31 Αυγούστου 2025

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί. Δεν ξέρουν τι είναι ζήλια, μίσος, αγένεια ή κακία. Ξέρουν μόνο να δίνουν αγάπη, -γιατί αγάπη έχουν μονάχα μέσα τους - σε ανθρώπους, ζώα, στη φύση.

Ο Χρύσανθος ήταν από φυσικού του χαρούμενος και ανοιχτόκαρδος. Κατείχε μια σπουδαία θέση στη κυβέρνηση, υπεύθυνος για την ύδρευση ολόκληρης της επαρχίας της Πάφου. Παράλληλα, με τη βοήθεια της πιστής συζύγου του, καλλιεργούσε τα περιβόλια τους, και όλη τη σοδειά την πουλούσε στον φίλο του, τον Κυριάκο. Οι δυο τους είχαν ταιριάξει απόλυτα. Η φιλία τους ξεπερνούσε κατά πολύ τις επαγγελματικές συναλλαγές. Έκαναν παρέα στο καφενείο, στη ταβέρνα του χωριού και οι οικογένειές τους διατηρούσαν άριστες σχέσεις.

Μια μέρα το φορτηγό του Κυριάκου κόλλησε στις λάσπες, φορτωμένο με αγγούρια και ντομάτες. Όσο και να προσπαθούσε να το ξεκολλήσει, κάθε προσπάθεια το βύθιζε ακόμα πιο βαθιά στη λάσπη. Αγαναχτισμένος και κουρασμένος, κατάλαβε ότι η μόνη λύση ήταν ο Χρύσανθος.

Ξεκίνησε πεζός προς την πλατεία του χωριού, όπου υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Κάλεσε τον φίλο του και η φωνή του Χρύσανθου ακούστηκε ζεστή από την άλλη άκρη της γραμμής.

-«Μείνε εκεί που είσαι, του είπε. Έρχομαι αμέσως με το τρακτέρ της δουλειάς, είμαι εδώ κοντά.

Μέσα σε λίγη ώρα, ο Χρύσανθος εμφανίστηκε με δυο υπαλλήλους του, χαμογελαστός όπως πάντα, ακόμα και όταν η λάσπη τον έπιασε στα πόδια του. Χωρίς να βαρηγκομούν, έδεσαν τα σχοινιά γύρω από το φορτηγό και ο οδηγός τοτ τρακτέρ άρχισε να τραβάει. στον ήλιο που είχε αρχίσει να δύει βάφοντας τον ουρανό πορτοκαλί, σιγά-σιγά, το φορτηγό άρχισε να κινείται, ώσπου τελικά ξεκόλλησε και στάθηκε σταθερό πάνω στο στεγνό έδαφος.

Ο Κυριάκος χαρούμενος, και νιώθοντας μια έκρηξη ευγνωμοσύνης, αγκάλιασε το φίλο του.

-Χρύσανθε, δεν ξέρω πώς θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα,

ψιθύρισε συγκινημένος.

Ο Χρύσανθος χαμογέλασε απλώς.

-Μη με ευχαριστείς, φίλε μου, είπε. Τις χαρές και τις λύπες τις μοιραζόμαστε, έκανα απλώς το καθήκον μου.

Τα νέα για το κολλημένο φορτηγό διαδόθηκαν γρήγορα. Οι κάτοικοι, κυρίως οι γεωργοί, ανησυχούσαν. Θα ξεκολλούσε εύκολα; Θα προλάβαινε ο Κυριάκος να μαζέψει την πραμάτεια τους καθώς έπεφτε το σκοτάδι;

Και το μικρό περιστατικό έγινε μεγάλο θέμα συζήτησης σε όλο το χωριό, όπου λίγα πράγματα συνέβαιναν για να σχολιαστούν.

Καθώς επέστρεφαν ο χρύσανθος με τον Κυριάκο, παρατήρησαν πως κάτι είχε αλλάξει στην ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι βλέποντας τη φιλία και την αλληλεγγύη τους, ένιωθαν και αυτοί πιο ενωμένοι. Το παράδειγμα του Χρύσανθου που έδινε χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα, άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά την καρδιά της μικρής κοινότητας.

Και έτσι, με έναν απλό χειρισμό τρακτέρ και μια πράξη φιλίας, η αγάπη ενός ανθρώπου, άρχισε να διαδίδεται σαν ήλιος που φωτίζει τις καρδιές όλων γύρω του.

 

30 Αυγούστου 2025

Ένας ήρεμος άνθρωπος

Ο Ανδρέας του Σταυρή ήταν ένας καλοπροαίρετος και γαλήνιος άνθρωπος. Έβλεπε τον κόσμο με κατανόηση και καλοσύνη, κι αυτή η ηρεμία που είχε μέσα του έδινε στα λόγια του μια ιδιαίτερη δύναμη. Έλεγε τη γνώμη του απλά, ήρεμα, χωρίς να προσπαθεί ποτέ να την επιβάλει.

Όταν έβλεπε αδυναμίες, λάθη ή ψέματα, δεν στεκόταν στα κακά. Αντίθετα, προτιμούσε να κοιτάζει τη δυνατότητα για βελτίωση. Για τον Ανδρέα, κάθε άνθρωπος άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία, και κάθε δυσκολία μπορούσε να γίνει αφορμή για μάθηση. Η καλοσύνη του δεν ήταν αδυναμία αλλά επιλογή. Ήξερε πως η ζωή έχει σκληράδες, κι όμως αποφάσιζε να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με σεβασμό, κατανόηση και ευγένεια.

Ήταν δουλευταράς. Μαζί με τη γυναίκα του, από το πρωί ως το βράδυ δούλευαν στα περιβόλια τους, κάνοντας αυτό που αγαπούσαν, τη γεωργία σε πράξη. Παρήγαγαν πολλά φρούτα και λαχανικά, και με τη καλή συνεργασία που είχαν με τον Κυριάκο τον πράτη του χωριού, τα διέθεταν σχεδόν όλα.

Μα ο Κυριάκος δεν ασχολιόταν με καρπούζια, κι έτσι ο Ανδρέας όποτε φύτευε καρπούζια, αναγκαζόταν να τα πουλάει μόνος του. Φόρτωνε το μικρό του βαν, κατέβαινε στην πλατεία του χωριού και τα πουλούσε ένα-ένα.

Κι ας υπήρχαν κι άλλοι που πουλούσαν, οι χωριανοί προτιμούσαν τον Ανδρέα. Είχε χτίσει φήμη τίμιου ανθρώπου, κι όλοι ήξεραν πως τα καρπούζια του ήταν πάντα κόκκινα, ώριμα, γλυκά. Και αν ποτέ έπεφτε κάποιο άγουρο, το άλλαζε αμέσως χωρίς κουβέντες.

Μια φορά, αφού ξεπούλησε, οι χωριανοί αναγκάστηκαν να αγοράσουν από άλλον παραγωγό που δεν ήταν τόσο τίμιος όπως ο Ανδρέας.

Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει με το αυτοκίνητο, φάνηκε ένας συγχωριανός να έρχεται βιαστικός από απέναντι και να φωνάζει:

-Ανδρέα, μη φεύγεις! Το καρπούζι που μου πούλησες δεν είναι κόκκινο!

Στο χέρι του κρατούσε ένα κομμένο, άγουρο καρπούζι.

Ο Ανδρέας στάθηκε και τον περίμενε. Πήρε το καρπούζι από τα χέρια του, το κοίταξε και του είπε ήσυχα:
-Δεν το αγόρασες από μένα.

Ο άλλος, τάχα θυμωμένος, άρχισε να φωνάζει και να στήνει καβγά, κι όλο το χωριό τον άκουγε. Ο Ανδρέας όμως, που δεν ήθελε φασαρίες, αποκρίθηκε ήρεμα:
-Εντάξει, θα σου δώσω πίσω τα χρήματα, και του έδωσε τα χρήματα, μα να σου εξηγήσω γιατί είμαι σίγουρος ότι το καρπούζι αυτό δεν είναι δικό μου. Κάθε καρπούζι που πουλάω, δίπλα στο κοτσάνι του, το χαράζω με το νύχι μου για να ξέρω αν ήταν δικό μου Το δικό σου δεν έχει χαρακιά.

Ο συγχωριανός άκουσε, κοκκίνισε από ντροπή, ζήτησε συγγνώμη και έδωσε πίσω τα χρήματα και έσκυψε το κεφάλι.

Ο ΠΡΑΤΗΣ

29 Αυγούστου 2025

ΝΕΟΚΛΗΣ Ο ΣΙΑΜΜΑΣ

Ο Νεοκλής ήταν ένας φτωχός βιοπαλαιστής με πολλά παιδιά. Η ζωή του, στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν η προσωποποίηση της καθημερινής πάλης σε μια φτωχική εποχή. Μεροκαματιάρης, κουρασμένος, μα αξιοπρεπής, στεκόταν όρθιος απέναντι στις δυσκολίες, κρατώντας την οικογένεια και τον εαυτό του ζωντανούς με τον ιδρώτα του. Δεν είχε πλούτη, μα είχε την τιμή του μόχθου και τη δύναμη της υπομονής.

-Φτωχός βιοπαλαιστής είμαι, παλεύω να τα βγάλω πέρα…,

ήταν η επωδός του, που την έλεγε με πίκρα, αλλά και με περηφάνια για τον τίμιο κόπο του.

Δούλευε σκληρά σε κακοπληρωμένες δουλειές για να φέρει το ψωμί στο τραπέζι και να μην λείψει τροφή από τα παιδιά του. Όμως δεν του έφτανε αυτό, ήθελε να μορφωθούν, να μην μείνουν αμόρφωτα όπως εκείνος. Έτσι, τα απογεύματα, όταν σχολούσε από τη δουλειά, έτρεχε στο μικρό χωραφάκι που είχε δίπλα στο παλιό του σπίτι. Εκεί αγωνιζόταν με πείσμα, καλλιεργώντας διάφορες ρέντες. Η αγαπημένη του, όμως, ήταν τα κολοκύθια.

Ο Κυριάκος, ο φθαρτέμπορος του χωριού, τον θυμόταν για δεκαετίες να έρχεται φορτωμένος με κιβώτια, δύο δύο, και να του τα φέρνει στις αποθήκες. Τα αγόραζε πάντα με προθυμία, γιατί ο Νεοκλής ήταν τίμιος και μερακλής στη δουλειά του. Στη συσκευασία του δεν υπήρχε ποτέ ψέμα, ούτε μόστρα, ούτε κρυμμένα στραβά ή χοντρά κολοκύθια κάτω από τα καλά. Ό,τι έδινε, ήταν καθαρό και σωστό.

Κάθε φορά που μάζευε τα κολοκύθια και τα φόρτωνε στο μικρό του μηχανάκι, φαινόταν από μακριά να ανεβαίνει σιγά τον δρόμο, με προσεκτική οδήγηση και αργή ταχύτητα. Τότε ο Κυριάκος κατέβαινε τα σκαλιά της αποθήκης για να τον προϋπαντήσει και να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει.

Μια μέρα, ο Νεοκλής παρουσιάστηκε με μια σακούλα μισογεμάτη καραόλους.
-Τους βρήκα στον όχτο του χωραφιού και τους μάζεψα. Τους θέλεις;

ρώτησε.
Ο Κυριάκος φυσικά τους αγόρασε, και μάλιστα σε καλή τιμή, γιατί ήξερε πως θα τους πουλούσε ακριβά. Οι καράολοι είχαν πάντα μεγάλη ζήτηση καθώς ήταν ο εθνικός μεζές του νησιού,ήταν το τσίλλημα που συντρόφευε τη ζιβανία, το εθνικό ποτό των Κυπρίων.

Εκείνη τη μέρα, από μια μισογεμάτη σακούλα καραόλους, ο Νεοκλής πήρε περισσότερα χρήματα απ’ όσα έβγαζε συνήθως ολόκληρη την εβδομάδα με τα κολοκύθια. Και πάλι, όμως, το χαμόγελό του δεν ήταν για τα χρήματα, ήταν για τη χαρά ότι θα μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω στα παιδιά του, να τους ανοίξει ένα μικρό παράθυρο σε έναν κόσμο καλύτερο από εκείνον που τον έριξε η μοίρα να ζήσει.

https://kyriakostapakoudes.blogspot.com/2022/03/blog-post.html: Ο ΠΡΑΤΗΣ

Ο ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ

Κάθε δεύτερη μέρα, ο Κυριάκος ανέβαινε στο φορτηγό του μαζί με τον βοηθό του και τραβούσε στις μπανανοφυτείες της Κισσόνεργας να φορτώσει μπανάνες, να τις ωριμάσει στα ψυγεία θαλάμους που είχε στις αποθήκες του, και μετά να τις διαθέσει στην αγορά.

Έκοβε ο ίδιος τις μπανάνες, ήθελε το μάτι και το χέρι του να διαλέγουν τις πιο παχουλές και ώριμες.

Στο περβόλι του Παναή, οι κλώνοι κρέμονταν βαρείς και θεώρατοι. Ενώ ήταν ευχαριστημένος από τη μια γιατίτα ήν παχουλές και θα πουλιούνταν εύκολα, γνώριζε από την άλλη πως θα δυσκολευόταν και θα κουραζόταν καθώς ήταν πολύ βαριές, και χρειαζόταν πολλή μυϊκή δύναμη να τις κόψει.

Άρχισε να τις διαλέγει και να τις κόβει, οι περβολάρηδες να τις κουβαλούν, και ο βοηθός πάνω στο φορτηγό να τις στιβάζει

Στη μέση της φυτείας, ένας θεώρατος κλώνος ίσα με σαράντα κιλά, κρεμιώταν σε μια μπανανιά. Ήταν υπερμεγέθης, τριπλάσιος από τους άλλους.

Ήξερε ο Κυριάκος πως θα έπρεπε να περιμένει κάποιον να τον βοηθήσει λόγω του μεγέθους του, αλλά καθώς δεν είχε κανέναν κοντα, και καθώς ο ίδιος ήταν μυώδεις και δυνατός, αποφάσισε να μην περιμένει βοήθεια.

Σήκωσε το δεξί χέρι ψηλά, το μαχαίρι κοφτερό έτοιμο, με το αριστερό αγκάλιασε τον κλώνο κι έκοψε. Μα η χαρά κράτησε μια ανάσα. Το βάρος τον τράνταξε, ο ώμος λύγισε κάτω από το φορτίο, και ακούστηκε μέσα του το «κραχ» του εξαρθρώματος. Ο πόνος τον κάρφωσε, τόσο βαθύς που δεν πρόλαβε ούτε κραυγή να βγάλει. Έμεινε ακίνητος, δίχως αναπνοή.

Ο Παναής, που τον είδε από πέρα, έτρεξε λαχανιασμένος.
- Γρήγορα, του φώναξε, να σε πάρω στον Αγησίλαο!

Ο Αγησίλαος ήταν γνωστός σε όλη την Κύπρο και παραπέρα. Χειροπράχτης σπουδαίος από τη Χλώρακα, με χέρια που θεράπευαν ανθρώπους και ζώα. Κληρονομιά από τον πατέρα του η τέχνη, μα εκείνος, μελετημένος και σοφός, τον ξεπέρασε και έγινε περισσότερο φημισμένος.

Ο Παναής φόρτωσε τον πληγωμένο φίλο στο μικρό του αυτοκίνητο και έτρεξε ολοταχώς. Όταν έφτασαν, βρήκαν τον Αγησίλαο να κάθεται στην αυλή, να ρεμβάζει την ησυχία του με το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα. Ήταν άντρας μειλίχιος, ευγενής, με λόγο λιγοστό. Μόλις είδε τον Κυριάκο να σφαδάζει, του χάρισε ένα αχνό χαμόγελο και είπε:
- Μην ανησυχείς Κυριάκο. Αμέσως θα σε κάνω καλά.

Η σιγουριά στη φωνή του ήταν βάλσαμο. Ο Κυριάκος ένιωσε να ανακουφίζεται πριν καν τον αγγίξει. Μα αυτό που ακολούθησε ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Ο Αγησίλαος ακούμπησε τον ώμο, τον ψηλάφησε με προσοχή, μιλώντας του ήρεμα. Κι έπειτα, ξαφνικά, με μια δυνατή, αποφασιστική κίνηση, τράβηξε και έκλεισε το χέρι στη θέση του. Ο πόνος χάθηκε μονομιάς, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Κυριάκος κούνησε τον ώμο πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά. Τίποτα, ούτε ίχνος ενόχλησης.

Ο Αγησίλαος χαμογέλασε ξανά, γαλήνιος:
— Άντε τώρα στο καλό, Κυριάκο. Μπορείς να πας να συνεχίσεις τη δουλειά σου.

Και ο Κυριάκος, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, ένιωσε σαν να κουβαλούσε πια όχι βάρος, μα ευλογία.

Ψήλωσε το δεξί χέρι με το κοφτερό μαχαίρι πάνω από το κεφάλι κρατώντας με το άλλο αγκαλιά τον κλώνο, και τον έκοψε.

Ήταν όμως δυστηχώς απερισκεψία του όπως αποδείχτηκε, γιατί το αριστερό του χέρι από το πολλή βάρος, πήγε άδειο και κραχ, εξαρθρώθηκε.

Ο αφόρητος πόνος που ένιωσε, τον έκανε να βγάλει μια κραυγή, που όμως δεν βγήκε από το στόμα του. Ήταν τόσο δυνατός ο πόνος που του κόπηκε η μιλιά. Έμεινε ακίνητος χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει.

Τον είδε ο Παναής και έτρεξε κοντά ρου.

-Γρήγορα, του είπε να σε πάρω στον Αγησίλαο.

Ο Αγησίλαος ήταν χειροπράχτης σπουδαίος που με τα μαγικά του χέρια θεράπευε ανρθρώπους και ζώα. Ήταν μια τέχνη κληρονομική από τον πατέρα του, αλλά αυτός καθώς ήταν επίσης μελετημένος για την ανθρώπινη ανατομία, τον ξεπέρασε και έγινε φημισμένος σε όλη την Κύπρο και στο εξωτερικό.

 

Με κομμένη την ανάσα και βοηθώντας τον ο Παναής, τον έμπασε στο μικρό αυτοκίνητο του και ολοταχώς τον πήρε στον Αγησίλαο.

Ο Αγησίλαις καθόταν σε μια καρέκλα έξω στην αυλή του σπιτιού του και ρέμβαζε με την υσηχία του. Ήταν άνθρωπος μειλίχιος, ευγενής και λιγομίλητος. Βλέποντας τον πόνο στο πρόσωπο του Κυριάκου, του έσκασε ένα φευγαλέο χαμόγελο και του είπε,

-Μην ανησυχείς, αμέσως θα κάνω τον πόνο σου να φύγει, θα σε κάνω όπως πριν.

Μίλησε με τόση σιγουριά, που ο Κυριάκος ένιωσε ανακούφιση. Εξάλλου ήξερε την φήμη του, και ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα. Όμως ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξη του, κάτι που δεν το περίμενε.

Ο Αγησίλαος έπιασε τον εξαρθρωμένο ώμο και ενώ τον ψαχούλευε και ενώ μιλούσε μαζί του, ξαφνικά με μια δύνατή κίνηση, τράβηξε και έκλωσε το χέρι του.

Μονομιάς σαν κάτι μαγικό να συνέβηκε, ο πόνος εξαφανίστηκε όπως να μην συνέβηκε τίποτα. Κούνησε ο Κυριάκος το χέρι του πάνω, κάτω, δεν ένιωθε τον παραμικρό πόνο ή ενόχληση.

Και ο αγησίλαος χαμογελώντας τού είπε,

-Άντε τώρα στο καλό Κυριάκο, μπορεις να πας να συνεχίσεις τη δουλειά σου. 

Κι ο Κυριάκος, με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και θαυμασμό, ένιωσε σαν να κουβαλούσε πια όχι βάρος, μα ευλογία.

https://kyriakostapakoudes.blogspot.com/2022/03/blog-post.html: Ο ΠΡΑΤΗΣ

24 Αυγούστου 2025

Ο ΧΑΜΑΛΗΣ (διήγημα του Κυριάκου Ταπακούδη)

Το καινούργιο φορτηγό του Κυριάκου ήταν υπέροχο∙ όμορφο, καλοσυντηρημένο και πάντα πεντακάθαρο. Στην καρότσα του φόρτωνε με τάξη τα κασόνια, και κάθε αυγή βρισκόταν στη χονδρική αγορά για να μοιράσει την πραμάτεια του. Φρούτα, λαχανικά, αγγούρια, ντομάτες και κάθε λογής καλούδια που έβγαζαν τα χωράφια της Πάφου και γέμιζαν το φορτηγό του.

Από το δείλι ξεκινούσε το φόρτωμα, κι όταν ακόμα ήταν νύχτα ενωρίς, έπαιρνε τον δρόμο για την πρωτεύουσα. Έπρεπε την αυγή να είναι εκεί, ώστε οι μανάβηδες να προμηθευτούν τα φθαρτά και να τα στήσουν στους πάγκους τους, περιμένοντας τις νοικοκυρές πρωϊ πρωϊ να ψωνίσουν. Ο δρόμος ήταν μακρύς και γεμάτος στροφές Περνούσε από κάμπους, χωριά, πόλεις, ανήφορα και κατήφορα και κατέληγε στο μεγάλο παζάρι, όπου όλοι τον περίμεναν. Η ήξεραν πως ο Κυριάκος έφερνε πάντα τα πιο φρέσκα προϊόντα.

Το φορτηγό δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς εργαλείο δουλειάς. Ήταν σύντροφος. Κι όταν η μηχανή μούγκριζε από το βάρος, εκείνος της μιλούσε σαν να ήταν παλιός του φίλος:
-Κάνε κουράγιο, λίγο ακόμα δρόμο έχουμε.

Μια μέρα, καθώς πήγαινε στην πόλη, έσκασε ένα λάστιχο. Ευτυχώς ήταν νωρίς ακόμα και πρόλαβε να το φτιάξει. Σήκωσε το φορτηγό με τον γρύλο, άλλαξε το ελαστικό, γέμισε τα χέρια του λάδια και ιδρώτα, μα δεν σταμάτησε.
- Η πραμάτεια πρέπει να φτάσει έγκαιρα, μουρμούρισε.

Ήξερε πως πολλοί εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Κι όταν έφτασε στην αγορά, όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά:
-Μπράβο, Κυριάκο, πάντα στην ώρα σου!

Χαμογέλασε. Η δουλειά του ήταν σκληρή, το φορτηγό βαρυφορτωμένο, μα η αποστολή του σημαντική. Να φτάνουν έγκαιρα τα φρέσκα προϊόντα στην αγορά.

Ένα βράδυ, λίγο πριν το παζάρι, στο μισοσκόταδο του δρόμου, είδε μια φιγούρα να ακουμπά στον κορμό ενός δέντρου. Σταμάτησε και αναγνώρισε τον Χαρίλαο, τον χαμάλη της αγοράς που πάντα έτρεχε να τον ξεφορτώσει μόλις έμπαινε στο παζάρι. Ήταν ηλικιωμένος, μα δούλευε ακόμα γιατί είχε ανάγκη. Ο Κυριάκος τον προτιμούσε και τον πλήρωνε γενναιόδωρα, πέντε λίρες κάθε φορά, περισσότερα απ’ όσα έδινε στους άλλους.

Ο χαμάλης, εκείνη την εποχή, ήταν μια γνώριμη φιγούρα της αγοράς. Ένας άνθρωπος σκληραγωγημένος, με κορμί που είχε λυγίσει από τα βάρη αλλά δεν είχε σπάσει. Ο Χαρίλαος ήταν από αυτούς, κοντούλης, γεροδεμένος, με τα μπράτσα του να θυμίζουν κορμούς δένδρων. Το δέρμα του σκληρό, γεμάτο ρυτίδες από τον κάματο των χρόνων.

Τα ρούχα του πάντα απλά, ένα παλιό πουκάμισο ξεβαμμένο από τον ιδρώτα, παντελόνι σκληρό συχνά μπαλωμένο, και στα πόδια χοντρές αρβύλες που είχαν δει πολλές αγορές και αμέτρητα κουβαλήματα. Στο κεφάλι είχε πάντα δεμένο ένα ρούχο για να μαζεύει τον ιδρώτα να μην στάζει στα μάτια του.

Η φωνή του βαριά με βραχνάδα από τα χρόνια και τις φωνές της δουλειάς. Ήταν γνωστός για την προθυμία του, όπου τον φώναζαν, έτρεχε. Στη μέση φορούσε ένα λουρί, για να του κρατά το παντελόνι.

Παρότι τα χρόνια είχαν περάσει και το σώμα του έτριζε, ο Χαρίλαος δεν σταματούσε. Η ανάγκη τον κρατούσε όρθιο, μα και μια περηφάνια, να μπορεί να βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν μια κούραση, εκείνη που φανερώνει άνθρωπο που έχει μάθει να στηρίζεται στα χέρια του.

Τώρα, όμως, ο Χαρίλαος βαριανάσαινε και ασφυκτιούσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Κυριάκος τον βοήθησε να μπει στο φορτηγό και αντί για την αγορά, έστριψε προς το νοσοκομείο. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά∙ οι γιατροί πρόλαβαν το καρδιακό επεισόδιο χάρη στην έγκαιρη μεταφορά.

Εκείνη τη νύχτα ο Κυριάκος έφτασε αργά στην αγορά. Όλοι τον περίμεναν με αγωνία, μα μόλις τον είδαν να κατεβαίνει από το μπλε φορτηγό του, ανακουφίστηκαν. Και έτσι, όπως κάθε μέρα εκείνος και το φορτηγό του κρατούσαν ζωντανό έναν κύκλο που ένωνε αγρότες, εμπόρους, μανάβηδες και οικογένειες. Εκείνη τη φορά κράτησαν και κάτι ακόμα πιο πολύτιμο: τη ζωή ενός φίλου.

Ο ΠΡΑΤΗΣ