Ο Χαμπής, πατέρας του Κυριάκου, ήταν πανέξυπνος και επιτυχημένος στο επάγγελμά του. Όμως είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, αγαπούσε το χαρτοπαίγνιο. Όσα χρήματα κέρδιζε τα ξόδευε στον τζόγο, ένα πάθος με πολλές αρνητικές συνέπειες, ένας εθισμός που προκαλεί οικονομικά προβλήματα, δημιουργεί εντάσεις στις οικογενειακές σχέσεις, οδηγεί σε καυγάδες και απογοήτευση, ενώ στον ίδιο τον χαρτοπαίκτη φέρνει άγχος, λύπη και ντροπή. Ένα ακόρεστο πάθος που δεν προσφέρει πραγματική χαρά, αλλά οδηγεί σε αδιέξοδα και δυσκολίες.
Ο Χαμπής,
σαν παθιασμένος παίκτης, τα βίωσε όλα αυτά για χρόνια, ώσπου, δυστυχώς, αυτό το
ακόρεστο πάθος και η αγωνία του παιχνιδιού τον οδήγησαν στον θάνατο.
Είχαν
περάσει περίπου πέντε χρόνια από την επιστροφή του Κυριάκου και τον
συνεταιρισμό τους. Ο Κυριάκος είχε αναλάβει πλήρως τη δουλειά και άφησε τον
πατέρα του να ξεκουραστεί σε διευθυντική θέση. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα εξήντα
εκείνη τη μοιραία βραδιά, όταν καθόταν στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με άλλους
συμπαίκτες και χαρτόπαιζαν. Τα ποσά είχαν φτάσει πολύ ψηλά και η αγωνία όλων
μεγάλωνε όσο πλησίαζε το τέλος. Το άγχος κυρίευσε την ατμόσφαιρα, η αδρεναλίνη
έβραζε, και κανείς δεν άντεχε κουβέντα. Όλοι ήταν απότομοι και θυμωμένοι.
Το παιχνίδι
που έπαιζαν ήταν ο «Θανάσης». Ένα παραδοσιακό κυπριακό χαρτοπαίγνιο που
παιζόταν από δύο έως οχτώ άτομα, με δέκα φύλλα στον καθένα. Στόχος ήταν να
σχηματίσει ο παίκτης «τρίτες» (δηλαδή τριάδες ή περισσότερα ίδια φύλλα) ή
συνεχόμενα χαρτιά και να τα κατεβάσει. Οι υπόλοιποι μετρούσαν τους πόντους από
τα χαρτιά που τους περίσσευαν. Όποιος ξεπερνούσε τους 100 πόντους έβγαινε από
το παιχνίδι, εκτός κι αν ξαναέμπαινε. Την πρώτη φορά πλήρωνε το ίδιο ποσό, αλλά
κάθε επόμενη φορά διπλάσιο από την προηγούμενη. Το παιχνίδι συνεχιζόταν ώσπου
να μείνει ένας μόνο νικητής.
Εκείνη τη
βραδιά όλοι είχαν γραφτεί πολλές φορές και το ποσό είχε ανέβει στα ύψη. Σε ένα
τράβηγμα ο Χαμπής έκλεισε. Αν κατέβαζε τα φύλλα του, το παιχνίδι τελείωνε. Μα
απρόσεχτος, δεν το κατάλαβε και πέταξε σκάρτο χαρτί. Ο κουμπάρος του, ο Μελής,
τον κλώτσησε κάτω από το τραπέζι, αλλά ήταν πια αργά.
Ο Χαμπής
στενοχωρημένος άρχισε να αναπνέει γρήγορα, γεμάτος αγωνία, περιμένοντας να
ξαναέρθει η σειρά του για να κατεβάσει τα χαρτιά. Όταν τελικά τα κατέβασε, ήταν
ήδη αργά. Ένας άλλος παίκτης έμεινε μέσα, ξαναγραφτηκαν και άλλοι, και όταν το
παιχνίδι τέλειωσε, κέρδισε άλλος.
Το άγχος και
η στενοχώρια έκαναν την καρδιά του Χαμπή να χτυπά δυνατά και ασταμάτητα. Ένιωθε
ότι θα σπάσει. Μη αντέχοντας τον πόνο, βγήκε έξω να αναπνεύσει. Όταν συνήλθε
λίγο, γύρισε στο σπίτι. Μα μόλις πέρασε την πόρτα, η καρδιά του τον πρόδωσε. Έπεσε νεκρός στον τόπο. Ήταν
μόλις εξήντα χρονών.