ όμορφο, καλοσυντηρημένο και πάντα πεντακάθαρο. Στην καρότσα του φόρτωνε με τάξη τα κασόνια, και κάθε αυγή βρισκόταν στη χονδρική αγορά για να μοιράσει την πραμάτεια του. Φρούτα, λαχανικά, αγγούρια, ντομάτες και κάθε λογής καλούδια που έβγαζαν τα χωράφια της Πάφου και γέμιζαν το φορτηγό του.

Από το δείλι ξεκινούσε το φόρτωμα, κι όταν ακόμα ήταν νύχτα ενωρίς, έπαιρνε τον δρόμο για την πρωτεύουσα. Έπρεπε την αυγή να είναι εκεί, ώστε οι μανάβηδες να προμηθευτούν τα φθαρτά και να τα στήσουν στους πάγκους τους, περιμένοντας τις νοικοκυρές πρωϊ πρωϊ να ψωνίσουν. Ο δρόμος ήταν μακρύς και γεμάτος στροφές Περνούσε από κάμπους, χωριά, πόλεις, ανήφορα και κατήφορα και κατέληγε στο μεγάλο παζάρι, όπου όλοι τον περίμεναν. Η ήξεραν πως ο Κυριάκος έφερνε πάντα τα πιο φρέσκα προϊόντα.

Το φορτηγό δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς εργαλείο δουλειάς. Ήταν σύντροφος. Κι όταν η μηχανή μούγκριζε από το βάρος, εκείνος της μιλούσε σαν να ήταν παλιός του φίλος:
-Κάνε κουράγιο, λίγο ακόμα δρόμο έχουμε.

Μια μέρα, καθώς πήγαινε στην πόλη, έσκασε ένα λάστιχο. Ευτυχώς ήταν νωρίς ακόμα και πρόλαβε να το φτιάξει. Σήκωσε το φορτηγό με τον γρύλο, άλλαξε το ελαστικό, γέμισε τα χέρια του λάδια και ιδρώτα, μα δεν σταμάτησε.
- Η πραμάτεια πρέπει να φτάσει έγκαιρα, μουρμούρισε.

Ήξερε πως πολλοί εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Κι όταν έφτασε στην αγορά, όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά:
-Μπράβο, Κυριάκο, πάντα στην ώρα σου!

Χαμογέλασε. Η δουλειά του ήταν σκληρή, το φορτηγό βαρυφορτωμένο, μα η αποστολή του σημαντική. Να φτάνουν έγκαιρα τα φρέσκα προϊόντα στην αγορά.

Ένα βράδυ, λίγο πριν το παζάρι, στο μισοσκόταδο του δρόμου, είδε μια φιγούρα να ακουμπά στον κορμό ενός δέντρου. Σταμάτησε και αναγνώρισε τον Χαρίλαο, τον χαμάλη της αγοράς που πάντα έτρεχε να τον ξεφορτώσει μόλις έμπαινε στο παζάρι. Ήταν ηλικιωμένος, μα δούλευε ακόμα γιατί είχε ανάγκη. Ο Κυριάκος τον προτιμούσε και τον πλήρωνε γενναιόδωρα, πέντε λίρες κάθε φορά, περισσότερα απ’ όσα έδινε στους άλλους.

Ο χαμάλης, εκείνη την εποχή, ήταν μια γνώριμη φιγούρα της αγοράς. Ένας άνθρωπος σκληραγωγημένος, με κορμί που είχε λυγίσει από τα βάρη αλλά δεν είχε σπάσει. Ο Χαρίλαος ήταν από αυτούς, κοντούλης, γεροδεμένος, με τα μπράτσα του να θυμίζουν κορμούς δένδρων. Το δέρμα του σκληρό, γεμάτο ρυτίδες από τον κάματο των χρόνων.

Τα ρούχα του πάντα απλά, ένα παλιό πουκάμισο ξεβαμμένο από τον ιδρώτα, παντελόνι σκληρό συχνά μπαλωμένο, και στα πόδια χοντρές αρβύλες που είχαν δει πολλές αγορές και αμέτρητα κουβαλήματα. Στο κεφάλι είχε πάντα δεμένο ένα ρούχο για να μαζεύει τον ιδρώτα να μην στάζει στα μάτια του.

Η φωνή του βαριά με βραχνάδα από τα χρόνια και τις φωνές της δουλειάς. Ήταν γνωστός για την προθυμία του, όπου τον φώναζαν, έτρεχε. Στη μέση φορούσε ένα λουρί, για να του κρατά το παντελόνι.

Παρότι τα χρόνια είχαν περάσει και το σώμα του έτριζε, ο Χαρίλαος δεν σταματούσε. Η ανάγκη τον κρατούσε όρθιο, μα και μια περηφάνια, να μπορεί να βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν μια κούραση, εκείνη που φανερώνει άνθρωπο που έχει μάθει να στηρίζεται στα χέρια του.

Τώρα, όμως, ο Χαρίλαος βαριανάσαινε και ασφυκτιούσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Κυριάκος τον βοήθησε να μπει στο φορτηγό και αντί για την αγορά, έστριψε προς το νοσοκομείο. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά∙ οι γιατροί πρόλαβαν το καρδιακό επεισόδιο χάρη στην έγκαιρη μεταφορά.

Εκείνη τη νύχτα ο Κυριάκος έφτασε αργά στην αγορά. Όλοι τον περίμεναν με αγωνία, μα μόλις τον είδαν να κατεβαίνει από το μπλε φορτηγό του, ανακουφίστηκαν. Και έτσι, όπως κάθε μέρα εκείνος και το φορτηγό του κρατούσαν ζωντανό έναν κύκλο που ένωνε αγρότες, εμπόρους, μανάβηδες και οικογένειες. Εκείνη τη φορά κράτησαν και κάτι ακόμα πιο πολύτιμο: τη ζωή ενός φίλου.

Ο ΠΡΑΤΗΣ