Ο Κόκος ο Ιωαννίδης δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ξεκίνησε ως μικρός εμποράκος γυρνώντας με το βαν του τα χωριά της Πάφου για να πουλήσει τα προϊόντα που του εμπιστεύονταν διάφορες εταιρείες. Μικροπαντρεμένος, παλεύοντας για το μεροκάματο και την οικογένειά του, έδινε την εντύπωση ενός απλού πλασιέ. Όμως, πίσω από τη σεμνή του μορφή, κρυβόταν ένας χαρακτήρας σπάνιος.
Ο Κυριάκος, που τον γνώρισε μέσω συγγένειας, κατάλαβε αμέσως ότι ο Κόκος
είχε κάτι το ιδιαίτερο. Παρά το ότι δεν είχε σπουδάσει, η σκέψη του ήταν
κοφτερή, γεμάτη διαύγεια και αντίληψη. Οι κουβέντες του, μετρημένες και
ζυγισμένες, μαρτυρούσαν έναν άνθρωπο που έβλεπε μακρύτερα απο τους άλλους.
-Κρίμα να μην είχε την ευκαιρία να σπουδάσει, συλλογιζόταν ο Κυριάκος.
Και όμως ακόμη και χωρίς βιβλία και πανεπιστήμια, ο Κόκος διέθετε ένα
φυσικό χάρισμα που τον έσπρωχνε μπροστά.
Μια Κυριακή, όπως θυμάται ο Κυριάκος, ο Κόκος έφτασε στο σπίτι του
διστακτικός.
-Κυριάκο, ντρέπομαι που στο ζητώ, μα έμεινα από πετρέλαιο και πρέπει επειγόντως
να πάω στην Παναγιά με εμπόρευμα.
Ο Κυριάκος δεν δίστασε. Γέμισε το αμάξι του Κόκου από το δικό του τάνκι με
καύσιμα και, όταν εκείνος πήγε να πληρώσει, του είπε,
-Κόκο, συγγενείς είμαστε. Τώρα ξεκινάς τη δουλειά σου, δέξου το ως δώρο.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Κόκος με εργατικότητα και καθαρό μυαλό, προόδευσε. Από
μικρός πλασιέ έγινε ο κυρίαρχος της επιβατικής διακίνησης σε ολόκληρη την
επαρχία. Ο στόλος των λεωφορείων της εταιρείας ήταν σχεδόν όλος δικός του. Έκανε
περιουσία, βοήθησε κόσμο, έφτασε ψηλά. Μα ποτέ δεν ξέχασε ποιος ήταν.
Κάθε απόγευμα, περνούσε με την κούρσα του από το καφενείο του χωριού.
Έβγαινε από το αμάξι πάντα κορδωτός, μα όχι για να επιδειχθεί. Κορδωτός από
περηφάνια που δεν είχε χάσει την απλότητά του. Καθόταν με τους χωριανούς, έπινε
τη ζιβανία του, γελούσε και συζητούσε σαν να ήταν ακόμη ο μικρός πλασιέ με το
βαν.
Και κάθε φορά που άναβαν τα κέφια και το ποτό έλυνε τις γλώσσες, ο Κόκος
θυμόταν εκείνη την ευκολία που του έκανε κάποτε ο Κυριάκος. Δεν παρέλειπε ποτέ
να το αναφέρει στην παρέα, δείχνοντας πάντα ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη. Ήταν
γι’ αυτόν μια μικρή στιγμή που σημάδεψε όλη του την πορεία, και την κουβαλούσε
σαν χρέος τιμής μέσα του.
Ο Κόκος ήταν άνθρωπος που δεν τον συνεπήρε ο πλούτος. Αντίθετα, τον έκανε
πιο δοτικό. Όταν αντιλαμβανόταν πως κάποιος στο χωριό είχε ανάγκη, έβρισκε
τρόπο να βοηθήσει αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Έγινε έτσι ένας κρυφός
ευεργέτης, ένας άνθρωπος που οι πράξεις του μιλούσαν πιο δυνατά από τα λόγια.
Ο χαρακτήρας του Κόκου ήταν αυτός που τον ξεχώρισε. Ευφυής και δυναμικός με ισχυρή προσωπικότητα μέσα στην απλότητά του, εργατικός, δίκαιος και κυρίως άνθρωπος με καλοσύνη. Ένας άνθρωπος που, ενώ μπορούσε να βλέπει όλους αφ’ υψηλού και θέση ισχύος, προτιμούσε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, και να μοιράζεται τη ζιβανία και το μεράκι τους.