6 Νοεμβρίου 2014

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΨΑΡΑΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ
Γράφτηκε στις 5/11/2014

Μια φορά ένα μικρόν παιδί γεννημένο σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Κύπρου τη Χλώρακα, ζούσε ευτυχισμένο και χαρούμενο γιατί ένιωθε πως η θάλασσα που απαλά έσκαγε το κύμα της στις ακρογιαλιές και γλυκά τις φιλούσε, το ίδιο γλυκοφιλούσε και αυτόν όποτε όλες σχεδόν τις ώρες της ημέρας κολυμπούσε στα βαθιά νερά της, ή όταν το απαλό θαλασσινό αγέρι του ξένιζε τα μαλλιά σαν με δύναμη τραβούσε τα κουπιά της μικρής του βάρκας.
Ο πατέρας του ήταν ένας σπουδαίος ναυτικός και ήξερε τη θάλασσα απ έξω και ανακατωτά, και την αγαπούσε υπερβολικά. Είχε ένα μεγάλο πάθος γι αυτήν που του γέμιζε την καρδιά και του κατέκλυζε το είναι στο μέγιστο βαθμό, ώστε  ως φυσικό αποτέλεσμα, τo κληροδότησε στο γιο του Ανδρέα, ένα σκληροτράχηλο αγόρι που καθώς από τα γεννοφάσκια του ξημεροβραδιαζόταν μαζί του στη θάλασσα, έγινε κι αυτός σπουδαίος θαλασσινός. Είχε πολύ μεγάλο μεράκι ίδιο με του γονιού του, γι αυτό οι άλλοι κάτοικοι στο χωριό αντί να τον φωνάζουν με το δικό του όνομα, τον ονομάτισαν όπως τον πατέρα του, δηλαδή Βασίλη. Κανείς δεν τον έλεγε με τ αληθινό του όνομα, αλλά και αυτός με χαρά αποδέχτηκε να τον καλούν Βασίλη.
Κάθε μέρα ξημερώματα ακολουθούσε τον πατέρα του, και μαζί ψάρευαν, και μαζί έκαναν τις θαλασσινές εργασίες. Όταν δεν τον έπαιρνε μαζί είτε γιατί κάποιος φίλος ή συνάδελφος τον συντρόφευε, ο Βασίλης γύρναγε τις ακρογιαλιές και έχοντας  παρέα τον ήχο των κυμάτων και του μαϊστράλι, σκεφτόταν πως δεν ήθελε άλλη ευτυχία, αυτή του αρκούσε.
Μα περισσότερο του άρεσε να πηγαίνει κολυμπώντας στις ξέρες του Φουρφουρή λίγο πιο πέρα από την ακτή, και εκεί να κάθεται με τες ώρες και να συλλογάται, και στο νου να τούρχονται τα γλυκά τραγούδια μιας μικρής σειρήνας που πολύ καλά γνώριζε μέσα από αφηγήσεις του κυρού του. Ήταν κάτι μεγάλες ξέρες μέσα στο βαθύ γιαλό, αλλά κάθε που η άμπωτη τραβούσε πίσω τα νερά, η επιφάνεια τους ισοσταθμούσε με τη θάλασσα. Πάνω  στις ξέρες αυτές, πολλά καράβια τσακίστηκαν και βούλιαξαν. Οι ντόπιοι έλεγαν πως όταν η θάλασσα θύμωνε, τα άρπαζε φουρτουνιασμένη και τα τσάκιζε αλύπητα χωρίς να λυπάται τις ανθρώπινες ζωές. Ο μικρός Βασίλης όμως, ήξερε πως μια μαγική δύναμη τα οδηγούσε και μόνα τους έσπαζαν τα σκαριά τους στις μεγάλες αυτές ξέρες. Πλοία και καΐκια από την αρχαιότητα έως σήμερα, βούλιαξαν και άφησαν τα κουφάρια τους κάτω στα βαθιά νερά. Αρχαία απολιθώματα κυρίως πήλινα αντικείμενα, όσα άντεξαν στο χρόνο και στα υπόγεια ρεύματα, έγιναν ένα με το βυθό και εκεί παραμένουν ακόμα, να θυμίζουν τη μανία της θάλασσας.

Τούλεγε  ο πατέρας του πως σε αυτό το βράχο είχε το θρόνο της μια μικρή νεράιδα που ήταν κόρη της βασίλισσας γοργόνας, αυτής που εξουσιάζει τους βυθούς σε θάλασσες και σε πελάγη. Μια ιστορία, ένα όμορφο παραμύθι που χαράχτηκε βαθιά μέσα στη ψυχή του και στιγμάτισε τα παιδικά του χρόνια.
Ήταν η ιστορία μιας μικρής νεράιδας που μια φορά ξεφεύγοντας από την προσοχή της μητέρας της, έχασε τον προσανατολισμό της και χάθηκε στους άγνωστους ωκεανούς χωρίς να μπορεί να βρεί τον δρόμο της γυρισμού. Μέρες και νύχτες έψαχνε απεγνωσμένα τον δρόμο της επιστροφής, αλλά είχε χαθεί παντοτινά πίστεψε η μικρή γοργόνα, και ο φόβος της έσκιασε την καρδιά. Μια σταλίτσα κοπελίτσα κι απροστάτευτη, ανάμεσα στα επικίνδυνα ψάρια της θάλασσας, περιπλανιόταν μέρες πολλές με την αγωνία  συντροφιά, και τον φόβο στην καρδιά. Πολλές φορές κινδύνευσε καθώς στη θάλασσα τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά, και αυτή ήταν πολύ μικρή για να μπορέσει να αντιπαλεύσει μαζί τους.
Και ύστερα από ένα μεγάλο περιπετειώδες ταξίδι διασχίζοντας δυνατά ρέματα και αποφεύγοντας επικίνδυνα τέρατα, αποκαμωμένη  και κατακουρασμένη, ανέβηκε στις ξέρες του Φουρφουρή απελπισμένη και παραδομένη στη μαύρη της μοίρα. Κάθισε πάνω στην πιο ψηλή κορφή τους που μόλις εξείχε από τη θάλασσα, κι αρχίνησε να τραγουδά λυπητερά καλώντας τη μάνα της με ελπίδα στην καρδιά πως θα την άκουγε να έρθει να την πάρει.

Το τραγούδι της γλυκό και πικραμένο, έφτανε στα πέρατα του ορίζοντα, κα τα δελφίνια που κολυμπούσαν εκεί, τη συμπόνεσαν και πήραν το μήνυμα της και το μετέφεραν στα πέρατα της γης. Το άκουσε η μάνα της λοιπόν, και ήρθε και την πήρε. Θυμωμένη όμως από τον πολλή της φόβο, έκλεισε τη μικρή νεράιδα σε ένα κλουβί για να την προστατεύσει, να μην ξαναφύγει και  πάλιν να χαθεί. Την άφηνε να βγαίνει έξω όταν η ίδια ήταν παρών για να την προσέχει.
Μέσα στη φυλακή της η μικρή γοργόνα γεμάτη πίκρα μαράζωνε και θύμωνε νιώθοντας μεγάλη δυσαρέσκεια για την άδικη τιμωρία της όπως πίστευε. Την κυρίευσε ανείπωτος θυμός, και όποτε η μητέρα της την ελευθέρωνε και έβγαινε περίπατο στην επιφάνεια, κολυμπούσε ως τις ξέρες του Φουρφουρή, και πάνω στο θρόνο της καθόταν ως σειρήνα, και επί σκοπού αρχίνιζε να τραγουδά και να μαγεύει τους ναυτικούς, που έσπευδαν να την ακούσουν.
Και όσοι μαγεμένοι δεν πρόσεχαν τις μεγάλες ξέρες, έπεφταν πάνω τους και βούλιαζαν στα βαθιά νερά. Αμέτρητα πλοία λοιπόν, βούλιαξαν σ αυτά τα νερά, και όσοι ντόπιοι ασχολούνται με τη θάλασσα, λένε πως η θάλασσα της Χλώρακας κρύβει πολλούς θησαυρούς από τα ναυάγια αυτά.
Λένε ακόμη πως το μικρόν παιδίν ο Βασίλης ο ψαράς, εξερευνώντας τον βυθό γύρω από τις μεγάλες ξέρες, ανακάλυψε ένα μικρό θησαυρό από χρυσάφι που τον έβγαλε και καλά τον φύλαξε, ώστε ανθρώπου μάτι ποτέ να μην τον ιδεί.


Το μικρόν παιδί όταν μεγάλωσε και ανδρώθηκε, πήγε στα καράβια και εργάστηκε ως ναυτικός για πολλήν καιρό. Και όταν τα χρόνια πέρασαν, επέστρεψε στο μικρό χωριό του, και συνέχισε να ασχολείται με τη θάλασσα. Έγινε ένας σπουδαίος έμπορος ψαριών, και απέχτησε πολλά χρήματα. Τώρα, ζει πλουσιοπάροχα και είναι ένας καλός προεστός στον τόπο του. Έχει άφθονα χρήματα και λένε κάποιοι πως τα κέρδισε με τον ιδρώτα του και την εξυπνάδα του, ενώ κάποιοι άλλοι λένε πως είναι ο θησαυρός της μικρής σειρήνας που βρήκε στα βαθιά νερά κάτω από τις μεγάλες ξέρες...