Η Μαρούλλα Πανάγου ζει στο Kimberley, Northern Cape. Είναι ταχτική επισκέπτρια στο FaceBook ενασχολούμενη κυρίως με τη λαογραφία και τη λογοτεχνία.
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ, της Μαρούλλας Πανάγου
Τ' ομορφο το Ριγόπουλο πρώτο κι ανδρειωμένο
που ' ν τρόμος στους Σαρακηνούς και πάντ' αρματωμένο.
Του Ρήγα είν υπασπιστής και πρώτο στο λιθάρι
Πανέμορφο κι ατρόμητο και με μεγάλη χάρη
Είν 'άφοβος για εκατό δεν τρέμει για διακόσιους
Σαν σίφουνας τους πολεμά ακόμα κι άλλους τόσους
Μα στην πολλή του αντρειά ξερμάτωτ' η καρδιά του
Ο έρωτας την πλήγωσε και πιά δεν είν' δικιά του.
Στην βρύση με τον μαύρο του κατέβει μεσημέρι
κι εκεί την πρωτ' αντίκρυσε πού ' λαμπε σαν αστέρι
Περήφανη κορμοστασιά τα μάγουλα σταράτα
Τα μάτια ολοπράσινα και γλύκα ήταν γεμάτα
-Ώρα καλή πεντάμορφη ,ώρα καλή σου γειά σου
Αλήθεια ' σαι ή όνειρο ;πιό είναι τ' όνομά σου;
Η νέα τον ξανακοιτά με ντροπαλά τα μάτια
και με τα ίσια λόγια της τ 'απάντησε σταράτα.
-Πλούσιος είσαι ξένε μου το μαρτυρά η θωριά σου
Το όνομά μου μην ρωτάς και τράβα στην δουλειά σου.
Του λέει και γοργά γοργά φεύγει σαν ελαφίνα
μα τώρα το Ρηγόπουλο σκλάβος στα μάτια εκείνα.
Και μες ' στην φλόγα του έρωτα ξεχνά πως Ρηγοπούλα
μόνο, μπορεί να παντρευτεί κι όχι με φτωχοπούλα.
Την ακολουθεί από μακριά , την βλέπει πού πηγαίνει
Το όνομά της ,μυστικά ρωτάει και μαθαίνει.
-Δάφνη την λένε ξένε μου ,μα κάθε παλικάρι .
Όπως εσύ καρδιοχτυπά για την δική της χάρη.
Όμως εκείνη δεν θέλει για ταίρι της κανένα
μοιάζει με κόρη Βασιλιά αν με ρωτάς κι εμένα.
Ρηγόπουλο στα λόγι ' αυτά θυμάται την σειρά του
Γιατί να' ναι κοινή θνητή αυτή πουν στην καρδιά του ;
Γυρίζει με βαριά καρδιά ,πίσω στον Ρήγα πάει
Με λύσσα τους Σαρακηνούς ,διπλά τους πολεμάει.
Ελπίζει πώς στον πόλεμο θε να την εξεχάσει
μα την θυμάται πιο πολύ και πως να ησυχάσει
Τί έχεις βρε Ρηγόπουλο κι είσαι φουρτουνιασμένο
που είναι το χαμόγελο κι όλο μαραζωμένο;
Μήπως τα άσπρα σου έχασες; μήπως τα ζωντανά σου;
Η μήπως έλαχε κακό ,στα πατρογονικά σου
Ούτε τα άσπρα μου έχασα ούτε τα ζωντανά μου
και ούτε έλαχε κακό στα πατρογονικά μου
Ρήγα! Μια κόρη αγαπώ μα είναι φτωχοπούλα .
Πως στους δικούς μου να το πω που πρέπει Ρηγοπούλα ;
Για να ταιριάζει στην σειρά όπως και την δική μου ,
Μα στα Ρηγάτα δεν μπήκε καμιά μες στην ψυχή μου.
Και Ρηγοπούλα δεν είδα να' χει την ομορφιά της
Τα μάτια της τα πράσινα και την κορμοστασιά της.
Σαν Αφροδίτη δεύτερη και κείνα της τα μάτια ,
Δεν μετριούνται Ρήγα μου με θρόνους και παλάτια.
Ο Ρήγας εις τα λόγια αυτά συννέφιασ' η θωριά του .
Ο πόνος αναστήθηκε πού 'καιγε στην καρδιά του .
Και κοίταξε τον ουρανό ψηλά κι αναστενάζει
Το αχ το βαχ του το βαθύ που την καρδιά του σφάζει.
Ρηγόπουλο άκουσε κι εμέ που τά 'χω πάθει πρώτα
Την λογική σου μην ρωτάς μόν' την καρδιά σου ρώτα.
Καλύτερα κοινή θνητή και να' σαι ευτυχισμένος
παρά να ' ναι βασίλισσα και συ δυστυχισμένος.
Την Ρήγαινα παντρεύτηκα που θελαν οι γονείς μου
Μα δεν κατάφερε ποτέ να μπει μέσ ' την ψυχή μου.
Χωρίς λύπη εγώ μίσευα , χωρίς χαρά γυρνούσα
Ούτ' ευτυχής ή δυστυχής κι αδιάφορα περνούσα.
Κι ήταν δεκαπενταύγουστος κι από χωριό περνάμε
εγώ, μαζί κι οι άνδρες μου και κει πέρα κοιτάμε .
Πανήγυρις γινότανε κι οι νέοι είχαν αρχίσει ,
για να συναγωνίζονται το ποιος θε να νικήσει.
Μας προσκαλέσανε κοντά και κει σ' αυτό το μέρος,
Εγώ ο Ρήγας νικητής ,πάλη σπαθί και βέλος.
Ενα στεφάνι δάφνινο ήτανε το βραβείο
Όταν μου το προσφέρανε μαζί και τ'άλλα δύο ,
πάω μπροστά στις κοπελιές που χαμηλοκοιτούσαν
κρυφομιλούσανε για μας και μας χαμογελούσαν .
Και σαν μπροστά τους έφτασα καμιά δεν με κοιτάζει
μα μια που ' ταν πεντάμορφη καθόλου δεν διστάζει ....
Ήτανε η Αροδαφνού η πρώτη μου αγάπη
Κι Αχ! Την συνάντησα αργά και όχι σε παλάτι.
Στα μάτια με ατένισε με τόλμη και με χάρη ,
κι έμοιαζε ήλιος λαμπερός κι έμοιαζε με φεγγάρι.
Αμέσως εσκλαβώθηκα και μες στα δυό της μάτια ,
τα πάντα αλησμόνησα Ρήγαινα και παλάτια.
Με χέρια εγώ τρεμάμενα απ ' την συγκίνησή μου
τις δάφνες της εχάρησα μαζί με την ψυχή μου.
Μέσ ' την καρδιά μου φούντωσε πρωτόγνωρο το πάθος
αγριωπός ο έρωτας κι ας ήξερα ήταν λάθος.
Πάλεψα με την λογική μα νίκησε η καρδιά μου
τέσσερα χρόνια μυστικά ήταν στην αγκαλιά μου.
Κι ήρθε μια μέρα άχαρη πρέπει να την αφήσω ,
έπρεπε τους Σαρακηνούς ξανά να πολεμήσω.
Επήρα την σφραγίδα μου από το δακτυλίδι
σε μενταγιόν της το 'φτιαξα να το 'χει για στολίδι
Να το 'χει για ενθύμιο στον αποχωρισμό μας
που να 'ξερα παντοτινός θα' ταν χωρισμός μας.
Ένας χρόνος επέρασε και είχαμε νικήσει
και για να το γιορτάσουμε το γλέντι είχαμε στήσει
Την ώρα που με κέρναγαν άκουσα την φωνή της
Λες και βρισκόταν άυλη δίπλα μου η μορφή της
Στο χέρι το ποτήρι μου έγινε δυό κομμάτια.
Κάτι κακό συνέβηκε στ' αγαπητά μου μάτια.
Πριν να με δουν οι σύντροφοι φτερά στον μαύρο βάζω
Σαν αστραπή, σαν άνεμος άρχισα να καλπάζω.
Σαν έφτασα στο σπίτι της το βρήκα κλειδωμένο
Ψυχή δεν ήτανε εκεί κι έμοιαζε ερειπωμένο.
Άρχισα γύρω να ρωτώ με την ψυχή στο στόμα .
-Η Ρήγαινα την άρπαξε προχθές αργά το γιόμα.
Μ ' απάντησαν οι γείτονες κι ο φόβος με πλακώνει ,
Αλίμονο απ' τα χέρια της , τίποτα δεν την σώνει !
Γοργά στο κάστρο έφτασα .Θεέ μου μην αργήσω
Όμως μονάχα πρόλαβα τα μάτια να της κλείσω.
Τα τελευταία λόγια της παίρνω παντού μαζί μου
Ρήγα για πάντα σ 'αγαπώ ,χαλάλι σου η ζωή μου.
Ολόκληρο το σόι της ήθελα ξεκληρίσω ,
Της άχαρης της Ρήγαινας για να την τιμωρήσω.
Μα ποιο θα ήταν τ' όφελος ,εχάθηκε η χαρά μου ....
Γι αυτό άκουσε Ρηγόπουλο τα λόγια τα δικά μου.
Έχεις τον δρόμο λεύτερο κι ελεύθερη η καρδιά σου
κοίτα την ευτυχία σου κι άσε τα γονικά σου.
Κι αν χάσεις το βασίλειο Βασίλισσά σου εκείνη ,
Παλάτι θαν ' η αγκάλη της ,μέσα της σαν σε κλείνει.
Ρηγόπουλο στα λόγια αυτά ξαλάφρωσ' η καρδιά του
Σαν αετός επέταξε για να βρεί την χαρά του.
Τώρα που ξέρει τι ζητά πρέπει να την κερδίσει
κι όπως αυτός την αγαπά ,για να τον αγαπήσει.
Έφθασε εις στο σπίτι της, και μ'όνειρο μεγάλο
να την κερδίσει μοναχά δεν θέλει τίποτ 'αλλο
έφθασε εις στο σπίτι της και κόσμο μαζεμένος
κι ακούει την αρραβώνιαζαν αχ Τι δυστυχισμένος .
Κι ότι ο παππούς της ήθελε τώρα για να την δώσει,
τον πλούσιο γιό του Πετρωνά να την εστεφανώσει.
Όμως εκείνη ατίθαση με τ' άλογο το σκάει
πριν την αρραβωνιάσουνε σαν το πουλί πετάει.
Ο Πετρωνάς δεν την μπορεί τόσο ντροπή μεγάλη
Πρώτη φορά τους πλούσιους φτωχούλα να προσβάλει.
Σου το ' πα δεν εταίριαζε να μπει μες την γενιά μας
Έπρεπε απ ' τον κύκλο μας να βρεις πουν της σειράς μας.
Λέει με περισσό θυμό κι ο γιός την κεφαλή του
σκύβει χωρίς να αντιδρά με θέληση δική του.
Μπράβο !κόρη περήφανη ,αυτός δεν είν για σένα .
Αυτός είν 'βουτυρόπαιδο ,μα εσύ,κάνεις για μένα...
Σκέπτεται το Ρηγόπουλο και τον παππού ρωτάει
Για πού μπορεί να τράβηξε και κατά πού θα πάει.
Νομίζω κατά τον Βορρά και πως τρέμει η ψυχή μου
Άσχημο συναπάντημα μην έχει η εγγονή μου.
Γιατί αν της τύχει τίποτα θαν ' κρίμα στο λαιμό μου ,
που η Ρηγοπούλα νόμισα θα κάνει το δικό μου.,
Λέει ο γέρος με καημό κι ο πόνος τον εσφάζει .
Κι αμέσως το Ρηγόπουλο για τον βορρά καλπάζει.
Ψάχνει στους δρόμους που περνά ενώ με το μυαλό του ,
Ρωτά τι ήθελε να πει ,ο γέρος στον καημό του.
Πως Ρηγοπούλα την καλεί την εγγονή του τώρα
Σίγουρα φταίει η ταραχή που χε κείνη την ώρα.
Ρηγόπουλο ψάχνει παντού μέσ σε βουνά και δάση
κι απ' όπου είναι δυνατό εκείνη να περάσει.
Μα δεν την βρίσκει πουθενά και τώρα απελπισμένο
σε μονοπάτι απόμερο ,κάθισε κουρασμένο.
Εκλείσανε τα μάτια του πριν να το εννογάει
κι άξαφνα μες τον ύπνο του ο μαύρος τον κλωτσάει .
Πετάγεται και καλπασμό ακούει να ζυγώνει
Είν καβαλάρης μοναχός όπου γοργά σιμώνει .
Ξωπίσω του Σαρακηνοί δείχνει τον κυνηγάνε
κι όλο κερδίζουν έδαφος κοντεύουν να τον φάνε.
Πετάγεται , Ρηγόπουλο βοήθεια να προσφέρει
Γρήγορα τους διασκορπά με το σπαθί στο χέρι
Πάει κοντά στον άγνωστο μα...πως μπορεί μπροστά του.
Τα πράσινα τα μάτια της αντίκρυ στα δικά του.
Στέκει !κοιτάζει σαν χαζός μπροστά του την μορφή της
ώσπου από την νάρκη του τον βγάζει η φωνή της.
Ξένε σε έστειλε ο Θεός σαν άγγελο μπροστά μου
Χίλιες φορές σ'ευχαριστώ μέσ ' από την καρδιά μου.
Του λέει και σαν τον κοιτά θυμάται την ματιά του ,
τότε στην βρύση του χωριού τα λόγια τα δικά του.
Όπου συχνά ερχόντουσαν μέσα στην θύμησή της
και την μορφή που τρύπωσε κρυφά μες την ψυχή της.
Ρηγόπουλο στα μάτια της βλέπει πως τον γνωρίζει
Εσύ είσαι ο άγγελος καρδιά μου που μ 'ορίζει
Κι αν ξένο με ακολουθείς δικιά σου είν η καρδιά μου
τώρα εννιά μερόνυχτα που σ' έψαχνα γλυκιά μου.
Κι εννιά μήνες όπου έγινες ,ένα με την ζωή μου
πέσμου κι εσύ πως μ' αγαπάς και πάρε την ψυχή μου.
Ξένε ,δεν βλέπω πως μπορεί κοινή νάν ' η ζωή μας
Εσύ άρχοντας κι εγώ φτωχιά κι ας το θελε η ψυχή μας
Δάφνη όλα τα ζύγισα .Για μένα σημασία
πιο πολύ η αγάπη σου παρά η περιουσία
Δέξου να μ,αρραβωνιαστείς και να γενείς δικιά μου
και πάντοτε βασίλισσα θα σ' έχω στην καρδιά μου.
Τότε το χέρι τού δωσε μαζί με την καρδιά της
και η αγάπη φώτισε την πράσινη ματιά της.
Τώρα θα πάμε αγάπη μου ,τον Ρήγα για να βρούμε
Σαν δεύτερος πατέρας μου και πρώτου θα το πούμε.
Γοργά τον δρόμο πήρανε κι ο Ρήγας την ματιά του
σαν την στυλώνει απάνω της τον έπιασε η καρδιά του .
Αυτή είναι η Αροδαφνού στα μάτια του παρέκει
Όμορφη κι ολοζώντανη και που μπροστά του στέκει.
Τρέμει η φωνή του σαν ρωτά Ποια είναι η γενιά της ;
Πόθεν κρατάει η σκούφια της και ποια τα γονικά της
-Την μάνα μου δεν γνώρισα ,την είχανε σκοτώσει
μα πριν πεθάνει ο κύρης μου αυτό ! Της είχε δώσει .....
Λέει κι από το στήθος της βγάζει το μενταγιόν της
που το φορούσε πάντοτε επάνω στο λαιμό της.
Ο Ρήγας εισ τα χέρια της το μενταγιόν σαν βλέπει
νόμισε πως τον πλάκωσε του ουρανού η σκέπη.
Σκύβει με πόνο το φιλεί και στην καρδιά το βάζει
κι εκεί με πατρική στοργή ,την Δάφνη αγκαλιάζει.
Εγώ εις την μητέρα σου παιδί μου ,το 'χα δώσει
Μα απ' την δική σου ύπαρξη ποτέ δεν είχα γνώση
Ήτανε όμως του Θεού για να σε βρώ παιδί μου
και γρήγορα στους γάμους σου μαζί με την ευχή μου.ΤΈΛΟΣ.
που ' ν τρόμος στους Σαρακηνούς και πάντ' αρματωμένο.
Του Ρήγα είν υπασπιστής και πρώτο στο λιθάρι
Πανέμορφο κι ατρόμητο και με μεγάλη χάρη
Είν 'άφοβος για εκατό δεν τρέμει για διακόσιους
Σαν σίφουνας τους πολεμά ακόμα κι άλλους τόσους
Μα στην πολλή του αντρειά ξερμάτωτ' η καρδιά του
Ο έρωτας την πλήγωσε και πιά δεν είν' δικιά του.
Στην βρύση με τον μαύρο του κατέβει μεσημέρι
κι εκεί την πρωτ' αντίκρυσε πού ' λαμπε σαν αστέρι
Περήφανη κορμοστασιά τα μάγουλα σταράτα
Τα μάτια ολοπράσινα και γλύκα ήταν γεμάτα
-Ώρα καλή πεντάμορφη ,ώρα καλή σου γειά σου
Αλήθεια ' σαι ή όνειρο ;πιό είναι τ' όνομά σου;
Η νέα τον ξανακοιτά με ντροπαλά τα μάτια
και με τα ίσια λόγια της τ 'απάντησε σταράτα.
-Πλούσιος είσαι ξένε μου το μαρτυρά η θωριά σου
Το όνομά μου μην ρωτάς και τράβα στην δουλειά σου.
Του λέει και γοργά γοργά φεύγει σαν ελαφίνα
μα τώρα το Ρηγόπουλο σκλάβος στα μάτια εκείνα.
Και μες ' στην φλόγα του έρωτα ξεχνά πως Ρηγοπούλα
μόνο, μπορεί να παντρευτεί κι όχι με φτωχοπούλα.
Την ακολουθεί από μακριά , την βλέπει πού πηγαίνει
Το όνομά της ,μυστικά ρωτάει και μαθαίνει.
-Δάφνη την λένε ξένε μου ,μα κάθε παλικάρι .
Όπως εσύ καρδιοχτυπά για την δική της χάρη.
Όμως εκείνη δεν θέλει για ταίρι της κανένα
μοιάζει με κόρη Βασιλιά αν με ρωτάς κι εμένα.
Ρηγόπουλο στα λόγι ' αυτά θυμάται την σειρά του
Γιατί να' ναι κοινή θνητή αυτή πουν στην καρδιά του ;
Γυρίζει με βαριά καρδιά ,πίσω στον Ρήγα πάει
Με λύσσα τους Σαρακηνούς ,διπλά τους πολεμάει.
Ελπίζει πώς στον πόλεμο θε να την εξεχάσει
μα την θυμάται πιο πολύ και πως να ησυχάσει
Τί έχεις βρε Ρηγόπουλο κι είσαι φουρτουνιασμένο
που είναι το χαμόγελο κι όλο μαραζωμένο;
Μήπως τα άσπρα σου έχασες; μήπως τα ζωντανά σου;
Η μήπως έλαχε κακό ,στα πατρογονικά σου
Ούτε τα άσπρα μου έχασα ούτε τα ζωντανά μου
και ούτε έλαχε κακό στα πατρογονικά μου
Ρήγα! Μια κόρη αγαπώ μα είναι φτωχοπούλα .
Πως στους δικούς μου να το πω που πρέπει Ρηγοπούλα ;
Για να ταιριάζει στην σειρά όπως και την δική μου ,
Μα στα Ρηγάτα δεν μπήκε καμιά μες στην ψυχή μου.
Και Ρηγοπούλα δεν είδα να' χει την ομορφιά της
Τα μάτια της τα πράσινα και την κορμοστασιά της.
Σαν Αφροδίτη δεύτερη και κείνα της τα μάτια ,
Δεν μετριούνται Ρήγα μου με θρόνους και παλάτια.
Ο Ρήγας εις τα λόγια αυτά συννέφιασ' η θωριά του .
Ο πόνος αναστήθηκε πού 'καιγε στην καρδιά του .
Και κοίταξε τον ουρανό ψηλά κι αναστενάζει
Το αχ το βαχ του το βαθύ που την καρδιά του σφάζει.
Ρηγόπουλο άκουσε κι εμέ που τά 'χω πάθει πρώτα
Την λογική σου μην ρωτάς μόν' την καρδιά σου ρώτα.
Καλύτερα κοινή θνητή και να' σαι ευτυχισμένος
παρά να ' ναι βασίλισσα και συ δυστυχισμένος.
Την Ρήγαινα παντρεύτηκα που θελαν οι γονείς μου
Μα δεν κατάφερε ποτέ να μπει μέσ ' την ψυχή μου.
Χωρίς λύπη εγώ μίσευα , χωρίς χαρά γυρνούσα
Ούτ' ευτυχής ή δυστυχής κι αδιάφορα περνούσα.
Κι ήταν δεκαπενταύγουστος κι από χωριό περνάμε
εγώ, μαζί κι οι άνδρες μου και κει πέρα κοιτάμε .
Πανήγυρις γινότανε κι οι νέοι είχαν αρχίσει ,
για να συναγωνίζονται το ποιος θε να νικήσει.
Μας προσκαλέσανε κοντά και κει σ' αυτό το μέρος,
Εγώ ο Ρήγας νικητής ,πάλη σπαθί και βέλος.
Ενα στεφάνι δάφνινο ήτανε το βραβείο
Όταν μου το προσφέρανε μαζί και τ'άλλα δύο ,
πάω μπροστά στις κοπελιές που χαμηλοκοιτούσαν
κρυφομιλούσανε για μας και μας χαμογελούσαν .
Και σαν μπροστά τους έφτασα καμιά δεν με κοιτάζει
μα μια που ' ταν πεντάμορφη καθόλου δεν διστάζει ....
Ήτανε η Αροδαφνού η πρώτη μου αγάπη
Κι Αχ! Την συνάντησα αργά και όχι σε παλάτι.
Στα μάτια με ατένισε με τόλμη και με χάρη ,
κι έμοιαζε ήλιος λαμπερός κι έμοιαζε με φεγγάρι.
Αμέσως εσκλαβώθηκα και μες στα δυό της μάτια ,
τα πάντα αλησμόνησα Ρήγαινα και παλάτια.
Με χέρια εγώ τρεμάμενα απ ' την συγκίνησή μου
τις δάφνες της εχάρησα μαζί με την ψυχή μου.
Μέσ ' την καρδιά μου φούντωσε πρωτόγνωρο το πάθος
αγριωπός ο έρωτας κι ας ήξερα ήταν λάθος.
Πάλεψα με την λογική μα νίκησε η καρδιά μου
τέσσερα χρόνια μυστικά ήταν στην αγκαλιά μου.
Κι ήρθε μια μέρα άχαρη πρέπει να την αφήσω ,
έπρεπε τους Σαρακηνούς ξανά να πολεμήσω.
Επήρα την σφραγίδα μου από το δακτυλίδι
σε μενταγιόν της το 'φτιαξα να το 'χει για στολίδι
Να το 'χει για ενθύμιο στον αποχωρισμό μας
που να 'ξερα παντοτινός θα' ταν χωρισμός μας.
Ένας χρόνος επέρασε και είχαμε νικήσει
και για να το γιορτάσουμε το γλέντι είχαμε στήσει
Την ώρα που με κέρναγαν άκουσα την φωνή της
Λες και βρισκόταν άυλη δίπλα μου η μορφή της
Στο χέρι το ποτήρι μου έγινε δυό κομμάτια.
Κάτι κακό συνέβηκε στ' αγαπητά μου μάτια.
Πριν να με δουν οι σύντροφοι φτερά στον μαύρο βάζω
Σαν αστραπή, σαν άνεμος άρχισα να καλπάζω.
Σαν έφτασα στο σπίτι της το βρήκα κλειδωμένο
Ψυχή δεν ήτανε εκεί κι έμοιαζε ερειπωμένο.
Άρχισα γύρω να ρωτώ με την ψυχή στο στόμα .
-Η Ρήγαινα την άρπαξε προχθές αργά το γιόμα.
Μ ' απάντησαν οι γείτονες κι ο φόβος με πλακώνει ,
Αλίμονο απ' τα χέρια της , τίποτα δεν την σώνει !
Γοργά στο κάστρο έφτασα .Θεέ μου μην αργήσω
Όμως μονάχα πρόλαβα τα μάτια να της κλείσω.
Τα τελευταία λόγια της παίρνω παντού μαζί μου
Ρήγα για πάντα σ 'αγαπώ ,χαλάλι σου η ζωή μου.
Ολόκληρο το σόι της ήθελα ξεκληρίσω ,
Της άχαρης της Ρήγαινας για να την τιμωρήσω.
Μα ποιο θα ήταν τ' όφελος ,εχάθηκε η χαρά μου ....
Γι αυτό άκουσε Ρηγόπουλο τα λόγια τα δικά μου.
Έχεις τον δρόμο λεύτερο κι ελεύθερη η καρδιά σου
κοίτα την ευτυχία σου κι άσε τα γονικά σου.
Κι αν χάσεις το βασίλειο Βασίλισσά σου εκείνη ,
Παλάτι θαν ' η αγκάλη της ,μέσα της σαν σε κλείνει.
Ρηγόπουλο στα λόγια αυτά ξαλάφρωσ' η καρδιά του
Σαν αετός επέταξε για να βρεί την χαρά του.
Τώρα που ξέρει τι ζητά πρέπει να την κερδίσει
κι όπως αυτός την αγαπά ,για να τον αγαπήσει.
Έφθασε εις στο σπίτι της, και μ'όνειρο μεγάλο
να την κερδίσει μοναχά δεν θέλει τίποτ 'αλλο
έφθασε εις στο σπίτι της και κόσμο μαζεμένος
κι ακούει την αρραβώνιαζαν αχ Τι δυστυχισμένος .
Κι ότι ο παππούς της ήθελε τώρα για να την δώσει,
τον πλούσιο γιό του Πετρωνά να την εστεφανώσει.
Όμως εκείνη ατίθαση με τ' άλογο το σκάει
πριν την αρραβωνιάσουνε σαν το πουλί πετάει.
Ο Πετρωνάς δεν την μπορεί τόσο ντροπή μεγάλη
Πρώτη φορά τους πλούσιους φτωχούλα να προσβάλει.
Σου το ' πα δεν εταίριαζε να μπει μες την γενιά μας
Έπρεπε απ ' τον κύκλο μας να βρεις πουν της σειράς μας.
Λέει με περισσό θυμό κι ο γιός την κεφαλή του
σκύβει χωρίς να αντιδρά με θέληση δική του.
Μπράβο !κόρη περήφανη ,αυτός δεν είν για σένα .
Αυτός είν 'βουτυρόπαιδο ,μα εσύ,κάνεις για μένα...
Σκέπτεται το Ρηγόπουλο και τον παππού ρωτάει
Για πού μπορεί να τράβηξε και κατά πού θα πάει.
Νομίζω κατά τον Βορρά και πως τρέμει η ψυχή μου
Άσχημο συναπάντημα μην έχει η εγγονή μου.
Γιατί αν της τύχει τίποτα θαν ' κρίμα στο λαιμό μου ,
που η Ρηγοπούλα νόμισα θα κάνει το δικό μου.,
Λέει ο γέρος με καημό κι ο πόνος τον εσφάζει .
Κι αμέσως το Ρηγόπουλο για τον βορρά καλπάζει.
Ψάχνει στους δρόμους που περνά ενώ με το μυαλό του ,
Ρωτά τι ήθελε να πει ,ο γέρος στον καημό του.
Πως Ρηγοπούλα την καλεί την εγγονή του τώρα
Σίγουρα φταίει η ταραχή που χε κείνη την ώρα.
Ρηγόπουλο ψάχνει παντού μέσ σε βουνά και δάση
κι απ' όπου είναι δυνατό εκείνη να περάσει.
Μα δεν την βρίσκει πουθενά και τώρα απελπισμένο
σε μονοπάτι απόμερο ,κάθισε κουρασμένο.
Εκλείσανε τα μάτια του πριν να το εννογάει
κι άξαφνα μες τον ύπνο του ο μαύρος τον κλωτσάει .
Πετάγεται και καλπασμό ακούει να ζυγώνει
Είν καβαλάρης μοναχός όπου γοργά σιμώνει .
Ξωπίσω του Σαρακηνοί δείχνει τον κυνηγάνε
κι όλο κερδίζουν έδαφος κοντεύουν να τον φάνε.
Πετάγεται , Ρηγόπουλο βοήθεια να προσφέρει
Γρήγορα τους διασκορπά με το σπαθί στο χέρι
Πάει κοντά στον άγνωστο μα...πως μπορεί μπροστά του.
Τα πράσινα τα μάτια της αντίκρυ στα δικά του.
Στέκει !κοιτάζει σαν χαζός μπροστά του την μορφή της
ώσπου από την νάρκη του τον βγάζει η φωνή της.
Ξένε σε έστειλε ο Θεός σαν άγγελο μπροστά μου
Χίλιες φορές σ'ευχαριστώ μέσ ' από την καρδιά μου.
Του λέει και σαν τον κοιτά θυμάται την ματιά του ,
τότε στην βρύση του χωριού τα λόγια τα δικά του.
Όπου συχνά ερχόντουσαν μέσα στην θύμησή της
και την μορφή που τρύπωσε κρυφά μες την ψυχή της.
Ρηγόπουλο στα μάτια της βλέπει πως τον γνωρίζει
Εσύ είσαι ο άγγελος καρδιά μου που μ 'ορίζει
Κι αν ξένο με ακολουθείς δικιά σου είν η καρδιά μου
τώρα εννιά μερόνυχτα που σ' έψαχνα γλυκιά μου.
Κι εννιά μήνες όπου έγινες ,ένα με την ζωή μου
πέσμου κι εσύ πως μ' αγαπάς και πάρε την ψυχή μου.
Ξένε ,δεν βλέπω πως μπορεί κοινή νάν ' η ζωή μας
Εσύ άρχοντας κι εγώ φτωχιά κι ας το θελε η ψυχή μας
Δάφνη όλα τα ζύγισα .Για μένα σημασία
πιο πολύ η αγάπη σου παρά η περιουσία
Δέξου να μ,αρραβωνιαστείς και να γενείς δικιά μου
και πάντοτε βασίλισσα θα σ' έχω στην καρδιά μου.
Τότε το χέρι τού δωσε μαζί με την καρδιά της
και η αγάπη φώτισε την πράσινη ματιά της.
Τώρα θα πάμε αγάπη μου ,τον Ρήγα για να βρούμε
Σαν δεύτερος πατέρας μου και πρώτου θα το πούμε.
Γοργά τον δρόμο πήρανε κι ο Ρήγας την ματιά του
σαν την στυλώνει απάνω της τον έπιασε η καρδιά του .
Αυτή είναι η Αροδαφνού στα μάτια του παρέκει
Όμορφη κι ολοζώντανη και που μπροστά του στέκει.
Τρέμει η φωνή του σαν ρωτά Ποια είναι η γενιά της ;
Πόθεν κρατάει η σκούφια της και ποια τα γονικά της
-Την μάνα μου δεν γνώρισα ,την είχανε σκοτώσει
μα πριν πεθάνει ο κύρης μου αυτό ! Της είχε δώσει .....
Λέει κι από το στήθος της βγάζει το μενταγιόν της
που το φορούσε πάντοτε επάνω στο λαιμό της.
Ο Ρήγας εισ τα χέρια της το μενταγιόν σαν βλέπει
νόμισε πως τον πλάκωσε του ουρανού η σκέπη.
Σκύβει με πόνο το φιλεί και στην καρδιά το βάζει
κι εκεί με πατρική στοργή ,την Δάφνη αγκαλιάζει.
Εγώ εις την μητέρα σου παιδί μου ,το 'χα δώσει
Μα απ' την δική σου ύπαρξη ποτέ δεν είχα γνώση
Ήτανε όμως του Θεού για να σε βρώ παιδί μου
και γρήγορα στους γάμους σου μαζί με την ευχή μου.ΤΈΛΟΣ.