Ο πόλεμος φέρνει καταστροφή, σπέρνει μίσος,
εκδίκηση και αντεκδίκηση, εμπερικλείει σκοτωμούς και δυστυχία. Ο πόλεμος
προκαλεί μένος στους πολεμιστές, που σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια υπακούνε και
σκοτώνουν με αγριότητα και βαναυσότητα. Με δικαιολογία την υπεράσπιση της
πατρίδας και της οικογένειας, γίνονται οι περισσότεροι πόλεμοι, αλλά η αλήθεια
είναι μία μόνον, ότι σχεδόν όλοι οι πόλεμοι γίνονται για τα συμφέροντα κάποιων
ανθρώπων, οι οποίοι παρακινούν και φανατίζουν τις μάζες των πολιτών, και τους παρασέρνουν
στην καταστροφή και στον όλεθρο.
Μια
φορά και έναν καιρό σε ένα βασίλειο ήταν ένας πολεμιστής ανίκητος που ο
βασιλιάς τον έστειλε σε έναν πόλεμο. Δεν
χαριζόταν στους εχθρούς του, και τους έσφαζε όλους. Χωρίς να τους
λυπάται με δικαιολογία ότι άν δεν τους έσφαζε θα τον έσφαζαν, συνέχιζε να
πολεμά και να κερδίζει όλες τις μάχες.
Έγινε
αιμοβόρος και απαθής στον ανθρώπινο πόνο, και με τον καιρό οι σφαγές έγιναν στο
μυαλό του έμμονη ιδέα και συνήθεια. Ο βασιλιάς τον παίνευε για τις μάχες που
κέρδιζε, και οι συμπολεμιστές του τον θαύμαζαν. Η φήμη του ως άγριος πολεμιστής, απλώθηκε σε όλη τη χώρα και όσο
διαρκούσε ο πόλεμος, όλοι τον υμνούσαν και τον δόξαζαν.
Κάποτε
όμως ο πόλεμος τέλειωσε και ο στρατιώτης απολύθηκε. Πήρε των οματιών του και
κατοίκησε σε μια άκρια του Βασιλείου που δεν έφτανε κανένας νόμος, ένα απόμερο
μέρος, ένα μικρό χωριό όπου εκεί, δια της βιάς επέβαλε δικούς του νόμους.
Συνηθισμένος
μόνο να πολεμά, άρχισε ένα δικό του πόλεμο στο μικρό χωριό. Δια της βίας άρπαζε
από τους φτωχούς χωρικούς, και όποιος του εναντιωνόταν, τον βασάνιζε ή και τον
σκότωνε. Ήταν μια εποχή του Μεσαίωνα που κυριαρχούσε ο νόμος της επιβολής του
δυνατού.
Έτσι
συμπεριφερόμενος, έγινε άρχοντας και εφάρμοσε προς όφελος του ένα σκληρό κουμάντο που έκανε τους ανθρώπους
γύρω του δυστυχισμένους. Πολλοί κάτοικοι, οι τίμιοι θεοφοβούμενοι και φιλήσυχοι
πολίτες από φόβο κρυφά διαμαρτύρονταν και έψαχναν να βρούν τρόπο αντίδρασης, ενώ πολλοί άλλοι δήλωσαν υποταγή
και τον όρισαν βασιλιά τους, ώστε τοιουτοτρόπως είχαν την εύνοια του και την
προστασία του.
Έτσι
στο μικρό χωριό δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα, ένα από τους επιτήδειους κόλακες
και υμνητές της εξουσίας οι οποίοι είχαν οφέλη εξ αυτής, και οι φτωχοί τίμιοι βιοπαλαιστές
που ένεκα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, καθημερινώς γίνονταν
περισσότερο πτωχότεροι και δυστυχέστεροι
Στα
χρόνια που πέρασαν, ένα μικρό παιδί μιας τίμιας οικογένειας που γαλουχήθηκε με
τα Χρηστά ήθη, όταν μεγάλωσε αποφάσισε να κάμει ιερό πόλεμο εναντίον των
απίστων. Ντύθηκε στρατιώτης και πήγε στους Αγίους τόπους να πολεμήσει. Έδωσε
σκληρές μάχες, και υπέρ του Χριστού φόνευσε πολλούς αλλόθρησκους.
Όταν ο
πόλεμος τέλειωσε, γύρισε στον τόπο του, αλλά βλέποντας το άδικο εναντίον των φτωχών
συνανθρώπων του, αποφάσισε να τιμωρήσει τον αίτιο των δεινών.
Ο
δυνάστης άρχοντας ενοχλημένος από τη συμπεριφορά του, αποφάσισε να εξαλείψει το
μικρό εμπόδιο που του παρουσιάστηκε. Διέταξε τους υποτακτικούς του να τον δωροδοκήσουν
ή αν δεν τα κατάφερναν, να τον αφανίσουν από προσώπου γης. Όμως τίποτα δεν
κατάφεραν, καθώς ο νέος έχοντας τον Χριστό και το δίκαιο με το μέρος του, ήταν
αποφασισμένος να πολεμήσει το άδικο και το κακό.
Κάλεσε λοιπόν
τον κακό άρχοντα σε μάχη μέχρι θανάτου, και ξεκίνησαν μια μεγαλειώδη πάλη που
στα χρονικά της ιστορίας ονομάστηκε η μάχη του καλού και του κακού. Τα σπαθιά τους
άστραφταν και βροντούσαν, και χτυπούσε ο ένας τον άλλο με πολλή δύναμη. Πάλευαν
ώρες, πάλευαν μέρες, πάλευαν εβδομάδες. Κανένας δέν μπορούσε να νικήσει. Όσο
δεινός πολεμιστής ήταν ο κακός άρχοντας, άλλο τόσο ήταν και το καλό παλληκάρι.
Οι άνθρωποι τους παρακολουθούσαν, και οι μισοί υποστήριζαν τον κακό, και οι
άλλοι τον καλό. Στα μάτια των μεν, ο κακός ήταν ο καλός, και στα μάτια των δε,
ο καλός ήταν ο κακός.
Όταν κουράστηκαν
και δεν μπορούσαν άλλο, όταν τα σπαθιά τους έσπασαν και οι ασπίδες τους τσακίστηκαν,
κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε να νικήσει κανένας. Έτσι έκαμαν μια συμφωνία, να μην
τπάρξει ηττημένος, ούτε νικητής. Έκαμαν νόμους που να ευνοούν το δίκαιο του
καθενός, και συγκυβέρνησαν στον τόπο. Με λίγα λόγια έμεινε το κακό να
κυριαρχεί, αλλά έμεινε και το καλό να συνκυριαρχεί.
Και από
τότες τους ανθρώπους τους κυβερνούν οι κακοί και οι καλοί, με τρόπο που το
σύνολο των ανθρώπων πιστεύει πώς η κάθε εξουσία κυβερνά με τους νόμους που θεσπίστηκαν
επ’ αυτού, και πώς πρέπει να τους εφαρμόζουν άσχετα αν είναι καλοί ή κακοί.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ