Έναν καιρό ήταν μια γριά
τσοπάνισσα που είχε απηυδήσει από το κρύο και την παγωνιά του χειμώνα, από τις λάσπες
και τις ασταμάτητες βροχές, και μόλις είδε πως επιτέλους ο Μάρτης ο γδάρτης
διένυε την τελευταια του μέρα και έδινε τη θέση του στον καλό Απρίλη,
βλέποντας πως δεν είχε πλέον τίποτα να τον
φοβηθεί από τη βαρυχειμωνιά, του φώναξε περιπαιχτικά,
-ούστ Μάρτη μου, τα ξεχείμασα τα πρόβατα μου.
Ο Μάρτης λοιπόν,
προσβλήθηκε και θίχτηκε βαρύτατα, και οργισμένος με την περιφρονητική της κουβέντα,
δανείστηκε μια μέρα από τον αδελφό του το Φεβρουάριο κι έριξε τόσο χιόνι κι
έκανε τόση παγωνιά που η γριά, αν και κρύφτηκε κάτω από το καζάνι της
για να μην ξεπαγιάσει, εντούτοις μαζί με το κοπάδι της πάγωσαν και έγιναν
πέτρες.
Κι έτσι, μας απέμεινε ο
Φλεβάρης κουτσός, με μια μέρα λιγότερη...
Κατά
την πρώτην ημέραν εορτή του Αγίου Τρύφωνος, γίνεται Αγιασμός στις εκκλησίες με
τον οποίο ραντίζουν τους αμπελώνες για να μην προσβάλλονται τα κλήματα από το
σηριβιδιν, ή όσα έχουν είδη προσβληθεί, να το αποβάλλουν.
Το
όνομα Φλεβάρης προέρχεται από τη λέξη «φλεβύζω», επειδη τα υπόγεια νερά από τη
γη αναβλύζουν στη διάρκειά του από τις πολλές βροχές. Είναι ο μήνας με τις
πολλές βροχές και με τις ανθισμένες αμυγδαλιές, είναι και ο προπομπός της άνοιξης.
Όμως
θεωρείται και ως μήνας του χειμώνα και του καλοκαιριού, εξ ού και η παροιμία «Ο
Φεβράρης φεβραρίζει τσιαι καλοτσιαιρκές
μυρίζει».
Όταν
η δεύτερη μέρα του μηνός είναι ηλιόλουστη, αυτό θα σημαίνει ότι ο υπόλοιπος
χειμώνας που ακολουθεί θα είναι δριμύς μέχρι το τέλος Μαρτίου. Αν δε, αυτή η
μέρα είναι βροχερή, έχουν να πουν ότι εκείνη την ημέρα τελειώνει ο χειμώνας,
και ο υπόλοιπος που θα ακολουθήσει, θα είναι ήπιος.
Θεωρείται
μήνας μέθυσος και οι γείτονες του Ιανουάριος και Μάρτιος εν καιρώ μέθης του
όταν ήταν αναίσθητος από το ποτό, του έκλεψαν από μίαν ημέρα, και έκτοτε έμεινε
κολοβός και γι αυτό ο λαός τον αποκαλεί κουτσοφέβραρο, ή κουτσό, ή κούτσουλλο.
Μαζί
με τον Φευράρη έρχονται και οι οργιαστικές τελετουργίες της Αποκριάς. Με κύριο
χαρακτηριστικό τις μεταμφιέσεις, τα καρναβάλια και τα γλέντια, οι γιορτές
αρχίζουν με το Τριώδιο, κορυφώνονται τις Αποκριές και τερματίζονται την Καθαρή
Δευτέρα με έξοδο στην ύπαιθρο για πέταγμα του χαρταετού και φαγοπότι με
σαρακοστιανά φαγώσιμα.
Το Σάββατο όμως της εβδομάδας της Τσικνοπέμπτης,
καθώς και τα δύο επόμενα Σάββατα της Τυρινής και εκείνο της πρώτης εβδομάδας
της Σαρακοστής, είναι αφιερωμένα στη μνήμη των πεθαμένων.
Στα
Ψυχοσάββατα οι ψυχές κάθονται επάνω στα δέντρα και τα βλαστάρια του αμπελιού,
γι’ αυτό δεν μουττο κόβουν ως τότε βλαστάρια, μήπως πέσουν οι ψυχές που είναι
καθισμένες επάνω σε αυτά και κλάψουν. Αυτό το κάθισμα των ψυχών πάνω στα δέντρα
έχει ρίζες προχριστιανικές, και είναι δοξασίες πανάρχαιες και οικουμενικές,
αποκαλούν μάλιστα το θρόισμα των φύλλων ψυχοθρόισμα και μουρμούρισμα των ψυχών.
Οι
συνάξεις και τα έθιμα των Αποκριών καθώς και η γιορτή της Καθαράς Δευτέρας
δίνουν την ευκαιρία να αναζωογονηθούν και να ενισχυθούν οι οικογενειακοί και οι
συγγενικοί δεσμοί, να εκφραστεί ο σεβασμός των νεοτέρων προς τους ηλικιωμένους,
ιδιαίτερα των νυφάδων προς τα πεθερικά και να σμίξουν απομακρυσμένοι συγγενείς.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ