Είναι ένας σπουδαίος τόπος που αν ο επισκέπτης ξεχαστεί εκεί, θα απολαύσει
ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα με την καλύτερη θέα ως ζωγραφιά να
σχηματίζεται στο βάθος του ορίζοντα, με τον ήλιο να γέρνει πίσω από το όμορφο
πλοίο που στέκει προσαραγμένο στις ξέρες του «Φουρφουρή» στη μέση του πελάγου της
Χλώρακας.
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΚΑΡΑΒΟΥ
12. Και
άγρίωσεν ή θάλασσα με κακαίς βοαίς,
ο ουρανός
σκοτίστην άπό ταίς βρονταίς.
13. Κατάρτια
τσακκιστήκαν απου ταίς αστραπαίς,
τότες
είνε φόβοι, τρομάρες
φοβεραίς,
14. τρομάρες
ασυνήθισταις εις ταίς άμαρτωλαίς,
που πάσιν
κολασμέναις και άξωμολόγηταις
15. Πως
ετσι τουν το πάχτιν στήν Πάφουν να πνιγούν,
ανάμεσα στον
κόλπον της Καραμανιάς
16. καράβιν
κινδυνεύει μέσ' τα βαθιά νερά,
κλαίσιν και
αναστενάζουν γυναίκες, πάς παιδιά,
το πώς θέν
να γλυτώσουν έκείνην την βραδιά.
Τα άγρια κύματα της θάλασσας της Χλώρακας που για
χιλιάδες χρόνια προσπαθούν να κατατρώουν τις πέτρινες ακτές της, εκείνη τη μέρα
του 1800 και κάτι, θυμωμένα για την ανημποριά τους αυτή, έριξαν με βία το
σιδερένιο πλοίο της γραμμής Κύπρου Ιεροσολύμων, πάνω στις ξέρες του Φερφουρή
και το έκαμαν κομμάτια. Ήταν γεμάτο πλούσιους επιβάτες φορτωμένους με χρυσές
λίρες, γι αυτό το είπαν χρυσοκάραβο
Από τον κόλπο της Μόρφου το επιβατικό πλοίο σαλπάρισε
για τους Αγίους Τόπους. Σε μια εποχή Τουρκοκρατίας που ο Ελληνοκυπριακός
πληθυσμός ζούσε εξαθλιωμένη ζωή από τη φτώχεια και την καταπίεση των
κατακτητών, σχεδόν κανένας δεν είχε την πολυτέλεια για ταξίδια αναψυχής, εξόν
των πλουσίων προεστών και μεγαλοαστών που είχαν την εύνοια των Οθωμανών.
Τα πλοία που ελλιμενίζονταν στα Κυπριακά λιμάνια, ήταν
συνήθως φορτηγά που μετέφεραν προϊόντα αλλα και επιβάτες συνάμα. Όμως, ένα
επιβατικό πλοίο της γραμμής του Χακή Αλεξανδρή, έκανε το δρομολόγιο Κύπρου
Ιεροσολύμων μεταφέροντας προσκυνητές στους Αγίους τόπους, και καθώς με αυτό
μόνο πλούσιοι ταξίδευαν, οι φτωχοί το ονόμαζαν χρυσοκάραβο. Ήταν ένα γερό
σκαρί από σίδερο, που όμως τα κύματα το έριξαν στις ξέρες του Φουρφουρή στη
Χλώρακα, και το βούλιαξαν.
Στη δεκαετία του 1800, φόρτωσε εχούμενους επιβάτες
φορτωμένους με λίρες και χρυσαφικά, για ένα προσκηνηματικό ταξίδι στα
Ιεροσόλυμα. Ανάμεσα τους ήταν και η Μαρουθκιά με το μικρό παιδί της τον
Νικολάκη, σύζυγος του Χατζή Γεωργάκη Κορνέσιου του δραγουμάνου της Κύπρου ο
οποίος δέσποζε στη ζωή του νησιού.
Ο Δραγουμάνος ήταν ένας αξιωματούχος
Χριστιανός που είχε εξουσία και δύναμη, καθώς οι Τούρκοι συνήθιζαν να ορίζουν
αντιπροσώπους εκ των κατακτηθέντων λαών. Εκλεγόταν από τους επισκόπους και ήταν
επίτροπος του λαού με διοικητική και οικονομική εξουσία.
Σημαντικότερος των Κυπρίων δραγουμάνων ανεδείχθη ο
Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος. Ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα με επιρροή, και είχε
ισχυρους φίλους στην Κ/Πόλη.
Εκτός από δραγομάνος, υπήρξε πλοιοκτήτης και μεγάλος
γαιοκτήμονας, καθώς από τη θέση του απέκτησε πολλά χρήματα εκμεταλλευόμενος
τους Χριστιανούς φορολογούμενους.
Ανάμεσα σ αυτές τις συγκυρίες, η Μαρουθκιά Παυλίδη,
μαζί με άλλους πλούσιους επιβάτες, επιβιβάσθηκε στο πλοίο του Χακή Αλεξανδρή,
για προσκύνημα στους Αγίους τόπους και για να παρακαλέσει τον Χριστό να
γλυτώσει από τον κίνδυνο των Τούρκων τον της σύζυγο Δραγουμάνο Χατζή Γεωργακη
Κορνέσιο και τον θείο της Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο.
Ο καιρός έδειχνε ότι πήγαινε να χαλάσει, όμως ο
καπετάνιος δεν σκέφτηκε να αναβάλει τον πλούν του πλοίου, έτσι ξεκίνησαν
ελπίζοντας να μην τους πιάσει μεγάλη τρικυμία και να τους δυσκολέψει.
Όταν όμως το πλοίο περνούσε από τον Ακάμα, ξέσπασε
θαλασσοταραχή που συνέχεια δυνάμωνε, ενώ δυνατοί άνεμοι τους χτυπούσαν κάνοντας
την πορεία του πλοίου πολύ δύσκολη και επικίνδυνη.
Φόβος άρχισε να ζώνει τους επιβάτες, που όσο δυνάμωνε
η τρικυμία, ο φόβος γινόταν τρόμος που φώλιαζε στην καρδιά τους και τους γέμιζε
αγωνία. Όλοι μαζί οι επιβάτες και το πλήρωμα, κατατρομαγμένοι πλέον
παρακαλούσαν τον Χριστόν και την Παναγία να τους γλυτώσει.
Κατάφερε να προχωρήσει και να παρακάμψει τη χερσόνησο
του Ακάμα. Όμως, περνώντας στα ανοιχτά της Χλώρακας, τα κύματα τους παρέσυραν
έξω στη στερια και τους έριξαν πάνω στις ξέρες του Φουρφουρή, ένα νησί ίσα με
την επιφάνεια της θάλασσας στην περιοχή Δήμμα. Το πλοίο τσακίστηκε πάνω τους
και βούλιαξε. Πολλοί επιβάτες πνίγηκαν μέσα στις καμπίνες τους, ενώ άλλους τους
άρπαξαν τα δυνατά ρεύματα και τα άγρια κύματα και τους βούλιαξαν στα βαθιά νερά
και τους επνιξαν, ή με ορμή άλλους τους τσάκισε τα κορμιά πάνω στις ξέρες και
τους σκότωσε.
Δεν έμεινε κανένας ζωντανός, ούτε κανένας μπορεσε να
κολυμπήσει να βγει στην στεριά που ήταν πολύ κοντά από το ναυάγιο.
Οι ξέρες του Φουρφουρη έχουν απόσταση από τη στεριά
λίγες εκατοντάδες μέτρα, και η αμέσως κοντινότερη ακτή, είναι ο κόλπος
της Βρεξης, ένας μικρός όρμος στρωμένος με άμμο και περικλυσμένος από μεγάλους
βράχους. Μετά από μεγάλες τρικυμίες όταν η θάλασσα ξεβράζει διάφορα αντικείμενα
και ξύλα από ναυάγια, τα ρεύματα και οι άνεμοι, συνήθως τα σπρώχνουν και τα
βγάζουν στην αμμουδιά του κόλπου αυτού.
Οι κάτοικοι της Χλώρακας μετά από κάθε τρικυμία
επισκέπτονταν και έψαχναν τις παραλίες και τις χάστρες ανάμεσα στους βράχους,
και ότι τα ρεύματα και οι άνεμοι ξέβραζαν, τα μάζευαν και τα μετέφερναν στα
σπίτια τους.
Μόλις μαθεύτηκαν τα κακά μαντάτα για το ναυάγιο του
Χρυσοκαραβου, οι κάτοικοι της Χλωρακας καθώς και των γειτονικών περιοχών,
έτρεξαν με αγωνία κάτω στην παραλία.
Σε όλη την ακτή υπήρχαν ξεβρασμένα πτώματα πνιγμένων
και άλλα αντικείμενα του βουλιαγμένου πλοίου, αλλά κυρίως στον ορμίσκο της
Βρεξης, είχαν ξεβραστεί τα περισσότερα πτώματα δημιουργώντας ένα απερίγραπτο
θέαμα που συγκλόνισε όσους το αντίκρισαν.
Οι Τούρκικες διοικητικές αρχές απεμάκρυναν τον κόσμο
και απέκλεισαν την περιοχή. Περιμάζεψαν τα πτώματα και μάζεψαν ότι άλλο
πολύτιμο ξεβράστηκε.
Ύστερα που τελείωσαν την μακάβρια αποστολή τους και
αποχώρησαν, οι κάτοικοι έψαξαν και αυτοί με τη σειρά τους και μάζεψαν ότι
απέμεινε, ξύλα, βαρέλια, σχοινιά ή ότι άλλο βρήκαν.
Αφού παρήλθαν λιγες μέρες, και η ζωή επανήρθε τον
καθημερινό της ρυθμό, δυο αδέρφια από τη Χλώρακα πρόγονοι της οικογένειας
Πενταράς, σε μια συνηθισμένη επίσκεψη τους στη θάλασσα ψάχνοντας να βρουν
σανίδες, βρήκαν ένα πτώμα ενός πνιγμένου που δεν είχε περιμαζευτεί. Ήταν σε μια
βαθιά χάστρα σφηνωμένος, μισοσκεπασμένος από το νερό και τα φύκια, ίσα που
φαινόταν.
Ήταν πρησμένος και τουμπανιασμένος, και στη μέση είχε
ζωσμένη μια ζώνη. Σκέφτηκαν αμέσως ότι η ζώνη ίσως να περιείχε χρυσά νομίσματα,
αφού ήταν γνωστό το πλοίο ως το χρυσοκάραβο των πλουσίων.
Ο ένας με δυσκολία και πολλή προσπάθεια κατεβηκε στη
σχισμή των βράχων. Έσκυψε να λύσει και να πάρει την ζώνη, αλλά μετακινώντας το
πεθαμένο κορμί, ακούστηκε ένας απαίσιος ρόγχος να βγαίνει από τον πνιγμένο και
η βρώμικη μυρωδιά της σήψης του πτώματος που βγήκε από το στόμα του και τον
έλουσε, τον έκανε να αναριγίσει και να φοβηθεί. Κυριεύτηκε από μεγάλο τρόμο,
και από τη σιχαμάρα που του προκάλεσε η μπόχα της νεκραϊλας, σάλεψε το λογικό.
Αρρώστησε βαριά και έπεσε στο κρεβάτι. Κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να τον
γιατρέψει, ούτε ξορκιστής να τον ξεματιάσει. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο αδελφός
του πήρε τις λίρες, τις έκρυψε, και δεν τις ξόδεψε, γιατί τις θεώρησε
καταραμένες. Λέγεται ότι έβγαλε μια τρύπα στον τοίχο του σπιτιού και τις έκτισε
μέσα.
Από τότες έμειναν κρυμμένες και άφαντες για πολύ
καιρό, ώσπου μετά πάροδο πολλών δεκαετιών, κάποιος που αγόρασε το σπίτι,
ξαφνικά εγινε πλούσιος στα καλά καθούμενα. Λέγεται ότι ίσως βρήκε την κρυψώνα.