Το χωριό της Χλώρακας άρχισε να διολισθαίνει στην αναρχία όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κυριεύτηκαν από έναν απερίσκεπτο και ανεξέλεγκτο ρατσισμό που τους εμφύτευσαν επιτήδειοι εθνοπατέρες της κοινότητας. Ήταν μια απόπειρα εξέγερσης, σχεδιασμένη από εθνικιστικά κόμματα που εντέχνως διέσπειραν το μίσος εναντίον των προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Χλώρακα, ύστερα από την εκδίωξή τους από τις πατρίδες τους.
Οι κάτοικοι, ξεχνώντας το
πρόσφατο παρελθόν τους, όταν και οι ίδιοι οι συμπολίτες τους είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους από τους Τούρκους, βάλθηκαν με μανία να κυνηγούν τους πρόσφυγες. Βία,
φωνές, σιδερολοστούς, ακόμα και γυναίκες και μικρά παιδιά
δεν γλίτωσαν. Το μίσος είχε κυριεύσει το χωριό και άφηνε πίσω του μόνο
καταστροφή.
Ο Θεοδόσης, μικρό παιδί μαθητής του γυμνασίου, έφτιαχνε τους
καφέδες στο
καφενείο του παππού του, παρατηρώντας
σιωπηλός τα όσα φρικτά συνέβαιναν. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι
έκαναν τόσο κακό σε άλλους, αδύναμους και απροστάτευτους. Η καρδιά του γεμάτη ευαισθησία και θλίψη, χτυπούσε με ανησυχία και οργή για την
αδικία που έβλεπε γύρω του.
Δεν συζητούσε με τους
θαμώνες, η σιωπή του ήταν η γλώσσα της σκέψης του. Κάθε πράξη,
κάθε κραυγή, κάθε χτύπημα ήταν αποτύπωμα στο μυαλό του. Όμως, όταν μια μέρα το
πλήθος όρμησε στο διπλανό σπίτι που κατοικούσαν πρόσφυγες και άρχισε να σπάει
τις πόρτες, κάτι μέσα του ξεχείλισε. Έτρεξε με θάρρος και στάθηκε μπροστά στην
πόρτα. Ήξερε ότι μέσα υπήρχαν παιδιά, αθώες ψυχές που κινδύνευαν. Άνοιξε τα
χέρια του, σαν μικρός φράκτης μπροστά στη μανία του όχλου.
Οι άνθρωποι του πλήθους
πάγωσαν. Κάποιοι ήταν
θαμώνες του καφενείου και αναγνώρισαν την αποφασιστικότητα στα μάτια του.
Κάνανε πίσω. Ο Θεοδόσης γλύτωσε, και γλύτωσαν και τα
παιδιά.
Παρόλο που ήταν παιδί, η
ψυχή του έλαμπε με σπάνια ωριμότητα και ανθρωπιά. Η σιωπή του δεν ήταν αδυναμία, ήταν παρατήρηση, κατανόηση, μια εσωτερική φωνή που
δεν παρασυρόταν από το δηλητήριο του μίσους. Είχε μέσα του μια αγνότητα που τον
έκανε να βλέπει τον άνθρωπο, όχι την καταγωγή ή το χρώμα του.
Η γενναιότητά του δεν
γεννήθηκε από τη δύναμη, αλλά από την πίστη στο δίκαιο και στην αξία της ζωής.
Σε μια εποχή που οι ενήλικες παρασύρονταν από τον θυμό, αυτός στάθηκε με θάρρος, δείχνοντας ότι η ανθρωπιά δεν έχει
ηλικία, έχει καρδιά.
Ήταν η σιωπηλή φωνή της
συνείδησης του χωριού, ένα παιδί που με την πράξη του φώτισε την ασχήμια του
μίσους και απέδειξε ότι η αγάπη και η καλοσύνη μπορούν να νικήσουν ακόμα και
τον πιο άγριο όχλο. Εκείνη τη νύχτα, δεν σώθηκε μόνο ο ίδιος, σώθηκε και ένα κομμάτι ψυχής της Χλώρακας.