21 Αυγούστου 2013

ΑΝΘΙΣΑΝ ΤΑ ΚΡΙΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

ΤΑ ΚΡΙΝΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ


Τα θαλασσινά κρίνα είναι τα σύμβολα  της Θεϊκής δημιουργίας και της επιθυμίας των ανθρώπων για την τελειότητα. Είναι λευκά μεγάλα λουλούδια που ξεφυτρώνουν ανθοβολώντας μεσα από τη στεγνή έρημη γη, με ένα μοναδικό μεθυστικό άρωμα, κυρίως όταν βραδιάζει. Τα γνωρίζουν όσοι έχουν τύχει να περάσουν από τις ελάχιστες αμμουδιές στις οποίες σήμερα ευδοκιμούν δίπλα στη θάλασσα, σε τόπους κυρίως δύσβατους που βλαστούν αυτά τα μοναδικά φυτά του γένους τους που απόμειναν και που πρεπει να αγαπούμε οι άνθρωποι και να προστατεύουμε.
Κάποτε τα κρίνα βλάσταιναν μυριάδες στις παραλίες της Χλώρακας και της Κισσόνεργας που ήταν σκεπασμένες από άμμο που ξέβραζε η οργή των κυμάτων και εναπόθετε στις σχισμάδες των βράχων κατασκευάζοντας τοπίο ίδιο κατασκευασμένο ίσως από Θεούς, που από μια κατάξερη ηλιοκαμένη γη, τον μήνα Αύγουστο και Σεπτέμβρη άλλαζε όψη, βαφόταν με άσπρο χρώμα από τα άνθη του γιαλού.
Κάποιες μέρες όμως οι άνθρωποι όταν χρειάστηκαν τους τόπους για την ανάπτυξη και την πρόοδο τους και έπρεπε να χτίσουν τα πολυτελή ξενοδοχεία τους, δεν συλλογίστηκαν την ομορφιά και τη σπανιότητα τους. Χάλασαν τις παραλίες, τις άλλαξαν και τις μεταμόρφωσαν σε τουριστικά θέρετρα. Εξαφάνισαν τα κρίνα και έμεινε τώρα μόνο η ανάμνηση των ανθών του γιαλού, και τη θέση τους πήραν τσιμεντένια ξενοδοχεία με κήπους φυτεμένους με ξενόφερτα άνθη και λουλούδια.
Φέτος λοιπόν, σ αυτές τις παραλίες βλάστησαν τα λίγα από τα εναπομείναντα πλέον κρίνα του γιαλού που τους μήνες του καλοκαιριού γεννούν και ανθίζουν τα πανέμορφα άνθη τους
ολόλευκα και μοναχικά, στο διάβα εκεί που σκάει το κύμα. Τα άνθη του γιαλού που μέσα στη ξερή γη προβάλλουν από την καυτή και στεγνή άμμο δυνατά και ανθεκτικά, όμορφα και μοναδικά. Είναι τα δώρα της θάλασσας, κρίνα σπάνια μοσχομύριστα και πανέμορφα που στην κάψα του καλοκαιριού όλη μέρα κλείνουν και μαραίνουν, ενώ τις νύχτες μες τη θαλασσινή δροσιά και στο αεράκι του πελάους, ανοίγουν και σκορπούν την ευωδία τους σε όλη την πλάση.
Τα φύλλα τους που είναι σαρκώδη και γκριζοπράσινα σε σχήμα λουρίδας, βγαίνουν το χειμώνα και το καλοκαίρι ξεραίνονται, ενώ από τα ξερά τους φύλλα γεννιέται το άνθος του γιαλού, το πανέμορφο λουλούδι που ενέπνευσε τον Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο του διήγημα.
Οι καρποί του λουλουδιού είναι μεγάλοι σε σχήμα βολβού. Τα άνθη του που εμφανίζονται μέσα από την καυτή άμμο, έχει το καθένα έξι πέταλα και διαμορφώνουν ένα στέμμα κατά τον τρόπο των ασφοδέλων, εξ αυτού το φυτό είναι γνωστό επίσης με το όνομα ως θαλάσσιος ασφόδελος. 
Οι καρποί του όταν ωριμάσουν πετάγονται κατάμαυροι σαν κάρβουνα, σπόροι πολυγωνικοί, μαλακοί που περιβάλλονται από μεμβράνη σαν σωσίβιο που τους επιτρέπει να ταξιδεύουν πάνω στα κύματα  διανύοντας χιλιάδες μίλια, φθάνοντας σε ακτές από τη μια άκρη της θάλασσας ως την άλλη για τον πολλαπλασιασμό και την εποίκησή τους. Στο κέντρο τους έχουν ένα μικρό βολβό που είναι ο πραγματικός σπόρος που θάβεται στην άμμο ψάχνοντας για υγρασία. Όσοι επιζήσουν μετά από χρόνια, θα ανθίσουν και θα συνεχίσουν τον κύκλο της ζωής τους.
Εκτός από τους σπόρους, το φυτό πολλαπλασιάζει και με βολβούς που το ίδιο παράγει. Παρά την πολλαπλασιαστική του όμως δυνατότητα το όμορφο αυτό φυτό πέφτει θύμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στις ακτές. Τα παρακολουθούμε κάθε χρόνο που περνά να λιγοστεύουν και να εξαφανίζονται. Να κόβονται με το που ανθίζουν από ανθρώπινα χέρια για να γεμίσουν τα ανθοδοχεία τους, ή να ξεριζώνονται για να μεταφυτευτούν στους κήπους τους.
Η παραλία του Κοτσιά ανάμεσα Χλώρακας και Κισσόνεργας, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη ομορφαίνει με τα λευκά κρίνα της θάλασσας, τα οποία καλό είναι να μην τα κόβει ούτε να τα πατεί κανείς, ώστε να ρίξουν σπόρο και να συνεχίσουν να υπάρχουν σ’ αυτό τον τόπο.
Στην Κύπρο βλαστούν στη παραλία της Χλώρακας, στη παραλία του Ακάμα, και μετά τα συναντούμε στο μακρινό Παχίαμο. Είναι λουλούδια σπάνια και προστατευμένα, είναι φυτά υπό παρακολούθηση και θα πρεπει επιτέλους κάποιοι άνθρωποι με ευαισθησίες  που στις μέρες μας δυστηχώς σχεδόν έχουν χαθεί, να αναλάβουν εκστρατεία  διάσωσης και πολλαπλασιασμού τους.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ