Ταξιδιωτικό διήγημα με τις εντυπώσεις μου από ένα ταξίδι μου στη Λιβύη το 1974. Μέσα από το διήγημα μου, ο αναγνώστης θα έρθει σε επαφή με τη χώρα και τον πολιτισμό της που στην ουσία σήμερα δεν υπάρχει πια.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Το μικρό μας πλοίο ο Άγιος Διονύσης που κατά γράμμα είχε στην πλώρη ”SUN DENIS”, ήταν βαρυφορτωμένο με μπάζα από παλιοσίδερα. Ξεκινήσαμε από την Νικομήδεια της Τουρκίας το σημερινό Ιζμίτ ένα απάνεμο λιμάνι δίπλα στην Κωνσταντινούπολη απ όπου φορτώσαμε για ένα κοντινό ταξίδι στη Γιουγκοσλαβία.
Βγαίνοντας από την περίκλειστη θάλασσα του Μαρμαρά περάσαμε τα Δαρδανέλια την πόλη που βρίσκεται κοντά στην αρχαία Τροία και τα περιβόητα στενά των Δαρδανελιών που μερικές φορές ονομάζονται Τσανάκαλέ.
Μπήκαμε στο Ανατολικό Αιγαίο εκεί που τελειώνει η Ασία κι αρχίζει η Ευρώπη. Περάσαμε το Αρχιπέλαγος και πλέοντας στα ύσηχα καταγάλανα νερά των Κυκλάδων, μπήκαμε στα πανέμορφα στενά του ισθμού της Κορίνθου. Στέκοντας στην πρύμη όσοι δεν είχαμε βάρδια και παρακολουθώντας τις παράκτιες όμορφες Ελληνικές ακρογιαλιές, περάσαμε την τεχνητή στενή λωρίδα της θάλασσας που ενώνει το Σαρωνικό με τον Κορινθιακό κόλπο. Προσπεράσαμε τα Επτάνησα και το Ιόνιον πέλαγος, περάσαμε δίπλα από την Κέρκυρα και την Αλβανία και μπήκαμε στην Αδριατική θάλασσα.
Βάλαμε πλώρη για την Γιουγκοσλαβία την νότια χώρα των Σλάβων, μια χώρα που δημιουργήθηκε ως κράτος βασίλειο το 1918 μετά την ήττα των δυνάμεων του άξονα και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνο τον καιρό που εμείς πηγαίναμε στο λιμάνι του Μπάρ να ξεφορτώσουμε, η Γιουγκοσλαβία ήταν μια μεγάλη ανεξάρτητη χώρα που την επανύδρησε ο στρατάρχης Τίτο μετά την διάλυση της από τις δυνάμεις του άξονα κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Το λιμάνι του Μπάρ που είναι η μοναδική διέξοδος της χώρας προς τη θάλασσα, βρίσκεται στο νότιο μέρος της Αδριατικής, σε μια περιοχή που η θάλασσα και η εσωτερική κυκλοφορία ενώνονται ώστε δια μέσου αυτού του κυκλοφοριακού διχτύου να ταξιδεύουν τα προϊόντα προς τις μεταλλαχτικές μεταλλουργίες της χώρας.
Ύστερα από ένα ύσηχο ταξίδι μέσα στην ήρεμη Αδριατική θάλασσα, φτάσαμε στο λιμάνι και όσο οι εργάτες ξεφόρτωναν το εμπόρευμα, βγήκαμε βόλτα στην πόλη. Χωριζόταν από τη θάλασσα από ένα δρόμο. Ήταν μακρύς και ευθύς, γεμάτος στις δυό του μεριές με μαγαζιά και καφετέριες σε μονώροφα κτίρια. Από όλους αυτούς τους χώρους έβγαινε μια γλυκιά Ελληνική μουσική που την τραγουδούσε ο Ντέμης Ρούσος, ενώ στις πόρτες έστεκαν φιλόξενοι οι μαγαζάτορες που μας χαμογελούσαν και μας καλούσαν να κοπιάσουμε στα μαγαζιά τους. Σκέφτηκα ότι ήταν φιλέλληνες που αγαπούσαν την Ελληνική μουσική και εμάς τους Έλληνες, σκέφτηκα ακόμα ότι ίσως να ήταν ένα σχέδιο τους να μας καλοπιάσουν για να μας πιάσουν πελάτες ώστε να αγοράσουμε από τα προϊόντα τους.
Όπως και νάτανε, περάσαμε λίγες ευχάριστες ώρες σ αυτό το λιμάνι, αφού το ξεφόρτωμα δεν κράτησε πολύ. Ένα άλλο φορτίο τσιμέντο σε σακιά έτοιμο σε παλάγκα που μας περίμενε στο ντόκο, φορτώθηκε γρήγορα στ αμπάρια του πλοίου από τους μεγάλους γερανούς του λιμανιού. Ήταν ένα χαμηλό φορτίο πολύ βαρύ, τοποθετημένο στον πυθμένα. Ήταν ένα επικίνδυνο φορτίο γιατι είχε μεγάλο βάρος στον πάτο, και άφηνε το υπόλοιπο μέρος του πλοίου ελαφρύ και έρμαιο σε τυχών τρικυμία ή ρεύματα. Ήταν ότι χειρότερο φορτίο θα ήθελε ένας καπετάνιος να φορτώσει το πλοίο του…
Βάλαμε Ρότα για τη χώρα της Λιβύης με τις μηχανές να γυρίζουν εύκολα την προπέλα χωρίς να αναταράσσει τα γαλήνια νερά και χωρίς να δημιουργεί κυματισμούς. Έμοιαζε η θάλασσα ακίνητη όπως να κοιμόταν, έμοιαζε γαληνεμένη όπως να ξεκουραζόταν.
Πηγαίναμε με οικονομική ταχύτητα και υπολογίζαμε να είναι ένα εύκολο σύντομο ταξίδι που θα διαρκούσε λίγες μέρες.
Κάτω στο μηχανοστάσιο την ώρα της βάρδιας μου, ένιωθα τη μηχανή να δουλεύει χωρίς να δυσκολεύεται από αντίθετα ρεύματα και κύματα. Η πρόωση του πλοίου ήταν εύκολη, σκέφτηκα, σίγουρα θα είχαμε ένα εύκολο ταξίδι. Τσεκάρισα τα λάδια του υδραυλικού της λαγουδέρας και το διάκι -το κοντάρι με το οποίο στρίβει το πτερύγιο του τιμονιού-, και ύστερα ξεκίνησα την αντλία για να αδειάσουν οι σεντίνες από τα απόνερα και τα λάδια.
Κοίταξα το ρολόι στο ταμπλώ της μηχανής, ήταν τέσσερις. Τέλειωσε η βάρδια μου και παρέδωσα στον αντικαταστάτη μου που κατέβηκε ακριβώς στην ώρα της σκάντζας. Αφού του εξήγησα να έχει την προσοχή του στο πέκο του όγδοου πιστονιού γιατί έχανε πετρέλαιο, ανέβηκα προσεχτικά τις γλιστερές λαδωμένες σκάλες βγαίνοντας στην κουβέρτα. Ανάπνευσα με αυχαρίστηση τον φρέσκο θαλασσινό αέρα αφήνοντας πίσω μου την καταχνιά της ατμόσφαιρας του μηχανοστασίου που δημιουργούσε το ασταμάτητο δούλεμα της μηχανής. Μπήκα στο μικρό κουζινάκι και έφτιαξα ένα σκέτο δυνατό και πικρό ανατολίτικο καφέ ακριβώς όπως μου άρεσε, και ύστερα βγήκα και κάθισα στην πρύμη, χάμω στη χοντρή λαμαρίνα της κουβέρτας και γέρνοντας τη ράχη μου στην κουπαστή, η σκέψη μου έτρεξε στα βάθη της ιστορίας προσπαθώντας να φρεσκάρω στο νου μου το παρελθόν της χώρας που είχαμε για προορισμό…
Της χώρας που κατά την μυθολογία είχε το όνομα μιας κόρης, της Λιβύης εγγονής του Νείλου και του Δία που προς τιμήν της έδωκαν το όνομα της στην περιοχή που γειτνίαζε δυτικά με την χώρα της Αιγύπτου.
Μιας χώρας της Βορείου Αφρικής που τη βόρεια πλευρά της βρέχει η Μεσόγειος, ενώ την υπόλοιπη σκεπάζει σχεδόν εξ ολοκλήρου άμμος καυτερή και άνεδρη. Μια απέραντη στεγνή και άγονη έρημος που σμίγει με την ήρεμη θολή και κίτρινη στο χρώμα της άμμου θάλασσα, ίδιο με το χρώμα της ερημικής ξηράς. Ένα χρώμα που στην άχνα της ζεστής ατμόσφαιρας δείχνει ένα θέαμα γης και θάλασσας να σμίγουν και να μην ξεχωρίζουν, να φαίνονται να είναι μια συνέχεια, η στεριά και η θάλασσα.