3 Νοεμβρίου 2013

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΕΞΗΣ - διήγημα (3/11/ 2013)

 Μιά φορά στη Χλώρακα ήταν ένας ποταμός, ο ποταμός της Βρέξης έτσι τον έλεγαν, που έτρεχε ήρεμα μέσα σε ένα ξέβαθο φαράγγι. Τα νερά του τα καλοκαίρια έρεαν ήρεμα και ήταν καθαρά, ενώ τους χειμώνες ήταν αγριεμένα και έτρεχαν θολά. Μέσα στο ποτάμι, γύρω ή κοντά, ζούσε ένας τεράστιος πολύμορφος και πολύχρωμος ζωικός και φυτικός κόσμος. Λάχταροι, βάτραχοι, έντομα, ερπετά και πουλιά αποτελούσαν σημαντική πανίδα στην άγρια χλωρίδα που απλωνόταν γύρω στις όχθες και τις πλαγιές.
Ήταν μια άγρια περιοχή με συνθήκες ιδανικές για να ζήσουν και να φωλιάσουν, να τραφούν και να μεγαλώσουν, να ζευγαρώσουν και να αναπαραχθούν χιλιάδες έντομα, σαύρες, νυφίτσες και αμφίβια, ενώ τον τόπο χρησιμοποιούσαν ακόμα ως σταθμό για να ξεκουραστούν και να βρούν τροφή πολλά μεταναστευτικά πουλιά όπως ερωδιοί, πελαργοί, πάπιες και χήνες.
Μέσα στις πυκνόφυτες όχθες του ποταμού της Βρέξης και στις θαμνώδεις βραχώδεις γύρω περιοχές που ακουμπούσαν στην άκρη της θάλασσας, κατοικούσαν τη φθινοπωρινή και χειμωνιάτικη εποχή οι αλκυόνες, τα μικρά εντυπωσιακά πτηνά με την κοντή ουρά και πόδια, το μεγάλο χοντρό κεφάλι και το δυσανάλογα μακρύ δυνατό ίσιο ράμφος, και σε αντίθεση με όλη την ασχήμια, το πανέμορφο πτέρωμα τους για το οποίο  ο λαϊκός μύθος αναφέρει πως το αρχικό χρώμα ήταν γκρίζο, και πως η αλκυόνη φτερούγισε πολύ ψηλά τόσο, που η ράχη της πήρε το χρώμα του ουρανού και το στήθος και η κοιλιά της κάηκαν από τον ήλιο αποκτώντας γαλαζοπράσινες φτερούγες και κορώνα, λαμπερές γαλάζιες ανταύγειες στη πλάτη και στην κοντή ουρά, κάτασπρο χρώμα στο λαιμό και πορτοκαλιά πλευρά του κεφαλιού, του στήθους και της κοιλιάς.
Εκεί λοιπόν στην άκρια της θάλασσας ξεχειμώνιαζαν και γεννούσαν τα αυγά τους τον Ιανουάριο οι αλκυόνες, και γι αυτό το λόγο λέει ο μύθος, πως ο Δίας επέτρεψε στον ήλιο να λάμπει δυνατά και να τις ζεσταίνει μέχρι να επωαστούν τα αυγά τους, γι αυτό ονομάζουν οι άνθρωποι τις ζεστές αυτές μέρες του Γενάρη, αλκυονίδες μέρες.
Ο ποταμός ήταν ρηχός και γύρω του η περιοχή καλυμμένη από πυκνή βλάστηση γεμάτη υδρόβια φυτά και οργανισμούς. Το νερό γλυκό ως την τελειωση του, εκεί αλμύριζε καθώς η θάλασσα έσμιγε μαζί του σχηματίζοντας μια λίμνη πάνω στην άμμο. Σε κάποια σημεία ήταν πολύ αβαθής και οι άνθρωποι τον περνούσαν εύκολα κάποτε πηδώντας, κάποτε ρίχνοντας μέσα μεγάλες πέτρες φτιάχνοντας μονοπάτια έτσι που να μην βρέχονται από τα ήρεμα και αργά νερά του. Τα ζώα τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, και μέσα σε αυτόν έσκυβαν και ποτίζονταν άμα διψούσαν.
Ο πόταμος ξεκινούσε από τα ψηλά βουνά και κατέληγε στη θάλασσα, πριν από αυτήν ήταν στενός και δύσβατος με καλαμιώνες βάτα και άλλα δένδρα που βλάσταιναν στα πλευρά του, αλλά εκεί λίγο πριν ενωθεί με τα αλμυρά νερά πλάταινε και άνοιγε, σχημάτιζε ήρεμη και αβαθή τη λίμνη πάνω στην άμμο του γιαλού. Εκεί σ αυτή τη μεγάλη βούρνα που έσμιγε η θάλασσα με το γλυκό νερό, τα καλοκαίρια ο αέρας γέμιζε φωνές μικρών παιδιών που χαρούμενα βουτούσαν και ξέπλεναν την ξανθή άμμο που λέρωνε τα μικρά κορμιά τους, και έπαιρνε τη χαρούμενη βοή τους και τη σκόρπιζε σε όλη την χρυσαφένια παραλία ως πέρα μακριά στις άκριες του ποταμού που έσμιγαν με τα άγονα χωράφια τα πέτρινα, τις άγονες καυκάλλες που δεν μπορούσαν να οργωθούν ούτε να καλλιεργηθούν.
Ανάμεσα στην άγονη όμως γη, εκεί που σχεδόν τελείωνε ο ποταμός λίγο πριν τη θάλασσα, είχε ένα μικρό κομμάτι γης από χώμα, παρατημενο απ τους ανθρώπους σκληρό και μοναχικό, ένα κομμάτι μικρό τόσο δα, μια στάλα. Ήταν ψηλότερα από τον ποταμό και πλάι του δεν μπορούσε τίποτα να βλαστήσει καθώς το νερό έτρεχε τόσο κοντά, αλλά κάτω στη βαθιά κοίτη, φεύγοντας κελαρυστό και περιγελώντας με τον φλοίσβο του.
Εκεί στο μικρό χωραφάκι έναν καιρό, ένα φτωχό ορφανό κοπέλι από το πάνω χωριό της Χλώρακας σκέφτηκε να μετοικήσει, εκεί να κατοικήσει, και να καλλιεργήσει την άγονη γη, να τη ρεντέψει και από αυτήν να ζήσει καθώς για να τον βοηθήσουν συγγενείς δεν είχε, αλλά ούτε στον ήλιο μοίρα. Με τα δυο του χέρια και σκληρή δουλειά την ξεχέρσωσε, την ίσιωσε και την καλλιέργησε. Τη ρέντεψε και με κάδους κουβαλούσε νερό και τη πότιζε.
Μέσα εκεί σ’ αυτή τη γη στην άκρια της, υπήρχε ένα κούφωμα στο βράχο που το μετέτρεψε προσωρινό καταφύγιο για τις κρύες νύχτες. Έφτιαξε τοίχο από πέτρες και λάσπη, σιγά με τον καιρό δημιούργησε ένα μικρό καμαράκι και μέσα διέμενε.
Ήταν δύσκολη η ζωή που ζούσε και πολύ κοπιαστική, αλλά την διάβαινε και δεν παραπονιόταν, γιατι πάντα μετά τη σχόλη λουζόταν στη λίμνη  και μέσα στα ρηχά νερά της ξάπλωνε και ξαπόσταινε. Και όταν ο ήλιος έγερνε πίσω από τη θάλασσα, ανέβαινε λίγο ψηλότερα στην όχθη του ποταμού, και καθισμένος σ ένα μεγάλο βράχο με στοχασμό περίσσιο συνομιλούσε με τον γέρο ποταμό. Άφηνε πίσω τον σκληρό μόχθο της ημέρας και όλες τις έγνοιες, και με ρομαντική διάθεση ονειρευόταν καλύτερες μέρες που έλπιζε να έρθουν.

Και περνούσε ο καιρός, το παλικάρι αγάπησε μια κοπέλα που κατοικούσε πάνω στο χωριό  Την είδε μια μέρα που πήγε να ψωνίσει και μόλις την αντίκρισε στο δρόμο που περνούσε, κεραυνοβόλος ο έρωτας φώλιασε μέσα στην καρδιά του. Την αγάπησε πολύ και την σκεφτόταν συνέχεια. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ούτε με όρεξη να δουλέψει. Ότι και να έκανε ήταν στη σκέψη του η γλυκεία μορφή της και έκανε τα σωθικά του να πονούν από παράφορο ερωτά. Καθημερινά ανέβαινε στο χωριό για να ψωνίσει, και όσο περισσότερο την αντίκριζε, πιότερο την αγαπούσε.
Μια φορά μη έχοντας τίποτα να χάσει, είπε τον πόνο του στον μπακάλη και του ζήτησε βοήθεια να την γυρέψει από τον πατέρα της.
Και ο μπακάλης του έκαμε τη χάρη, πήγε ο ίδιος στον πατερά της και του μίλησε πόσο καλό παιδί και δουλευτής ήταν. Πως μπορεί να ήταν φτωχός και να μην είχε πλούτη, αλλά ήταν πλούσιος στη ψυχή και είχε μια καλή καρδιά.
Αλλά ο πατέρας της περιπαικτικά του απάντησε πως η καλοσύνη μοναχά δεν φτάνει, και για να μην φανεί άκαρπος, του παράγγειλε άμα προκόψει, ύστερα να του τη γυρέψει.

Ο νταλκάς που είχε ο νέος για την κοπέλα ήταν πολύ μεγάλος, γι αυτό έλαβε πολύ σοβαρά υπ όψιν τα λόγια του πατέρα της. Καθόταν στην άκρια του ποταμού πάνω στο ψηλό βράχο και παρακολουθώντας τον ήλιο που έγερνε να δύσει, με παρέα τον ποταμό σκεφτόταν τι να έκαμνε για να προκόψει. Ένιωθε μέσα του βαθιά μειλίχια του μια προσταγή πως οπωσδήποτε έπρεπε να παντρευτεί την καλή του, ήταν σίγουρος πως χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε να ζήσει. Έπρεπε να προκόψει, πήρε μια απόφαση αμετάκλητη πως θα έβρισκε έναν τρόπο.
Με σκέψεις βασανιστικές που του τριβέλιζαν το μυαλό, απασχολούσε καθημερινά το νου του προσπαθώντας να βρει τη λύση που θα του έφερνε την προκοπή κατά τα πρότυπα του φιλοχρήματου πατέρα της κόρης, ώστε να του την παραδώσει ως νύφη.
Ώσπου μια μέρα τούρθε μια καλή ιδέα, και είπε να την συζητήσει φωναχτά με τον φίλο του τον ποταμό,
-αν είχα ένα μύλο και άλεθα τα σιτάρια και τα κριθάρια του κόσμου, γρήγορα θα γινόμουν πλούσιος.
Του άρεσε πολύ η ιδέα, και την σκεφτόταν με τις ώρες θέλοντας να τη βάλει σε εφαρμογή.
Ήξερε όμως ότι αυτό ήταν πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο, γιατί το νερό που έτρεχε στον ποταμό ήταν στον πάτο του φαραγγιού, ήταν πιο χαμηλό από τη γη που ήταν δική του, ώστε δεν θα μπορούσε να γυρίζει το μύλο.
Όμως μέσα στην πολλή του σκέψη, του φάνηκε πως άκουσε τον ποταμό να του απαντά,
-εσύ κτίσε το Μύλο, και εγώ θα τον γυρίσω…
Ήταν σίγουρος πως τοθελε η μοίρα να χτίσει τον νερόμυλο, έτσι ήταν γραφτό να γίνει. Τι κι αν το νερό ήταν χαμηλό; Πίστευε πως αφού ο ποταμός του είχε μιλήσει, σίγουρα θα τον βοηθούσε. Αλλά και να μην είχε τη βοήθεια του, ο ίδιος με τα δυο του χέρια όσο δύσκολο και αν ήταν, όσο χρόνος και αν χρειαζονταν, θα έσκαφτε αυλάκι από ψηλότερα και θα οδηγούσε το νερό στο μύλο.
Ο νερόμυλος ήταν η πρώτη μηχανή που κατασκεύασαν οι άνθρωποι με τη χρήση φυσικής ενέργειας. Με τη δύναμη που δημιουργεί η ροή του νερού γυρίζοντας τον τροχό, οι κινητήριες δυνάμεις εκ του αποτελέσματος αυτού, αποχτούσαν έργο που άλλως δια χειρός, θα χρειάζονταν ατελείωτες ώρες.
Γνωρίζοντας το καλό παλικάρι πως στην κοντινή περιοχή δεν υπήρχε άλλος μύλος, ήταν σίγουρος πως αν τον έχτιζε και κατάφερνε να τον γυρίσει, θα γινόταν πλούσιος. Γι αυτό ξεκίνησε να τον κτίζει με μια ελπίδα στην καρδιά πως θα τα κατάφερνε. Οι άλλοι χωριανοί που τον έβλεπαν γελούσαν και τον περιέπαιζαν αφού ήξεραν πως για να οδηγήσει το νερό στο μύλο από ψηλότερα χρειαζόταν πολλούς εργάτες και μηχανήματα, πράγματα ακατόρθωτα για τον φτωχό νέο.
Αυτός όμως χωρίς να τους λαμβάνει υπ όψη συνέχισε να κτίζει, πέρασε κάμποσος καιρός, τέλειωσε, ήταν ένας ωραίος στρογγυλός μύλος. Ύστερα επισκέφτηκε τον τοκογλύφο του χωριού, δανείστηκε χρήματα και αγόρασε τους μηχανισμούς για να γυρίζει και να αλέθει ο Μύλος.

Αυτό που παρέμενε ήταν ο ποταμός να γυρίσει τον Μύλο όπως του είχε υποσχεθεί. Δεν ανησυχούσε, ήξερε ότι θα κρατούσε την υπόσχεση του…αλλά κι αυτό αν δεν συνεβαινε, ήταν αποφασισμένος αυτός από μόνος του να γυρίσει το μύλο σκάβοντας ένα μακρύ αυλάκι ως πέρα, ως εκεί που χρειαζόταν.
Όμως αυτό δεν χρειάστηκε, μια μέρα του χειμώνα ο ποταμός πάνω στα ψηλά βουνά στην αρχή ανακατεύτηκε, ύστερα άρχισε να αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε τη χαρά να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγκρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα καλάμια και βάτα, και να ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από εμπόδια και ορμώντας ενάντια στους βράχους. Το νερό του που κατέβαινε στη θάλασσα έγινε θολό, ανέβηκε ψηλά σχεδόν ίσα με τις όχτες. Έτρεξε το νερό από τα ψηλά βουνά και ψήλωσε η στάθμη μέσα στις όχτες του ποταμού, σχεδόν ίσα να ξεχειλίσουν.
Πάει το παλικάρι, ανοίγει ένα αυλάκι και οδήγησε το νερό στη φτερωτή του Μύλου, που άρχισε να γυρίζει. Ο κόσμος χαρούμενος έτρεξε κοντά του, ήθελαν όλοι να αλέσουν το σιτάρι…
Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα που δεν σας διηγούμαι, το παλικάρι έγινε άρχοντας του χωριού και όλου του τόπου, ύστερα στάθηκε στην άκρη του ποταμού εκεί που έστεκε πάντα, και δυό δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Είχε τον ποταμό για φίλο του, ήταν πλούσιος και θα παντρευόταν την καλή του, ήταν απόλυτα ευχαριστημένος.
Τα χρόνια πέρασαν εκατόν και βάλε, τα απομεινάρια του παλιού μύλου ευρίσκονται ακόμα εκεί στην παραλία της Βρέξης, είναι χαλάσματα που απέμειναν και υπάρχουν. Έχουν γλιτώσει από την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της γης από τους ανθρώπους… μέχρι στιγμής…

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ