Ήταν άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που ανάγιωσε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε πέτρινες και φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός μόνος του με παρέα και βοηθό την γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι, και ανάγιωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του θεού όλα τα παιδιά τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από ενωρίς έως βραδύς, και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής.
Ένιωθε ευτυχής, καθώς πίστευε ότι είχε όλα όσα έπρεπε να έχει. Ολιγαρκής δεν αποζητούσε εκτός από τα απαραίτητα. Δεν ήθελε περισσότερα, ένιωθε πλήρης και ευλογημένος από το Θεό.
Ήταν φιλόξενος και είχε το τραπέζι του πάντα στρωμένο για όλους. Πολλές φορές με φίλους ή γειτονους διασκέδασαν, και πολλές φορές έδωσε από τα περισσεύματα του σε φτωχούς και ανήμπορους.
Αγαπούσε όλο τον κόσμο, το ίδιο πίστευε πως τον αγαπούσαν, καθώς αυτό έβλεπε στις συμπεριφορές απέναντι του.
Ο καιρός πέρασε, μοίρασε την περιουσία του στα παιδιά του τα οποία έφυγαν εδώ και εκεί σε διάφορους τόπους, και έμεινε αυτός και η καλή του σύζυγος μονάχοι. Σε μεγάλη ηλικία πλέον μη μπορώντας να εργαστούν όπως πρώτα, κάθε πρωί έζεγναν το γαϊδουράκι τους και ροβολούσαν σε ένα χωραφάκι που κράτησαν για τον εαυτό τους απλά για να περνούν την ώρα τους.
Μια κακιά μέρα όμως η γυναίκα του πέθανε και το μαράζι τον κυρίευσε. Την αγαπούσε πολύ, ήταν μόνο ότι είχε, γι’ αυτό ο πόνος του ήταν πολύ μεγάλος. Στενοχωρημένος μέσα σε ένα άδειο σπίτι χωρίς πλέον συντροφιά, βίωνε μια απέραντη μοναξιά. Τα παιδιά του και οι συγγενείς του τον παρηγορούσαν και του εξηγούσαν ότι με τον καιρό θα συνηθίσει και θα το ξεπεράσει.
Πέρασε ο καιρός και συνήθισε τον πόνο, αλλά η μοναξιά του ήταν αφόρητη, δεν μπορούσε να την αντέξει. Μόνος και έρημος χωρίς καμιά συντροφιά αφού τα παιδιά του και τα εγγόνια του ζούσαν μακριά, βίωνε την απόλυτη μοναχικότητα, σε μια απέραντη μοναχικότητα που του τριβέλιζε και του μάγκωνε το νου. Αυτός που έζησε μια ολόκληρη ζωή έχοντας κάθε λεπτό δίπλα του τη συντροφιά της, αυτός που αμέτρητα χρόνια δουλεύοντας από πρωί έως βραδύς είχε μια πλήρη απασχόληση, τώρα έμεινε μόνος και δεν είχε να κάνει κάτι, και οι σκέψεις του κόλλησαν στο παρελθόν και ένιωθε μόνος, απόλυτα μόνος μέσα σε μια απεριόριστη μοναξιά που του δημιουργούσε άγχος και πόνο.
Βαρέθηκε τη ζωή και παρακαλούσε το Θεό να τον πάρει κοντά του να πάψει να πονεί και να στεναχωριέται. Βαρέθηκε να ζει αφού δεν είχε πλέον ένα σκοπό, δεν είχε δίπλα του κανέναν εκτός από τη μοναξιά του, αυτή τη μοναξιά που σμπαραλιάζει τις αντοχές και σπάζει τα νεύρα προκαλώντας ατελείωτο στρες στο μυαλό, στην καρδιά, στην ψυχή.
Μαζί με τη γυναίκα του, θυμάται, πόση χαρά ένιωθαν όταν σε κάποιες γιορτές έρχονταν τα παιδιά τους με τα εγγόνια τους και γέμιζε χαρούμενες φωνές η αυλή και η πλάση γύρω. Έστρωναν το μεγάλο τραπέζι και κάθονταν όλοι και ήταν όλα χαρά Θεού. Θυμάται τα εγγόνια του να τον περιτριγυρίζουν και αυτός ως ο καλός παππούς, ήταν ο αγαπημένος ήρωας τους. Τους έλεγε πάντα ναι, ότι και να του ζητούσαν. Όταν ακόμα καμιά φορά η γιαγιά τους έλεγε όχι, αυτός κρυφά τους έκανε τα χατίρια. Θυμάται ακόμα τα παιδιά να μαλώνουν με τους γονείς, αλλά με αυτόν καμιά φορά. Όλο τον άκουγαν και όλο τον αγαπούσαν.
Όμως πάνε εκείνες οι εποχές, πάει η σύζυγος του, τα παιδιά του τράβηξαν τον δρόμο τους, και αυτός έμεινε εδώ, μοναχός στην έρμη μοναξιά του και στην μεγάλη του στεναχώρια.
Μέσα σε αυτές τις κακές σκέψεις μια μέρα, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε και μόλις άκουσε τη φωνή, το πρόσωπο του αναγάλλιασε, και ένα χαμογέλιο άνθισε στο πικραμένο του χείλι. Στην άκρια της γραμμής ήταν ο εγγονός του που είχε το όνομα του, και χαρούμενα τον ρώτησε τι κάνει και του είπε πως τον πεθύμησε, και πως θα ερχόταν στο χωριό να κάμει μαζί του το φετινό καλοκαίρι.
Οι επόμενες μέρες ήσαν γεμάτες και πυρετώδεις για τον γεράκο. Καθάρισε το σπίτι από γωνιάς, κλάδεψε τα δένδρα στην αυλή, καθάρισε τα αγριόχορτα, ασβέστωσε το σπίτι και μπογιάτισε τις πόρτες. Χωρίς να έχει βαριεστιμάρα πλέον, με νέα πνοή και όρεξη στρώθηκε στη δουλειά και γεμάτος προσμονή περίμενε την επίσκεψη του αγαπημένου του εγγονού.
Και όταν τα απογεύματα κουρασμένος έγερνε στην παλιά αναπαυτική να ξεκουραστεί, σκεφτόταν πόση χαρά προκαλούν στους γέρους τα αγαπημένα τους πρόσωπα και πόσο εύκολα γεμίζουν την ζωή τους διώχνοντας πέρα την σκληρή μοναξιά που μόνο θλίψη και κατάθλιψη τους προκαλεί.
Μια φορά παλιά έναν καιρό ήταν ένα παλληκάρι που αποφάσισε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κάθισε με τη μάνα του λοιπόν, και σκέφτηκαν όλες τις κοπέλες του χωριού και των περιχώρων, για να βρουν ποια από όλες άρμοζε στον κανακάρη.
Τις παλιές εποχές οι γαμπροί ήσαν περιζήτητοι και για να καταλήξει ένα συνοικέσιο, εξαρτιόταν κατά μέγα μέρος από την προίκα που θα είχε η νύφη.
Η προίκα ήταν ένας θεσμός, ένα έθιμο κατά το οποίο η οικογένεια παραχωρούσε περιουσία στη νύφη που θα παντρευόταν, και προϋπήρχε από τα αρχαία χρόνια. Ήταν ένα έγγραφο γάμου ενυπόγραφο που ονομαζόταν προικοσύμφωνο και σε αυτό αναγραφόταν η προίκα της νύφης.
Οι γονείς προσπαθούσαν από τα μικρά χρόνια κάθε κόρης μέχρι να την λογιάσουν, να της ετοιμάσουν την προίκα ώστε πόσο μεγάλη θα ήταν, να βρουν τον ανάλογο γαμπρό. Η προίκα αποτελείτο από χωράφια, σπίτια, χρήματα, ζώα, δένδρα, πηγάδια, χρυσαφικά και ασημικά.
-Μάνα, της λέει το παλληκάρι, η γειτονοπούλα μας είναι όμορφη και την αγαπώ πολύ, θα ήθελα να την ζητήσουμε.
-Όχι γιέ μου, αυτή είναι φτωχή, δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Μπορεί να την αγαπάς, αλλά με την αγάπη μόνο, το στομάχι δεν γεμίζει. Αλλά αντιθέτως στο διπλανό χωριό ζει μια κοπέλα από μεγάλο σόι και διαθέτει μεγάλη προίκα. Έχει πολλά χωράφια και μισταρκούς που τα δουλεύουν, και αν εσύ την πάρεις, θα γίνεις άρχοντας. Είσαι πολύ όμορφος και δουλευταράς,και είμαι σίγουρη πως ο πατέρας της με χαρά θα σε ήθελε για γαμπρό του.
Στο νέο άρεσαν τα λόγια της μάνας του, και σκέφτηκε πως με τόσα μάλια, ίσως εύκολα θα ξεχνούσε την αγάπη που είχε για τη γειτονοπούλα του. Είπε στη μάνα του πως δεν έχει αντίρρηση να την δει, και μετά να αποφασίσει.
Όταν όμως την αντίκρισε, ένας κόμπος έδεσε την καρδιά του καθώς ήταν κακάσχημη, κοντή και με καμπούρα. Αποφάσισε πως δεν την ήθελε, αλλά η μάνα του με λόγια προσπάθησε να τον πείσει πως αξία περισσότερη από την ομορφιά είχαν τα χρήματα. Του είπε πολλά, του τα έλεγε κάθε μέρα, και προσπαθούσε να τον πείσει.
Το παλληκάρι έπεσε σε σκέψεις. Από τη μια σκεφτόταν την αγάπη που είχε στην καρδιά και την μιζέρια της φτώχειας την οποία θα διαβιούσε ένεκα αυτής, από την άλλη σκεφτόταν τα πολλά πλούτη και την κοινωνική θέση που θα αποκτούσε. Έπεσε σε μεγάλο δίλημμα. Δεν μπορούσε να αποφασίσει και ζητούσε χρόνο να σκεφτεί καλά, διότι αφορούσε τον υπόλοιπο βίο της ζωής το, εξηγούσε στη μάνα του. Αν παντρευόταν την όμορφη θα ζούσε στις αγκάλες της πελάγη ευτυχίας αλλά μια φτωχή ζωή, αν παντρευόταν την άσχημη θα ήταν δυστυχισμένος από αγάπη, αλλά μεγάλος άρχοντας και με πλούσια ζωή .
Οι μέρες περνούσαν και το παλληκάρι δεν μπορούσε να αποφασίσει γιατί το δίλημμα ήταν μεγάλο, καθώς επιθυμούσε να έχει και την όμορφη κόρη, αλλά και τα μεγάλα πλούτη.
Οι μέρες έγιναν μήνες, έγιναν χρόνια, απόφαση όμως δεν μπορούσε να πάρει. Στο τέλος οι νύφες παντρεύτηκαν άλλους, και αυτός απόμεινε ανύπαντρος και μαγκούφης. Έχασε τα αυγά, έχασε και τα καλάθια.
Μια φορά έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια πτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Δούλευαν όλοι σκληρά για να ζήσουν, αλλά η ζωή στην εξοχή ήταν δύσκολη. Ήσαν άκληροι και αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν, όμως και οι άλλοι χωριανοί ήσαν το ίδιο πτωχοί και δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν καθώς το χωριό είχε άγονη και κακοτράχαλη γη. Παρ’ όλη την φτώχεια τους, ήσαν άνθρωποι καλοί Χριστιανοί και υπέμεναν με υπομονή τα πάνδεινα με την προσευχή στο στόμα τους και την καλοσύνη στην καρδιά τους. Ζούσαν ενάρετο βίο σύμφωνα με τις καταβολές του Χριστού, καταβολές τα οποίες δίδασκαν στα παιδιά τους, που τις άκουαν υπάκουα και με ευλάβεια.
Το μεγαλύτερο από τα παιδιά ένα καλοκάγαθο αγόρι, βλέποντας την δυστυχία της φτώχιας τους, παρακαλούσε να μεγαλώσει γρήγορα και να πάρει των οματιών του να πάει στην μεγάλη πόλη όπου εκεί υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες όπως πίστευε, να γυρέψει δουλειά, ότι δουλειά, και να δουλέψει σκληρά.
Όταν μεγάλωσε ολίγον το λοιπόν, τους αποχαιρέτησε και τους υποσχέθηκε ότι θα γύριζε πίσω μόνον πλούσιος, για να μπορέσει να τους βοηθήσει.
Με ένα σχεδόν άδειο βουρκί στον ώμο, ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι. Περπάτησε μέρες και κοιμήθηκε νύχτες κάτω από τα άστρα, έχοντας για τροφή άγρια χόρτα της φύσης. Κουράστηκε, πείνασε, απελπίστηκε, αλλά επιμένοντας έφτασε στον πολυπόθητο προορισμό.
Πτωχός και ρακένδυτος, πήρε τον μεγάλο δρόμο μέσα στην πόλη και περπατώντας χάζευε και θαύμαζε όσα έβλεπε.
Έβλεπε τα όμορφα μεγάλα κτίρια, τους πλατιούς δρόμους και τα ωραία αυτοκίνητα που κυλούσαν το ένα πίσω από το άλλο, έβλεπε στα πεζοδρόμια καλοντυμένους ανθρώπους να περπατούν βιαστικά.
Έβλεπε μαγαζιά διαφόρων ειδών, εστιατόρια με πελάτες να γεύονται ωραία φαγητά και η κοιλιά του γουργούριζε.
Έβλεπε ωραία κοστούμια φορεμένα σε κούκλες μέσα σε βιτρίνες και σκεφτόταν ο άμοιρος αν είχε ο ίδιος ένα δικό του.
Έβλεπε ωραία δερμάτινα παπούτσια με διάφορα σχέδια να φιγουράρουν πάνω σε καλαπόδια και σκεφτόταν τα δικά του καταφαγωμένα και τρύπια από την πολυκαιρία.
Περπατούσε μέσα στην πόλη και παρακαλούσε το Θεό να του δώσει φώτιση τι να κάμει. Ήξερε πως έπρεπε να αρχίσει να ερωτάει όλους, μα όλους, μέχρι να βρει μια πρώτη δουλειά, ότι ναναι.
Οι σκέψεις του έτρωγαν το νου, αλλά και ο θαυμασμός για όσα πρωτόγνωρα θαυμαστά έβλεπε, του έδιναν μια παρηγοριά ότι όλα θα έβαιναν καλώς. Εξ άλλου είχε πίστη στο Θεό, πίστευε πως θα τον βοηθούσε αυτός.
Το δείλι έπεσε και το φώς της ημέρας άρχισε να σβήνει. Δεν φοβόταν τη νύχτα, θα έβρισκε ένα παγκάκι απόμερο να ξεκουραστεί μέχρι την επόμενη που με το φως μιας καινούργιας μέρας θα άρχιζε την αναζήτηση εργασίας. Είδε λίγο μακρύτερα ένα αλσύλλιο με ψηλά δένδρα και εκίνησε κατά εκεί, πιστεύοντας ότι θα έβρισκε ένα παγκάκι να γύρει να ξαποστάσει.
Μόλις όμως έστριψε ένα δρόμο, βλέπει στα πόδια του πάνω στο πεζοδρόμιο ένα πουγκί. Έσκυψε και το μάζεψε, και το ένιωσε βαρύ, γεμάτο. Το άνοιξε και με χαρά το είδε γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Έκπληκτος από την αναπάντεχη τύχη έμεινε να συλλογιέται μήπως ήταν ένα όνειρο στον ξύπνιο του, ή μία απτή πραγματικότης, μια καλή τύχη σταλμένη από τον Θεό σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία της ζωής του.
Και ασυναίσθητα περπατώντας, τα βήματα του τον οδήγησαν σε ένα μαγαζί με ολόφωτες βιτρίνες που μέσα διαφήμιζαν ενδύματα κομψά καλοραμμένα. Και πάλιν ασυναίσθητα σκέφτηκε πώς όλα ήταν κισμέτι της τύχης, έτσι μπήκε και ψώνισε και ντύθηκε με ρούχα καλά και όμορφα.
Ύστερα πήγε σε ένα εστιατόριο και χόρτασε την πείνα του με τα καλύτερα φαγητά.
Και ύστερα χορτασμένος γύρεψε ένα ξενοδοχείο και σε ένα όμορφο δωμάτιο ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Αλλά πού να τον βρει ο ύπνος καθώς το μυαλό του ασταμάτητα γυρόφερνε στην καλή του τύχη.
Στην πολλή ώρα αποκοιμήθηκε, αλλά στον ύπνο του ξυπνούσε και πεταγόταν πάνω ανήσυχος. Σκεφτόταν ότι το πουγκί δεν ήταν δικό του, και ήταν κλεψιά να το κρατήσει. Πτωχός αλλά ακεραίου χαρακτήρος, ήξερε πως δεν του άνηκε ο θησαυρός. Από την άλλη σκαφτόταν πως «Ο ευρών αμειφθήσεται» και έτσι δικαιούται να κρατήσει τα ευρήματα και να έχει μια ζωή πλουσιοπάροχη.
Με αυτές τις σκέψεις ξανακοιμήθηκε.
Κυρίως η ηθική ενός ατόμου αξιολογείται από τις πράξεις του όταν αυτές μένουν εν κρυπτω, και κυρίως όταν με αυτές ζημιώνει ο ίδιος τα μέγιστα. Μεγαλωμένος ανάμεσα σε ενάρετους γονείς, ήξερε πως η συνείδηση του δεν θα του επέτρεπε να κρατήσει κάτι που δεν ήταν δικό του. Και άν ξόδεψε λίγα για να ντυθεί και να φάει, θα το μαρτυρούσε στον ιδιοκτήτη όταν θα τον έβρισκε.
Αυτό λοιπόν αποφάσισε να κάμει όταν το πρωί ξύπνησε ξεκούραστος και με καθαρό μυαλό ξεχώρισε το σωστό από το λάθος. Αφού ρώτησε τον ξενοδόχο, πήγε στην αστυνομία και τους εξήγησε τα καθέκαστα, τους παρέδωσε τον θησαυρό, και ήσυχος με την συνείδηση του, ξεκίνησε την περιπλάνηση τους μέσα στους μεγάλους δρόμους ψάχνοντας μια δουλειά, ότι δουλειά. Κατέληξε σε μια αγορά όπου βρήκε μια χαμαλοδουλειά να κουβαλάει τσουβάλια γεμάτα πατάτες. Χωρίς να βαρυγκωμά από το βαρύ φορτίο, όλη μέρα εργαζόταν σκληρά, και τις νύχτες κοιμόταν κάτω από ένα μικρό υπόστεγο εκεί δίπλα στον χώρο εργασίας του. Τα καλά ρούχα που αγόρασε λερώθηκαν και σκίστηκαν, και έμοιαζε ξανά από την αρχή ένας πτωχός και ρακένδυτος νέος.
Πέρασε καιρός, κια μέρα τον φώναξαν να πάει στο μεγάλο αφεντικό, στο μεγάλο γραφείο του, που τον ήθελε.
Γεμάτος περιέργεια και με μια ανησυχία στην καρδιά μήπως τον διώξουν από τη δουλειά, έκαμε ότι του είπαν. Βρήκε την μεγάλη πόρτα και την χτύπησε. Μπήκε μέσα και αντίκρισε ένα σκληροτράχηλο αφεντικό να κάθεται πίσω από ένα μεγάλο γραφείο. Με αγωνία στάθηκε συνεσταλμένα σε μια άκρια και περίμενε τα κακά μαντάτα.
Αλλά τα μαντάτα ήσαν καλά. Με πολλή χαρά έμαθε πως το πουγκί που παρέδωσε άνηκε σε αυτόν, και αυτός ήθελε να τον ανταμείψει. Και αναγνωρίζοντας την μεγάλη του τιμιότητα και το ακέραιον του χαρακτήρα του, τον όρισε μετά από αυτόν δεύτερο αφεντικό, με απεριόριστες εξουσίες στην μεγάλη επιχείρηση.
Και ο τίμιος νέος δια της καλής του πράξεως αμείφτηκε τα μέγιστα, και εκπλήρωσε τα όνειρα του και ότι άλλο επιθυμούσε στη ζωή του.
Και σκέφτηκε ο τυχερός νέος ότι,
-όταν συμπεριφέρεσαι τίμια στους άλλους, με τον ίδιο τρόπο που θα ήθελες εκείνοι να συμπεριφέρονται σε εσένα, η αμοιβή είναι αμοιβαία εκατέρωθεν.
Ο λύκος είναι άγριο σαρκοφάγο και αιμοδιψή ζώο, που του αρέσει το ωμό κρέας και το αίμα. Του αρέσει να κυνηγάει και να σκοτώνει τα θηράματα του. Η σχέση του με τον άνθρωπο είναι ο ένας να φοβάται τον άλλο, παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος κυνηγάει και σκοτώνει το λύκο για τη γούνα του, και ο λύκος όταν είναι πεινασμένος επιτίθεται σε ζώα και σε ανθρώπους.
Η εξημέρωση του λύκου παλιά ήταν ακατόρθωτη καθώς ήταν άγρια και περήφανα ζώα που αγαπούσαν την ελευθερία τους. Όμως μια εποχή όταν τα δάση αποψιλώθηκαν είτε από ανομβρίες είτε από κεραυνούς και πυρκαγιές, και δύσκολα εύρισκαν τροφή και πεινούσαν τόσο πολύ, κάποιοι λύκοι ριψοκίνδυνοι, πλησίαζαν καταυλισμούς και έτρωγαν αποφάγια των ανθρώπων.
Μια φορά μια αγέλη λύκων που για μέρες δεν εύρισκαν τροφή και είχαν αγριέψει πολύ, παρ’ όλο που φοβούνταν τον άνθρωπο, πλησίασαν σε ένα χωριό με σκοπό να επιτεθούν σε καμιά στάνη με ζώα. Παραφύλαξαν ώρες πολλές, αλλά οι άνθρωποι είχαν λάβει τα μέτρα τους και η επίθεση ήταν αδύνατη. Οι μάντρες των ζώων ήσαν ψηλές και στερεές, ενώ σκύλοι φύλακες πρόσεχαν έτοιμοι να γαυγίσουν και να προειδοποιήσουν τα αφεντικά τους.
Έτσι οι λύκοι αποτραβήχτηκαν στο δάσος και το πονεμένο ουρλιαχτό τους ανατριχιαστικό μέσα στη νύχτα, έφτανε στους ανθρώπους και τους φόβιζε. Άναβαν φωτιές για να τους κρατήσουν μακριά, και είχαν τα όπλα τους έτοιμα να τους σκοτώσουν.
Από τη μεγάλη πείνα ένας λύκος ξεθάρρεψε περισσότερο και πλησίασε κοντά σε μια μεγάλη φωτιά. Μέσα στις αναλαμπές της παρατήρησε ένα σκύλο καλοταϊσμένο και ευτραφή να ξαπλώνει με ραχάτι και να λαγοκοιμάται.
-Τι ωραία ζουν τα σκυλιά επειδή είναι φίλοι με τον άνθρωπο, σκέφτηκε.
Χωρίς να δείξει τα δόντια του, με φιλικότητα πλησίασε τον σκύλο και έπιασε κουβέντα μαζί του.
-Εσύ ξάδερφε, φαίνεται να περνάς καλά, δεν χρειάζεται να βγεις κυνήγι για να βρείς τροφή, άσε που δεν υπάρχει πλέον αρκετή για όλους μας, καθώς έχεις τους ανθρώπους να σε ταΐζουν και να σε φροντίζουν.
-Ναι, έχεις δίκαιο, γι αυτό αν αντέχεις να σε έχουν δεμένο με ένα λουρί, έλα και εσύ να γίνεις φύλακας των ανθρώπων και θα έχεις όσο φαγητό θέλεις, του απάντησε ο σκύλος.
Ό λύκος όταν άκουσε πως θα τον έχουν δεμένο με λουρί, πολύ του κακοφάνηκε. Πως ήταν δυνατόν αυτός, ένας περήφανος λύκος που του άρεσε η ελευθερία να δεχτεί να τον δέσουν με λουρί και να γίνει φύλακας των ανθρώπων;
Γύρισε και έφυγε και πήγε στην αγέλη των λύκων και μαζί τα μεσάνυχτα άρχισαν το πονεμένο ουρλιαχτό τους.
Όταν πέρασαν ακόμα λίγες μέρες, δεν άντεξε την πείνα και ξεθαρρεμένος από την προηγούμενη φορά, πήγε να συναντήσει τον καινούργιο του φίλο, τον φύλακα των ανθρώπων, τον σκύλο.
Έτσι έγινε ο πρώτος λύκος φίλος των ανθρώπων, πιστός φύλακας που τους πρόσεχε και τους προστάτευε.
Ένας νέος αναρωτιόταν γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί και κάποιοι κακοί. Τους έβλεπε γύρω του να συμπεριφέρονται άλλοι με καλοσύνη και άλλοι με αδιαφορία ή και κακία χωρίς κανένα φαινομενικό λόγο. Σκεφτόταν μήπως ήταν στη φύση τους, ή εκ κληρονομίας.
Ρωτούσε τους πάντες μα κανενός η απάντηση, δεν ήταν ικανοποιητική.
Άλλοι του έλεγαν πως είναι θέμα διαπαιδαγώγησης, άλλοι θέμα συνθηκών διαβίωσης, και άλλοι θέμα περιβάλλοντος χώρου. Καταλάβαινε πως όσα του έλεγαν είχαν μια βάση, αλλά δεν έμενε απόλυτα ικανοποιημένος. Εκ της φύσεως του ήταν φιλομαθής και αναζητούσε τις ολοκληρωμένες αλήθειες, γι’ αυτό θέλοντας να βρει τη σωστή απάντηση, συνέχιζε να ψάχνει.
Μέχρι όπου κάποια μέρα τυχαία συνάντησε έναν ηλικιωμένο σοφό και τον ρώτησε, και εκείνος του είπε μια ιστορία.
Ήταν ένα μικρό αμπελοχώρι πάνω στα βουνά όπου οι κάτοικοι μεταξύ τους είχαν αγάπη και αλληλοβοήθεια. Με τη σειρά όλοι βοηθούσαν στη συγκομιδή των σταφυλιών, και όταν ο τρύγος τέλειωνε έστρωναν τρικούβερτο γλέντι και όλοι μαζί διασκέδαζαν και χαίρονταν. Δεν ήθελαν τίποτα να χωρίσουν, δεν αποσκοπούσε κανένας στα αγαθά του άλλου, παρά ο ένας έδινε στον άλλο. Έτσι βρήκαν τα πράγματα από τους προγόνους τους και έτσι τα εσυνέχιζαν.
Μια φορά όμως, πλιατσικάδες ληστές πέρασαν από τα μέρη τους. Άρπαξαν τα αγαθά τους, βίασαν μάνες και κόρες, κατάσφαξαν τους πάντες και αφάνισαν το χωριό.
Ένα μικρόν παιδί γλύτωσε, καθώς η μεγαλύτερη του αδερφή το έκρυψε σε ένα σωρό θάμνους, όπου από την κρυψώνα του παρακολούθησε τη σφαγή και τη λεηλασία. Είδε την κακία των ανθρώπων και έφριξε, και φοβήθηκε, και δεν έβγαλε μιλιά, και λούφαξε, μια και δυο και τρεις μέρες, ώσπου το βρήκε ένας διαβάτης και το συμπόνεσε. Το πήρε μαζί του στο σπίτι του και το ανάγιωσε με αγάπη και καλοσύνη, το έκανε δικό του παιδί. Του δίδαξε τα χρηστά ήθη και τις διδασκαλίες του Χριστού, του έμαθε τι πάει να πει αγάπη, πώς να αγαπά, πώς να αγαπιέται.
Το παιδί μεγαλώνοντας και λαμβάνοντας απεριόριστη αγάπη, εντούτοις δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το κακό. Μέσα του πάλευαν αντίθετα αισθήματα. Μεγάλο μίσος για εκείνους, και απέραντη αγάπη για ετούτους. Επιθυμούσε να εκδικηθεί εκείνους, επιθυμούσε επίσης όση αγάπη έλαβε να ανταποδώσει.
Με αυτό τον τρόπο λοιπόν μεγάλωνε, έχοντας μέσα στη ψυχή του δύο άκρως αντίθετα αισθήματα, δύο τάσεις, δύο βασικά ένστικτα να αντιπαλεύουν.
Το κακό και ότι συμβολίζει δηλαδή μίσος, θυμό, εκδίκηση, καταστροφή.
Και το καλό με ότι συμβολίζει επίσης, δηλαδή αγάπη, καλοσύνη, ευγένεια, ευσπλαχνία.
Ο γέρο σοφός σταμάτησε τη διήγηση και έμεινε σιωπηλός αφήνοντας τον νεαρό να αναρωτηθεί. Έμεινε και το μικρόν παιδί σκεφτικό για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον γέρο,
-Και ποιο ένστικτο κέρδισε;
- Αυτό που τάισε περισσότερο,
του απάντησε ο γέρο σοφός.
Μια φορά ήταν ένας χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος που ζούσε με την οικογένεια του στην άκρη του χωριού. Καλλιεργούσε ένα χωραφάκι που με πολλή ιδρώτα το όργωνε και το περιποιόταν, και αυτό πλουσιοπάροχα του έδινε τους καρπούς του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά ούτε φτωχός. Με την σκληρή εργασία του κατάφερνε να έχει τα απαραίτητα προς το ζείν, και να συντηρεί αξιοπρεπώς την οικογένεια του.
Είχε μια καλή σύζυγο και δυο μικρά παιδιά, που και αυτά βλέποντας όλη τη χαρά γύρω τους που πήγαζε από τον νοικοκύρη της φαμελιάς, ήσαν επίσης χαρούμενοι. Είχαν αγάπη μέσα τους, και μια καλή κουβέντα για όλους. Δεν ζήλευαν κανένα και αγαπούσαν όλους, και όλοι αγαπούσαν αυτούς.
Ένεκα της εσωτερικής αυτής αγάπης, γύρω στην ατμόσφαιρα διαχεόταν γαλήνη και ηρεμία. Ένεκα της χαράς που εξέπεμπαν, στην αυλή γύρω τους επικρατούσε χαμογέλιο και αισιοδοξία. Ήσαν καλοσυνάτοι, ταπεινοί και φιλεύσπλαχνοι. Είχαν τις χάρες όλες οι οποίες πήγαζαν από τις καρδιές τους και τις μετέδιδαν ακόμα και στους γύρω μίζερους γείτονες τους. Δεν χρειάζονταν πλούτη πολλά για να είναι ευτυχισμένοι. Με την άδολη αγάπη τους ένιωθαν πλήρεις, και χωρίς έγνοιες και μαράζια, χωρίς στεναχώριες και άγχος, είχαν την υγεία τους καθώς η ηρεμία και η αγάπη βοηθούν τους ανθρώπους να μην αρρωστούν.
Οι άλλοι άνθρωποι τους ζήλευαν αλλά και τους θαύμαζαν, και όλοι αποζητούσαν τη συντροφιά τους για να νιώσουν και αυτοί χαρούμενοι καθώς ήξεραν πως η αγάπη και η χαρά εύκολα μεταδίδεται όταν πραγματικά υπάρχει. Όλοι επιθυμούσαν να πάρουν λίγη από την ακτινοβολία και τη θετική ενέργεια που πήγαζε εκ της θετικής τους αύρας.
Στην απέναντι γειτονιά ζούσε ένας άρχοντας με πολλά πλούτη, αλλά χωρίς χαρά στο μεγάλο σπιτικό του, και έγνοιες πολλές τριβέλιζαν το μυαλό του. Ενώ έδειχνε να έχει όλα τα καλά καθώς είχε πλουσιοπάροχη ζωή, εντούτοις η πραγματικότης ήταν άλλη. Μέσα στους τοίχους της μεγάλης οικίας, υπήρχε αλαζονεία, υπεροψία, και κενοδοξία. Όλα προερχόμενα από μα απληστία που είχε κυριεύσει τους ένοικους, όλα προερχόμενα από μια μανία που τους κυρίευσε να συσσωρεύουν όλο και περισσότερο πλούτο. Δεν υπήρχε χαρά, αλλά κατήφεια και θλίψη, δεν υπήρχε ξεγνοιασιά, αλλά σκοτούρες και σκέψεις.
Έβλεπε λοιπόν ο πλούσιος νοικοκύρης τους απέναντι γειτόνους του και αναρωτιόταν πως ήταν δυνατόν αυτοί ενώ πτωχοί στο σπιτικό τους να πλημυρίζει η χαρά, και στο δικό του η μιζέρια και η κατάθλιψη.
Και όλο σκεφτόταν το ζήτημα, ώσπου κατέληξε στο συμπέρασμα πώς με τα χρήματα μόνο, δεν αποκτάται η ευτυχία, παρα μόνον τα πολλά πλούτη πολλές φορές χαλούν τους ανθρώπους, και σκέφτηκε να κάνει ένα πείραμα.
Έβαλε σε ένα πουγκί κάμποσα χρυσά νομίσματα, και το άφησε έξω από το σπιτάκι του γείτονα του. Ανοίγοντας την πόρτα ο καλός ανθρωπάκος, βρήκε το πουγκί. Αμέσως σχηματίστηκε έκπληξη στο πρόσωπό του, και με ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω και τον είδε, μπήκε γρήγορα στο σπίτι του. Άδειασε το περιεχόμενο και τα χρυσά νομίσματα έπεσαν στο πάτωμα. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε, ήταν ένας θησαυρός, όλος δικός του. Άρχισε να παίζει με τα νομίσματα και να τα μετρά, και πάλι να τα μετρά, και να μη χορταίνει να τα ξαναμετρά. Μύριες οι σκέψεις στο κεφάλι του, πώς να τα χρησιμοποιήσει, πώς να τα αξιοποιήσει. Οι μέρες περνούσαν αλλά το μυαλό του είχε κολλήσει στα χρυσά νομίσματα. Μια φιλαργυρία τον κυρίευσε, και αντί να σκέφτεται πώς να τα ξοδέψει, σκεφτόταν πώς να τα φυλάξει, πως δεν έπρεπε να τα ξοδέψει, πως δεν έπρεπε να ξαναγίνει φτωχός. Θα τα φύλαγε και θα δούλευε περισσότερο ώστε να φυλάξει περισσότερα, να γίνει περισσότερο πλούσιος, να γίνει και αυτός άρχοντας όπως τον απέναντι του στην άλλη γειτονιά..
Θα έπρεπε να βρει και δεύτερη δουλειά σκέφτηκε. Θα έβαζε τη γυναίκα του να κάνει σκληρή οικονομία στο σπίτι. Έτσι, σε μερικά χρόνια θα είχε πάρα πολλά χρήματα και θα ήταν πραγματικός άρχοντας.
Αμέσως έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο του. Δούλευε πολύ, κουραζόταν πολύ, κοιμόταν λίγο, έγινε γκρινιάρης, χάθηκε η ανεμελιά του και μόνη έγνοια είχε το χρήμα. Έγινε μίζερος και στενάχωρος. Χαιρόταν μόνο όταν κάθε φορά έβαζε μέσα στο πουγκί και άλλα χρήματα. Τον κυρίευσε το χρήμα και κατάντησε σπαγκοραμμένος και φιλάργυρος. Η γυναίκα του μη αντέχοντας την γκρίνια και τη μιζέρια του, πήρε τα παιδία και τον εγκατέλειψε.
Και ο άρχοντας από την απέναντι γειτονιά που παρακολουθούσε την κατάντια του, μειδιώντας αποφάνθηκε πώς το χρήμα συνήθως δεν φέρνει ευτυχία, αλλά φέρνει έγνοιες και σκοτούρες που κατατρώγουν τις ψυχές αυτών που τα έχουν πολλά.
Στη Χλώρακα παλιά είχαμε ένα χωριανό βοσκό το Γιώρκο τον όψιμο, που αν και αγράμματος ήξερε Όκτώηχον καί Άπόστολον, και έλεγε σοφές κουβέντες. Την παρακάτω ιστορία την εμπνεύστηκα και την έγραψα από μια κουβέντα του, πώς οι άνθρωποι συνήθως όταν βλέπουν τον γείτονα τους να μην έχει για φαί πέραν από ελιές και ψωμί τον συμπονούν και τον βοηθούν, αλλά όταν τον βλέπουν να έχει κάτι περισσότερο, τον ζηλοφθονούν και τον μισούν.
Ήταν ένας αγαθός χωρικός που δούλευε στα χωράφια πολλά χρόνια. Όμως ήταν φτανοχώραφα και δεν απέδιδαν πολλούς καρπούς, έτσι διαβιούσε πολύ πτωχικά. Δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά στην οικογένεια του, και γι’ αυτό ήταν πολύ λυπημένος. Αλλά ώρες ώρες, ένιωθε μια ανακούφιση όταν μαζί του είχαν λύπη και οι συγχωριανοί του που τον συμπονούσαν και του συμπαραστέκονταν βοηθώντας τον κατά το δυνατόν, ώστε τα μικρά παιδιά του να μην στερούνται του αγαθού της τροφής. Του έδιναν λίγο φαγητό, και κάποια παλιά ρούχα για να ζεσταίνονται τους κρύους χειμώνες.
Και οι χωριανοί καθώς τον βοηθούσαν σαν καλοί Χριστιανοί που ήσαν, ένιωθαν περήφανοι γιατί ήσαν ελεήμονες, και ευσπλαχνικοί.
Ολημερίς και από το χάραμα του φου λοιπόν, ο πτωχός άνθρωπος πάσκιζε και δούλευε σκληρά. Η ζωή ήταν δύσκολή και οι έγνοιες τον στεναχωρούσαν και του κατέτρωγαν την ψυχή.
Είχε και μια φοράδα βοηθό που την έζεγνε και όργωνε, την φόρτωνε ξύλα από το δάσος, με λίγα λόγια την είχε για όλες τις σκληρές δουλειές. Και αυτή η καημένη άντεχε και δεν βαρυγκωμούσε, σήκωνε τα βαριά φορτία στην πλάτη της, και αποτελούσε ένα μεγάλο στήριγμα στο αφεντικό της.
Μια μέρα όμως, η φοράδα το έσκασε.
-Δεν άντεξε τις βαριές εργασίες,
σκέφτηκε ο φτωχός άνθρωπος, και κάκισε τον εαυτό του και έριξε το φταίξιμο πάνω του.
Όταν το έμαθαν οι γείτονες, πήγαν να τον επισκεφτούν.
-Τι ατυχία, τι κρίμα,
-του είπαν συμπάσχοντας μαζί του.
Και με πολλή προθυμία τον κάλεσαν να μην στεναχωριέται, γιατί αυτοί θα του συμπαραστέκονταν. Και ένιωθαν υπερήφανοι γιατί βοηθούσαν έναν πτωχό άνθρωπο.
Την επόμενη μέρα η φοράδα επέστρεψε και ο χωρικός χάρηκε,
-Τι καλή τύχη,
Του είπαν οι χωριανοί, και μαζί του χάρηκαν και αυτοί διότι και πάλιν ο πτωχός γείτονας τους θα έμπαινε στη ρουτίνα της πρότερης βιοπάλης.
Ο καιρός ενώ περνούσε, η φοράδα φάνηκε να εγκυμονεί. Όλοι κατάλαβαν πως δεν το είχε σκάσει γιατί δεν άντεξε τη σκληρή δουλειά, αλλά για να ζευγαρώσει όπως είναι το βιολογικό κάθε ζωντανού.
-Τι καλή τύχη,
θαύμασαν οι γείτονες, και για άλλη μια φορά χάρηκαν μαζί του.
Πέρασε ο καιρός, και η φοράδα γέννησε ένα πανέμορφο αλογάκι.
-Τι καλή τύχη,
είπαν πάλι με συμπάθεια.
Ενώ το μικρό άλογο μεγάλωνε, έδειχνε να είναι από σπουδαία ράτσα, και ως επιβήτορας η φήμη του έφτασε στα μακρινά ξένα, και πολλοί έφερναν τις φοράδες τους να τις ζευγαρώσουν πληρώνοντας ακριβό αντίτιμο.
Έτσι με τον καιρό, ο πτωχός χωρικός, τοιουτοτρόπως έγινε ευκατάστατος, και κατάφερε να έχει τα προς το ζειν χωρίς να χρειάζεται βοήθεια πλέον από τους καλούς συγχωριανούς του.
Και η χαρά του ήταν μεγάλη και δόξαζε το Θεό, και σκέφτηκε πως μαζί του χάρηκαν και οι συγχωριανοί του…
Όμως τι δυστυχία όταν κατάλαβε πως δεν χάρηκαν μαζί του, αλλά τον φθόνησαν για την καλή του τύχη, και ότι η συμπάθεια που είχαν πριν γι’ αυτόν ήταν οίκτος και όχι αγάπη.
Κατάλαβε ότι τον βοηθούσαν για το θεαθήναι και για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους.
Κατάλαβε πως είχαν ζήλια και φθόνο για ότι θετικό του έλαχε, σε αντίθεση με αυτούς που τίποτα αξιόλογο δεν τους έτυχε.
Κατάλαβε πως οι άνθρωποι συνήθως έχουν ελεήμονα αισθήματα για όσους είναι σε ανέχεια, και ζηλοφθονία για όσους έχουν μια καλύτερη μοίρα από αυτούς.
Ο Κλέαθθος το παλληκάρι ήταν ο Τουρκόπουλος της Χλώρακας από το 1948 έως το 1968. Ήταν λιγομίλητος, αλλά όταν ξεκινούσε απαγγελίες δικών του τσιαττιστών, η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι καθώς καλός σ’ αυτή την τέχνη, οι άνθρωποι έστεκαν γύρω του και τον άκουγαν μετά προσοχής.
Για κάθε περίσταση και γεγονός, ταίριαζε το ανάλογο τσιαττιστό και με καμάρι το απάγγελλε. Περιώνυμο γεγονός έμεινε, όταν την ώρα που ψυχορραγούσε, ένας χωριανός που τον επισκέφτηκε, αστειευόμενος του έριξε το γάντι για τα τσιαττιστά του, οπότε ο Κλέαθθος του απάντησε,
-Φίλε μου, μέν προσπαθείς να με ειρωνευτείς,
γιατί έχω τον νουν του Σολομών, και του Δαυίδ τη γνώση,
θα σου λαλώ τσιατίσματα, ώσπου να φκει η ψυσιή μου».
Το 1950, ήταν μια πτωχή κοπέλα που ζούσε με την μεγαλύτερη της αδελφή, ορφανές από μάνα και πατέρα. Η μικρή αδερφή ήταν λίγο αγαθή, γι αυτό η μεγαλύτερη συνήθως της ανάθετε εύκολες εργασίες.
Μια μέρα την έστειλε να σιηνιάσει το γαϊδούρι, αλλά αυτή αντί να το παλουκώσει σε τόπο με βοσκή, το άφησε ελεύθερο να γυρνά ελεύθερα και να βόσκει. Και καθώς ξαπλωμένη στον ίσκιο μιας τρεμιθιάς δεν είχε έγνοια, αποκοιμήθηκε και το γαϊδούρι μπήκε σε ξένο χωράφι με ρέντες.
Ο Τουρκόπουλος το παλληκάρι ο Κλέαθθος που είχε δουλειά του να προσέχει τις περιουσίες των συγχωριανών του, άμπλεψε από μακριά το γαϊδούρι μέσα στο ξένο χωράφι, και κάνοντας το καθήκον του, το περιμάζεψε να το πάρει στη μάντρα όπου εκεί ο ιδιοκτήτης θα ερχόταν να ο παραλάβει πληρώνοντας τις τυχών ζημιές, καθώς και ένα σελίνι πρόστιμο όπως όριζε ο νόμος.
Μάζεψε το κτηνό, και βλέποντας την αγαθή γυναίκα ξαπλωμένη να κοιτάζει τα κλαριά της τρεμιθιάς, πήγε κοντά της και της είπε στα τσιαττιστά,
-Που κόρη θωρείς ακίνητη,
που τρέσιει ο λοϊσμός σου,
τσιαί έν είες τον γάρον σου
που βόσιει στο χωράφι;
Επειδή έμεινε ευχαριστημένος που ταίριαξαν καλά οι στίχοι, αποφάσισε να συμπονέσει την αγαθή κοπέλα. Αλλά μη θέλωντας να της δείξει χατήρι, και κάνοντας τον σκληρό τάχαμου, χωρίς να την λυπηθεί που άρχισε να κλαίει, της έβαλε τις φωνές, και με αυστηρές παραινέσεις αντί να της κάνει καταγγελία, της έκανε μόνο αυστηρή παρατήρηση.
Και ευχαριστημένος για το ταίριασμα των στίχων συνέχισε το δρόμο του, ενώ η φτωχή κοπέλλα έμεινε ευχαριστημένη με την καλωσύνη του, και σταμάτησε να κλαίει, αποφασισμένη όμως να μην ξανακάνει το ίδιο λάθος.
ΝΑ ΣΕ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΣΟΥ
Όταν έχεις μια προσωπικότητα τέτοια που την επιβάλλεις στους άλλους με προσποίηση, ξεγέλιο, ψέμα και υποκρισία, δημιουργάς γύρω σου ένα ψεύτικο κύκλο, έναν προστατευτικό τοίχο που σε περιβάλλει χωρίς γερά θεμέλια, που σαν έρθει μια ώρα, θα καταρρεύσει και θα σε αφήσει γυμνό και εκτεθειμένο.
Μπορείς να ξεγελάς μερικούς, αλλά μέσα σου είσαι χωρίς πληρότητα, άδειος και κενός καθώς όσα και αν επιτύχεις, γνωρίζεις ότι τα κατάφερες ψευδώς, χωρίς να έχεις την ικανοποίηση της δημιουργίας.
Όταν άνθρωποι που έχουν εξουσία και χρήμα επιβάλλονται και εμπεδώνουν την ψεύτικη αξία τους, μπορεί να νομίζουν πως νιώθουν ικανοποίηση, όμως οποία η αξία της όταν αυτή προέρχεται δια της ισχύος; Είναι ένας σεβασμός που δεν περιποιεί τιμή σε όποιον τοιουτοτρόπως τον εμπεδώνει. Είναι μια φαινομενική τιμή που δεν κερδίζεται, αλλά επιβάλλεται, ώστε καμία αξία δεν έχει. Είναι μια φαινομενική τιμή που σου αποδίδουν, την οποίαν κάποια στιγμή θα άρουν όταν χάσεις την εξουσία.
Γι αυτό πρέπει την τιμή και τον σεβασμό ο άνθρωπος να τα κερδίζει δια της προσωπικότητας, του πνεύματος, της συμπεριφοράς, και της εν γένει δράσης του.
Μια φορά έναν καιρό ήταν ένας εκτελεστικός γραμματικός του κυβερνήτη μιας μικρής πόλεως με λίγους κατοίκους όπου οι άνθρωποι όλοι γνωρίζονταν αναμεταξύ τους. Είχε εξουσία μεγάλη στα χέρια του και διαχειριζόταν τα οικονομικά και τις φορολογίες. Με αυτό τον τρόπο συμπεριφερόταν όπως ήθελε και ένιωθε δυνατός και ισχυρός, ένιωθε πολύ μεγάλος και ανώτερος. Είχε κυριευτεί από έπαρση και μεγάλος εγωισμός τον κυρίευσε τόσο πολύ, που ούτε καν αντιχαιρετούσε τους συμπολίτες του οι οποίοι αν και δεν τον αγαπούσαν, εντούτοις από φόβο να μην τον θυμώσουν, τον χαιρετούσαν.
Όταν όμως τα χρόνια πέρασαν και βγήκε στη σύνταξη, όταν έχασε την εξουσία και τη δύναμη, αμέσως ένιωσε την αποστροφή που προκαλούσε στον κόσμο. Κανείς δεν τον λογάριαζε, όλοι τον περιφρονούσαν, και αυτός στεναχωρημένος σκεφτόταν την παντοδυναμία που έχασε και τώρα έμεινε μόνος σε μια απέραντη μοναξιά που με τον καιρό γινόταν μεγαλύτερη ώσπου τον κυρίευσε μια τρέλα και το μυαλό του σαλτάρισε.
Καμιά φορά όμως δεν σκέφτηκε πως η εκτίμηση και ο σεβασμός δεν επιβάλλεται εκ της εξουσίας και της καταπίεσης, παρά μόνον κερδίζεται εκ της αξίας του ατόμου και μόνον.
Ο ΚΑΚΟΣ ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥΣ
Ήταν ευχαριστημένος με αυτή την κατάσταση, και με τον καιρό παρασυρμένος από την αλαζονεία του, πείστηκε πως ήταν άνθρωπος ξεχωριστός και ανώτερος από τους άλλους, και ένεκα αυτού, ήταν απολύτως φυσιολογικό να ξεχωρίζει από τους απλοϊκούς συνανθρώπους.
Ως άρχοντας με χρήματα, είχε καλές σχέσεις με Κυβερνητικούς αξιωματούχους, οπότε όταν ζήτησε ένα αξίωμα, του εμπιστεύθηκαν το αξίωμα του Μουχτάρη. Χρησιμοποιώντας τα πλεονεκτήματα της εξουσίας και του χρήματος, διοικούσε στο μικρό χωριό του όπως ήθελε, με μια πίστη στην καρδιά πως ήταν με όλους δίκαιος, εξ άλλου από τις συμπεριφορές των συγχωριανών έναντι του, αυτό το συμπέρασμα έβγαζε. Και ήταν πολύ ευχαριστημένος.
Με τον καιρό η αλαζονεία του μεγάλωνε, πίστευε περισσότερο στην ανωτερότητα του, πίστευε πως ο λόγος του ήταν ο σωστότερος, πίστευε πώς όλοι ήταν μετά από αυτόν. Και ήταν πολύ ευχαριστημένος.
Έριζε μεγάλες εκτάσεις γης τις οποίες υπενοικίαζε στους αγρότες χωριανούς του, και σαν καλός οικονομολόγος παρακολουθούσε τις αγορές, και αναλόγως έπραττε αυξάνοντας ή μειώνοντας τα ενοίκια. Πράττοντας τοιουτοτρόπως ήταν σίγουρος πως δεν αδικούσε κανένα συγχωριανό του, αλλά ούτε και τον εαυτό του. Και ήταν πολύ ευχαριστημένος.
Με αυτό τον τρόπο η ζωή συνεχιζόταν και πίστευε ότι οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, καμιά φορά δεν του πέρασε από το νου ότι ίσως να είχαν άλλα αισθήματα γι’ αυτόν. Μέχρι δυστυχώς που ήρθε ένας καιρός και είδε να συμβαίνει το αντίθετο, και κατάλαβε πως όλα προηγουμένως ήταν υποκρισία. Κατάλαβε ότι τον εκτιμούσαν από υποχρέωση καθώς είχε εξουσία και λεφτά, καθώς εξαρτιόνταν από αυτόν, και εντός τους δεν είχαν αγάπη γι αυτόν, αλλά μίσος προερχόμενο από μεγάλη ζήλια προς αυτόν. Και έγινε δυστυχισμένος
Όταν δυστυχώς τα χρόνια πέρασαν και έπαυσε να είναι προεστός καθώς γέροντας πλέον έχασε την εξουσία, όταν οι καιροί άλλαξαν και οι χωρικοί έπαυσαν να είναι αγρότες και έτσι δεν είχαν ανάγκη τα χωράφια του, είδε μια μεταμόρφωση στη συμπεριφορά τους, είδε να αλλάζουν, να μην έχουν σεβασμό προς αυτόν. Δεν του έβγαζαν το καπέλο, ακόμα απέφευγαν να τον χαιρετούν, αλλά ούτε του προσηκώνονταν στο καφενείο, ούτε του κερνούσαν τον καφέ. Και έγινε περισσότερο δυστυχισμένος διότι κατάλαβε πως οι άνθρωποι φανέρωσαν τον πραγματικό εαυτό τους τώρα που πλέον δεν τον χρειάζονταν.
ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Κάποτε στα περίχωρα ενός χωριού ήταν ένα δάσος καταπράσινο με πολλά είδη δένδρων. Άλλα ψηλά και άλλα χαμηλά. Από μακριά έρχονταν πουλιά και κάθονταν στα κλαριά και κελαηδούσαν, και στους πυκνούς θάμνους κρύβονταν αλεπούδες και άλλα μικρά ζώα, ενώ τα βάτα στις όχθες των ρυακιών, ήταν φορτωμένα βατόμουρα που όταν ωρίμαζαν, οι άνθρωποι τα μάζευαν και τα έτρωγαν. Οι κυνηγοί κυνηγούσαν μόνο για την τροφή τους, και οι νοικοκυραίοι μάζευαν τα ξερά κλαδιά για να μαγειρεύουν και να ζεσταίνονται. Το δάσος έδινε απλόχερα τροφή στους ανθρώπους, στα πουλιά, στα ζώα. Τα ρυάκια έτρεχαν γάργαρα νερά και πότιζαν τη βλάστηση, ενώ τα ψηλά κλαριά των δένδρων φορτωμένα με πυκνά φύλλα, καθάριζαν τον αέρα και έδιναν πλούσιο οξυγόνο στην ατμόσφαιρα.
Άνθρωποι και δάσος συνυπήρχαν σε μια ισορροπία. Το δάσος πύκνωνε και μεγάλωνε, και οι άνθρωποι χαίρονταν όσα καλά τους έδινε. Διαβιούσαν σε μια καθαρή φύση και είχαν όλοι την υγεία τους, καθώς ζούσαν μια φυσική ζωή με καθαρή ατμόσφαιρα, και καθάρια αμόλυντα νερά, όλα απότοκα του φυσικού και υγιούς περιβάλλοντος του δάσους
Και τα χρόνια περνούσαν και ήσαν όλοι ευχαριστημένοι.
Όμως όσο τα χρόνια περνούσαν και οι άνθρωποι πλήθαιναν, τα ξερά κλαριά δεν τους έφταναν, και άρχισαν να κόβουν και τα χλωρά. Ύστερα το χωριό έγινε πόλη και επειδή δεν είχαν τόπο να κτίζουν σπίτια, άρχισαν να κόβουν τα δένδρα και να φτιάχνουν οικόπεδα. Τα δένδρα όσο λιγόστευαν, δεν αρκούσαν να καθαρίσουν την ατμόσφαιρα από τα καυσαέρια, και το υγιεινό περιβάλλον μολύνθηκε με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αρρωστούν, τα πουλιά και τα ζώα να εγκαταλείψουν το δάσος, και η ομορφιά που περιέβαλλε το τοπίο να αλλοιωθεί και να γίνει ο τόπος άσχημος γεμάτος με κτίρια από μπετόν και ουρανοξύστες από σίδερο.
Ζώντας οι κάτοικοι της πόλης σε ένα τέτοιο περιβάλλον, έχασαν τη χαρά, το χαμόγελο, και την υγεία τους.
Και η καλή δασκάλα εξηγούσε στους μαθητές πως πρέπει να προσέχουμε το περιβάλλον, διότι καταστροφή του σημαίνει καταστροφή της χλωρίδας και πανίδας σημαίνει ερήμωση της γης.
Tα περισσότερα παραμύθια που αναφέρονται στο λύκο, τον περιγράφουν ως ο κακός λύκος που κάνει μόνο κακές πράξεις. Πάντα παραφυλάει να φάει τα ανυπεράσπιστα ζωάκια, όπως τα εφτα κατσικάκια, τα τρία γουρουνάκια, ακόμα και την κοκκινοσκουφίτσα.
Ο λύκος είναι ένα άγριο ζώο πολύ δυνατό και πονηρό που τρέφεται με κρέας, και επιτίθεται στα πιο αδύναμα ζώα και τα τρώει. Δύσκολα ημερεύεται γιατί είναι από τη φύση του αιμοβόρο με φονικά ένστικτα, Είναι σαρκοφάγο ζώο και εκ της φύσεως του σκοτώνει για να φάει. Σε όλη του τη ζωή είναι σε αναζήτηση τροφής, και σε σχηματισμούς αγέλων, επιτίθενται ακόμα και σε κοπάδια.
Όμως εγώ θα σας πω ένα παραμύθι για έναν καλό λύκο. Διότι όπως υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, το ίδιο υπάρχουν καλά και κακά ζώα.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα δάσος ζούσε ένα μικρό παλληκάρι σε μια μικρή καλύβα. Μάζευε ξερά ξύλα και τα πωλούσε πέρα σε μακρινά μέρη. Τα φόρτωνε σε ένα γάιδαρο και περπατητός πήγαινε όλη την απόσταση ως την πόλη, ενώ στην επιστροφή που το γαϊδούρι ήταν ξεφόρτωτο, το καβαλίκευε και επέστρεφε στο σπιτάκι του χωρίς να κουράζεται.
Το μικρό παλληκάρι ήταν ορφανό από γονείς, και ζούσε σε μια εποχή που οι άνθρωποι ήσαν οι περισσότεροι φτωχοί. Το νέο παιδί το ίδιο πολύ φτωχό, αποφάσισε να κάνει τη σκληρή εργασία του ξυλοκόπου, για να βγάζει ένα καρβέλι ψωμί. Μέσα στο δάσος ήταν μια παλιά καλύβα και με κόπο αφού την επιδιόρθωσε, κατοίκησε μέσα. Όλη μέρα έκοβε ξύλα και κουραζόταν υπερβολικά, αλλά τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα, όταν καθόταν μπροστά στη φωτιά να ζεσταθεί, ονειρευόταν και έκανε σχέδια για μια καλύτερη ζωή. Σκεφτόταν πως έπρεπε να δουλέψει σκληρά και να μαζέψει χρήματα, να αγοράσει ένα καλύτερο σπίτι, και να βρει μια όμορφη κοπέλα να παντρευτεί για να μην είναι μόνος, αλλά να κάνει δική του οικογένεια, να κάνει παιδιά και να τα αγαπά.
Στο δάσος ζούσαν άγρια ζώα, αλλά μόνο οι λύκοι ήσαν επικίνδυνοι. Γι αυτό κάθε βράδυ άναβε μια μεγάλη φωτιά για να τους κρατάει μακριά, καθώς ήξερε πως τα άγρια ζώα φοβούνται τη φωτιά.
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα άκουε τους λύκους να ουρλιάζουν γύρω από το σπίτι του. Στην αρχή φοβόταν, αλλά με τον καιρό συνήθισε και δεν τους λογάριαζε.
Ένας λύκος μοναχικός, μια μέρα μεσημέρι, στάθηκε στην αυλή του σπιτιού του και τον παρατηρούσε. Το παλληκάρι άρπαξε το τσεκούρι του έτοιμος να πολεμήσει μαζί του, αποφασισμένος να σκοτώσει τον κακό λύκο. Όμως πρόσεξε πως τον κοίταζε με βλέμμα θλιμμένο και πονεμένο. Ο μικρός ξυλοκόπος τον κοίταξε καλά, και ύστερα άρχισε να του μιλά ήρεμα και χαϊδευτικά.
Να μην τα πολυλογούμε, ο λύκος ήταν πληγωμένος και δεν μπορούσε να τρέξει να φύγει. Το καλό το παλληκάρι τον έβαλε στο σπίτι, τον περιέθαλψε και τον τάισε. Έγιναν φίλοι και το άγριο ζώο έγινε ένας καλός λύκος φίλος του ανθρώπου, και από τότε αυτή η ράτσα λύκου, ζει με τους ανθρώπους και είναι οι πιο πιστοί φίλοι και σύντροφοι του ανθρώπου.
Ο ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ
Σε ένα πυκνό δάσος ζούσαν ζώα πολλών ειδών, άγρια και ήμερα. Τα άγρια κατοικούσαν βαθιά στο δάσος και κρύβονταν από τους ανθρώπους για να μην τα σκοτώνουν καθώς ήσαν κακά και αιμοβόρα. Τα ήμερα ζούσαν με τους ανθρώπους και ήσαν φίλοι τους, καθώς αφού τα ημέρεψαν, τα χρησιμοποιούσαν για τις εργασίες τους, όπως τα γαϊδούρια για να κάνουν τις μεταφορές εμπορευμάτων, τους σκύλους ως φύλακες, τα πρόβατα και τις κατσίκες για το γάλα και το κρέας τους.
Έναν παλαιόν καιρόν, ένας χωρικός ζούσε πολύ κοντά στο δάσος, και έξω από το σπίτι του είχε λίγες κατσίκες και κατσικάκια μέσα σε μια μάντρα καλά περιφραγμένη, ώστε να μην κινδυνεύουν από τους κακούς λύκους.
Όλη μέρα το μικρό κοπάδι έβοσκε στη πλούσια βλάστηση, ενώ ο σκύλος του σπιτιού πρόσεχε ώστε κανένα ζώο να μην απομακρυνθεί και χαθεί στο δάσος.
Όταν σουρούπωνε και το βράδυ ερχόταν, ο καλός χωρικός τα οδηγούσε στην ασφάλεια της μάντρας, και δίπλα ο πιστός σκύλος σε ένα μικρό σπιτάκι, τα φύλαγε και τα πρόσεχε.
Έτσι ζούσαν αρμονικά όλοι, και ο καθένας ήταν απαραίτητος στον άλλο. Ο χωρικός φρόντιζε για τη βοσκή τους, ο σκύλος πρόσεχε όλους, και οι κατσίκες έδιναν το γάλα τους.
Στο κοπάδι μια κατσίκα είχε δύο όμορφα κατσικάκια που τα αγαπούσε πολύ, γι’ αυτό συνέχεια τα πρόσεχε και τα συμβούλευε. Τους έλεγε να μην εμπιστεύονται τους λύκους και να μην φεύγουν μακριά από το κοπάδι, διότι θα τα έτρωγαν. Τα συμβούλευε ότι και όταν μεγαλώσουν ακόμα να προσέχουν, διότι οι λύκοι έχουν πολλή δύναμη και πονηριά.
Όμως το ένα κατσικάκι που ήταν τραούλλι, ήταν πολύ ζωηρό και πίστευε πως όταν θα ενηλικιωνόταν, με τα μεγάλα του κέρατα θα ήταν ανίκητος και θα σκότωνε τους κακούς λύκους. Άκουε τις συμβουλές της μάνας του και μέσα του γελούσε, διότι πίστευε στη δύναμη του, αφού ακόμα τώρα που ήταν μικρός, κουτουλούσε με δύναμη και νικούσε μικρούς και μεγάλους.
Όταν ο καιρός πέρασε και έγινε ένας όμορφος και καμαρωτός τράγος, βρήκε ένα τρόπο τις νύχτες και έβγαινε από τη μάντρα χωρίς να τον παίρνει είδηση ο σκύλος, και αψηφώντας τους κακούς λύκους, γύριζε από εδώ και από εκεί, καθώς πίστευε ότι ήταν πολύ δυνατός και δεν λογάριαζε κίνδυνο.
Μια κι’ άλλη μια όμως στις πολλές φορές, ένας πεινασμένος λύκος που παραφυλούσε, του όρμηξε από πίσω και τον δάγκωσε σφικτά στο σβέρκο. Ο τράγος άρχισε να χάνει πολύ αίμα, και ήταν σίγουρο ότι θα πέθαινε από αιμορραγία καθώς δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το δυνατό δάγκωμα. Πονούσε πολύ και καταλαβαίνοντας ότι ερχόταν το τέλος του, άρχισε να βελάζει με κλάμα γοερό τόσο δυνατό, που ο φύλακας σκύλος του σπιτιού τον άκουσε και έτρεξε αμέσως να τον βοηθήσει. Ευτυχώς έφτασε εγκαίρως και γαυγίζοντας δυνατά, όρμησε προς τον κακό λύκο, ο οποίος αμέσως άφησε τον άμοιρο τράγο και έτρεξε να κρυφτεί στο δάσος.
Από εκείνη την ημέρα ο τράγος έγινε πολύ προσεκτικός, και συμβούλευε όλα τα κατσικάκια να ακούνε τη μαμά τους, γιατί όσα τους λέει είναι σοφά και γνωστικά.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Μια φορά ήταν ένας συγγραφέας και ποιητής, που έγραφε πολύ ωραία διηγήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα, αλλά δεν τα αγόραζε κανείς. Ήταν πολύ πτωχός και κατοικούσε σε ένα μικρό σπιτάκι και αυτό πολύ μικρό, μόνο μια κάμαρη με ένα τραπέζι στο οποίο έτρωγε και έγραφε, καθώς δεν μπορούσε να έχει περισσότερες πολυτέλειες ένεκα της φτώχειας του. Τα λίγα χρήματα που κέρδιζε από την πώληση των βιβλίων του, αμέσως τα έδινε στα τυπογραφεία για την έκδοση του επόμενου του βιβλίου. Αυτό συνέβαινε συνέχεια, γιατί όπως όλοι οι συγγραφείς, προτιμούσε να υποφέρει οικονομικά, αλλά να αλλάξει επάγγελμα, καμιά φορά δεν θα περνούσε από το νού του.
Στην ίδια γειτονιά σε ένα μεγάλο οικόπεδο με ωραίους κήπους, μέσα σε ένα μεγαλόπρεπο σπίτι, κατοικούσε ένας μεγάλος πολιτικός. Είχε πολλούς ανθρώπους να τον υπηρετούν, άλλοι ως δούλοι, άλλοι ως γραμματείς, και άλλοι ως κηπουροί. Κυκλοφορούσε με μια μεγάλη ακριβή λιμουζίνα με σοφέρ και πολλούς φρουρούς να τον προσέχουν. Ντυμένος πάντα με ακριβά ρούχα, οι πληβείοι άνθρωποι όταν τον έβλεπαν του προσηκώνονταν με σεβασμό.
Τα έβλεπε όλα αυτά ο φτωχός συγγραφέας και ζήλευε και σκεφτόταν γιατί ο γείτονας του να έχει τόσες πολυτέλειες, ενώ αυτός ρακένδυτος και πολύ φτωχός, δεν είχε τα απαραίτητα προς το ζην. Και σκεφτόταν πως είναι κρίμα και άδικο ο άλλος να χαίρει τόσων απολαβών και αγαθών καθώς πολιτικός και «ψεύτης», ενώ αυτός τίμιος με συγγραφικό και πνευματικό έργο, δεν τύγχανε καθόλου οικονομικής αναγνώρισης.
Και όποτε περνούσε από εμπρός του η μεγάλη κούρσα, παρακολουθούσε πικραμένος και θλιμμένος τη μεγάλη συνοδεία, και το σαράκι φώλιαζε στην καρδιά του.
Ο πολιτικός καθώς περνούσε από μπροστά του έβλεπε τη θλίψη και την ζήλεια αποτυπωμένη στο πρόσωπο του, αλλά δεν ενδιαφερόταν για τον πόνο του, καθώς ήταν με την ιδέα πως είναι φυσιολογικό να υπάρχει αυτό το χάσμα ανάμεσα στους, καθώς αυτός μεγάλη προσωπικότητα της πολιτικής ζωής, σε αντίθεση με τον ασήμαντο μη αναγνωρίσιμο συγγραφέα.
Ο καιρός περνούσε, και όλα κυλούσαν στον ίδιο ρυθμό. Ο βολεμένος πολιτικός περνούσε με τη λιμουζίνα του και ο πτωχός συγγραφέας καθόταν στο παγκάκι του δρόμου προσπαθώντας να κατεβάσει ιδέες για το επόμενο σύγγραμμα του.
Ώσπου μια κακιά μέρα η λιμουζίνα δεν πέρασε από το δρόμο, και ο φτωχός συγγραφές έμαθε πώς του έβαλαν βόμβα γιατί με τη ψήφο του θαπερνούσε ένα νομοσχέδιο ενάντια σε κάποιους ισχυρούς κύκλους.
Ήταν πολύ νέος για να πεθάνει, στην ίδια ηλικία με αυτόν σκέφτηκε. Και σαν συγγραφέας, του ήρθε μια ιδέα για το επόμενο του βιβλίο. Θα ανέπτυσσε ως κεντρικό νόημα την πτωχή δική του τίμια ζωή αλλά μακροημερεύουσα, σε σύγκριση με την πλούσια και ύποπτων συναλλαγών ζωή του πολιτικού, αλλά δυστηχώς βραχυοημερεύουσας.
ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Αντί να δίνει κάποιος καλές συμβουλές είναι καλύτερα να δίνει το παραδείγμα καλών πράξεων, διότι είναι δυσκολότερο να οδηγηθεί κάποιος να κάνει το σωστό με νουθεσίες, και ευκολότερο παρακολουθώντας καλές πράξεις.
Η διδασκαλία με τα παραδείγματα είναι περισσότερο επωφελής και αυτό το αποδεικνύει η μικρή ιστορία που ακολουθεί:
Ήταν μια καλή δασκάλα που ήθελε οι μαθητές της να αποκτήσουν ηθική συνείδηση, αλλά βλέποντας ότι μόνο με τη διδασκαλία και τις παροτρύνσεις το αποτέλεσμα δεν ήταν καθολικό, σκέφτηκε έναν καλύτερο τρόπο για να εμπεδώσει στο μυαλό τους όσα ήθελε να τους πει. Γνωρίζοντας πως ο δρόμος προς τη θετική σκέψη και αντίληψη μέσω καλών παραδειγμάτων βοηθά τους νέους να αναπτύξουν ηθική λογική, και πως κίνητρο για τις σωστές δράσεις τους είναι οι καλές και ηθικές συμπεριφορές των μεγαλυτέρων καθώς ως μιμητικό ον ο άνθρωπος πάντα ακολουθεί, θέλησε με τις δικές της πράξεις και ενέργειες, να δώσει το καλό παράδειγμα στους μαθητές της.
Πάνω στον τοίχο της τάξης υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε «Η καθαριότης είναι μισή αρχοντιά». Παρ’ όλα αυτά όμως, κάποιοι μαθητές στα διαλείμματα όταν έτρωγαν τα σάντουιτς τους, απρόσεχτα άφηναν τα περιτυλίγματα εδώ και εκεί, και λέρωναν την αυλή. Η εικόνα ήταν άσχημη, όμως η καθαρίστρια ανελλιπώς μετά από κάθε διάλειμμα έσκυβε και τα μάζευε, τοιουτοτρόπως η αυλή ήταν πάντα καθαρή.
Όμως η δασκάλα καθημερινά περνώντας να πάει στην τάξη της, έσκυβε και μάζευε ότι σκουπίδια εύρισκε στο διάβα της. Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό και κάποιοι μαθητές παρακολουθώντας τη δασκάλα τους, σταμάτησαν να πετούν τα σκουπίδια, και κάποιοι άλλοι άρχισαν ακολουθούν το παράδειγμα της και να τα μαζεύουν και αυτοί.
Μια μέρα ένας μαθητής που δεν καταλάβαινε γιατί η δασκάλα έκανε την καθαρίστρια, ζήτησε το λόγο και τη ρώτησε γιατί μαζεύει τα σκουπίδια εφ’ όσον υπάρχει η καθαρίστρια που πληρώνεται γι’ αυτό.
Και αυτή του απάντησε,
-απ’ όλα τα αγαθά που υπάρχουν στον κόσμο, το πολυτιμότερο είναι η υγεία, και για να αποκτήσουμε αυτό το αγαθό, πρέπει να αγαπήσουμε την καθαριότητα. Αν δεν λερώναμε, δεν θα χρειαζόταν να καθαρίζουμε. Και αν λερώνουμε, πρέπει να μάθουμε να καθαρίζομε και να μην περιμένουμε τους άλλους. Και αν άλλοι λερώνουν, δεν πρέπει να επιτρέπουμε να υπάρχουν γύρω μας σκουπίδια.
Την άλλη μέρα ο μαθητής περνώντας από την αυλή, είδε ένα πεταμένο χαρτί στην αυλή. Κοίταξε από εδώ και από εκεί να μην τον βλέπει κανείς, και δειλά έσκυψε και τα μάζεψε. Την επόμενη μέρα έκανε το ίδιο, χωρίς όμως να νοιάζεται αν τον βλέπουν άλλοι. Και την μεθεπόμενη κάνοντας πάλι το ίδιο, ένιωσε χαρά καθώς είδε να τον παρακολουθούν καποιοι συμμαθητές του.
ΤΑ ΟΦΕΛΗΜΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Μια φορά ήταν ένας άξεστος και αμόρφωτος χωρικός που πίστευε ότι τα γράμματα και το σχολείο δεν ήταν πολύ αναγκαία. Είχε τα παιδιά του να δουλεύουν στα χωράφια και δεν τα έστελλε να μάθουν γράμματα πέραν από τα απαραίτητα γιατί σκεφτόταν πως είναι χάσιμο χρόνου, ενώ η εργασία είναι χρήσιμη και ωφέλιμη, καθώς τους επέτρεπε να κερδίζουν περισσότερα χρήματα.
Μέρα νύχτα δούλευαν σκληρά, ακόμα και τις Κυριακές στην εκκλησία δεν τους επέτρεπε να πηγαίνουν, διότι όπως τους εξηγούσε τα ζώα τους δεν καταλάβαιναν από αργίες, και ήθελαν περιποίηση και τροφή.
Ο καιρός περνούσε υπό αυτές τις συνθήκες και τα παιδιά ακόμα και όταν μεγάλωσαν δεν σκέφτηκαν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία, καθώς από τον εκφοβισμό που τους ασκούσε ένεκα της μακροχρόνιας αυστηρής του συμπεριφοράς, πίστευαν πως είχε δίκαιο και δικαίωμα να το πράττει, και πως αυτοί έπρεπε να τον υπακούν.
Όμως ο μικρός του γιός αγαπούσε πολύ τα γράμματα και κρυφά όπως στο κρυφό σχολειό, πήγαινε στον ιερέα του χωριού ο οποίος με πολλή ευχαρίστηση του μάθαινε γράμματα.
Περνούσε ο καιρός και το μικρόν παιδί όσο μεγάλωνε μάθαινε γράμματα και αποκτούσε γνώσεις. Ο δάσκαλος του ήταν σπουδαγμένος και μορφωμένος, έτσι του μετέδιδε πολλά.
Μια μέρα ενώ ο δάσκαλος μιλούσε και αυτός άκουε, τους ανακάλυψε ο πατέρας του ο οποίος άρχισε να φωνάζει,
-άφησες τις δουλειές και τα ζώα που μας δίνουν τροφή και χρήματα, και κάθεσαι να σου μαθαίνει γράμματα ο παπάς που είναι αθκιασερός και άλλη δουλειά δεν έχει; Ποια είναι τα σπουδαία πράγματα που σε μαθαίνει;
Ο μικρός σηκώθηκε και με ήρεμη και ευγενική φωνή, αποκρίθηκε στον πατέρα του,
-η μαθητεία κοντά του μου έδωσε αυτό που εσύ και οι εργασίες σου δεν θα μπορούσατε να μου δώσετε. Με δίδαξε ωφέλημα γράμματα και μου έμαθε να μην σε φοβάμαι και να μην ανέχομαι την κακή σου συμπεριφορά σε μένα και στα αδέρφια μου.
ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ
Ο πόλεμος φέρνει καταστροφή, σπέρνει μίσος, εκδίκηση και αντεκδίκηση, εμπερικλείει σκοτωμούς και δυστυχία. Ο πόλεμος προκαλεί μένος στους πολεμιστές, που σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια υπακούνε και σκοτώνουν με αγριότητα και βαναυσότητα. Με δικαιολογία την υπεράσπιση της πατρίδας και της οικογένειας, γίνονται οι περισσότεροι πόλεμοι, αλλά η αλήθεια είναι μία μόνον, ότι σχεδόν όλοι οι πόλεμοι γίνονται για τα συμφέροντα κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι παρακινούν και φανατίζουν τις μάζες των πολιτών, και τους παρασέρνουν στην καταστροφή και στον όλεθρο.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα βασίλειο ήταν ένας πολεμιστής ανίκητος που ο βασιλιάς τον έστειλε σε έναν πόλεμο. Δεν χαριζόταν στους εχθρούς του, και τους έσφαζε όλους. Χωρίς να τους λυπάται με δικαιολογία ότι άν δεν τους έσφαζε θα τον έσφαζαν, συνέχιζε να πολεμά και να κερδίζει όλες τις μάχες.
Έγινε αιμοβόρος και απαθής στον ανθρώπινο πόνο, και με τον καιρό οι σφαγές έγιναν στο μυαλό του έμμονη ιδέα και συνήθεια. Ο βασιλιάς τον παίνευε για τις μάχες που κέρδιζε, και οι συμπολεμιστές του τον θαύμαζαν. Η φήμη του ως άγριος πολεμιστής, απλώθηκε σε όλη τη χώρα και όσο διαρκούσε ο πόλεμος, όλοι τον υμνούσαν και τον δόξαζαν.
Κάποτε όμως ο πόλεμος τέλειωσε και ο στρατιώτης απολύθηκε. Πήρε των οματιών του και κατοίκησε σε μια άκρια του Βασιλείου που δεν έφτανε κανένας νόμος, ένα απόμερο μέρος, ένα μικρό χωριό όπου εκεί, δια της βιάς επέβαλε δικούς του νόμους.
Συνηθισμένος μόνο να πολεμά, άρχισε ένα δικό του πόλεμο στο μικρό χωριό. Δια της βίας άρπαζε από τους φτωχούς χωρικούς, και όποιος του εναντιωνόταν, τον βασάνιζε ή και τον σκότωνε. Ήταν μια εποχή του Μεσαίωνα που κυριαρχούσε ο νόμος της επιβολής του δυνατού.
Έτσι συμπεριφερόμενος, έγινε άρχοντας και εφάρμοσε προς όφελος του ένα σκληρό κουμάντο που έκανε τους ανθρώπους γύρω του δυστυχισμένους. Πολλοί κάτοικοι, οι τίμιοι θεοφοβούμενοι και φιλήσυχοι πολίτες από φόβο κρυφά διαμαρτύρονταν και έψαχναν να βρούν τρόπο αντίδρασης, ενώ πολλοί άλλοι δήλωσαν υποταγή και τον όρισαν βασιλιά τους, ώστε τοιουτοτρόπως είχαν την εύνοια του και την προστασία του.
Έτσι στο μικρό χωριό δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα, ένα από τους επιτήδειους κόλακες και υμνητές της εξουσίας οι οποίοι είχαν οφέλη εξ αυτής, και οι φτωχοί τίμιοι βιοπαλαιστές που ένεκα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, καθημερινώς γίνονταν περισσότερο πτωχότεροι και δυστυχέστεροι
Στα χρόνια που πέρασαν, ένα μικρό παιδί μιας τίμιας οικογένειας που γαλουχήθηκε με τα Χρηστά ήθη, όταν μεγάλωσε αποφάσισε να κάμει ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων. Ντύθηκε στρατιώτης και πήγε στους Αγίους τόπους να πολεμήσει. Έδωσε σκληρές μάχες, και υπέρ του Χριστού φόνευσε πολλούς αλλόθρησκους.
Όταν ο πόλεμος τέλειωσε, γύρισε στον τόπο του, αλλά βλέποντας το άδικο εναντίον των φτωχών συνανθρώπων του, αποφάσισε να τιμωρήσει τον αίτιο των δεινών.
Ο δυνάστης άρχοντας ενοχλημένος από τη συμπεριφορά του, αποφάσισε να εξαλείψει το μικρό εμπόδιο που του παρουσιάστηκε. Διέταξε τους υποτακτικούς του να τον δωροδοκήσουν ή αν δεν τα κατάφερναν, να τον αφανίσουν από προσώπου γης. Όμως τίποτα δεν κατάφεραν, καθώς ο νέος έχοντας τον Χριστό και το δίκαιο με το μέρος του, ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει το άδικο και το κακό.
Κάλεσε λοιπόν τον κακό άρχοντα σε μάχη μέχρι θανάτου, και ξεκίνησαν μια μεγαλειώδη πάλη που στα χρονικά της ιστορίας ονομάστηκε η μάχη του καλού και του κακού. Τα σπαθιά τους άστραφταν και βροντούσαν, και χτυπούσε ο ένας τον άλλο με πολλή δύναμη. Πάλευαν ώρες, πάλευαν μέρες, πάλευαν εβδομάδες. Κανένας δέν μπορούσε να νικήσει. Όσο δεινός πολεμιστής ήταν ο κακός άρχοντας, άλλο τόσο ήταν και το καλό παλληκάρι. Οι άνθρωποι τους παρακολουθούσαν, και οι μισοί υποστήριζαν τον κακό, και οι άλλοι τον καλό. Στα μάτια των μεν, ο κακός ήταν ο καλός, και στα μάτια των δε, ο καλός ήταν ο κακός.
Όταν κουράστηκαν και δεν μπορούσαν άλλο, όταν τα σπαθιά τους έσπασαν και οι ασπίδες τους τσακίστηκαν, κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε να νικήσει κανένας. Έτσι έκαμαν μια συμφωνία, να μην υπάρξει ηττημένος, ούτε νικητής. Έκαμαν νόμους που να ευνοούν το δίκαιο του καθενός, και συγκυβέρνησαν στον τόπο. Με λίγα λόγια έμεινε το κακό να κυριαρχεί, αλλά έμεινε και το καλό να συνκυριαρχεί.
Και από τότες τους ανθρώπους τους κυβερνούν οι κακοί και οι καλοί, με τρόπο που το σύνολο των ανθρώπων πιστεύει πώς η κάθε εξουσία κυβερνά με τους νόμους που θεσπίστηκαν επ’ αυτού, και πώς πρέπει να τους εφαρμόζουν άσχετα αν είναι καλοί ή κακοί.
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ
Μια φορά και έναν καιρό, στην τέλειωση της Χλώρακας μέσα σε μια μικρή θαλασσινή λίμνη, τη λίμνη των Ροαδαφινιών, ζούσε μια μικρή όμορφη γοργόνα που αγαπούσε τους ανθρώπους και χωρίς να τους φοβάται, ξεπρόβαλλε όταν τα νερά ήταν ήσυχα και συνομιλούσε μαζί τους. Είχε το μικρό χωριό της Χλώρακας υπό την προστασία της, και δεν άφηνε κανένα εξώρκι να επηρεάζει την ηρεμία των κατοίκων, ώστε αυτοί ευτυχισμένοι ζούσαν μια ήρεμη ζωή καλλιεργώντας την όμορφη γη που τους χάρισε η φύση.
Μια φορά πρίν εκατοντάδες χρόνια, ένας νέος αγάπησε παράφορα την γοργόνα και ήθελε να πεθάνει γιατί δεν υπήρχε τρόπος να την κάμει δική του καθώς ήταν μια γοργόνα-νεράιδα διαφορετική από τους ανθρώπους. Όμως βλέποντας την μεγάλη του λύπη και θέλοντας να τον παρηγορήσει, του είπε να κάνουν μια συμφωνία. Να αγαπιούνται πλατωνικά, και να αρκεστεί μόνο σ’ αυτό. Ο νέος μη έχοντας άλλη επιλογή, δέχτηκε.
Και τα χρόνια περνούσαν, και καθημερινώς ο νέος δίπλα στη μικρή λιμνοθάλασσα με τις ώρες συνομιλούσε με την μικρή γοργόνα. Με τον καιρό η μικρή γοργόνα αγάπησε και αυτή το παλληκάρι, και έτσι αγαπημένοι ζούσαν καλά και ήσαν ευχαριστημένοι.
Άμα πέρασαν πολλά χρόνια και ο νέος έγινε μεσήλικας, γεμάτος ανησυχία μήπως πάψει αυτή να τον αγαπά καθώς οι γοργόνες δεν γερνούν, μια μέρα τη ρώτησε τι θα απογίνει αν αυτό συμβεί; Και του απάντησε πώς πάντα θα τον αγαπά, ακόμα και όταν αυτός πεθάνει, και πώς η αγάπη της γι αυτόν θα παύσει μόνον όταν η μικρή θαλασσινή λίμνη των Ροδαφινιών, θα παύσει να υπάρχει.
Και πέθανε κάποτε το παλληκάρι, αλλά το πνεύμα του έμεινε ζωντανό να πλανιέται πάνω από το χωριό να προστατεύει τους ανθρώπους, και να κάνει παρέα με την αγαπημένη του.
Αυτό κράτησε για εκατοντάδες χρόνια, μέχρι πρόσφατα που οι άνθρωποι χάλασαν τη λίμνη και έριξαν μέσα αποχετεύσεις και απόνερα από ξενοδοχειακές μονάδες, οπότε πάει η υπόσχεση της μικρής γοργόνας, πάει και το παλληκάρι. Έσβησε το πνεύμα του και άφησε το χωριό απροστάτευτο.
Από τότες στο μικρό χωριό όλα άλλαξαν. Οι άνθρωποι έγιναν άπληστοι και με μόνη έγνοια τον πλουτισμό και την «πρόοδο», τσιμέντωσαν όλη τη γη και έστησαν πολυόροφα κτίρια.
Και τώρα αντί πράσινα χωράφια από καλλιέργειες και παρθένες καυκάλλες βλαστημένες με άγρια χλωρίδα και πανίδα, υπάρχει παντού μπετόν και όμορφα πεζοδρόμια με ομορφότερες πλατείες κατασκευασμένες με τουβλάκια για να μην λερώνουν τα παπούτσια τους οι επισκέπτες.
Όπως συνήθως, οι άνθρωποι δεν φρόντισαν να αξιοποιήσουν τον τόπο τους με τρόπο η ανάπτυξη να συνάδει με τη φύση, παρά μόνο σκεπτόμενοι περισσότερο τον υλικό πλουτισμό, κάπου ξέχασαν τον φυσικό.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΟΙ ΚΛΟΥΝΟΙ
Οι άνθρωποι που ζουν σε ένα τόπο, θα ήθελαν να γνωρίσουν τι έκαναν οι προηγούμενοι τους, τη ζωή, τις προλήψεις, τα πιστεύω , την καταγωγή και τα γεννοφάσκια τους. Η στετέ μου που δεν ζει πλέον, μου είπε μια φορά πως, κάποιοι κάτοικοι της Χλώρακας έχουν ρίζες καταγωγής όμορφες νεράιδες οι οποίες μια φορά εζούσαν σε μια όμορφη καταπράσινη λαγκαδιά εκεί στην τέλειωση του χωριού.
Ήταν ένας όμορφος τόπος με αστείρευτο νερό που ανέβλυζε από τη γη και σχημάτιζε ρυάκια που διασχίζοντας την πυκνή βλάστηση, ενώνονταν και σχημάτιζαν ένα μεγάλο ποταμό που κατέληγε στη θάλασσα του Κοτσιά.
Είχε πολλή άγρια βλάστηση, πανύψηλα δένδρα τα οποία θέλοντας το ένα να προσπεράσει το άλλο σε ύψος, σχημάτιζαν σκάλες μέχρι τον ουρανό. Όλη η Κυπριακή χλωρίδα ήταν βλαστημένη, και τα άγρια λουλούδια χρωμάτιζαν το τοπίο κάνοντας το να μοιάζει παράδεισος, πανέμορφο τοπίο όπου εκεί θα ήθελαν να ζουν όμορφες νεράιδες. Η άγρια βλάστηση και τα τσουχτερά βάτα σχημάτιζαν αδιαπέραστο τοίχος που κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να διαβεί. Τοιουτοτρόπως μόνο άγρια ζώα και ξωτικά θα μπορούσαν να ζήσουν. Τα βάτα κατάφορτα μούρα κόκκινα και μαύρα, ήταν πρόκληση για τις νεράιδες, καθώς ήταν εύκολη τροφή γι’ αυτές.
Οι νεράιδες υπάρχουν στην πραγματικότητα για όποιον πραγματικά πιστεύει στην ύπαρξη τους. Και όποιος πραγματικά πιστεύει, μπορεί να τις δει να πετούν στον ουρανό όταν έχει πανσέληνο, ακόμα μπορεί να τις δει να χορεύουν μέσα σε λίμνες αν έχει την υπομονή να τις παραμονεύσει όταν βγαίνουν τα μεσάνυχτα τις καλοκαιρινές νύχτες και στήνουν χορό.
Οι νεράιδες έχουν πολλές μορφές και μεταμορφώνονται άλλοτε σε ζώα, άλλοτε σε πουλιά, αλλά κυρίως αρέσκονται να παίρνουν ανθρώπινη μορφή. Συνήθως κατοικούν σε λιβάδια, σε ρυάκια και σε λίμνες.
Έχουν πατρίδα μια χώρα που κανείς δεν γνωρίζει, αλλά όταν βγαίνει το φεγγάρι ολόγιομο, ντύνονται τα φτερά τους και το ακολουθούν. Από ψηλά κοιτάζουν τη γη, και όπου αντικρύσουν ρυάκια και λίμνες, παίρνουν βουτιά και λούζονται στα κρύα νερά. Ένας όμορφος τόπος που αγαπούσαν οι Νεράιδες μου έλεγε η στετέ μου η Δεσποινού, ήταν οι Κλούνοι.
Οι Κλούνοι ήταν ένα απότομο φαράγγι που η φύση το κατασκεύασε με μοναδική ομορφιά. Ένα μικρό καταπράσινο κομμάτι γης τοποθετημένο στα ριζά των αβαθή γκρεμμών στις παρυφές του χωριού. Αποτελείτο από άγρια βλάστηση με καλαμιώνες, βάτα, σχοίνα και μυρσίνια. Είχε θεόρατους δρύες και βελανιδιές που ξεπρόβαλλαν πάνω από το βαθύ πράσινο. Είχε αδιαπέραστη βλάστηση που μέσα είχαν τις φωλαιές των αμέτρητες αλεπούδες, είχε βλαστημένη όλη την Μεσογειακή χλωρίδα.
Ήταν ένα τοπίο κατασκευασμένο από το χέρι του Θεού με αδιαπέραστη βλάστηση και με τα άγρια βάτα πυκνά και επικίνδυνα, ώστε ουδέποτε κινδύνευσε από τη βόσκηση, ούτε ανθρώπου χέρι για εκατοντάδες χρόνια μπόρεσε να επέμβει.
Το νερό ανέβλυζε μέσα από τη γη και σχημάτιζε μικρά ρυάκια που έρεαν ανάμεσα στους καλαμιώνες ασταμάτητα ολημερίς και βράδυ όλους τους χειμώνες κι όλα τα καλοκαίρια ποτίζοντας τη χλωρίδα που βλάσταινε μοναδική και ποικιλόμορφη.
Ήταν ένας πράσινος τόπος με απαράμιλλο κάλλος, ένας τόπος άγριας πανίδας και χλωρίδας.
Η στετέ μου η Δεσποινού ήταν μια καλωσυνάτη γυναίκα που ήξερε πολλά παραμύθια και ιστορίες, αλλά και λαϊκά τραγούδια που μιλούσαν για Ρηγάδες και Ακρίτες. Πολλές φορές όταν ήμουν μικρός, την παρακαλούσα να μου τραγουδήσει τραγούδια και να μου εξιστορήσει παραμύθια. Μου είπε πολλά, άλλα τα έχω καταγράψει, και άλλα έχω σκοπό και αυτά να γράψω. Στα πολλά που μου είπε, μου ιστόρησε και την ιστορία για τις Νεράιδες που ζούσαν εκεί, δίπλα μας, σε έναν καταπράσινο τόπο, στην τέλειωση της Χλώρακας. Ήταν οι Κλούνοι το ομορφότερο μέρος του χωριού, το καμάρι όλης της γύρω περιοχής που άλλο σαν κι’αυτό, δεν είχε. Υπήρξε και διατηρήθηκε αμέτρητους αιώνες και ειπώθηκαν για τον τόπο ιστορίες και θρύλοι για Κουρσάρους και πειρατές, για τη Θεά Αφροδίτη, για την Αγιά Μαρίνα και για σπηλιές γεμάτες χρυσάφι μέσα στα έγκατα της γής. Γλύτωσε από πολλές καταστροφές, από πλημμύρες, σεισμούς καταποντισμούς, ακόμα και από μεγάλο σεισμό και τσουνάμι που ακολούθησε, και η θάλασσα σκέπασε το μέρος, αλλά παρ όλα αυτά, ξαναβλάστησε και το πράσινο σκέπασε ξανά τη γη, δημιουργώντας μια όμορφη όαση μέσα στον ξερό κάμπο.
Αυτό το όμορφο μέρος λοιπόν, διάλεγαν οι Νεράιδες κάθε που ακολουθούσαν το φεγγάρι στον ουρανό, και βουτούσαν από ψηλά μέσε στα ρυάκια και στις λιμνούλες όπου χαριεντίζονταν για μέρες πολλές παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Οι νεράιδες ήταν πολύ όμορφες κοπέλες, αλλά ήσαν ανέραστες και δεν γνώριζαν τον έρωτα σε όλη τους τη ζωή καθώς έτσι τις έφτιαξε η φύση. Όμως μια από αυτές σε μια επίσκεψη της στους Κλούνους, μια φορά είδε ένα νεαρό όμορφο παλληκάρι από τη Χλώρακα και το ερωτεύτηκε παράφορα. Καθώς δεν ήταν δυνατό να συνευρεθεί μαζί του, για να το επιτύχει σκαρφίστηκε δόλο για να ξεγελάσει τη φύση.
Για να γίνει συνεύρεση νεράιδας με άνθρωπο κοινό, πρέπει αυτή να χάσει τη νεραϊδική της οντότητα, να γίνει θνητή. Κάποιοι που ξέρουν, λένε πως η νεραϊδική οντότητα χάνεται μόνο όταν θνητός καταφέρει να κλέψει το μαντήλι ή το φόρεμα νεράιδας, πράγμα πολύ δύσκολο όμως, καθώς είναι πλάσματα με αρχέγονη εξυπνάδα που κανείς δεν μπορεί να τις ξεγελάσει.
Η καλή νεράιδα όμως, ήταν πολύ ερωτευμένη και έτσι έβγαλε το φόρεμα της και βούτηξε στη λίμνη, διευκολύνοντας έτσι το παλληκάρι να της το κλέψει. Έγινε τοιουτοτρόπως θνητή, και κατά τον φυσικό νόμο άνηκε πλέον στο παλληκάρι.
Την πήρε το παλληκάρι, την παντρεύτηκε, και έκαναν πολλά παιδιά των οποίων οι απόγονοι παντρεύτηκαν και αυτοί, ώστε τοιουτοτρόπως σήμερα ζουν στη Χλώρακα πολλοί με καταγωγή και γεννοφάσκια νεράιδων.
Στους Κλούνους λοιπόν, την εύμορφη καταπράσινη λαγκαδιά που άλλη τόσο πυκνοβλαστημένη δεν είχε σε όλη την περιοχή, συνέβησαν πράματα και θαύματα. Ήταν τόπος που ζούσαν νεράιδες, αλλά που σήμερα πλέον δεν υπάρχει, ένεκα της καταστροφικής μανίας των σημερινών ανθρώπων που τα ξήλωσαν όλα. Κατάστρεψαν την φυσική βλάστηση και έδιωξαν τα άγρια ζώα που για αιώνες ζούσαν εκεί, έδιωξαν και τις νεράιδες. Ότι δεν μπόρεσαν τα χέρια μόνα τους να καταστρέψουν, οδήγησαν μηχανές και μπουλντόζες που ξερίζωσαν τη βλάστηση και ξεχέρσωσαν τη γη, και έθαψαν τα τρεχούμενα νερά μέσα βαθιά στο χώμα.
Τα έκαψαν όλα, τα ισοπέδωσαν όλα, έφτιαξαν οικόπεδα και έκτισαν μέσα σπίτια και πολυκατοικίες. Όλα για το συμφέρον, σε μια ασταμάτητη καταστροφική πορεία εκμετάλλευσης της γης.
Τώρα στην περιοχή των Κλούνων, αντί για θεόρατα δένδρα, ξεφυτρώνουν πανύψηλα κτίρια που σκιάζουν τη θέα όλης της πεδινής παράλιας περιοχής, και όλης σχεδόν της θάλασσας. Ένας πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου χάθηκε, και ο θαλασσινός αέρας σταμάτησε έως εκεί, έπαυσε να φυσά πιο πέρα.
Τώρα, γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες με απεριόριστη θέα, σκαλοπάτια και δρόμοι στήθηκαν στα πρότεινα φαράγγια, ενώ αυτοκίνητα σταθμεύουν εκεί όπου πρώτα ήσαν φωλαιές άγριων πτηνών και ζώων.
Ακόμα μια φορά η ανθρώπινη καταστροφή επήλθε πλήρης και ολοκληρωτική, ακόμα μια φορά η ανθρώπινη σκέψη δεν μπόρεσε να συλλάβει τον όλεθρο που φέρνει η ασυλλόγιστη πρόοδος, παρά μόνο χωρίς αίσθηση και ευαισθησία προχώρησε στην αποψίλωση της φύσης με έγνοια μόνη, το προσωρινό κέρδος.