Ο Ανδρέας Αρτέμης είναι μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής και πνευματικής ζωής στη Πάφο. Δεν είναι μόνο μεγάλος συνθέτης, αλλά και άνθρωπος με καλλιτεχνικό ήθος και ξεχωριστή προσωπικότητα. Με βαθιά ευαισθησία έστεκε απέναντι στην ανθρώπινη ψυχή καθώς ο ίδιος είχε αγνή ψυχή.
Γεμάτος από
αυτά τα συναισθήματα, έβλεπε την τέχνη σαν καταφύγιο από την ασχήμια της
κοινωνίας, κι αυτό αποτυπωνόταν στην ποίηση και στη μουσική του, που συνδύαζαν
το ονειρικό με το ρεαλιστικό.
Ήταν
άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα και άκαμπτη στάση απέναντι σε ό,τι θεωρούσε
ψεύτικο ή ευτελές. Δεν δίσταζε να συγκρουστεί με τα κατεστημένα, είτε
καλλιτεχνικά είτε προσωπικά. Είχε χιούμορ, αυτοσαρκασμό, αλλά και μια
αυστηρότητα που πολλές φορές σόκαρε. Ταυτόχρονα, πίσω από αυτήν την αυστηρότητα
έκρυβε μια μεγάλη τρυφερότητα.
Η
συμπεριφορά του ήταν συχνά αντισυμβατική. Αρνιόταν να γίνει μέρος της
βιομηχανίας του θεάματος ή να ενταχθεί σε ρόλους που δεν του ταίριαζαν. Μιλούσε
πάντα με ειλικρίνεια, ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις. Στους
φίλους και στους συνεργάτες του έδειχνε γενναιοδωρία, ενώ με το κοινό του ήταν
αυστηρά απαιτητικός. Ζητούσε προσοχή, σεβασμό και αληθινό ενδιαφέρον.
Η μουσική
του δεν έμπαινε σε κουτιά. Ακροβατώντας ανάμεσα στη κλασσική παράδοση και τη
λόγια δυτική μουσική, δημιουργούσε εντελώς δικούς του δρόμους. Έγραψε τραγούδια
παραδοσιακά, και κύκλους τραγουδιών που μοιάζουν με μικρές ποιητικές συλλογές.
Η μουσική του είναι λυρική, ποιητική, μελαγχολική αλλά και φωτεινή, γεμάτη χρώματα και αντιθέσεις. Βαθιά προσωπική, αλλά ταυτόχρονα παγκόσμια και διαχρονική. Γεμάτη λυρισμό, φαντασία και αλήθεια.
Όταν πια οι επιχειρήσεις του Κυριάκου είχαν στεριώσει και δεν χρειάζονταν
πια ταξίδια και ξενύχτια, αποφάσισε –για την τέρψη τη δική του και της γυναίκας
του– να ανοίξει μια μπουάτ με ζωντανή μουσική. Έστησε ένα φιλόξενο στέκι, που
πολύ γρήγορα γέμισε θαμώνες. Οι παλιοί του πελάτες τον στήριξαν, και με το
λαϊκό τραγούδι να κυλάει στις νύχτες, ο χορός και η διασκέδαση δεν άργησαν να
κάνουν φήμη· τόσο που κάθε βράδυ το μαγαζί να σφύζει από κόσμο.
Μια μέρα, ανάμεσα στους θαμώνες, καθόταν μόνος του ένας άντρας. Ήσυχος,
προσηλωμένος, άκουγε το μπουζούκι να σπαράζει με ρεμπέτικα, χασικλίδικα και
βαριά λαϊκά άσματα. Ο Κυριάκος, που πρόσεξε τη μοναχική του φιγούρα, τον
πλησίασε και έπιασε κουβέντα. Ο ξένος τού εκμυστηρεύτηκε πως ήταν μουσικός και
πως μόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα.
– Θέλεις να μας παίξεις λίγο; τον ρώτησε ο Κυριάκος.
Κι εκείνος ανέβηκε στη σκηνή, κρατώντας μόνο την κιθάρα του. Όταν άρχισε να
τραγουδά, η φωνή του γέμισε τον χώρο μελωδίες αλλιώτικες, ποιητικές, γεμάτες
ποιότητα και συναίσθημα. Το κοινό σώπασε μαγεμένο, κι ο Κυριάκος ένιωσε να του
ανοίγεται ένας άλλος κόσμος. Εντυπωσιασμένος, του πρότεινε συνεργασία.
Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια δυνατή καλλιτεχνική συντροφιά, που κράτησε
χρόνια. Κι έτσι ο Κυριάκος μυήθηκε στην έντεχνη και ποιοτική μουσική – το είδος
του ελληνικού τραγουδιού που συνδυάζει την ποίηση με τη μελωδία και ανυψώνει το
τραγούδι σε ανώτερο καλλιτεχνικό επίπεδο. Από τότε υποσχέθηκε στον εαυτό
του ότι ως το τέλος της ζωής του, δεν θα
άκουγε τίποτε άλλο.