Πριν από την τουρκική εισβολή, στο στρατό της Κύπρου οι φαντάροι πληρώνοντα, μισθό μόλις 4 ½ λίρες. Ήταν ένα μηδαμινό ποσό, δεν έφτανε ούτε για τσιγάρα. Όμως, αφού το στράτευμα παρείχε διαμονή και φαγητό, για τα προσωπικά τους έξοδα οι στρατιώτες έπρεπε να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Όποιος δεν είχε βοήθεια από την οικογένεια, ήταν αναγκασμένος να αρκεστεί σ’ αυτόν τον πενιχρό μισθό.
Όταν έγινε η
κατάταξη και πέρασε ο πρώτος μήνας, ήρθε η μέρα της πληρωμής. Οι φαντάροι στη
σειρά ένας-ένας, έπαιρναν τον φάκελό τους. Ο Κυριάκος ενώ περίμενε τη σειρά
του, παρατήρησε έναν συνάδελφό του να πλησιάζει διαδοχικά τους υπόλοιπους, να
τους ψιθυρίζει κάτι και ύστερα να φεύγει με βλέμμα θλιμμένο.
Όταν έφτασε
κοντά του, του είπε με λυπημένη φωνή:
-χρειάζομαι μια λίρα για να συμπληρώσω τα χρήματα να αγοράσω φάρμακα στη μάνα
μου. Μπορείς να με βοηθήσεις;
Η καρδιά του
Κυριάκου σφίχτηκε. Μια λίρα ήταν για εκείνον μεγάλο ποσό. Χωρίς καμία βοήθεια
από το σπίτι, έπρεπε να περάσει τον μήνα με τις 4 ½ λίρες.
-Άσε λίγο να σκεφτώ, του απάντησε. Μια λίρα για μένα είναι πολλά.
Σκέφτηκε
ξανά και ξανά. Τελικά, πήρε την απόφαση.
«Στο κάτω-κάτω», συλλογίστηκε, «εγώ δεν θα πεθάνω από την πείνα, ενώ έτσι
μπορεί να σωθεί μια ζωή».
Του έδωσε τη λίρα. Από τότε, όμως, δεν τον ξαναείδε ποτέ.
Πέρασαν τα
χρόνια. Ο Κυριάκος μπάρκαρε στα καράβια και με κόπο και θυσίες, κατάφερε να
μαζέψει λίγα χρήματα. Όταν επέστρεψε, αγόρασε ένα φορτηγό και ξεκίνησε δουλειά
ως πραματευτής. Φόρτωνε φθαρτά προϊόντα αφού τα αγόραζε από τους παραγωγούς και
τα μεταπωλούσε στο μεγάλο παζάρι της Λευκωσίας.
Μια χρονιά
κατάφερε να συνάψει συμβόλαιο με την κυβέρνηση: θα προμήθευε τον στρατό με Κυπριακά
κρεμμύδια. Τα ντόπια κρεμμύδια ήταν μοναδικά, καυτερά, γεμάτα γεύση, απαραίτητα
σχεδόν σε κάθε τηγάνιση. Όμως η παραγωγή τους ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε πρώτα
να μαζέψουν τους σπόρους από τις «φούτσες», να τους αποξηράνουν, να τους
φυτέψουν σε «λασάνια», να βλαστήσουν σε «κονάρι» και μετά να μεταφυτευτεί ώσπου
να γίνει ο ξηρός καρπός. Δεν ήταν εύκολη καλλιέργεια όπως οι ξενόφερτοι σπόροι,
αλλά είχαν τη δική τους ιδιαίτερη αξία.
Ο Κυριάκος
αγόρασε σχεδόν όλη την παραγωγή της Πάφου -τον κύριο τόπο παραγωγής- και γέμισε
τις αποθήκες του, ακόμη κι άλλες που νοίκιασε. Μήνες αργότερα, με την άνοιξη,
παρουσιάστηκε πλήρης έλλειψη Κυπριακών κρεμμυδιών στις αγορές και οι τιμές
εκτοξεύτηκαν.
Οι αποθήκες
του Κυριάκου ήταν γεμάτες, αλλά δυστυχώς το συμβόλαιο με την Εθνική Φρουρά
προέβλεπε χαμηλή τιμή, μόλις τέσσερα σελίνια η οκά.
Σκέφτηκε
λοιπόν, να πάει ο ίδιος στον διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας και να του
προτείνει να προμηθεύει τον στρατό με φθηνότερα εισαγόμενα κρεμμύδια, τα οποία
στοίχιζαν ακριβώς τέσσερα σελίνια η οκά. Έτσι θα μπορούσε να πουλήσει τα Κυπριακά
στην ελεύθερη αγορά, σε πολύ υψηλότερες τιμές.
Χτύπησε την
πόρτα, μπήκε στο γραφείο και του εξήγησε την κατάσταση. Προς μεγάλη του
έκπληξη, ο διευθυντής δέχτηκε αμέσως. Και βλέποντας το ύφος του Κυριάκου, του
είπε,
-Δεν με κατάλαβες Ταπακούδη; Πριν χρόνια σου ζήτησα μια λίρα να πάρω φάρμακα
στη μάνα μου. Και εσύ μου έδωσες από το υστέρημά σου.
Με τα κέρδη
εκείνης τη χρονιάς, ο Κυριάκος έχτισε το πρώτο του συγκρότημα κτιρίων.