Ο μήνας
Γενάρης θεωρείται ό πολυομβρυώτερος του έτους. Είναι μήνας μελαγχολικός και
συννεφιασμένος, γι αυτό όποιος άνθρωπος είναι σκυθρωπός, τον ονομάζουν
μεταφορικά Γεννάρην, που αν τυχών κάποια φορά χαμογελάσει, δι αυτού λέγει η
παροιμία, «Εκαμεν τζ' ό Γεννάρης ήλιον, ή Έγέλασεν τζι ο Γεννάρης».
Κατά την
νύκτα της παραμονής της πρώτης του μέρας, την νύκτα δηλαδή της 31 μαζεύονταν
πολλοί συγγενείς σε φιλικήν οικίαν και καθήμενοι γύρω από τη φουκού κρατώντας
στα χεριά κλαδιά ελιάς και κόβοντας ο καθένας φύλλα, τα εναποθέτουν αναστραμμένα
επί των αναμμένων καρβούνων τραγουδώντας ή απαγγέλλωντας,
Άη Βασίλη
βασιλιά πούσουν πέρα τσι ήρτες δά,
Τσι έφερες
την πρωτοχρονιά, άκοψες κλωνίν βασιλιτσιάν,
Έκοψες
κλωνίν ελαιάν τσι έσυρες το στη φωθκιάν,
Δείξε τσιαι
φανέρωσε αν με αγαπά
Και αν το
φύλλον της ελιάς μέσα στη φωτιά αφού θερμανθεί, αναπηδήσει και αναστραφεί με
κρότον, θεωρείται ένδειξη ότι ο καλούμενος την ευχή, αγαπά τον ερωτώντα, αν
αυτό δεν συμβεί, σημαίνει πως δεν τον αγαπά. Το είδος της μαντείας αυτής επαναλαμβάνεται
τρεις φορές, για πλήρη επιβαιβέωση.
Σε ορισμένα
μέρη τη βασιλόπιττα την τοποθετούν σε πιάτο με κόλλυβα και δίπλα ένα κλωνί
βασιλικιάς, από το οποίο κόβουν τα φύλλα και τα ρίχνουν στη φωτιά αντί των
φύλλων ελιάς, για να γνωρίσουν την μαντείαν της αγάπης. Το πρωί την πίττα την
κόβουν και την μοιράζονται, ενώ τα κόλλυβα και τα φύλλα βασιλικιάς ή ελιάς που
έμειναν, τα αναμιγνύουν στην τροφή των ζώων την οποίαν δίδουν στα βόδια για να
ευλογηθούν από τον Άγιον Βασίλειο, καθώς τα κόλλυβα είναι σιτάρι που παράγεται
ως αποτέλεσμα της εργασίας τών βοδιών.
Τις πρώτες
πέντε ημέρες του Γενάρη, οι Καλικάντζαροι περιφέρονται ελεύθερα στες οικίες,
και ένοχλούνι τούς ανθρώπους. Οι Καλικάντζαροι είναι δαίμονες κακοί και
πονηροί, άσχημοι και κατάμαυροι, με μακριά γαντζωτά νύχια, μακριά
αχτένιστα μαλιά, τα πόδια τους είναι τραγίσια και χωλαίνουν στο περπάτημα, ενώ
ο απλός λαός τους θεωρεί ότι κυκλοφορούν χωρίς ενδυμασία, τελείως γυμνοί.
Το όνομα των
καλικάντζαρων, από τους Κυπρίους φέρεται και με άλλες ονομασίες, όπως
σκαλαπούνταροι και πλανήταροι, δηλαδή ότι παρασέρνουν και αποστρατούν τους
ανθρώπους από την ευθεία οδό.
Την Πέμπτην
ήμέραν που εορτάζουν τα Κάλαντα, κάθε οικογένεια θεωρεί καθήκον της να κάμει
ξεροτήανα και να ρίξει λίγα στο δώμα του σπιτιού μαζί με κομμάτια λουκάνικο και
λίγες κόρτες (φέτες) ψωμιού, για να «φάσιν τζιαι νά φύουσιν».
Αν οι
νοικοκυρά ξεχάσει να τα ρίξει στο δώμα, τότε οι άλλοι της οικογένειας, της το
υπενθυμίζουν με τους στίχους,
Τιτσίν,
τιτσίν λουκάνικον,
κομμάτιν
ξεροτήανον
νά φάσιν
τζιαι να φύουσιν,
ή
Τιτσίν,
τιτσίν λουκάνικον,
μασιαίριν
μαυρομάνικον,
να φάει ο
Καλικάντζαρος,
να πάει στη
δουλειάν του
Οι
νοικοκυραίοι πίστευαν ότι αν δεν τηρούσαν το έθιμο, ο αρχικαλικάντζαρος
κατέβαζε το τραγοπόδαρο του από την τσιμινιά και έριχνε το τηγάνι από την
νηστιά.