6 Οκτωβρίου 2023

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΓΕΝΗ

ΤΟ ΑΔΡΑΧΤΙ ΤΗΣ ΡΗΓΑΙΝΑΣ

Ή Ρήαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του.

Η Ρήαινα είπεν του,

-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον (λόφον του Κτήματος) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον δίπλα που τον άην αγαπητικόν τσιαι Μισητικόν, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν. Τσιαι το αδράχτιν έππεσεν κάτω που τον Μούτταλον, μέσα σ ένα χωράφι της Γλώρακας
 

Η ΚΑΛΛΗ ΚΑΙ Ο ΔΙΓΕΝΗΣ

Μια φοράν είχεν έναν παιδί κκέλικο ορφανό από μάνα και πατέρα, πολλά φτωχόν. Δούλευε βοηθός σε βοσκούς οι οποίοι επρόσταζαν συνέχεια,

-λάμνε εκεί, λάμνε εδώ, πέντα τις κουέλλες.

Του εθύμωνναν, και τον επερίπαιζαν.

Το κκέλικον παιδίν μιαν ημέρα καθόταν σε ένα βράχο στεναχωρεμένο, και παραπονεμένο για τη συμπεριφορά των βοσκών. Έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό εις τον Θεό, και ένιωσε την πέτρα να ταράσσει. Κατάλαβε από εκείνη τη στιγμή πως εδυνάμωσεν το κορμίν του. Σηκώθηκε και άρπαξε την πέτρα που ήταν 200 οκάδες και την ένιωσε ίσαμε 200 δράμια.

Εκείνη τη στιγμή ένας βοσκός του φώναξε,

-Βρε παλιόκκελη βούρα να κόψεις τις κουέλλες.

Το παιδίν αντιστάθηκεν του, και θυμωμένος ο βοσκός εμούνταρεν να το δέρει.

Γυρίζει του έναν πάτσον τότε ο κκέλης και εστράβωσεν η μουτσούνα του, και επιτούσαν τα γέματα του.

Οι άλλοι βοσκοί έτρεξαν θυμωμένοι να τον δέρουν, και έκαμε και σε αυτούς χειρότερα.

Τότε εκατάλαβαν πως η δύναμη του ήταν του Θεού, και φοβισμένοι έκαμαν πίσω.

Όταν ο κκέλης εκατάλαβεν τη δύναμη του, έπιασε έναν αππαρί και γύριζε τον κόσμο, και όπου άκουγε πως υπήρχε ένα παλικάρι, πήγαινε να το συναντήσει.

Μια φορά βρήκε έναν που τον έλεγαν Γιάννη και είχε μια όμορφη γυναίκα, την Κάλλη. Ο κκέλης εμούνταρεν πάνω του και του την επήρε.

Ο Γιάννης εποταβρίστηκεν πάνω του και του είπε,

-Βρε ποιος είσαι εσύ και ήρθες να μου πάρεις τη γυναίκα;

Κι του λέει ο κκέλης,

-είμαι ο Διγενής ο κκέλης που ακούεις.

Ο Γιάννης εμούνταρεν τον να τον κατακόψει, και ο Διγενής εγύρισεν το χέρι και του, έδωκεν έναν πάτσον και τον εμισοσκότωσε.

Και έμεινε ο Γιαννής χαμαί μισοσκοτωμένος, και ο Διγενής ο κκέλης έπιασε την γυναίκα του και έφυγε.

Όταν πέρασαν χρόνια και ο Διγενής ψυχωμαχούσε, φώναξε την Κάλλη του και την ρώτησε όταν θα αποθάνει ποιον άντρα θα πάρει. Και η Κάλλη του του λέει,

-Διγενή μου τον Γιάννην μου επαντρεύτηκα, τον Γιάννην μου εν να πάρω.

Σκέφτηκε λίγο ο Διγενής, και της λέει,

-Καλάν γρουσή μου, άμα εν να πεθάνω εγιώ, όποιον θέλεις πάρε. Έλα κοντα μου να ποσιερετιστούμεν.

Επήγεν κοντά του να αποχαιρετιστούν, και ο Διγενής την έβαλε στ αγκάλια του πως εν να την φιλήσει, και έσφιξεν την πάνω του και μαζί εξεψυχήσαν.

 

Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ

Ο Διγενής και ο Κωσταντάς ήταν αδέρκια. Όταν μικροί πήγαιναν σχολείο ήταν φτωχοί και κακορίζικοι, και τα άλλα παιδιά τους εδέρναν και τους επεριπαίζαν. Δυστυχισμένοι και λυπημένοι, μέρα νύχταν παρακαλούσαν τον Θεό να τους κάμει μιαν ευκολία, να τους γλυτώσει από τα άλλα κοπελλούθκια.

Που τες πολλές φορές, τους άκουσεν ο θεός και τους έστειλε έναν άγγελο να τους ρωτήσει τι θέλουν από αυτόν και κάνους τόσες δεήσεις.

Και εκείνοι δεν εζήτησαν ούτε ριάλια, ούτε πλούτη, μόνον εζήτησαν να τους δώσει δύναμην.

Ο θεός τους έδωκε δύναμη τόση, που δεν τους εσήκωνε η γη.

Ξανακλάυτηκαν στο θεό και αυτός τους έδωσε δύναμη μόλις που τους έσωννεν η γη.

Ύστερα από αυτό, μια μέρα όταν πήγαν σχολείο τα άλλα παιδιά που τους νόμιζαν κακορίζικους προσπάθησαν να τους περιπαίξουν και να τους δέρουν. Όμως τα κακορίζικα όπου αγγίζαν τα μωρά επεθανίσκαν, εδιούσαν τους πάτσον και δεν ελέγαν μανά.

Που τότες εβγήκαν έξω στο κόσμο και εφάνηκεν η δύναμη τους. Αγόρασαν από ένα άλογο, αρματώθηκαν από ένα κοντάρι και από το Κτήμα ξεκίνησαν να πάνε στην Πόλη της Χρυσοχούς να γνωρίσουν τον κόσμο.

Ο θεός που ήθελε να δει την καρδιά τους, μεταμορφώθηκε σε ένα γέρο και στάθηκε στη στράτα τους.

-Βοηθάτε με να φορτωθώ το δισάκκι μου και είμαι γέρος και δεν μπορώ, τους είπε.

Επειδή ο Διγενής τον προσπέρασε και ο Κωσταντάς ήταν πιο πίσω, γυρίζει και του λέει,

-Άτε Κωνσταντά βοήθα τον γέρο να φορτωθεί το δισάκκιν του.

Όμως ο Κωσταντάς επειδή βαριώταν να κατέβει από το άλογο, ποτάβρισε το σιδερένιο κοντάρι του και περνώντας το κάτω από το δισάκκι, προσπάθησε να το σηκώσει να το φορτώσει στους ώμους του γέρου. Όμως το σιδερένιο κοντάρι έσπασε από το πολλή φορτίο που είχε μέσα.

Θυμωμένος ο Διγενής ξεπέζεψε, άρπαξε το δισάκκι και το σήκωσε ψηλά να το φορτώσει στο γέρο, Ο γέρος όμως δεν εκαείλισε, και λέει του,

-άφηστο γιέ μου, έχε την ευχή μου, εσήκωσες τον ήμιση κόσμο.

Και σκύβωντας άνοιξε το δισάκκι. Μέσα στο δισάκκιν ο θεός είχε βάλει τον ήμιση κόσμο.