ΤΟ ΓΑΙΜΑΝ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΤΖΙΗ
Από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης η λέξη αίμα
έλκυε τους ανθρώπους. Η δύναμη του ήταν αρκετή για να προκαλέσει πολλούς μύθους
και θρύλους. Αναγνωρίζοντας την ζωοδότρα δύναμη του, πίστευαν ότι είχε δυνάμεις
υπερφυσικές και απόκρυφες, πίστευαν ότι η πολλή αξία και δύναμη του συνδεόταν με τη ψυχή που
μέσω της αποκτούσε ανώτερη αξία και όταν αποχωρίζονταν, η ψυχή αποκτούσε
αθανασία που κάποιες φορές περιτριγύριζε στην ατμόσφαιρα χωρίς να βρίσκει
αμάντα και ηρεμία.
Στη λευκή μαγεία συνήθως χρησιμοποιούσαν το αίμα κάποιου
ζώου για να σφραγίσουν μιά ευχή ή ένα ξόρκι, ώστε να φύγει αυτή η κακή δύναμη
και να αφήσει την ψυχή ελεύθερη να ταξιδεύσει όπου ανήκει, στην κόλαση ή στον
παράδεισο.
Έτσι πολλοί έκαναν ξόρκια για ο μάτιασμα, τη βασκανία και το στοίχειωμα. Προσπαθούσαν δι αυτών των τρόπων να απελευθερώσουν τις ψυχές από τον εναγκαλισμό του διαβόλου που τις είχε αιχμάλωτες.
Μια φορά έναν καιρό κοντά στο 1900 ένα νεαρόν παιδίν
ο Γιαννάτζιης, ανέβηκε σε μια τρεμιθιά να τρυγήσει τρεμίθια, αλλά σε μια κακή στιγμή
το κλαδί που πατούσε έσπασε, και με φόρα έπεσε κάτω στη γης και χτύπησε η κοιλιά
του πάνω σε μια πέτρα μυτερή σαν το μαχαίρι, και σκίστηκε και άνοιξε, και το
αίμα κυλούσε από το σώμα του σαν βρύση.
-Αχ",
φώναξε, δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη
κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Το χτύπημα σαν σπαθιά που είχε
δεχτεί με την πτώση του, είχε ανοίξει μια μεγάλη πληγή, και ένα κατακόκκινο
αυλάκι ξεκινούσε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς. Το αίμα κυλούσε
και άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε.
Ανήμπορος έμεινε κατάχαμα με φοβερούς πόνους να σπαρταρά
σαν ψάρι έξω από το γιαλό. Έχοντας τις αισθήσεις του, καταλάβαινε πως δεν
μπορούσε να κινηθεί, δεν μπορούσε να σταματήσει το γαίμα που έτρεχε, πως μέσα
στην ερημιά που βρισκόταν κανείς δεν θα τον έβρισκε, πως δεν είχε σωτηρία. Ο
φόβος του θανάτου άρχισε να τον σκιάζει και τρόμος τον έζωσε καθώς καταλάβαινε
πως η ψυχή του έφευγε και αβοήθητος άφηνε την τελευταία του πνοή με πόνο στο
κορμί και φόβο στη ψυχή. Καταλάβαινε πως ήταν η ώρα του θανάτου του και δεν
ήταν έτοιμος. Ήταν νέος, δεν έζησε πολύ, δεν ήθελε να φύγει.
Ο θάνατος είναι πολύ φοβερός, όσοι δεν τον έχουν γευτεί δεν ξέρουν, οι στιγμές
είναι αγωνιώδεις, το ξεψύχισμα δύσκολο. Ο ετοιμοθάνατος στις στιγμές αυτές που ο
αρχάγγελος του παίρνει τη ζωή, με βλέμμα απλανές βλέπει τρομοκρατημένος να εγκαταλείπει
τα εγκόσμια και ούτε τα παρακάλια στο Θεό βοηθούν, και φόβος τον καταλαμβάνει καθώς
καταλαβαίνει πως ήρθε το τέλος.
Και χάνοντας τον έλεγχο με το περιβάλλον, ο Γιαννάτζιης
με τα μάτια ανοιχτά χωρίς να βλέπει, παρά μόνο με τα μάτια της ψυχής αντίκρυζε
το χάρο να του παίρνει τη ζωή, και ψηλότερα στον ουρανό τον Αρχάγγελο Μηχαήλ με
τη ρομφαία έτοιμο να τον αποτελειώσει.
Ικέτευε η ψυχή του εκείνη την ώρα, αυτός όχι. Δεν είχε τη δύναμη το σώμα του, ήταν αποτελειωμένο, σκοτωμένο, το μυαλό του θολωμένο. Και ο θάνατος άπονος, ανελέητος δεν ήθελε να προσπεράσει, έσκυψε να τον φορτωθεί να τον πάρει μαζί του.
Ήταν την ώρα εκείνη του αποχωρισμού ζωής και ψυχής που τον βρήκε ο Λεωνής ο
αδελφός του, που έβοσκε τα πρόβατα και έτυχε να περάσει από το μέρος εκείνη την
ώρα. Τον βρήκε κάτω πεσμένο στο
χώμα μισοπεθαμένο με όλο το αίμα να έχει ποτίσει τη γη δίπλα. Αλαφιασμένος έβγαλε το βρακοζώνι και του έδεσε σφικτά την πληγή, μόλις πρόλαβε
να μην χυθεί όλο, του έμεινε μια σταλιά. Ήταν η στιγμή που έφευγε η ψυχή. Του έδεσε τις πληγές, τον φορτώθηκε και τον
μετέφερε στο σπίτι τους. Δεν υπήρχε γιατρός κοντά, γι αυτό φώναξαν τη μαμμού
που τον περιποιήθηκε με όσα γιατροσόφια ήξερε.
Η κατάσταση ήταν άσχημη, τον είχαν ξεγραμμένο. Όμως νέος και
δυνατός, πάλεψε με το χάρο σαράντα μέρες. Αλλά η πάλη ήταν άνιση, νίκησε ο χάρος.
Άντεξε σαράντα μέρες πάλης, που για παρόμοιες
καταστάσεις υπάρχουν αναφορές στη δημοτική ποίηση δεισιδαιμονικές, πως η ψυχή
εγκλωβίζεται και δεν φεύγει παρά μένει στη γήινη ατμόσφαιρα και βασανίζεται. Και
το αίμα που πότισε τη γη, βογκά και οδύρεται. Κογκά και αναστενάζει, και οι κλαυθμοί
τρομάζουν τα παιδιά και φοβίζουν τους ανθρώπους.
Το ίδιο συνέβηκε δυστυχώς με τον Γιαννάτζιη. Έμεινε
η ψυχή του να αιωρείται και να μην φεύγει, έμεινε και η γη ποτισμένη με το αίμα
του να αναστενάζει και να γογκά.
Και έμεινε το πνεύμα του στοιχειωμένο και κάθε που φυσούσε άνεμος δυνατός, από τον
τόπο που σκοτώθηκε, ακούγονταν κραυγές γοερές που προκαλούσαν τρόμο και φόβο στις
καρδιές ακόμα και των πιο άφοβων ανθρώπων.
Όλοι στο χωριό τρομοκρατημένοι, απέφευγαν να περνούν από εκείνο το μέρος. Και πάντα την ημέρα του θανάτου του κοντά στα ξημερώματα, τα κογκήματα δυνάμωναν και έφταναν ως την άλλη άκρη του χωριού.
Και πίστεψαν οι άνθρωποι πως για να ησυχάσει η ψυχή
του θανόντος, αλλά και οι ίδιοι από τους γοερούς κλαυθμούς, χρειάζονταν ξόρκια
και αγιασμοί κατά πως λέγουν οι παραδόσεις, και ζήτησαν από τον παπά να διαβάσει
και να θυμιάσει.
Αλλά τίποτα καθώς δεν γινόταν, οι ίδιοι έκαμαν άλλα
ξόρκια παγανιστικά. Έκαψαν λαρδί χοίρου και το έριξαν στην ποτισμένη με το αίμα
του σκοτωμένου γη, για να φύγει το σατανικό πνεύμα. Και αφού το κακό συνεχιζόταν,
πάνω σε σταχτωμένα κάρβουνα στο θυμιατήρι, έβαλαν κομμάτι από καρδιά χοίρου ώστε
το στοισειό να μυρίσει την καπνιά να φύγει.
Έκαναν αυτά και άλλα πολλά, όταν κατά καιρούς το αίμα κογκούσε και αναστάτωνε το χωριό, η κατάρα όμως δεν έφευγε, και περνούσαν τα χρόνια. Ο τόπος οπου γίνηκε το κακό έγινε στο νου των ανθρώπων καταραμένος και κανείς δεν περπατούσε εκεί.
Πέρασε κι άλλος πολλής καιρός, μια μέρα έφθασε στο χωριό
ένας καλόγερος. Ήταν ένας πολύ ευσεβής και Άγιος άνθρωπος, που κάποιοι έλεγαν
πως με την προσευχή του έδιωχνε το διάβολο από σεληνιασμένους και
δαιμονισμένους.
Γνώρισε το φοβερό πρόβλημα που είχαν οι χωριανοί,
και τους λυπήθηκε.
Έτσι γύρεψε τον πατέρα του πεθαμένου νέου και του
ορμήνεψε τι να κάμει…
-Σήμερα του Αϊ Γιανιού,
του είπε,
-αν έχεις παιδί αβάφτιστο, να το ονοματίσεις το όνομα του Αγίου και του πεθαμένου. Και όταν γίνει όσα τα χρόνια του Χριστού, να του ορμηνέψεις να ξορκίσει το μνήμα και τον καταραμένο τόπο.
Έτσι ο Ττοουλής ο κύρης του σκοτωμένου νέου, βάφτισε
το γιο του Γιαννάτσιη και αυτός με τη σειρά του καθώς του είχαν ορμηνέψει, όταν έγινε 33 χρονών
έκαμε ξόρκι και Αγιασμό, και το κακό πέρασε. Το θαύμα γίνηκε, και η
στοιχειωμένη ψυχή βρήκε αναπαμό.
Ήταν μια κατάσταση τρόμου που διήρκησε δεκαετίες, που όποτε φυσούσε Χειμωνιάτικος αγέρας δυνατός, στο χωριό έπεφτε βαθιά σιωπή γεμάτη φόβο και όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους καθώς ο γαίμα κογκούσε και η βουή του απλωνόταν στην ατμόσφαιρα και τους φόβιζε.
Η ιστορία είναι πραγματική και συνέβηκε πραγματικώς,
και ο νέος που σκοτώθηκε ήταν από την οικογένεια του Ττοουλουθκιού Σιαμμά.
Στα υστερινά χρόνια, κάποιοι γραμματιζούμενοι είπαν
πως δεν κογκούσε το γαίμα, αλλά ήταν κάποιο νυχτερινό πουλί που φώναζε το ταίρι
του.
Όμως η λογική αυτή εξήγηση, δεν εξηγεί γιατί με τον Αγιασμό σταμάτησε το κόγκημα και από τότε δεν ξανακούστηκε.
Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ
Οι τοιχογραφίες που αναπαραστούν τη βάπτιση του Χριστού εντελώς γυμνού
ειναι πολύ σπάνιες. Είναι Ρωσσικής τεχνοτροπίας που αναπτύχθηκε και
ζωγραφίστηκε στις εκκλησίες από Ρώσσους εικονογράφους σπανίως και επί μικρού
χρονικού διαστήματος, από τον 6ο αιώνα, μέχρι τον 9ον αιώνα.
Η δημόσια Βάπτιση του Χριστού εντελώς γυμνού, συμβολίζει την απαλοιφή των μέχρι την ημέρα της βαπτίσεως αμαρτημάτων, και την απαλλαγή από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος.
Όταν οι Ναΐτες το1192 πώλησαν την Κύπρο στο
Φράγκο Γκι ντε Λουζινιάν πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ, αυτός για να ενισχύσει
την εξουσία και τη δυναστεία του, παραχώρησε κτήματα και τσιφλίκια σε ιππότες
σταυροφόρους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν και απετέλεσαν την ανώτερη τάξη του πληθυσμού.
Ο ελληνικός πληθυσμός παραγκωνίστηκε εντελώς και απετέλεσε
τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις που μόνο υποχρεώσεις είχαν απέναντι στους αφέντες
τους και κανένα σχεδόν δικαίωμα.
Όταν οι Σταυροφόροι το 1204 άλωσαν την Κωνσταντινούπολη,
λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τμήματα της πόλης, ένας από αυτούς, λεηλάτησε ένα
μεγαλόπρεπο ναό που ήταν αφιερωμένος στην Παναγία τη Χρυσελεούσα και έκλεψε όσα
πολύτιμα υπήρχαν, τα εκποίησε σε χρυσάφι, και πήρε το θησαυρό μαζί του στους
Αγίους τόπους όπου πήγε να πολεμήσει.
Και όταν οι Σταυροφόροι στην Ιερουσαλήμ ηττήθηκαν, φόρτωσε
τα χρυσάφια του σε ένα πλοίο και κατέφυγε στην Κύπρο, στην Πάφο. Αγόρασε ένα τσιφλίκι
και ασχολήθηκε με τη γη, αλλά ταυτόχρονα και με το εμπόριο του μεταξιού. Κατάφερε
να αποκτήσει αμύθητη περιουσία, και ανέβηκε θεαματικά τις σκάλες της ανώτερης κοινωνικής
τάξης.
Η εποχή αυτή χαρακτηριζότανι από πλούτο και χλιδή
για τους ξένους, και από εξαθλίωση και ανέχεια για τους ντόπιους. Κυρίαρχη ήταν
η τάξη των Λατίνων ευγενών, ιπποτών και αρχόντων, των εκκλησιαστικών και των
ανώτερων κρατικών αξιωματούχων.
Η μεγάλη μάζα του ντόπιου πληθυσμού ήταν
δουλοπάροικοι και ακτήμονες, σκλάβοι σε αυτούς. Πολλοί ανταλλάσσονταν με άλογα, με κυνηγετικά γεράκια
ή και με γαϊδούρια.
Έτσι και ο Ναίτης από τη θέση ισχύος που απέκτησε,
είχε πολλούς Κύπριους στη δούλεψη του ως εργάτες και σκλάβους στα χωράφια, που
τους συμπεριφερόταν απάνθρωπα και βάναυσα, θεωρώντας τους κατώτερους και δουλοπάροικους.
Με ασήμαντες αφορμές τους τιμωρούσε χωρίς έλεος με δαρμούς, φυλακίσεις, και
φοβερά μαρτύρια.
Οι ντόπιοι του κόλλησαν το παρατσούκλι Ιεροεξεταστής. Όλοι τον μισούσαν και αντί για προσευχή στο στόμα τους, είχαν κατάρες και ανάθεμα για λόγου του. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον τιμωρήσει, να τον κάνει να πληρώσει για την απανθρωπιά, τη σκληρότητα και την κακία του.
Οι κατάρες συνήθως πιάνουν στους κακούς και άδικους,
και επισύρουν την οργή του δίκαιου Θεού, που σε αυτή την περίπτωση δεν άντεξε
την τόση αδικία, και του έστειλε τιμωρία προς ανακούφιση και δικαίωση των αδικημένων.
Ύστερα που πέρασαν χρόνια, ο κακός Ιεροεξεταστής, αισθάνθηκε
άγνωστη αρρώστια να τον κυριεύει, που σιγά σιγά χειροτέρευε και τον ταλαιπωρούσε.
Τον έριξε στο κρεββάτι, πονούσε το κορμί του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και βασανιζόταν
κάθε μέρα και περισσότερο. Όταν για λίγο τον έπαιρνε ο ύπνος, εφιάλτες και άσχημα
ονείρατα τον ξυπνούσαν. Νύσταζε και ήθελε να κοιμηθεί, μα δεν μπορούσε. Κατάκοιτος,
ακίνητος και άγρυπνος καθώς ήταν, τον έζωναν ειρηνείες και τον κατέτρεχαν, του ενθύμιζαν
τις αδικίες και τα κακά που είχε διαπράξει στη προηγούμενη ζωή του.
Είχε καλέσει όλους τους γιατρούς, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον γιάνει.
Ήταν ένα αφόρητο βάσανο που δεν το άντεχε.
Καταλάβαινε ότι ήταν τιμωρία από το Θεό, και ως απέλπιδα προσπάθεια, στράφηκε σε
αυτόν, και άρχισε να τον παρακαλά, και έλπιζε να τον βοηθήσει και να τον συγχωρέσει
ως ανταμοιβή που γι αυτόν είχε πολεμήσει στους Άγιους τόπους.
Σταμάτησε να καταπιέζει τους εργάτες του, προέβαινε
σε καλές πράξεις, ελεούσε τους φτωχούς, αλλά οι δαίμονες και τα βάσανα του συνέχιζαν.
Παρακαλούσε να πεθάνει, να γλυτώσει, δεν άντεχε
άλλο το μαρτύριο. Αλλά ο χάρος δεν τον έπαιρνε και τον άφηνε να βασανιέται. Έβλεπε
στον ξύπνιο και στον ύπνο του εφιάλτες τρομερούς, και ένας ήταν κυρίως τον
βασάνιζε, έβλεπε τον εαυτό του μέσα στην εκκλησία της Παναγίας της Χυσελεούσης
στην Πόλη, να αρπάζει και να λεηλατεί τα ιερά του ναού. Τότες όταν τα έκλεβε,
δεν φοβόταν Παναγία και Χριστό, τώρα στη σκέψη αυτή, μια βουή του τριβέλιζε το
μυαλό και τον πονούσε αφάνταστα.
Το ίδιο γινόταν κάθε μέρα επί μακρού καιρού,
σκέφτηκε η Παναγία η Χρυσελαιούσα που τότες δεν την σεβάστηκε, τώρα τον
τιμωρούσε.
Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει άλλο τρόπο μήπως την ημερέψει,
και μήπως τον ποσπάσει. Σκέφτηκε όσα πήρε απ αυτήν, να τα δώσει πίσω εις διπλούν,
και παραπάνω. Να τα δώσει για τη χάρη της και να του δώσει τη συγχώρεση της.
Αφού λοιπόν ανακάλυψε μια εκκλησία με το ίδιο όνομα στη Χλώρακα, πρόσλαβε Αγιογράφους να την τοιχογραφήσουν. Και την τοιχογράφησαν ολόκληρη και την έκαναν ολόλαμπρη, και μέσα στο ιερό ζωγράφησαν τον Χριστό γυμνό να βαφτίζεται στον Ιορδάνη ποταμό. Από διαταγή του τον ζωγράφησαν γυμνό θέλοντας να παρομοιάσει με τον εαυτό του που πλούσιος και τρανός ήταν γυμνός στην αρρώστια του, όπως και ο Χριστός ήταν γυμνός και αγνός απέναντι στις αμαρτίες των ανθρώπων…
Ύστερα ζήτησε ένα παπά και βαπτίσθηκε ορθόδοξος
Χριστιανός. Και ύστερα ένα πρωί, τον βρήκαν πεθαμένο, ησυχασμένο, ειρηνεμένο
και γαληνεμένο.
Ως φαίνεται τον συγχώρεσαν η Παναγία και ο Χριστός, και τον πόσπασαν από τα βάσανα του.
Ο ΚΑΡΑΜΑΝΟΣ
Ο Παπασάββας
έζησε τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κατοχής και τα πρώτα της Αγγλικής, καθώς
το 1871 η Κύπρος παραδόθηκε στους Άγγλους μετά την συνθήκη που υπέγραψαν οι δύο
χώρες για υπεράσπιση της πρώτης από τη δεύτερη σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας.
Εκείνους τους
καιρούς οι κάτοικοι ζούσαν υπό την σκιά της καταπίεσης και του κατατρεγμού των
Τούρκων και των Καραμάνων, οι οποίοι από θέση ισχύος έκλεβαν από σπίτια καθώς και
ενοχλούσαν τις χηράτες. Έτσι όταν μια γυναίκα χήρευε, αμέσως οι δικοί της
φρόντιζαν να την ξαναπαντρέψουν για να έχει προστάτη.
Ο Παπασάββας
απεβίωσε νέος, έτσι την παπαδιά την πάντρεψαν με τον Κυριάκο Σιαμμά.
Είχε με τον Παπασάββα μια κόρη τη Φκωνού, και έκανε με τον νέο της σύζυγο άλλα τρία παιδιά. Την Ελεγγού, τον Ευστάθιο και τον Λεωνή που τον φώναζαν Λιόνταρο καθώς είχε παλληκαριά του λιονταριού.
Η Φκωνού έμενε
στο σπίτι να συγυρίζει και να μαγειρεύει, ενώ οι υπόλοιποι έφευγαν για τις
δουλειές στα χωράφια.
Μια μέρα βγήκε
έξω να πάει στη διπλανή ποταμιά να μαζέψει ξερά ξύλα να ανάψει τη νηστιά και να
μαγειρέψει, και άφησε την πόρτα ανοιχτή καθώς δεν θα αργούσε πολύ.
Επιστρέφοντας
σπίτι, μπαίνοντας μέσα πήρε το μάτι της κάτω από το κρεββάτι ένα πόδι μαυριδερό
να εξέχει έξω.
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά από φόβο, καθώς κατάλαβε πως επρόκειτο για Καραμάνο που βλέποντας τη πόρτα του σπιτιού ανοιχτή και δίχως νοικοκύρη μέσα, μπήκε να κλέψει.
Οι Καραμάνοι ήταν Τούρκοι μαύροι ή μελαψοί που
ζούσαν στην Καραμανία, την απέναντι
μεριά της Κύπρου, που μεταφέρονταν στη Κύπρο ως στρατιώτες για να πνίγουν
εξεγέρσεις των Κυπρίων, ή στέλνονταν για να κάνουν πλιάτσικο και επιδρομές ώστε
να φοβούνται οι ντόπιοι να μην επαναστατούν.
Πολλοί εγκαταστάθηκαν στη νησί και ως νομαδική φυλή περιφέρονταν στα χωριά μπαίνοντας κρυφά στα σπίτια κλέβοντας ότι έβρισκαν. Πολλές φορές όσοι είχαν καχεκτικά μωρά, τα αντικαθιστούσαν με τα υγιή των Χριστιανών που ήταν μέσα στις κούνιες τους. Έτσι οι Έλληνες κάτοικοι πρόσεχαν τα σπιτικά και τα μωρά τους με πολλή προσοχή.
Η Φκωνού έμεινε για λίγο σιωπηλή και ακίνητη μη τολμώντας να κάνει κάποια απότομη κίνηση και τον τρομάξει να της επιτεθεί. Βρίσκοντας τη ψυχραιμία της καθώς τολμηρή νεάνιδα, έκανε πως δεν τον πήρε χαμπάρι, και έκατσε στο δουλάπι με την ανέμη να εργαστεί
Το δουλάπι ήταν τροχός ξύλινος όπου τοποθετούσαν τη κλωστή και γυρνώντας το την τύλιγε. Οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια αφού κούρευαν το μαλλί από τα πρόβατα, το έπλεναν, το στέγνωναν και το έκαναν λεπτή κλωστή χρησιμοποιώντας το αδράχτι. Έπειτα τη κλωστή την τοποθετούνταν στην ανέμη και χρησιμοποιώντας το δουλάπι, την περνούσαν στα μασούρια.
Έτσι η Φκωνού για να μην τον υποψιάσει, άρχισε να το γυρίζει και να τραγουδά
με φωνή που σιγά σιγά δυνάμωνε, θέλοντας έτσι να την ακούσει ο αδερφός της το λιοντάρι
που τσάπιζε το χώμα στο διπλανό χωράφι ώστε να σπεύσει να τη βοηθήσει.
Και τραγουδούσε και έλεγε η Φκωνου,
Είπαν μου πιάσ΄ τ΄ αδράχτι σβούρα
να βουρά,
είπαν μού ωρή, εν' γιορτή τζιαι βλάφτει,
τζιαι ή καρκιά μου εσυντρομάχτην.
Ούννου ούννου το ουλάππι ρε Λοή,
εν που κάτω στο κρεββάτι ένας Καραμανής
Την άκουσε ο Λεωνής ο Λιόνταρος, και όρμηξε σαν το λιοντάρι. Και με το στελίφι της τσάπας έκανε τον μαύρο Καραμάνο, μαύρο στο ξύλο. Και ο καημένος ακόμα τρέχει να γλυτώσει προς τη μεριά της Καραμανίας.
ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
Ο Όμπασιης στα νεαρά του χρόνια στη φτοχωγειτονιά της μακρινής Τίμης που γεννήθηκε και αναγιώθηκε, πέρασε δύσκολα χρόνια μεγάλης φτώχιας, γιατι οι γονείς του ήσαν φτωχοί και άκληροι. Πολλές ήταν οι φορές που δεν υπήρχε στο σπίτι φαγητό, και πάρα πολλές οι φορές που οι γονείς του ήσαν στεναχωρημένοι γιατι δεν έβρισκαν δουλειά να θρέψουν τα παιδιά τους.
Ήταν μια κρίσημη χρονική περίοδος όπου τον κόσμο σχεδόν
ολόκληρο συγκλόνισε η οικονομική ύφεση του μεσοπολέμου που διήρκησε πολλά
χρόνια. Ήταν μια κρίση οδυνηρή και καταστροφική.
Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι είδαν τα προϊόντα τους να μένουν αδιάθετα και
το εισόδημα τους να εξανεμίζεται. Οι εργάτες έχασαν τις δουλειές τους, ή μειώθηκαν
οι μισθοί τους.
Στη Κύπρο τα πράγματα ήταν χειρότερα, γιατί ήταν μια μικρή χώρα με μικρή οικονομία.
Ο πληθυσμός πτώχευσε και οι εργάτες δεν έβρισκαν εργασία, ούτε οι
γεωργοκτηνοτρόφοι μπορούσαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Το έγκλημα στα αστικά κέντρα άνθισε, και πολλοί προσπαθούσαν να επιβιώσουν
ξεγελώντας ή κλέβοντας ο ένας τον άλλο. Στα χωριά οι παρανομίες ήταν μικρότερες,
οι κλέφτες αρκούνταν να κλέψουν καμιά όρνιθα ή κανένα πρόβατο για να θρέψουν τις
οικογένειες τους.
Η Βρετανική κυβέρνηση θέσπισε αυστηρούς νόμους, και τιμωρούσε παραδειγματικά τους ενόχους, θέλοντας να περιορίσει την παρανομία. Αλλά οι παράνομοι από την ανάγκη της μεγάλης δυστυχίας τους, συνέχιζαν το έργο τους με τον κίνδυνο να καταδικαστούν.
Μέσα σ αυτή τη μιζέρια ο Όμπασιης σκέφτηκε ότι δεν
θα ήταν πολύ ριψοκινδυνο όυτε μεγάλη αμαρτία αν κάθε τόσο άρπαζε καμιά όρνιθα από
το διπλανό γουμά του παπά της κοινότητας.
Είχε ο παπάς ένα τεράστιο τόπο τελιασμενο, όπου μέσα
υπήρχαν δεκάδες παχουλές όρνιθες, οι οποίες κάθε μέρα έβοσκαν στο μεγάλο
περβόλι που ήταν συνέχεια του γουμά. Το είχε φυτεμένο με όλα τα καλά, και οι
καρποί κρέμμονταν λαχταριστοί από τα κλωνιά. Έβλεπε λοιπόν, πως ο γείτονας του
είχε υπέρ του δέοντος τροφή, ώστε σκέφτηκε, θα ήταν χειρότερη αμαρτία σαν μικρό
παιδί να πεινά, παρά σαν μικρό παιδί να κλέβει για να χορτάσει.
Έτσι κάθε τόσο καιρό, βουτούσε μια όρνιθα, και την
μαγείρευε και την έτρωγε, και την ευχαριστιόταν.
Ήταν όμως τίμιος και ένιωθε ενοχές, καταλάβαινε ότι
αμαρτούσε, ότι δεν ήταν σωστό, αλλά παρ όλα αυτά, έλεγε μέσα του,
-ας όψεται η φτώχεια και η ανάγκη.
Από πάνω είχε και πολλή εκτίμηση και σεβασμό στον παπά, και η καρδιά του μαράζωνε και είχε τύψεις γιατί έκλεβε έναν άγιο άνθρωπο του Θεού.
Έτσι εχόντως των πραγνάτων κυλούσαν όλα ομαλά και καλά , ο παπάς δεν αντελίφθηκε τίποτα, και ο καιρός πέρασε.
Και ήρθε ένας καιρός έφηβος πλέον, χαρτώθηκε μια κοπέλα που του προξένεψαν στη Χλώρακα.
Σκέφτηκε όμως πριν να μετοικίσει στους ξένους
τόπους, ότι έπρεπε να απολογηθεί στον παπά και να ομολογήσει την αμαρτία του.
Ήξερε ότι η εξομολόγηση ήταν μεταξύ αμαρτωλού και παπά, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα
και φονικό ακόμα αν ήταν, να ομολογήσει την εξομολόγηση σε άλλον εκτός του Θεού.
Πιστεύοντας πως αυτό θα γινόταν και με την περίπτωση τη δική του, πήγε στον
παπά και εξωμολογήθηκε.
Γονάτησε και είπε τις αμαρτίες του, ζήτησε συγχώρεση
και άφεση, και του είπε ακόμη να μην ανησυχεί πλέον, δεν θα χαθούν άλλες όρνιθες.
Υστερα ευχαριστημένος, την άλλη μέρα κίνησε για τα ξένα μέρη. Νιώθοντας ανακούφιση από την εξομολόγηση του, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, να γνωρίσει καινούργιους τόπους και ανθρώπους, να δουλέψει τίμια και να μην χρειαστεί άλλο στη ζωή του να κλέψει.
Τα πεθερικά του παραχώρησαν μια γωνιά στο ασιερονάρι
να κοιμάται, ώσπου να τον παντρέψουν και να του επιτρέψουν να κοιμάται σε καινούργιο
σπιτικό με τη σύζυγο του.
Μόλις πρόλαβε να κοιμηθεί την πρώτη νύχτα, και με το ξημέρωμα ήρθαν οι Εγγλέζοι επικουρικοί και τον πήραν. Του έβαλαν χειροπέδες, τον φόρτωσαν σε ένα τζιπ, και έφυγαν.
Τι είχε συμβεί;
Μπορεί ο Θεός να συγχώρησε τον Όμπασιη που έκλεβε
τες όρνιθες, ο παπάς όμως δεν τον συγχώρησε. Πήγε στην αστυνομία και κατά παράβαση
κάθε ηθικής, τον κατήγγειλε ως κλέφτη κατά συρροή.
Τον δίκασαν λοιπόν οι Εγγλέζοι, και τον βρήκαν ένοχο.
Τον καταδίκασαν αυστηρά, και τον έκλεισαν για δυο μήνες στη φυλακή ως τιμωρία,
θέλοντας έτσι να δώσουν παράδειγμα στους όσους άλλους επίδοξους κλέφτες.
Ο Όμπασιης εξέτισε την ποινή του, και ευτυχώς τα
πεθερικά του δεν θεώρησαν τη φυλάκιση του αιτία για να διαλύσουν τους αρραβώνες,
οπότε επέστρεψε πίσω στη χαρτωμένη του. Από τότες όμως, δεν ξαναπήγε εκκλησιά,
και μισούσε όλους τους παπάδες. Ακόμα και για να στεφανωθεί, με πολλή δυσκολία
δέχτηκε να σταθεί ενώπιον του παπά έστω και αν ήταν άλλος από εκείνον τον μιερό
που αμάρτησε προδίδοντας το λειτούργημα του ιερού μυστηρίου της εξομολόγησης.
Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ ΣΤΟ ΜΕΛΑΝΟ
Ο Μέλανος είναι ένας μεγάλος τόπος τοποθετημένος από το Θεό στην άκρια του οροπεδίου της Χλώρακας στα νότια σύνορα του χωριού με την Κάτω Πάφο, που αγναντεύει όλο το πέλαγο απ άκρη σ άκρη,. Τα πετρώματα του είναι στο σύνολο τους από μέλανο, εξ ου και το τοπωνύμιο. Καθώς άγονα και σκληρά τα εδάφη που η υγρασία δεν μπορεί να τα διαπεράσει και οι ρίζες των δεντρών δύσκολα μπορούν να προχωρήσουν βαθιά, έμεινε στους αιώνες τόπος άγριος βλαστημένος μόνο με χαμηλή βλάστηση, ιδανικός για βόσκηση.
Όταν τα χρόνια τα παλιά εκείνα
,που η δουλεία υπήρχε ως θεσμός σε όλους
τους πολιτισμούς του κόσμου και πήγαζε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και
αγροτικού δυναμικού καθώς και άλλων αναγκών, και η υποδούλωση των ανθρώπων
θεωρείτο μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι αντιμετωπίζονταν
ως αντικείμενα και η μεταχείριση τους στη σκληρή εργασία ήταν μέχρι θανάτου,
έτσι και η Κύπρος δεν εξαιρέθηκε του κανόνος, και κατά τη διάρκεια των αιώνων,
ο φτωχός πληθυσμός ως υπόδουλοι κάτοικοι, υπήρξαν σκλάβοι. Καθώς όμως μικρός ο
πληθυσμός, οι τσιφλικάδες και οι ιδιοκτήτες των λατομείων του χαλκού, χρησιμοποιούσαν
εισαγόμενους σκλάβους, νέγρους που άρπαζαν οι πειρατές, ή ηττημένους σε πολέμους
που οι νικητές πουλούσαν στους δουλέμπορους.
Συνήθως οι σκλάβοι ήταν πολύ περισσότεροι από τους ελεύθερους πολίτες. Έτσι για να τους ελέγχουν από τυχόν επαναστάσεις, τους συμπεριφέρονταν σκληρά. Τους είχαν αλυσοδεμένους και τους τιμωρούσαν απάνθρωπα ή και τους σκότωναν δια βασανισμού προς παραδειγματισμό.
Στην Πάφο το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε να συμβαίνει εις μεγάλο βαθμό κατά τον 12ο αιώνα, όταν οι Φράγκοι κατακτητές μοίρασαν τη γη σε φεουδάρχες, οι οποίοι ησχολήθησαν με την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμων και τεύτλων για την παραγωγή ζάχαρης την οποίαν εξήγαγαν στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης. Με πλοία που προσάραζαν την ακτή του Κοττσιά μια παραλία αμμώδη που πάνω προσάραζαν τα πλοία, οι δουλέμποροι έφερναν τους σκλάβους και τους πουλούσαν. Επίσης με τα ίδια πλοία γίνονταν εισαγωγές και εξαγωγές διαφόρων γεωργικών προϊόντων ή μεταλλευμάτων. Έτσι στη θάλασσα εκεί, κάθε φορά γινόταν μεγάλο σκλαβοπάζαρο.
Ο μεγαλύτερος αριθμός σκλάβων δούλευε σε μεταλλεία και σε αγρούς, που ήταν οι σημαντικότερες πηγές πλούτου στην Κύπρο.
Στη Πάφο
ένας προεστός είχε στη κατοχή του περισσότερους από 1000 σκλάβους τους οποίους
όριζε ως ιδιοκτησία και τους είχε να εργάζονται σε λατομεία και σε αγρούς,
ιδιαίτερα σκληρές εργασίες.
Κατείχε όλη την περιοχή από τη Μάα μέχρι την πέτρα του Ρωμιού και οι δούλοι την καλλιεργούσαν και την έσπερναν ζαχαροκάλαμα και τεύτλα με τα οποία κατασκεύαζαν ζάχαρη που ακολούθως έκαναν εξαγωγή στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης. Ως απόδειξη επί τούτου, υπάρχουν τα χνάρια του αυλακιού της Ρήγαινας που έκτισε ο Διγενής Ακρίτας για να φέρνει νερό από τη μακρινή Τάλα και να ποτίζουν τα ζαχαροκάλαμα.
Η δουλεία ως θεσμός που νομιμοποιούσε τη μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιοκτησία,
συνεπαγόταν όχι μόνον τον κοινωνικό θάνατο του ατόμου, αλλά του αφαιρούσε την ανθρώπινη
υπόσταση και το υποβίβαζε σε αντικείμενο. Η καταπίεση τους ήταν μεγάλη και
χωρίς όρια. Τα ζώα είχαν πολύ καλύτερη ζωή από αυτούς. Οι ανθρώπινες απώλειες
ήταν μεγάλες είτε από τις κακουχίες, είτε για την ανυπακοή τους, είτε ως
παραδειγματισμό, και αντικρίζονταν από τους αφεντάδες μόνο ως απώλεια περιουσίας.
Οι γυναίκες και τα κοριτσάκια χρησιμοποιούνταν ως σκεύη ηδονής, και
διαχωρίζονταν οι οικογένειες όταν προέκυπτε να πουλήσουν μέλη της.
Οι ξεσηκωμοί που συνέβαιναν κατά καιρούς, καταπνίγονταν σκληρά εν τη γενέσει
τους.
Στη Χλώρακα εκείνη την εποχή, ένας σκλάβος του μεγάλου αφέντη ανυπόταχτος, κατάφερε μια νύχτα να σκοτώσει τον φύλακα και παίρνοντας τα κλειδιά, ελευθέρωσε και τους υπόλοιπους οι οποίοι χωρίς να σκεφτούν τις σίγουρες καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή τους, τον ακολούθησαν καθώς δεν άντεχαν τις κακουχίες.
Χωρίς σχέδιο και προσανατολισμό, η άλλη μέρα τους βρήκε μαζεμένους και στρυμωγμένους πάνω στο οροπέδιο του Μελάνου. Και από κάτω γύρω γύρω, στρατιώτες τους είχαν περικυκλώσει. Τους έστειλε ο βασιλιάς με διαταγή να τους σφάξουν όλους, να μην γλυτώσει κανείς, ούτε γέρος, ούτε νέος, ούτε παιδί. Έπρεπε να σταλεί μήνυμα σε όλη την Κύπρο πως όσοι άλλοι επεδίωκαν την ελευθερία τους, θα είχαν το ίδιο τέλος. Έπρεπε να διαφυλαχθεί η τάξη, διότι χωρίς σκλάβους δεν θα υπήρχε ανθηρή οικονομία για την ανώτερη τάξη. Έπρεπε λοιπόν, να εφαρμοστεί ο νόμος χωρίς διάκριση.
Και μια ανελέητη σφαγή άρχισε.
Οι λίγοι δούλοι που κρατούσαν τσάπες και δικράνια, σκοτώθηκαν πρώτοι, και ύστερα
οι στρατιώτες κατέσφαξαν χωρίς έλεος μάνες και παιδιά, γέρους και νέους. Με μια
αγριότητα φοβερή που εκείνους τους καιρούς ήταν συνηθισμένη, έπαιρναν τα
κεφάλια αι άνοιγαν τις κοιλιές κάνοντας το αίμα να ρέει σαν ποτάμι. 1000 σκλάβοι
σφαγιάστηκαν και όλη η γη του Μελάνου βάφτηκε κόκκινη. Και έγινε το αίμα ποτάμι
και έτρεξε στη θάλασσα που ήταν λίγα μέτρα παρακάτω, και χρωματίστηκε και αυτή
μελανιά, μελανιά .
Από τότε ο χερσαίος τόπος της άγριας
σφαγής ονομάστηκε Μέλανος και η θάλασσα Μελανούθκια, καθώς η γη στη στεριά και
στη θάλασσα, έμεινε βαμμένη σε χρώμα μελανί από το αίμα των σκλάβων.
Από τότε η γη θεωρείτο καταραμένη
από τους ντόπιους, και όλοι απέφευγαν να την κατοικήσουν ή να την αξιοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση διήρκησε 1000
χρόνια, ώσπου οι άνθρωποι ξέχασαν αυτήν την μεγάλη αμαρτία, και τώρα, τα τελευταία
χρόνια έκτισαν όλη την περιοχή με διαμερίσματα που έχουν απρόσκοπτη θέα όλη την
πόλη της Κάτω Πάφου, και όλο το πέλαγο της νοτιοδυτικής Μεσογείου.
Το μόνο που έμεινε να υπενθυμίζει τη μεγάλη σφαγή, είναι το όνομα Μέλανος που προήλθε εξ αυτής.
O ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ
Το βαφτιστικό όνομα της γυναίκας μου ήταν Μαρινέλλα
αλλά όλοι την φωνάζαμε εν συντομία Λούλλα. Είχαμε τέσσερα χρόνια παντρεμένοι
και δύο παιδιά τριών και δύο ετών, τον Πάμπο και την Αγγελική, ονόματα που τους
δώσαμε τιμής ένεκεν του πατέρα μου Χαράλαμπου και του πεθερού μου Αγαθάγγελου.
Και τα δύο τα γεννήσαμε στη Γεροσκήπου σε ένα σπίτι
που της το έδωσαν προίκα οι γονείς της. Ήταν κτισμένο καινούργιο, αλλά σε κακή
κατάσταση καθώς τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του ήταν κακής
ποιότητας. Το χειμώνα έβαζε νερά από παντού, από τους τοίχους και από την
ταράτσα. Ξόδεψα πολλά χρήματα να το επισκευάζω, αλλά η κατάσταση δεν διορθωνόταν.
Υπήρχε πολλή υγρασία και τα μικρά παιδιά υπέφεραν και αρρωστούσαν.
Έτσι αποφάσισα να κτίσω καινούργιο σπίτι στο χωριό
μου, στη Χλώρακα. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, είχα χρήματα στη τράπεζα, έτσι
αγόρασα ένα οικόπεδο το οποίον ήταν σε περιουσία που άνηκε στη μητέρα μου αλλά
ο πατέρας μου το είχε πουλήσει μιαν παλαιότερη εποχή.
Έκτισα λοιπόν το πρώτο συγκρότημα κτιρίων σε ανώγι
και κατώγι όπου το σπίτι ήταν στο ανώγι και στο κατώγι μεγάλες αποθήκες και μεγάλα
ψυγεία για φύλαξη των φθαρτών, καθώς να ωριμάζω και πράσινες μπανάνες.
Επικέντρωσα τη δουλειά και έκανα τις αποθήκες χώρο συγκέντρωσης των οπωρικών
όπου έκανα αγοραπωλησίες με παραγωγούς και εμπόρους, και τα βράδια όσα
περίσσευαν τα φόρτωνα σε φορτηγά και οι οδηγοί μου τα μετέφεραν στις μεγάλες
αγορές των Επαρχιών,
Οι δουλειές πήγαιναν καλά, δεν χρωστούσα στις
τράπεζες, αλλά ακόμα είχα κάποια κεφάλαια δικά μου. Ένεκα αυτής μου της οικονομικής
άνεσης αγόρασα ακόμα δύο φορτηγά, πρόσλαβα οδηγούς και εργάτες και έστρωσα μια
δουλειά ρολόι. Αγόρασα και μια κούρσα Vauxhall Cavalier, την οποία κυρίως οδηγούσε η σύζυγος μου. Ήταν ένα
ωραιότατο μπλε αμάξι 20 ίππων, πλατύ και μακρύ, άνετο με πολυθρόνες πολυτελείας.
Την είχα εκπαιδεύσει στο μικρό φορτηγάκι και έμαθε να οδηγά καλά. Ήταν όμορφη,
και μέσα στο ωραίο Cavalier έδειχνε ομορφότερη.
Όμως ήταν εποχές που η πλειονότης του πληθυσμού δεν
είχε συνέλθει ακόμα από τις πληγές του πολέμου, και υπήρχε πολύς κόσμος που
δυστυχούσε. Έτσι ίσως κάποιοι ζηλόφθονες τρίμματοι τη ζήλεψαν και τη μάτιασαν
και της προκάλεσαν δεινά. Αλλά από την άλλη επειδή ο Θεός με αγαπά και με προστατεύει
-έτσι πίστευα και ακόμα πιστεύω για λόγου μου-, προστάτευσε την οικογένεια μου
από το μεγάλο κακό που ίσως της προκάλεσαν οι τρίμματοι.
Στη γειτονιά λίγες δεκάδες μέτρα από το σπίτι μου
είναι κτισμένο ένα παλιό μικρό ξωκκλήσι αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μηχαήλ στο οποίο
συνήθιζα κάθε Σάββατο να επισκέπτομαι να προσκυνώ και να προσεύχομαι να έχει καλά
την οικογένεια μου και όλους τους ανθρώπους.
Έτσι μια επόμενη μέρα ενός Σαββάτου όταν η δουλειά ήταν
πολλή και χρειάστηκε η σύζυγος μου να βοηθήσει τις εργάτριες στη συσκευασία
μπανανών, και επειδή τα παιδιά έκλαιγαν ασταμάτητα, σκέφτηκε να τα μεταφέρει
στη Μεσόγη, στη μάνα της, να τα προσέχει.
Οι εργάτριες έφθασαν πρωί, και ξεκίνησαν δουλειά να
κόβουν και να συσκευάζουν τις μπανάνες. Κάθε φορά συσκευάζαμε 400 κιβώτια και βάλε,
ήταν μια εργασία σκληρή και επίπονη, αλλά τις πλήρωνα καλά και έτσι αυτές με
όρεξη εργάζονταν σαν μέλισσες. Τα κιβώτια στοίβες στην αποθήκη, οι παραγωγοί
έφθαναν με προϊόντα τα οποία παραλαμβάνοντο και στοιβάζονταν σε μεγάλες σειρές,
ενώ ταυτόχρονα οι εμπόροι κατέφθαναν και άρχιζε το αλίσι βερίσι.
Στη φούρια της δουλειάς δεν πρόσεξα ότι η σύζυγος
μου αργούσε να επιστρέψει. Όταν σε μια στιγμή αργά κοντά μεσημέρι το
διαπίστωσα, άρχισα να ανησυχώ. Όμως ήταν μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά
τηλέφωνα, έτσι δεν μπορούσα να τηλεφωνήσω να μάθω τι συμβαίνει.
Την ίδια στιγμή όμως, ένα ταξί σταμάτησε και από
μέσα κατέβηκαν η σύζυγος μου με τα παιδιά και την πεθερά μου. Ο νους μου πήρε
στροφές και κατάλαβα ότι είχαν κάποιο δυστύχημα, αλλά η χαρά μου ήταν μεγαλύτερη
από την ανησυχία καθώς τους είδα όλους σώους και καλά στην υγεία τους. Έτρεξα
κοντά τους γεμάτος ταραχή και έμαθα ότι πράγματι είχαν αυτοκινητικό δυστύχημα.
Οδηγούσαν στη πλατιά κατηφορική λεωφόρο προς τη
Πάφο όταν σε κάποιο σημείο φρενάροντας ελαφριά, δυστυχώς το αυτοκίνητο πατώντας
σε χυμούς σταφυλιών που υπήρχαν πάνω στο οδόστρωμα γλίστρησε, και πηγαίνοντας
ζιγκ ζαγκ ξέφυγε από το δρόμο, αναποδογυρίστηκε και γυρνώντας τούμπες ακινητοποιήθηκε
σε παρακείμενο χωράφι. Όλοι βρέθηκαν πεσμένοι στο φρεσκοοργωμένο χωράφι ευτυχώς
χωρίς κανείς να έχει πάθει απολύτως τίποτα. Στις πολλές ανατροπές του αυτοκινήτου,
σε κάθε ντεραπάρισμα οι επιβαίνοντες πετιόνταν με φόρα από τις πόρτες και τα παράθυρα
πέφτοντας πάνω στο μαλακό χώμα.
Κανείς δεν τους πήρε είδηση καθώς τροχαία κίνηση
δεν υπήρχε εκείνη την ώρα, έτσι όλοι υγιείς αφού συνήλθαν από το σοκ σταμάτησαν
ένα περαστικό ταξί και εγκαταλείποντας το αναποδογυρισμένο cavalier, επέστρεψαν.
Μες τη πολλή χαρά μου που τους είδα όλους σώους
χωρίς καμιά γρατσουνιά, ο νους μου αμέσως πήγε στον γείτονα μου Άγιο Αρχάγγελο
που τους προστάτεψε.
Και όταν ύστερα πήγα στο τόπο του δυστυχήματος
αντικρύζοντας το αυτοκίνητο ως μια άμορφη μάζα παλιοσίδερων, κατάλαβα πόσο σοβαρό
ήταν το δυστύχημα. Σίγουρα όποιος περαστικός το αντίκρυζε, αμέσως θα υπέθετε με
σιγουριά πώς κανείς επιβάτης δεν θα είχε γλυτώσει.
Αλλά σε εμένα και στην οικογένεια μου, έλαχε να
έχουμε τύχη βουνό και τον Άγιο Μηχαήλ προστάτη. Ένα Αρχάγγελο που τον όρισε ο Θεός
να παίρνει τις ψυχές, αλλά που σε εμάς χαρίστηκε και προστάτευσε τις ζωές μας.
Διότι αν πάθαιναν κακό οι δικοί μου, σίγουρα θα καταστρεφόταν και η δική μου
ζωή καθώς δεν θα άντεχα τόσο μεγάλο πόνο.
Αμέσως έκαμα τάμα στον Άγιο, και την άλλη μέρα παράγγειλα
ιερά άμφια για την Αγία τράπεζα και την ιερή πύλη του μικρού ναού.
Από τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, και ακόμα μέχρι
σήμερα, αυτά τα ιερά άμφια σκεπάζουν την Αγία τράπεζα και την ιερά πύλη.
Ο ΣΤΟΙΣΕΙΟΜΕΝΟΣ (μια τρομερή ιστορία)
Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο Παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.
Πολλοί
Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην Ελλάδα για να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς
Κλέφτες και Αρματωλούς. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές
μάχες κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα
πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης
όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Στην
επιστροφή τους στη Κύπρο, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες. Ένας που ήταν φίλος και
σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη από την Κοίλη της Πάφου
που πολέμησε στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα
να βρει ένα καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των Τούρκων
καθώς ακόμα η Κύπρος τελούσε υπό Τουρκική κατοχή.
Μισούσε τους
Τούρκους και κατά τη διάρκεια της επανάστασης τους πολέμησε βάναυσα, και τον
ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους
σκύλους.
Και όταν
πλέον δεν είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας
καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος
από τους άπιστους.
Στην Κύπρο
όμως δεν υπήρχε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος, ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας
τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά
της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός και είχε πρόσωπο βλοστρό και αγριωπό, και στο
στόμα λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνωρίζοντας τη φήμη του, του έδιναν
φαγητό και χρήματα από το υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.
Έτσι
περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή και αραχτή ζωή, χωρίς να
χρειάζεται να κοπιάζει.
Ώσπου όμως κάποια
φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που
κεραυνοβόλα την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την
επόμενη ζωή του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές,
καθώς ο φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να
αρνηθούν.
Την
παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε σε ένα μικρό σπιτάκι. Η αγάπη τον ημέρεψε και
έγινε ανθρώπινος και προσιτός. Άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό,
και καθώς καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία
πετσόκοβε τα σφαχτάρια ζώα.
Έγινε
νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το κακόν του παρελθόν. Όσοι τον
γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς
του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά λόγια. Ένα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε,
ούτε καν στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Είχε χάσει κάθε
επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου.
Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να
παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.
Πέθανε ο χασάπης μια μέρα, όταν τον πρόδωσε η καρδιά του. Ένα απόγευμα που γυρνούσε από τη δουλειά, σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα τον ξέχασαν.
Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως.
Μια μέρα η
χήρα αναστατωμένη, εξομολογήθηκε φοβισμένη στον παπά ότι της φάνηκε πως είδε τον
άνδρα της ζωντανό στη φραχτή να τσαπίζει τον μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε
ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.
Και ο παπάς
που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα
του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους τόπους που συνήθιζε εν ζωή, γι αυτό να μην ανησυχεί,
μετά το σαρανταήμερο η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό.
Όταν όμως
πέρασαν κάποιοι μήνες, η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της
φάνηκε πώς τον ξανάδε να τσαπίζει.
Τότε σκέφτηκε
ο παπάς πως κάτι άλλο συνέβαθνε, και άρχισε Αγιασμούς και ξόρκια στο σπίτι,
στην αυλή και στον τάφο. Αλλά μάταια, οι επισκέψεις του νεκρού κατά καιρούς,
συνέχιζαν.
Τα νέα γρήγορα
μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν, και τα παιδιά περισσότερο φοβήθηκαν.
Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν φοβισμένες και
τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους.
Ο ΠαπάΓιαννης
καθώς ομολογεί, και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο
συνέβαινε, κάτι πέραν από τους φυσικούς νόμους, ίσως ο πεθαμένος να στοίχιωσε.
Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο
τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε
την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.
Έτσι με τον
νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το
πτώμα ακέραιο χωρίς αποσύνθεση, σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, στοιχιό
του Σατανά.
Ξώρκισε
λοιπόν το πτώμα, και άκαμε αγιασμό για να φύγουν τα δαιμόνια ώστε να μπορέσει η
ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να λιώσει. Και ξανασκέπασαν το, τάφο.
Πέρασε λίγος καιρός, η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε. Όλοι πίστεψαν πως έπιασε ο εξορκισμός.
Ώ, κακή
μοίρα όμως, κάποια μέρα βρέθηκε σε μια ρεματιά νεκρός ένας χωρικός με ζωγραφισμένο
ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο, και στον επόμενο καιρό στα περίοικα χωριά άλλοι δύο.
Ήταν φανερό
πως τα ξόρκια και οι αγιασμοί δεν έπιασαν. Ήταν φανερό πως ο θεός δεν έδινε
ανάπαυση στον κριματισμένο.
Έτσι ο Παπαγιάννης
με τον νεκροθάφτη, μια σκοτεινή νύχτα να μην τους βλέπει κανείς, έσκαψαν ξανά τον
τάφο, και στο φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο,
σχεδόν άθικτο.
Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, σε ένα μέρος ερημικό, σε απάτητα βουνά, και μάζεψαν ξύλα και άναψαν μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο. Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν στους ανέμους.
Έτσι δόξασι
ο Θεός, από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά, το κακό σταμάτησε και οι άνθρωποι ξαναβρήκαν
την ηρεμία τους.
Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Ήταν Αύγουστος, η εποχή των σταφυλιών. Μια εποχή που τα
θερμοκήπια δεν παρήγαγαν οπωρικά ένεκα των ψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού,
έτσι συνήθιζα αυτές τις εποχές να πηγαίνω στα χωριά της Ορεινής και να φορτώνω αμπελίσιμα
σταφύλια.
Μια φορά στις απόκρημνες πλαγιές της Τσάδας προς Κοίλης
μεριά, ανακάλυψα ένα αμπέλι με εξαίρετα μαύρα σταφύλια. Ο δρόμος χωμάτινος, στενός,
και επικίνδυνος. Καθώς όμως το φορτηγό άδειο από φορτίο τον διάβηκε εύκολα, και
εκ της ωραότητας των σταφυλιών, αποφάσισα πως άξιζε το ρίσκο να διακινδυνέψω
ένα τέτοιο δύσκολο δρομολόγιο με υπερδιπλάσιο φορτίο.
Καθώς το μικρό φορτηγάκι ΤΟΥΤΑ δεν χωρούσε τα μεγάλα
φορτία που εμπορευόμουνα, μόλις το είχα πουλήσει και το είχα αντικαταστήσει με
ένα BEDFORD που σήκωνε διπλάσιο φορτίο. Η καρότσα χωρούσε εφτά κιβώτια πλάτος και εφτά
μάκρος. Όταν φόρτωνα έξι σε ύψος, το φορτίο ήταν ιδανικό βάση των προδιαγραφών
του εργοστασίου.
Όταν όμως αντίκρυσα τα τσαμπιά να κρέμονται από τα
κλήματα, αποφάσισα πως έπρεπε να τα αγοράσω όλα. Ήταν ωραιότατα, μικρά, σελλινωτά
και αραιά. Ωραιότατα σε ένα βαθύ κατάμαυρο χρώμα, χάρμα οφθαλμών και απίθανα σε
γεύση. Ήμουν σίγουρος πως θα τα πωλούσα όλα σε πρώτη τιμή. Έτσι αντί για το
κανονικό φορτίο που σήκωνε το φορτηγό, έδωσα κιβώτια για διπλάσιο και πλέον
φορτίο. Φόρτωσα δώδεκα στο ύψος, ακόμα έβαλα στη πόρτα της καρότσας που βασταζόταν
από αλύσους άλλα ογδοντατέσσερα κιβώτια. Τα έδεσα γερά με σχοινιά για να μην
έχουν φόβο να γείρουν και να πέσουν στο χαλασμένο από τη διάβρωση χωμάτινο
δρόμο, και πήρα τον ανήφορο της επιστροφής.
Αλλά δυστυχώς, ώ τί συμφορά, στην επιστροφή με το βαρύ
και ψηλό φορτίο στην καρότσα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Το φορτηγό ανέβαινε σημειωτόν. Ο μεγάλος αμαξωτός
βρισκόταν οκτακόσια μέτρα ψηλά και με το μεγάλο φορτίο στην καρότσα το οδήγημα
ήταν δύσκολο.
Ο στενός κακοφτιαγμένος χωματένιος δρόμος σε πολλά σημεία
ακολουθούσε σύριζα τον γκρεμό. Και εγώ τώρα να παίζω τη ζωή μου για να μεταφέρω
τα σταφύλια στη κορφή.
Στο δρομολόγιο ένιωθα ανατρίχιασμα και πατούσα
συνέχεια φρένο ώστε να εξετάζω τον δρόμο με το μάτι.
-Αν τα καταφέρω, θα είναι θαύμα,
Σκέφτηκα, και έλεγα μέσα μου,
-γιατί ήρθα σε δύσβατα βουνά να φορτώσω σταφύλια; Αν σκοτωνόμουν τι θα γινόταν; Είχα γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, θα έμεναν ορφανά.
Καθώς αναμετρώντας την απόσταση και τον κίνδυνο και φοβούμενος
ότι ο δρόμος δεν θ’ αντέξει, άκουγα το δρόμο να τρίζει από το βάρος του μεγάλου
φορτίου, αλλά προχωρούσα μέτρο με μέτρο. Και από τη θέση του οδηγού έβλεπα το
βάθος του γκρεμού και σε κάθε στροφή άκουγα τους τριγμούς των αναρτήσεων.
Κρακ, κρακ άκουσα σε μια στιμή κάτω απ’ τα πόδια μου το
διάζωμα του δρόμου.
-Τα δόντια του διαβόλου είναι αυτά και τρίζουν, ψιθύρισα.
Θα σκοτωθώ εδώ πάνω,
βλαστήμησα.
Αλλά αμέσως μετάνιωσα και είπα μέσα μου οι βλασφημίες
είναι του διαβόλου και παρακάλεσα το Θεό να με βοηθήσει καθώς κάτωχρος
σκεφτόμουν πως θάταν κρίμα κι άδικο να σκοτωθώ πριν της ώρας μου, θα ήταν αμαρτία
σκέφτηκα.
-Δεν θα πάθω τίποτα. Είναι ο Θεός μαζί μου, νοιώθω την
παρουσία του, είπα φωναχτά.
Και κάθε λίγο τράβαγα χειρόφρενο, έγερνα έξω απ’ το
παράθυρο και υπολόγιζα τη γωνία κλίσης. Με μερικούς πόντους διαφορά απ το
χείλος του γκρεμού που απλωνόταν κάτω, οδηγούσα πόντο πόντο.
Είχα φτάσει σχεδόν στο τέρμα και θα έμπαινα στο μεγάλο
δρόμο. Όμως η τύχη δεν ήταν μαζί μου, και σε ένα σημείο διαπίστωσα πως ο δρόμος
ήταν στενότερος, και αν τον περνούσα ο μισός τροχός θα ήταν στον αέρα. Αν το
φορτίο ήταν χαμηλό, δεν θα είχα πρόβλημα, αλλά ήταν πολύ ψηλό και επειδή ο
δρόμος είχε αριστερή κλίση, το φορτίο θα έγερνε και ίσως να με κατακρήμνιζε.
Ήμουν σε μεγάλο δίλημμα, η ώρα περνούσε και άρχιζε να
σουρουπώνει. Το μυαλό μου έσπαγε τι απόφαση να πάρω. Να μείνω εκεί στις ερημιές
να νυχτωθώ έως ότου με γυρέψουν; Ή να πάρω την απόφαση και να διακινδυνέψω μήπως
με χωρέσει ο δρόμος.
-Θα περάσω με την βοήθεια του Θεού,
αποφάσισα
Έτσι ξεκίνησα και πόντο πόντο προχώρησα, Πόντο στο
πόντο πατούσε ο τροχός στην άκρια του γκρεμού με το μισό λάστιχο να είναι σε
κενό, και το φορτηγό να γέρνει επικίνδυνα. Με τη ψυχή στο στόμα προχωρούσα, και
την απόσταση των πεντέξι μέτρων μου χρειάστηκε ώρα πολλή να τη διανύσω. Πέτρες
και χώματα που συνθλίβονταν από τους αριστερούς τροχούς και έπεφταν στο κενό,
έκαναν την αγωνία μου και το φόβο μου να είναι σε μέγιστο βαθμό καθώς άκουγα τους
ανατριχιαστικούς θορύβους της κατωλίσθησης.
Οι στιγμές φαίνονταν ατελείωτες και τα λεπτά αιώνες. Με
το αμάξι να γέρνει επικίνδυνα από το ψηλό φορτίο και με τη ψυχή στο στόμα, κατάφερα
επιτέλους να περάσω το επικίνδυνο σημείο και να βρεθώ σε ασφαλές σημείο.
-Ευτυχώς τα κατάφερα, σε ευχαριστώ Θεέ μου,
είπα φωναχτά, και έσβησα το αμάξι. Έγειρα στο τιμόνι
με ανακούφιση για ώρα πολλή έως η καρδιά μου πάει στη θέση της. Ύστερα κατέβηκα
και περπάτησα πάνω κάτω για να χαλαρώσουν οι μύες μου που είχαν μουδιάσει από το
σφίξιμο της μεγάλης αγωνίας.
Ανέβηκα πάλι στο φορτηγό, έβαλα πρώτη ταχύτητα,
δεύτερη, τρίτη και έπιασα το μεγάλο δρόμο. Έβαλα Τετάρτη και ανέπτυξα ταχύτητα.
Η καρδιά μου φτεροκοπούσε από χαρά και ικανοποίηση. Τα είχα καταφέρει.
Καθώς οδηγούσα σκέφτηκα αν άξιζε τον κόπο για το κέρδος να διακινδυνέψω τόσο πολύ. Τόλμησα το εγχείρημα καθώς τα σταφύλια που φόρτωσα ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ήμουν σίγουρος ότι θα τα πωλούσα εύκολα στο παζάρι. Αλλά τι να έκανα τέτοια κέρδη με τέτοιο αντίτιμο; Κάλιο λιγότερα και σίγουρα σκέφτηκα. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην επιχειρούσα ξανά τέτοιο ρίσκο.
Την άλλη μέρα στο παζάρι πούλησα τα σταφύλια με μεγάλο
κέρδος. Στην επιστροφή σε όλο το δρομολόγιο και εκ του ασφαλούς πλέον, το μυαλό
μου ήταν κολλημένο στις στιγμές εκείνες του κινδύνου που διέτρεξα και αποφάσισα
πως ο Θεός σίγουρα με αγαπούσε και με πρόσεχε και με γλίτωσε από εκείνο τον
μεγάλο κίνδυνο.
Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Ο Ττοουλής ήταν ένας αθκιασερός τεμπέλης που την άραζε στο καφενείο όλη μέρα,
και έκανε τράκα καφέδες και τσιγάρα. Καλόπιανε τους χωριανούς με κομπλιμέντα
και γαλουφίες, και καθώς ήταν έξυπνος και αστείος, ο χωριανοί τον συμπαθούσαν
και τον κερνούσαν.
Έναν καιρό
λοιπόν, για λίγο καιρό, λίγες μέρες, τόσο κράτησε η πρωτοφανής κατάσταση, ο Ττοουλήςς
καθισμένος στο καφενείο, όποιος έμπαινε μέσα τον κερνούσε καφέ.
-Φέρε ένα καφέ
στο φίλο μου,
Έλεγε στον
καφετζή.
Όλοι έκπληκτοι,
τον ρωτούσαν πώς στα ξαφνικά απόχτησε χρήματα. Και αυτός τους απαντούσε πώς του
τα έστειλε ένας θειός του από την Αυστραλία.
Οι χωριανοί του έδωσαν συχαρίκια και τον επαίνεσαν γιατί τώρα που είχε χρήματα
ήταν ανοιχτοχέρης.
Πέρασαν λίγες μέρες και ο παπάς διαπίστωσε πώς οι εισπράξεις στο παγκάρι κάθε
Κυριακή ήταν μειωμένες από άλλες φορές. Τις πρώτες φορές σκέφτηκε πως ήταν τυχαίο,
αλλά πονηρός σαν παπάς που ήταν, δεν άφησε το ζήτημα χωρίς να το ψάξει. Την
εκκλησία μετά από κάθε λειτουργία ή εσπερινό την κλείδωνε ο ίδιος, ώστε μάλλον δεν
μπορούσε κλέφτης να μπει μέσα. Όμως από την άλλη ήξερε πως οι χωριανοί έριχναν
χρήματα στο παγκάρι με την καρδιά τους, ώστε δεν δικαιολογείτο η συνεχιζόμενη
μείωση του τζίρου.
Έψαξε το ζήτημα
επισταμένα ελέγχοντας πόρτες και παράθυρα και ανακάλυψε πως μετά τη λειτουργία
της Κυριακής κάποιος κατέβαζε το χερούλι ενός παραθύρου.
Συμπέρανε λοιπόν
πως το έκανε κάποιος επιτήδειος κλέφτης ώστε τη νύχτα έμπαινε μέσα και αφού έπαιρνε
κάποια χρήματα, όχι όλα για να μην κινήσει υποψίες, έφευγε κλείνοντας το ώστε σε
κανενός το μυαλό να μην περάσει υποψία.
Έτσι κατά τη πρωινή λειτουργία παρακολούθησε ποιοι ήταν κοντά στα παραθύρια,
και όταν όλοι έφυγαν από την εκκλησία, τα έλεγξε όλα. Βρήκε ένα παραθύρι με το
χερούλι κατεβασμένο, και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν ο δράστης.
Αποφάσισε να
του δώσει ένα μάθημα. Σαν ιερέας δεν ήθελε να τον καταδώσει, απλά να τον τιμωρήσει
ώστε να σταματήσει την ανίερη πράξη της κλοπής των ιερών χρημάτων από το παγκάρι.
Ο Ττοουλής ήταν φτωχός και άνεργος καθώς βαριόταν να δουλεύει, και πίστευε πως
αν έπαιρνε λίγα χρήματα από το παγκάρι δεν θα έλειπαν από την εκκλησία καθώς
όλοι γνώριζαν την τεράστια οικονομική ευρωστία που είχε η Αυτοκέφαλος εκκλησία της
Κύπρου από έσοδα ιδιόκτητων ξενοδοχείων και επιχειρήσεων. Εξ άλλου δεν σήκωνε
όλα τα χρήματα, αλλά ένα μικρό μέρος απλά για να κερνά καφέδες στους φίλους
του. Ήταν σίγουρος πως ο Θεός δεν θα θύμωνε μαζί του καθώς ήταν φιλεύσπλαχνος
και ήταν ελεήμων στους φτωχούς. Έτσι με ελαφρά τη συνείδηση έμπαινε κάποια βράδια
στην εκκλησία και έπαιρνε μερικά νομίσματα από το παγκάρι.
Όμως η κακή τύχη του έλαχε στη κοινότητα να υπηρετεί ένας πονηρός ιερέας που
τον πήρε χαμπάρι. Έτσι μια κακή βραδιά για λόγου του, μια Κυριακή μεσάνυχτα την
ώρα που ξαμώθηκε να πάρει λεφτά από το παγκάρι, σαν κεραυνοί ακούστηκαν μέσα
στην εκκλησία κρότοι και θόρυβοι δυνατοί και συνεχείς, όπως να ξεκίνησε μια
δυνατή καταιγίδα εντός του ναού με τους κεραυνούς να πέφτουν με αχούς στριγκούς
και πολλή φασαρία.
Η αναπνοή του κόπηκε και το μυαλό του μούδιασε. Χωρίς βούληση να το βάλει στα
πόδια, έμεινε ακίνητος και χασκιασένος με βλέμμα απλανές σαν ένα άγαλμα μη
μπορώντας ούτε τα βλέφαρα να ανοιγοκλείσει. Πίστεψε πως τελικά ο Θεός δεν ήταν
ελεήμων με τους κλέφτες, αλλά ως ευεργέτης της δίκαιης και αληθινής ζωής, ήταν
επίσης τιμωρός των άδικων πράξεων και ενεργειών. Έτσι σίγουρος πως έστειλε
κάποιο τιμωρό Αρχάγγελο για να τον τιμωρήσει, έμεινε χασκιασμένος να περιμένει
την δίκαια Θεϊκή τιμωρία.
Ο παπάς που ήταν κρυμμένος και χτύπησε τους σκάμνους για να τον ξιππάσει και να
τον τιμωρήσει κάνοντας τον να φοβηθεί ώστε τοιουτοτρόπως να σταματήσει την
αποτρόπαια πράξη του κλέβειν εκκλησία, όταν βλέποντας τον σαν στήλη άλατος να
μένει μια σκιά στο μισοσκόταδο, σκέφτηκε πως ίσως από τον τρόμο που πήρε, είχε
ξιππαστεί πέραν του δέοντος. Άναψε μια λαμπάδα και τον πλησίασε. Πράγματι είδε
το πρόσωπο του σοκαρισμένο και παραμορφωμένο από την το φόβο. Τον λυπήθηκε και
του είπε να συνέλθει, και πως δεν θα τον κατέδιδε, απλά του έδωσε ένα μάθημα,
και πως έπρεπε να μετανοήσει και αυτός θα τον συγχωρούσε.
Όμως ο άμοιρος Ττοουλής έμενε ακίνητος σοκαρισμένος και χασκιασμένος μη αντιδρώντας στις παραινέσεις του παπά, έτσι ο παπάς για ώρα του μιλούσε ήρεμα παροτρύνοντας τον να συνέλθει και να πάει να κοιμηθεί και όλα θα ήταν καλά όπως πριν.
Στις μέρες που ακολούθησαν, οι χωριανοί αναρωτιούνταν τί απόγινε ο Ττοουλής και
χάθηκε από προσώπου γης. Δεν ξαναφάνηκε στον καφενέ, ούτε κανείς τον έβλεπε να
κυκλοφορεί. Όταν τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του για να ιδούν μήπως είχε αρρωστήσει,
συνάντησαν έναν άλλο Ττοουλή, που δεν μιλούσε, που έδειχνε χασκιασμένος, ένα
ήσυχο ανθρωπάκι χωρίς βούληση, που δεν έλεγε πλέον αστεία, ούτε εξυπνάδες.
Τι να είχε πάθει, αναρωτήθηκαν.
Όμως μόνο ο παπάς
ήξερε. Πολύ στεναχωρημένος για το κακό που προκάλεσε, και χωρίς να ομολογήσει
στους χωριανούς το συμβάν για να μην τον εκθέσει ως κλέφτη, από εκείνο τον
καιρό τον επισκεπτόταν ταχτικά και του έδινε κουράγιο, και με συμβουλές και
καλά λόγια προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Έπαιρνε επίσης ο ίδιος χρήματα από το
παγκάρι και του ψώνιζε τα προς το ζειν, καθώς και για χαρτζιλίκι.
Όταν μετά από μέρες ο Ττουλής συνήλθε, δεν άφησε τον παπά να το καταλάβει. Σκέφτηκε πως όπως αυτός τον τιμώρησε, έτσι τώρα και αυτός θα τον τιμωρούσε, αφήνοντας τον στην άγνοια και βουτηγμένο στις τύψεις, έτσι που τα χρήματα από το παγκάρι να του τα φέρνει ο ίδιος ευλογημένα, χωρίς να χρειάζεται να τα κλέβει.
Η ΜΑΜΜΟΥ
Από
καταβολής κόσμου υπάρχουν οι γυναίκες που ξεγεννούν τα μωρά, γιατί είναι
δύσκολο να επιβιώσει ένα νεογέννητο παιδί που το ξεγεννά μόνη της η μητέρα.
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός, δίπλα στην Παναγία υπήρχαν δυο μαμμές όπως γράφει στο
ευαγγέλιο του ο Ιάκωβος. Στην εποχή του μεσαίωνα οι μαμές κατηγορήθηκαν για
μαγεία και κυνηγήθηκαν από την Ιερά εξέταση, ενώ η καθολική εκκλησία απαιτούσε από
τις μαμές να είναι βαφτισμένες χριστιανές.
Η
μαμή στα όνειρα είναι καλός οιωνός. Εάν στον ύπνο σας δείτε μία μαμή να ξεγεννά
κάποιο μωρό, θα μπορέσετε να διώξετε τα βάρη που σας ενοχλούν, και ευχάριστα
γεγονότα θα τα διαδεχθούν.
Ως
εκ τούτου όλοι τη θεωρούσαν αναγκαία στη ζωή τους αλλά και καλό ποδαρικό, γιατί
εκτός από μια καινούργια ζωή σε μια οικογένεια, έφερνε και χαρά σε όσους την
ονειρεύονταν, καθώς πίστευαν οι παλαιοί άνθρωποι.
Στα
παλιά χρονιά λοιπόν που η φτώχεια ήταν μεγάλη, μια μαμμού αμειβόταν καλύτερα εν
συγκρίσει με άλλα επαγγέλματα, άσχετα αν η πληρωμή της ήταν σε είδη όπως γεωργικά
και κτηνοτροφικά προϊόντα, ή και ρούχα.
Μια
φημισμένη μαμμού ζούσε στα παλιά χρόνια στη Χλώρακα. Ήταν η Ελενούα που έζησε πολλά
χρόνια μέχρι πολύ βαθιά γεράματα, και για δεκαετίες επέβλεψε πολλές εγκυμοσύνες
και ξεγέννησε όλα τα μωρά της κοινότητας. Γι αυτό όλοι την σέβονταν, και εγώ
που μόλις την ενθυμούμαι, την φέρνω στη μνήμη μου σαν μια σεβάσμια γριά που
έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από όλους τους χωριανούς. Ολοι είχαν να πουν μια
ιστορία για την γριά μαμμού, και όλοι την θεωρούσαν δεύτερη μάνα, αφού η μάνα τους
γέννησε, και η μαμμού τους ξεγέννησε.
Η ΧαζιηΕλενούα είναι η μάνα της Στασιάς του Μωυσή. Κατάγεται από την οικογένεια Σιαμμάς, μιας από τις μεγαλύτερες και αρχαιότερες οικογένειες της Χλώρακας. Εκτός από νοικοκυρά, εξασκούσε και το επάγγελμα της μαμμούς, ένα δύσκολο επάγγελμα που χρειαζόταν τεχνική, ελαφρύ χέρι και ιατρικές γνώσεις. Ήταν η γυναίκα που βοηθούσε τις έγκυες γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τη γέννα.
Το
Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων οι άνθρωποι ανάβουν κάρβουνα και θυμιατίζουν το
σπίτι, γιατί οι καλικάντζαροι καιροφυλακτούν γύρω για να φάνε τους ανθρώπους.
Το έθιμο αυτό προήρθε από μια ξεγέννα της Ελενούας της μαμμής, όταν μια κρύα νύχτα του
δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων την κάλεσαν να πάει να ξεγεννήσει μια γυναίκα η
οποία ήταν μια μεταμφιεσμένη Καλικαντζαρίνα.
Όταν
έφτασε στο σπίτι της είδε δίπλα της κάποια ανθρωπάκια να χορεύουν και να λέγουν,
-αν
είναι αγόρι χαρά στη μαμμή, αν είναι κορίτσι κατύσιη της μαμμής.
Τα
ανθρωπάκια ήταν Καλικάντζαροι και κατά πως λέγουν οι παλιοί, επιθυμούσαν οι
γυναίκες τους πάντα να γεννούν αρσενικά καλικαντζαράκια. ‘Όταν λοιπόν γενιούνταν
αρσενικά έδιναν αμοιβή στην μαμμή κρομμυόφυλλα που στο ξημέρωμα μετατρέπονταν
σε χρυσά, και όταν ήταν θυληλά της έδιναν χρυσά κρομμυόφυλλα που στο ξημέρωμα
μετατρέπονταν σε ξερά συνιθισμένα φύλλα.
Η
έγκυος γέννησε και έκανε κορίτσι. Η μαμή επειδή φοβήθηκε τα λόγια που άκουσε,
για να τους ξεγελάσει έβαλε στο μωρό δυο μικρούλια κουβάρια νήμα και φάσκιωσε
το μωρό. Τα ανθρωπάκια ξεγελάστηκαν, της γέμισαν την ποδιά με κρομμυόφυλλα και
άφησαν την γριά μαμμού να φύγει. Όταν όμως ύστερα από λίγο διαπίστωσαν πως πιάστηκαν
αφελείς, πήγαν στο σπίτι της μαμμούς να την τιμωρήσουν και να πάρουν πίσω τα
χρυσά.
Όμως
αυτή προνοητική και πονηρή, κλείδωσε τις πόρτες και άναψε κάρβουνα στο τζάκι και
έριξε πάνω φύλλα ελιάς και θυμιατά καθώς και τα κρομμυόφυλλα, έτσι όλη νύχτα οι
καλικάντζαροι δεν μπόρεσαν να μπουν στο σπίτι ώσπου έφεξε ο ήλιος, και
αναγκαστικά τρύπωσαν και χάθηκαν μέσα στη γη όπου είναι καταδικασμένοι αιώνια να
ζουν. Από τότε οι άνθρωποι πήραν το έθιμο από τη μαμμού και τακτικά καπνίζουν
με το θυμιατήρι ώστε να φεύγει πάσα κακό.
‘Όταν ξημέρωσε η γριά μαμμού βρήκε ένα εναπομείναν κρομμυόφυλλο που σκάλωσε στην ποδιά της και είχε μετατραπεί σε χρυσό, έτσι από τη μια μαράζωσε που έκαψε τα άλλα, από την άλλη χάρηκε που γλύτωσε η ζωή της από τους Καλικάντζαρους.
Ο ΚΟΥΤΣΟΣ (αληθινή ιστορία)
Ο Ευστάθιος από
τα δεκαοχτώ του χρόνια εντάχθηκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ για να πολεμήσει τους
Βρεττανούς αποικιοκράτες που καταδυνάστευαν τον Κυπριακό λαό. Ήταν ένας ωραίος νέος
που αγαπούσε πολύ μια όμορφη κοπελιά, αλλά πιότερο αγαπούσε την πατρίδα του,
έτσι χωρίς να υπολογίζει την αγάπη που της είχε καθώς και την ίδια τη ζωή του,
ανακατώθηκε με τους άλλους αγωνιστές και έλαβε μέρος σε πολλές ενέδρες και
σαμποτάζ εναντίον του εχθρού. Όμως σαν πολύ νέος, οι συναγωνιστές του του
ανέθεταν κυρίως τη μεταφορά και απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών.
Μια φορά μετέφερε
ένα σακούλι με καψούλια, αλλά καθώς στο δρόμο για την παράδοση περνούσε από το σπίτι
των γονιών του, εισήλθε να πει μια καλημέρα στη μάνα του.
Η μάνα του είχε
σούπα τραχανά στη φωτιά και μαγείρευε.
-Καλώς το γιόκα
μου, ήρθες την κατάλληλη ώρα να φας σούπα τραχανά που σου αρέσει,
του είπε, και ο
Ευστάθιος που πολύ την ορεγόταν, κάθισε στο τραπέζι και περίμενε.
Ξαφνικά από την
ανοιχτή πόρτα μπούκαραν Εγγλέζοι στρατιώτες και χωρίς να δώσουν λόγο, άρχισαν
να ερευνούν εξονυχιστικά το σπίτι.
Η καρδιά του Ευστάθιου χτύπησε με αγωνία, ήταν σίγουρος πως θα συνελάμβαναν και αυτόν και την μητέρα του. Το πρόσωπο του ωχρίασε σε αυτή τη σκέψη και ακίνητος σαν άγαλμα περίμενε το μοιραίο.
Οι στρατιώτες
μπήκαν στα άλλα δωμάτια να ψάξουν, εξόν από ένα ψηλό ξανθό κοκκινοτρίχη που
έμεινε στη κάμαρη και άρχισε να ψάχνει πολύ προσεχτικά.
Κοίταξε εδώ,
κοίταξε εκεί, και τέλος πήρε τη σακούλα και την άνοιξε. Κοίταξε μέσα, ύστερα
κοίταξε τον Ευστάθιο και του έκλεισε το μάτι. Ύστερα πήρε τη σακούλα και την
άδειασε στη κατσαρόλα με τη σούπα.
Μετά που βγήκαν
οι άλλοι, τον ρώτησαν αν βρήκε κάτι ύποπτο, και αυτός τους απάντησε αρνητικά.
Έτσι έφυγαν άπραχτοι, και ο Ευστάθιος δοξάζοντας το καλό Θεό για την απρόσμενη βοήθεια, ανάπνευσε ανακουφισμένος. Ήξερε πως γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια.
Πέρασαν μέρες,
αλλά τον Ευστάθιο τον έτρωγε η περιέργεια γιατί ο στρατιώτης τον βοήθησε. Ήθελε
πάση θυσία να μάθει το γιατί. Σκεφτόταν διάφορες εικασίες, αλλά δεν έμενε ευχαριστημένος,
ήθελε να γνωρίσει την πραγματική αλήθεια.
Ώσπου μια μέρα τον
συνάντησε μόνο του, και τον πλησίασε. Με τα λίγα Εγγλέζικα που γνώριζε, τον
χαιρέτησε και στα ίσια τον ρώτησε γιατί.
Ο Εγγλέζος του απάντησε πως απλά ήταν Ιρλανδός, και εκεί στη χώρα του, οι Εγγλέζοι τους καταπίεζαν το ίδιο, οπότε σαν Ιρλανδός πατριώτης συμμεριζόταν τον αγώνα των Κυπρίων και ότι έκαμε το έκαμε εκ καθήκοντος προς ένα Κύπριο συμπατριώτη.
Ευχαριστημένος
από την εξήγηση, μια μέρα στο καφενείο είπε το περιστατικό σε κάποιους φίλους
του που τους νόμιζε πατριώτες, και τους εμπιστευόταν.
Όμως δυστυχώς,
ένας ήταν σπιούνος και καταδότης του εχθρού, και τους ομολόγησε το περιστατικό.
΄Ετσι μια μαύρη μέρα, οι Εγγλέζοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα
κρατητήρια. Πρώτα τον βασάνισαν και ύστερα τον δίκασαν. Τον καταδίκασαν και τον φυλάκισαν για έναν χρόνο και οκτώ μήνες.
Όταν
αποφυλακίστηκε ήρθε πίσω στο χωριό, αλλά δεν ήταν όπως πριν. Ήταν σακατεμένος
από το πολύ ξύλο που έφαγε, και ο ίδιος διηγόταν,
-Είναι
αδύνατο να περιγράψω τα βασανιστήρια. Όσο και να προσπαθήσω είναι αδύνατο να τα
καταλάβει κάποιος. Έβαζαν καλώδια στα πόδια και τα χέρια μου και ύστερα μου έκαναν
ηλεκτροσόκ. Δεν μπορείς να διατηρήσεις τις αισθήσεις σου ούτε ένα λεπτό. Δεν
σταμάταγαν όμως οι βασανιστές εκεί, έπειτα μου έριχναν νερό και μου ξανακάναν
ηλεκτροσόκ και με χτυπούσαν στα πόδια και στο σώμα με μια κοντή τετράγωνη
χοντρή βέργα. Στα πόδια μου έχουν φράξει οι φλέβες και τα δάκτυλα μου έμειναν
παράλυτα. Οι πληγές μου με τον καιρό επουλώθηκαν, δυστυχώς όμως δεν αποθεραπεύτηκα.
Από τότες δεν έχω δύναμη στα πόδια και κουτσαίνω.
Οι
χωριανοί τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα, και η όμορφη κοπελιά που ακόμα τον αγαπούσε,
έστω και κουτσό, τον παντρεύτηκε. Έκαναν ένα παιδί, και περνούσαν όμορφα και
καλά.
Όλοι τον φώναζαν «ο κουτσός», αλλά δεν τον πείραζε και το είχε περηφάνια και τιμή γιατί ότι έπαθε, το έπαθε για χάριν της πατρίδας.
Το
παιδί μεγάλωσε, πήγε σχολείο, και κάποια παιδιά τον πείραζαν γιατί είχε πατέρα κουτσό,
και αυτός ντρεπόταν. Σιγά με τον καιρό του έγινε μανία και ένιωθε προσβεβλημένος,
έτσι απέφευγε όσο μπορούσε να περπατά με τον πατέρα του. Και όταν μεγάλωσε ήταν
τόση η ντροπή του, που έφυγε από το χωριό και δεν ξαναγύρισε γιατί δεν ήθελε να
τον φωνάζουν ο γιος του κουτσού.
Ο δυστυχισμένος
πατέρας που ένιωσε τον πόνο του παιδιού του, έμεινε μαραζωμένος χωρίς να τον ενοχλεί,
αλλά το παράπονο του ήταν μεγάλο, και καταριόταν τη στιγμή που ανακατώθηκε με
την ΕΟΚΑ και έτσι έχασε το παιδί του.
Η στεναχώρια τον κατέτρωγε και από το μαράζι γέρασε και γρήγορα πέθανε.
Στο καιρό που πέρασε, ο γιός παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί. Ήταν ένα αξιαγάπητο και αξιολάτρευτο μωρό που πολύ το αγάπησε, και έγινε ολόκληρη η ζωή του. Τέτοιο μωρό σίγουρα κανένας άλλος δεν είχε, σκεφτόταν, και ευχαριστούσε το Θεό για ότι του του είχε δώσει.
Όμως
άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου, ίσως σαν δίκαιη τιμωρία, όταν ήρθε ο καιρός και
το μωρό περπάτησε, ήταν κουτσό.
Ο πατέρας απελπισμένος το πήρε σε όλους τους γιατρούς, αλλά αυτοί του εξήγησαν πως θεραπεία δεν υπήρχε.
Και
έμεινε ο καημένος πατέρας να μαραζώνει και να θλίβεται.
Έμεινε δυστυχισμένος για όλη του τη ζωή, αλλά καμιά φορά δεν ρώτησε το Θεό γιατί αυτή η αδικία. Ήξερε πως ήταν μια δίκαιη τιμωρία που έστρεψε ο Θεός εναντίον του για τη δική του συμπεριφορά απέναντι στο δικό του πατέρα.
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΕΛΛΗΣ
Η Ξενού ήταν πλουσιοκόρη και
μοναχοπαίδι, και ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που τέλειωσε σχολαρχείο. Πολύ
περήφανη για τη μόρφωση της, αλλά συνάμα και πολύ εγωίστρια, καμάρωνε για την
καταγωγή της και έβλεπε τον υπόλοιπο πληθυσμό αφ υψηλού καθώς ένιωθε πως άνηκε
σε ανώτερη κοινωνική τάξη.
Σεβόταν τους γονείς της και ήταν
υπάκουη σε αυτούς, έτσι από μικρή έμαθε το ίδιο να τη σέβονται και να την εκτιμούν
οι άλλοι, συμπεριφορές που πήγαζαν όπως πίστευε, ένεκα της ανώτερης καταγωγής
της και εκ της μορφώσεως της, καθώς και της προσωπικότητας της. Ήταν καλή
Χριστιανή και αγαπούσε και εφάρμοζε το νόμο του Θεού, ήταν ηθική και αγαπούσε
το δίκαιο. Πίστευε πως όλες οι αρετές ήταν χαρισμένες εκ γενετής σε αυτήν.
Ήταν λοιπόν ευχαριστημένη και
ευτυχισμένη αγαλλιούσε η ψυχή της γνωρίζοντας το σεβασμό που ενέπνεε.
Οι γονείς της το ίδιο περήφανοι
την είχαν καμάρι και την προόριζαν να την καλοπαντρέψουν με ένα εξ ίσου από καλή
οικογένεια παλικάρι. Από ενωρίς ξεκίνησαν να ετοιμάζουν την προίκα της, και
όταν πλέον ήταν σε ηλικία για γάμο, τα προικιά της πλουσιοπάροχα ήταν έτοιμα να
μοιραστούν στη νύφη και στον κατάλληλο ευρεθώντα γαμπρό.
Και όταν παρήλθε καιρός και η
Ξενού έτοιμη πλέον για παντρειά, αυτοί σίγουροι για το τι ήθελε συμβεί, μεταξύ
τους συζητούσαν ποιον γαμπρό θα επέλεγαν.
Όμως άλλαι αι βουλαί του Θεού,
και άλλαι των ανθρώπων
Μια απρόσμενη συμφορά τους πλάκωσε
και έπεσαν από τα σύννεφα, όταν τους είπε πως αγαπούσε ένα παλικάρι και ήθελε
να τον παντρευτεί, και ποιος ήταν αυτός; Ένας αχαΐρευτος ομορφονιός από ξένα μέρη
που από φήμες έμαθαν πως ήταν προικοθήρας, άνεργος, χαρτοπαίκτης και τυχοδιώκτης.
Χωρίς δεύτερη σκέψη την αποπήραν,
και για να τη συνετίσουν, να τη τιμωρήσουν και να τη συμμορφώσουν, την κλείδωσαν
στη κάμαρη της για κάμποσες μέρες.
Αυτή όμως κυριευμένη από μεγάλο
έρωτα, δεν υποχωρούσε. Έμεινε μέσα κλεισμένη να κλαίει και να οδύρεται, χωρίς να
τρώει ούτε να πίνει.
Και καθώς μέρες πέρασαν και αυτή
έστηνε γινάτι, οι γονιοί της φοβούμενοι για την υγεία της, την αποφυλάκισαν.
Η Ξενού αποφασισμένη να ζήσει την
μεγάλη της αγάπη, αν και γνωρίζοντας τον πόνο που θα προκαλούσε, αν και γνωρίζοντας
ότι με την πράξη της θα έχανε πλούτη, περιουσίες, χρήματα και θα εξέπεμπτε της
κοινωνικής της θέσης για την οποία ήταν τόσο υπερήφανη, το έσκασε και πήγε να βρει
τον μορφονιό της.
Στη μεγάλη πόλη όμως όπου
μετοίκισε με τον αγαπημένο της, δυστυχώς πολύ λίγο καιρό πρόλαβε να ζήσει τον
μεγάλο έρωτα. Ο αχαΐρευτος ομορφονιός όταν κατάλαβε πως η Ξενού δεν επρόκειτο λα
λάβει κληρονομιά, άρχισε να την παραμελεί, και σιγά σιγά να απομακρύνεται από
κοντά της, ώσπου μια μέρα την εγκατέλειψε και την άφησε μόνη της παρατημένη
μέσα στα ξένα μέρη.
Και η δύστυχη η Ξενού με καταρρακωμένη
την περηφάνια της και την αξιοπρέπεια της, έμεινε μονάχη να παλεύει για τη ζωή
της, χωρίς καμιά φορά να σκεφτεί να πάει πίσω στους γονιούς τους και να ζητήσει
ήμαρτον. Ο εγωϊσμός της ήταν μεγάλος και δεν επρόκειτο ποτές μα ποτές να πάει
πίσω στο χωριό της και όλοι να την ιδούν πως κατάντησε και πόσο χαμηλά έπεσε.
Και έμεινε η δύστυχη με την καρδιά
ραγισμένη να ξενοδουλεύει για ένα μεροκάματο, για ένα κομμάτι ψωμί.
Μα ο καιρός όσο περνούσε, η αγάπη
της μετατρεπόταν σε μίσος. Και το μίσος μετατράπηκε σε μεγάλη έχθρα και
επιθυμία για εκδίκηση. Της έγινε έμμονη ιδέα, ήθελε να τον βλάψει. Κουρασμένη τα
βράδια στο κρεββάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κατέστρωνε σχέδια με τη φαντασία
της πως να τον βλάψει, πως να κορέσει η καρδιά της εκδίκηση, πως να χορτάσει το
ανείπωτο μίσος που κυριάρχησε στο είναι της και της έγινε έμμονη ιδέα. Ήταν
αποφασισμένη να γίνει φόνισσα, έπρεπε οπωσδήποτε να τον τιμωρήσει.
Και όσο ο καιρός περνούσε, και
ενώ συνέχεια η απόφαση της ενισχυόταν τι πλέον να κάμει, μια μέρα έμαθε πως τον
σκότωσαν άλλοι, εγκληματίες τοκογλύφοι που τους χρωστούσε.
Ο θυμός της ήταν μεγάλος γιατί
τον σκότωσαν άλλοι και όχι η αυτή, έτσι αλαφιασμένη πήρε τις στράτες και
μονολογούσε για την αδικία των ανθρώπων που δεν άφησαν την ίδια να το κάμει.
Περπατούσε και μονολογούσε και η ψυχή της ήταν σε αναβρασμό και το μυαλό της ήθελε
να κάμει έκρηξη και να σπάσει το κρανίο της.
Στη κηδεία οι παρευρισκόμενοι
είδαν μια τρελή να στέκει πάνω στο μνήμα με το φέρετρο μέσα, να φτύνει και να
καταριέται τον νεκρό. Την απομάκρυναν με το ζόρι, και αυτή σκυφτή έφυγε πιότερο
αποτρελαμένη.
Όμως η ψυχή της δεν θα ησύχαζε,
ήταν αποφασισμένη να τον τιμωρήσει έστω και μετα θάνατον.
Έτσι μια νύχτα σκοτεινή, ξαφνικά
ξύπνησε από τον ύπνο της και χαρούμενη παραλαλούσε πως βρήκε τον τρόπο να
εκδικηθεί.
Την άλλη μέρα την βρήκαν κρεμασμένη
σε ένα χοντρό κλαδί μιας συκαμινιάς. Και πάνω στο σκαμνί που είχε ανέβει για να
κρεμαστεί, βρήκαν ένα σημείωμα.
«Σκοτώνομαι για να πάω στον άλλο
κόσμο να βρω την αχρεία ψυχή του και να την τιμωρήσω».
Την άλλη μέρα οι εφημερίδες
έγραψαν ότι σάλεψε το μυαλό της με την εμμονή που είχε για εκδίκηση, έτσι που πίστεψε
πως με αυτό τον τρόπο θα απέδιδε τη δική της δικαιοσύνη.
ΘΑΥΜΑ ΙΔΕΣΘΑΙ
Σε περασμένους αιώνες η χρήση της
καμήλας στην ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη ως μέσο διακίνησης και μεταφοράς ανθρώπων
και εμπορευμάτων. Στη Κύπρο εισήχθη το είδος με τη μια καμπούρα κατά τον 13ο
-14ο αιώνα.
Σαν ζώο που τρέφεται με
αποξηραμένα χόρτα και τρυφερούς κλώνους, η διατροφή του στοίχιζε ελάχιστα και η
χρήση του ήταν μεγάλη. Έτσι πολλοί κάτοικοι είχαν καμήλες που τις χρησιμοποιούσαν
για τις εργασίες τους, ή ως πάρεργο για μεταφορά προϊόντων επί πληρωμή, είτε ως
κύριο επάγγελμα.
Στη χλώρακα ζούσε η οικογένεια
του Αχιλλέα Χατζιη Αχιλλέως, πρόγονος των ξακουστών Καραγκιοζοπαίχτη Πάφιου και
βιολιστή Αντωνή Βλόκκου.
Ένας άλλος απόγονος του ο Χαμπής,
είχε το επάγγελμα του καμηλιέρη και χρησιμοποιώντας δυο καμήλες τις οποίες
φόρτωνε εξακίλες με άχυρο, ως πράτης, περιδιάβαινε τα γύρω χωριά και το
μεταπωλούσε.
Μια μέρα στην επιστροφή του
που γύρισε ενωρίς, παλούκωσε τις καμήλες στην αυλή, και ξάπλωσε να ξεκουραστεί
λίγη ώρα και να σηκωθεί να τις φορτώσει ξανά να μεταφέρει ένα φορτίο στο
διπλανό χωριό της Έμπας καθώς η μέρα ήταν μεγάλη και είχε στη διάθεση του αρκετή
ώρα ώσπου να σουρουπώσει.
Ένα πουλαράκι όμως μικρό που
είχε, έτρεχε πάνω κάτω έξω από το παράθυρο κάνοντας φασαρία και δεν τον άφηνε
να κοιμηθεί. Φώναξε λοιπόν στο γιο του τον Γιαννή να το δέσει και να το σιηνιάσει,
αφήνοντας του και μια παραγγελιά, σε μια ώρα να τον ξυπνήσει.
Ο Γιαννής πολύ μικρόν παιδί επτά
ετών που είχε το νου του να φύγει να βρει τους φίλους του να παίξει, με
σβελτάδα και βιάση πέρασε ένα σχοινί στο λαιμό του πουλαριού, να το δέσει μάνι
μάνι και να φύγει. Δεν έβρισκε παλούκι όμως, ούτε ένα δένδρο στην αυλή, και καθώς
βιαστικός, βαρέθηκε να πάει μακριά να βρει μια πέτρα ή ένα θάμνο, έτσι έκοψε ο
νους του να το δέσει πάνω στη κατσούνα της καμήλας που ήταν ξαπλωμένη στη γη
και αναπαυόταν.
Οι κατσούνες ήταν ξύλινες κατασκευές σε σχήμα νι στη πάνω μεριά που τοποθετούσαν στη ράχη της καμήλας μια εμπρός από την καμπούρα και μια πίσω, δεμένες και στερεωμένες με ποτσιηλίτες (σχοινιά) κάτω από την κοιλιά του ζώου. Και ανάμεσα πάνω τους τοποθετούσαν τα φορτία, έτσι ασφαλισμένα να μην πέφτουν, τα κουβαλούσαν με ασφάλεια.
Η ώρα πέρασε γρήγορα, και ο
Γιαννής καθηκόντως, παράτησε το παιχνίδι και τους φίλους του, και έσπευσε να
ξυπνήσει τον πατέρα του.
Μπήκε στην αυλή και η καρδιά του
πήγε να σταματήσει βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα που συνέβαινε μπροστά του. Η
καμήλα ήταν όρθια στα πόδια της, και από την κατσούνα της στη ράχη οπου πάνω
είχε δέσει το μικρό πουλάρι, αυτό σπαρταρούσε κρεμασμένο και σχεδόν
ξεψυχισμένο.
Έτρεξε με μιας στο σπίτι και άρπαξε ένα μαχαίρι,
και με βια έκοψε το σχοινί, αλλά το άψυχο κουφάρι του ζώου έπεσε στη γης, ακίνητο
πλέον και πεθαμένο.
Με απελπισία το μικρόν παιδί, με ανάμικτα συναισθήματα,
άρχισε γοερά να κλαίει, και τα αναφιλητά του
αν κάποιος τα άκουγε, θα του ράγιζαν τη καρδιά.
Αγαπούσε το πουλαράκι, ήταν το φιλαράκι του, η συντροφιά
του. Καθημερινά έπαιζαν και χαριεντιζόντουσαν, και έτρεχαν ποιος να προσπεράσει
ποιόν.
Ήταν τόσο όμορφο και χαριτωμένο, τόσο έξυπνο και
χαρωπό, ναι, το αγαπούσε πολύ.
Και τώρα κειτόταν άψυχο στο χώμα, το ίδιο όμορφο
όπως ήταν ζωντανό, αλλά ακίνητο χωρίς πνοή, χωρίς ζωή.
Ήξερε πως θα έτρωγε πολύ ξύλο από τον πατέρα του,
και πως θα του επέβαλλε μεγάλη τιμωρία. Αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε, καλά θα του
έκανε, άξιζε οπωσδήποτε να τιμωρηθεί σκληρά. Έφταιγε αποκλειστικά, δεν έκοψε ο
νους του, και τώρα γι αυτή την απερισκεψία του το καημένο το πουλαράκι κειτόταν
καταγής ακίνητο και νεκρό.
Για ώρα πολλή πνιγμένος στα αναφιλητά έκλαιγε
πάνω από το μικρό ζώο. Δεν σκέφτηκε να πάει να ξυπνήσει τον πατέρα του να πάει
δουλειά ή για να υποστεί την τιμωρίαν του, δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο παρά μόνο
η μεγάλη θλίψη του έτρωγε και του έσκιζε τα σωθικά.
Όταν σε κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα ψηλά να
ρωτήσει το Θεό γιατί επέτρεψε να γίνει ένα τόσο μεγάλο κακό, το βλέμμα του τυχαία
έπεσε στα χωράφια πιο πέρα, σε μια πέτρα πελεκημένη λαξευτή που έστεκε όρθια
και ξεχώριζε. Οπου μέσα στο κούφωμα της υπήρχε ένα εικόνισμα της Αγίας Μαρίνας και
ένα καντήλι αναμμένο για τη χάρη της.
Εκεί, παλιά πριν αιώνες όπως έλεγαν οι χωριανοί,
είχε κτισμένη μια εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας, που χάλασε από ένα καταστροφικό σεισμό.
Αλλά οι ευσεβείς πιστοί που δεν μπόρεσαν να την ξανακτίσουν, από τότες, άναβαν
ένα καντηλέρι μέρα και νύχτα έως και σήμερα για την μνήμη της Αγίας.
Το μυαλό του στην απόγνωση του, αμέσως στράφηκε
εκεί. Γνώριζε πως η αγία Μαρίνα ήταν η προστάτιδα των παιδιών, και πως ίσως αν
την παρακαλούσε, τον βοηθούσε και αυτόν ως παιδίν μικρόν που ήταν. Ήξερε πως
ήταν θαυματουργή, η φήμη της ήταν ξακουστή, γιατί λοιπόν να μην προσπαθήσει;
Με βήμα που δεν έσωνε καθώς του είχαν κοπεί τα ύπατα από τη στεναχώρια, πήγε, γονάτισε στο εικόνισμα και με ελπίδα την παρακάλεσε να δείξει τη χάρη της. Έμεινε γονατισμένος πολλή ώρα, και ύστερα με βήμα πάλι συρτό, στράφηκε να πάει πίσω. Και ώ τι θαύμα, από μακριά μέσα στην αυλή είδε τις καμήλες να στέκουν, και δίπλα τους το πουλαράκι όρθιο. Με αφάνταστη χαρά και αναζωογονημένες δυνάμεις, άνοιξε το βήμα και τρεχτός έτρεξε εκεί, και ναι, το θαύμα έγινε, το πουλάρι αναστήθηκε. Με συγκίνηση το αγκάλιασε από το λαιμό και για πολλή ώρα έκλαιγε και δόξαζε την Αγία Μαρίνα.
Προχτές στο καφενείο με τον Γιαννή που τώρα ήταν 82
ετών πλέον, καθόμασταν και μου έλεγε την ιστορία. Και ισχυριζόταν πως όποιος πραγματικά
πιστεύει στα θαύματα, αυτά συμβαίνουν.
Και εγώ δύσπιστος, τον ρώτησα αν σίγουρα το πουλαράκι είχε πραγματικά πεθάνει, ή μήπως έτσι νόμισε ο ίδιος, ή ίσως αυτό μόνο φήρτηκε και ξαναβρήκε τις αισθήσεις του;
Η
ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ
Αγιά
Μαρίνα τσιαι τσιυρά που ποτσιοιμίζεις τα μωρά
ποτσιοίμιστο
μωρούϊ μου τσιαι το μιτσικουρούϊ μου
επαρτο
πέρα γύριστο τσιαι πάλε στράφου φέρμου το
τσιαι
πάλε στράφου φέρμου το, γιατί εν μωρό τσιαι θέλω το
έπαρτο
πέρα των περών, τσιει πόσιει καθαρό νερό
να
πλύνει τα ρουχούθκια του τσιαι τα πουκαμισούθκια του
να
κάμει νάννι, νάννι του τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του
τσιαι
έσιει δουλειές η μάνα του, να κάμει νάννι, νάννι του
να κάμει νάννι, νάννι του, να κάμει νάννι, νάννι του
Εκεί που τελειώνει η Χλώρακα και αρχίζει το χωριό
της Λέμπας, ο μύθος λέγει πως υπάρχει η σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας γεμάτη από
χρυσάφι και αμύθητους θησαυρούς καλά σκεπασμένη μέσα στη γη, και καλά
προφυλαγμένη κανένας να μην την βρει. Λέγει ο μύθος πως, κάθε αφτά χρόνια ανοίγει
για λίγες στιγμές η γη, και η σπηλιά φανερώνεται και το χρυσάφι ζαλίζει τα μάτια.
Λέγει ο μύθος πως, μια βαριά κατάρα την προφυλάσσει και όποιος πρώτος την αντικρύσει, πεθαίνει αμέσως. Λέγει ακόμα ο μύθος πως, θα φανερωθεί σε χρόνια και καιρούς μόνο με το θέλημα του Θεού, όταν η ίδια η Αγία το θελήσει, καθώς έχει ταγμένο τον θησαυρό να χρησιμοποιηθεί για να λευτερωθεί η εάλω πόλη.
Κάποτε πριν χρόνια και καιρούς, στον ίδιο τόπο είχε
το παλάτι του ένας άρχοντας Σαρακηνός και διαφέντευε όλη την περιοχή. Ήρθε με
ένα πλοίο μια φορά για να κουρσέψει, και αντικρίζοντας τον όμορφο τόπο τον
αγάπησε και εγκαταστάθηκε για πάντα.
Αγάπησε και μια όμορφη κοπέλα, και την παντρεύτηκε.
Όταν έκαμαν ένα παιδί, γέμισε το σπίτι τους χαρά και ευτυχία. Και ήταν τόση η
ευτυχία τους που γέμιζε την καρδιά τους καλοσύνη, ώστε με πολλή αγάπη συμπεριφέρονταν
στους δούλους τους και στους άλλους φτωχούς ανθρώπους γύρω τους.
Αλλά δυστυχώς μια μέρα, το μονάκριβο παιδί τους
άρχισε να κλαίει νύχτα και μέρα χωρίς σταματημό, σάμπως να είχε ένα μεγάλο πόνο
που το βασάνιζε. Το γύρεψαν σε γιατρούς και μάγους, σε μουφτήδες και παπάδες,
αλλά περνούσε ο καιρός και το μικρό παιδί δεν έβρισκε γιατριά.
Ώσπου μια ευλογημένη μέρα, μια καλογραία περαστική
που ζήτησε νερό να πιει. Ο άρχοντας τη φιλοξένησε και την περιποιήθηκε. Και
αυτή αφού γνώρισε τον πόνο που είχε στην καρδιά, του είπε πως θα βοηθήσει και
με τη χάρη της Αγίας Μαρίνας, θα γιάνησκε το μικρό μωρό.
Έτσι εγκαταστάθηκε στο πλούσιο σπίτι και με τις
ώρες σιμά στην κούνια νανούριζε το μωρό με το τραγούδι της Αγιάς Μαρίνας. Το
μωρό άκουγε το τραγούδι και σταματούσε να κλαίει, και αποκοιμιόταν. Και έγινε
καλά, και η ευτυχία ξαναγέμισε το σπιτικό του άρχοντα.
Και όταν έγιανε το παιδί, η καλή Καλογριά είπε να φύγει. Όμως ο άρχοντας την ήθελε κοντά του, γι αυτό την παρακάλεσε και της έταξε να της κτίσει μια εκκλησιά για να λειτουργείται, και ο ίδιος να βαφτιστεί Χριστιανός. Και η καλογριά δέχτηκε, και ο άρχοντας έκαμε ότι της έταξε.
Το θαύμα διαδόθηκε και το εκκλησάκι της Αγιάς
Μαρίνας έγινε γνωστό στην οικούμενη, και πλήθη πιστών που είχαν πρόβλημα με τα
μωρά τους έτρεχαν να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν.
Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαιναν δεξιά στον άρχοντα, και τα πλούτη από τα τάματα των πιστών μαζεύονταν και δεν τα χωρούσε το μικρό εκκλησάκι. Έκτισε λοιπόν μια μεγάλη σπηλιά μέσα στη γη και όλα του τα πλούτη καθώς και τα τάματα της Αγίας, φυλάγονταν μέσα. Φύλακα και θησαυροφύλακα, όρισε την καλή καλογριά που με πολλή αγάπη φρόντιζε την οικογένεια και την εκκλησιά.
Τα χρόνια πέρασαν, ο άρχοντας πέθανε, το παιδί μεγάλωσε,
πέρασε κι άλλος καιρός, πέθανε και αυτός. Να μην τα πολύ ιστορώ, έζησαν τρεις
γενιές απόγονοι και βάλε, η Καλογριά χωρίς καθόλου να γερνά ζούσε μαζί τους,
και φύλαγε τα υπάρχοντα τους μέσα στη σπηλιά που είχε ξεχαστεί απ όλους.
Μια φορά λίγο καιρό πριν το μεγάλο σεισμό το 1347, ένας από τους απογόνους
αρρώστησε βαριά, και η καλογραιά, είδε στον ύπνο της την Αγία Μαρίνα να την
προστάζει να σφραγίσει τη σπηλιά τη γεμάτη χρυσάφι και να την αφήσει τάμα σε
αυτήν παντοτινά, Έτσι έκαμε, και το παιδί έγινε καλά.
Όμως η φανέρωση της Αγιάς Μαρίνας
δεν ήταν τυχαία, καθώς εκείνη τη χρονιά ένας μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα, που
ισοπέδωσε τα πάντα, και ταυτόχρονα ένα φοβερό μεγάλο τσουνάμι σηκώθηκε και έσπρωξε
ένα μεγάλο παλιρροιακό κύμα που σκέπασε όλη τη χαμηλή γη.
Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και το τσιφλίκι των
αρχόντων χάθηκαν για πάντα, και όλοι οι κάτοικοι της χαμηλής γης πέθαναν από το
σεισμό, και από το μεγάλο κύμα της θάλασσας. Και όσοι λίγοι έζησαν, οι περισσότεροι
πέθαναν και αυτοί από το μαύρο θάνατο την πανούκλα που συνέβηκε τον ίδιο καιρό,
που ακολουθώντας μια θανατερή πορεία αφάνισε τον μισό πληθυσμό της Κύπρου.
Ήταν μια φοβερή καταστροφή που συνέβηκε ένα ζεστό
καλοκαίρι του 1347, που ο σεισμός κατάστρεψε τα πάντα, το παλιρροιακό κύμα
σκέπασε όλη την παραλιακή γη, και κατέστρεψε ολοσχερώς όλες τις φυτείες και τα
κτίρια.
Το μεγάλο κύμα έφτασε μέχρι τα υψώματα, και υποχωρώντας δεν άφησε τίποτα, τα σάρωσε όλα από προσώπου γης. Από τότε έμεινε ο θρύλος της χρυσής σπηλιάς που είναι καλά κρυμμένη μέχρι το πλήρωμα του χρόνου, όπως έταξε ο θεός και η Αγιά Μαρίνα.
Ο ΠΕΛΛΟΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
Στο Κτήμα ήταν κάποτε ένας ρόκολος ο Παναής,
που δούλευε μισταρκός σε έναν πελεκάνο. Ήταν αγαθός, και δεν έκοβε το μυαλό
του. Από μικρόν ο μάστρος του τον παντρολόγησε με μια συγγένησσα του
γεροντοκόρη, και για δώρο του γάμου τον άφησε να φτιάξει στο πελεκανιό μια
καινούργια πόρτα για το σπίτι της νύφης. Ο Παναής την έφτιαξε χοντρή και ωραία,
και όλο υπερηφανευόταν για την όμορφη κατασκευή της καθώς έδειχνε καλά
μαστορεμένη από καλό τεχνίτη, δηλαδή του λόγου του.
Παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε, τον πρώτο καιρό περνούσε καλά και ήταν ευτυχισμένος.
Όμως σύντομα σύννεφα άρχισαν να επισκιάζουν το γάμο του.
Η γυναίκα του ήταν ιδιότροπη. Του μουρμουρούσε, του έκανε παρατηρήσεις, τον
διέτασσε. Δεν φτάνει που ήταν μεγάλη στα χρόνια και ασχημη, συνέχεια τον
μάλλωνε. Ήταν στρίγγλα και δρακούνα,
Δεν την άντεχε ο καημένος. Μαθημένος πριν να ζει ήρεμα και ήσυχα στη
μοναξιά του, τώρα ζούσε αλλιώς, σε ένα περιβάλλον γεμάτο ένταση, και καταπίεση.
Έτσι μια μέρα αποφάσισε να την εγκαταλείψει. Δεν ήθελε ούτε τα μάλια της, ούτε τα σπίτια της. Την πόρτα όμως που είχε φτιάξει ο ίδιος, την ήθελε, ήταν δική του. Έτσι μια μέρα έβγαλε την πόρτα από τους μεντεσέδες, τη φορτώθηκε και πήρε δρόμο να πάει σε άλλο τόπο να γυρέψει την τύχη του, και μην είδατε τον Παναή.
Περπάτησε ώρες πολλές και μέρες, έφτασε στο ακρωτήρι του Κορμακίτη. Βρήκε
δουλειά σε ένα γαιοκτήμονα με πολλά χωράφια, και ξεκίνησε μια νέα ζωή.
Κάτω στα χωράφια το νέο αφεντικό είχε μια παράγκα όπου μέσα εγκαταστάθηκε
και έφτιαξε το νοικοκυριό του. Σαν καλός μάστρος τη συγύρισε, την ομόρφυνε, αντικατέστησε
και την παλιά σαρακοφαγωμένη πόρτα με τη δική του την καινούργια.
Ο καιρός περνούσε, ήταν ευχαριστημένος. Εργασία και χαρά, μοναξιά, ησυχία
και ηρεμία. Δούλευε και δεν είχε κανενός τη μουρμούρα καθώς ήταν υπάκουος και
εργαζόταν ευσυνείδητα.
Μια Φθινοπωρινή μέρα τον επισκέφθηκε ο μάστρος του και του εξήγησε πως ένας
ταύρος έκανε ζημιές στις ρέντες. Ερχόταν κολυμπώντας από την Καραμανία της
Τουρκίας καθώς έλεγαν οι χωριανοί, και έτρωγε τις ρέντες. Αλλά δεν έφτανε μόνο
αυτό, ήταν ένας πελλός βους, που κατέστρεφε τα μποστάνια. Όταν βοϊδόμυγες
τον ενοχλούσαν, τρελλαινόταν και για να γλυτώσει βουτούσε στη θάλασσα. Η απόσταση
από την Καραμανία έως το Ακρωτήριο
Κορμακίτης ήταν λιγότερη από 40 μίλια, έτσι εύκολα κολυμπούσε έως τις ακτές της
Κύπρου.
Οι οίστροι είναι μύγες των βοδιών οι λεγόμενες βοϊδόμυγες,
που κάθονται στα μάτια των κτηνών και τα ενοχλούν με αποτέλεσμα δεν τα αφήνουν να κοιμηθούν, τα τρελλαίνουν.
-Γι αυτό λοιπόν,
του είπε ο μάστρος του,
-θα παραφυλάς και όταν τον δείς, να τον πυροβολήσεις, να τον σκοτώσεις.
Ο Παναής έστρωσε ένα κρεββάτι με ποκαλάμες κάτω από ένα δένδρο και τις νύχτες
κοιμόταν εκεί, έχοντας το νου του στον ταύρο από την Καραμανία.
Ο καιρός πήρε να Φθινοπωριάζει, και οι νύχτες κατά το ξημέρωμα κρύωναν και
γίνονταν λίγο παγερές. Έτσι τυλιγμένος σε μια παλιά χλαίνη και παρέα λίγο κρασί
να τον ζεσταίνει, λαγοκοιμόταν προσέχοντας για τον βουν.
Μια μέρα που πήρε να χαράσσει, ξύπνησε απότομα από θόρυβο σε κοντινή απόσταση.
Ζαλισμένος από τον ύπνο και το ποτό, είδε μια σκιά βοδιού λίγα μέτρα παραπέρα.
Αμέσως όπλισε το όπλο που είχε παραμάσχαλα, σημάδεψε, και πυροβόλησε. Ύστερα
πήρε ένα μαχαίρι κοφτερό που είχε γι αυτό το σκοπό, και έτρεξε προς το ζώο που
είχε πέσει στη γη σκοτωμένο. Με επιδεξιότητα το έσφαξε για να φύγει το αίμα, ώστε
να καταστεί καταλληλότερο για βρώση. Ύστερα ευχαριστημένος σηκώθηκε να
ξεκουραστεί, σκεφτόμενος τα συχαρίκια που θα ελάμβανε.
Εν τω μεταξύ το φως είχε χαράξει καλά, και το σκοτάδι έφυγε. Και στέκοντας
πάνω από το θήραμα του, ώ τι δυστυχία, η χαρά του έγινε λύπη, φόβος, τρομάρα.
Τι είχε κάνει ο άμοιρος; Σκότωσε την γκαστρωμένη αγελάδα του αφεντικού. Στη
σύγχυση του ύπνου, του ποτού, και του σκοταδιού, σύγχισε το ήμερο ζώο με τον ταύρο
από την Καραμανιά.
Τώρα το κακό είχε γίνει, και ο Παναής ντροπιασμένος και φοβισμένος, σκέφτηκε πως έπρεπε να πάρει την πόρτα του και να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Έτσι πήρε δρόμο να πάει σε άλλο τόπο να γυρέψει την τύχη του, και μην είδατε τον Παναή.
Περπάτησε ώρες πολλές και μέρες, έφτασε στην Αθηαίνου. Γύρεψε δουλειά από
τον παπά, και αυτός τον διόρισε καντηλανάφτη. Του έδωσε και μια κάμαρη δίπλα
στο σπίτι του, και ο Παναής το μόνο που ζήτησε ήταν να του επιτρέψει να
αντικαταστήσει την πόρτα με την δική του.
Ο καιρός περνούσε, ήταν όλα καλά και ήσυχα. Έτρωγε δωρεάν πρόσφορα και άρτους
όσο ήθελε, ακόμα και ένα πιάτο φαγητό την ημέρα του έδινε η παπαδιά. Δεν ήθελε περισσότερα,
ήθελε μόνο μια ήρεμη ζωή.
Η παπαδιά ήταν γκαστρωμένη, και ήρθε ο καιρός να γεννήσει. Έτσι τη μέρα που
την έπιασαν οι πόνοι, ο παπάς τον πρόσταξε να πάρει το γαϊδούρι και να πάει στο
διπλανό χωριό να φέρει τη μαμμού.
Καβαλίκεψε το γαϊδούρι ο Παναής, και ξεκίνησε. Όταν έκοψε κάμποσο δρόμο,
ξεκαβαλίκεψε και κάθισε σε ένα ίσκιο, να ξεκουραστεί το ζώο. Όμως τον πήρε ο
ύπνος, και όταν ξύπνησε το ζώο είχε φύγει και χαθεί καθώς δεν το είχε δέσει.
Περπατητός λοιπόν, έφτασε στο σπίτι της μαμμούς και της είπε τα καθέκαστα.
-Και πως θα πάω στην Αθηαίνου,
Του λέγει,
-είμαι γριά και δεν μπορώ να περπατήσω.
Ο Παναής έκατσε σκέφτηκε, και της λέει,
-Είναι επείγον, η παπαδιά κοιλιοπονά
και σε θέλει να πάεις. Θα σε φορτωθώ στη ράχη μου να σε πάρω.
Την φορτώθηκε λοιπόν στη ράχη, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, νύχτα πλέον,
έφτασε στην αυλή του παπά.
Ακούμπησε με τη ράχη πίσω πάνω στο καλντερίμι του πηγαδιού που ήταν στην
αυλή για να την ξεφορτώσει,
Αλλά αυτή καθώς γριά, δεν τα κατάφερε, έγειρε και έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε.
Ω τι δυστυχία, σκέφτηκε ο καημένος ο Παναής, πάλι εγίνηκε το κακό.
Στεναχωρημένος και φοβισμένος με το κρίμα στο λαιμό του, στην τρομάρα του την πολλή, αποφάσισε να φύγει, να εξαφανιστεί. Έβγαλε την πόρτα από την κάμαρη, την φορτώθηκε και χάθηκε στο σκοτάδι. Πήρε δρόμο να πάει σε άλλο τόπο να γυρέψει την τύχη του, και μην είδατε τον Παναή.
Περπάτησε ώρες πολλές και μέρες, έφτασε στο Κτήμα. Πήγε στον παλιό του μάστρο
και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει να μερώσει με τη σύζυγο του.
Και αυτό εγίνηκε, έβαλε ξανά την πόρτα στη θέση της και έζησε την υπόλοιπη του ζωή μαζί της, στη μιζέρια της και στη μουρμούρα της.
ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΑΚΗ
Πριν
γίνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου το 1767, ο Χρύσανθος είχε διατελέσει για πέντε χρόνια
επίσκοπος Πάφου ως Χρύσανθος Α'. Από τη θέση αυτή, προώθησε ως δραγουμάνο
τον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο από την Κρήτου Τέρρα ο οποίος ήταν συγγενής του,
παντρεμένος με την ανιψιά του Μαρουθκιάν Παυλίδη. Η Μαρουθκιά με το
παιδί της πνίγηκε λίγα χρόνια πριν, όταν το πλοίο που ταξίδευε για τους Αγίους τόπους
έπεσε σε τρικυμία και ναυάγησε στις ξέρες του Φουρφουρή στη Χλώρακα. Η
συνεργασία του Αρχιεπισκόπου και του Δραγουμάνου προσέδωσε και στους δυο
σημαντική ισχύ, που όμως προκάλεσε τον φθόνο των αγάδων οι οποίοι υποκίνησαν εξέγερση
που οδήγησε στην πτώση του Χατζηγεωργάκη και τη φυγή του στην μεγάλη πύλη για να
βρει το δίκαιο του το 1808, όπου όμως εκτελέστηκε δια αποκεφαλισμού. Κατά κακήν
του τύχη έπεσε σε ένα υψηλά ιστάμενο αξιωματικό ο οποίος κατά το παρελθόν όταν υπηρετούσε
στην Αίγυπτο και περνώντας από την Κύπρο για να πάει στην Τουρκία, επισκέφθηκε τον
Χατζηγεωργάκη φορώντας κίτρινα σανδάλια σημάδι πως ήταν ένας απλός λοχίας, και
του ζήτησε δυο πουγγιά γρόσια. Ο Δραγουμάνος όμως του έδωσε μόνο ένα, γνωρίζοντας
πως θα ήταν χωρίς επιστροφή.
Ο Οθωμανός Τούρκος νευριασμένος, φεύγοντας μουρμούρισε στα Τούρκικα «Έν θε να ππέσεις στα χέρια μου»;. Ανταπαντώντας ο Χ΄Γεωργακης του λέει «σαν εσένα με κίτρινα υποδήματα, τα μάτια μου είδαν πολλούς».
Δεν
παρήλθε πολύς καιρός από της αναχωρήσεως του Τούρκου αξιωματικού, και ήρχισε ο φοβερός διωγμός από τους Τούρκους εναντίον
του Χ΄Γεωργάκη. Τον εξύβριζαν και τον ελιθοβολούσαν, υπέφερε τα πάνδεινα, και
τα παράπονα του δεν εισακούοντω. Έπαυσε να έχει ισχύ. Ηναγκάσθην να κλειστεί
εις την οικία του, αλλά και πάλι εδέχετω ενοχλήσεις. Ο ίδιος διωγμός κατά την
ίδια χρονική περίοδο, συνέβαινε και στον Καραβά εναντίον του Χριστοδούλου Παλταδώρου,
φίλου του Χ΄Τζηγεωργάκη. Αυτός ήτο ένας ευφυής άνθρωπος, και εσυμβούλευσε τον φίλο
του, να μεταβούν στην Κ/Πόλη και να ζητήσουν ακρόαση στη Μεγαλη Πύλη. Με τη
μεσολάβηση του Άγγλου Πρόξενου στην Λάρνακα, επιβιβάστηκαν σε πλοίο, και
έφτασαν στην Πόλη, ελπίζοντας ότι με την βοήθεια της Αγγλικής Πρεσβείας, με τα
συστατικά γράμματα που είχαν από τον Άγγλο Πρόξενο στην Κύπρο, και με την βοήθεια
των ισχυρών φίλων που είχαν εκεί, θα εύρισκαν προστασία ώστε να επανέλθουν στην
Κύπρο δικαιωμένοι. Άμα έφτασαν, ο Παλταδωρος πρότεινε να μεταβούν στην Αγγλική
Πρεσβεία για να επιδώσουν τις συστατικές επιστολές. Αλλά ο Δραγομάνος επέμενε
να παει αμέσως στην Υψηλή Πύλη, ελπίζοντας να έβρει αμέσως δικαίωση, έτσι είπε
στον φίλον του, αυτός να παει στην Πρεσβεία, και ο ίδιος επήγε στην Υψηλή Πύλη.
Φθάνοντας εκεί, έσπευσε αμέσως εις τον Βεζίρη ο οποίος οπού τον βλέπει τον ερωτά
εάν τον ενθυμείται. «Πως μπορώ εγώ ο ταπεινός να γνωρίζω ένα τόσο υψηλό πρόσωπο»;
Απήντησε ο Δραγουμάνος. «Είμαι εκείνος ο οποίος ήλθων εις την οικία σου με τα
κίτρινα σανδάλια και ες΄υ με επεριφρ’ονησες», ανταπήντησε εκείνος. Και ευθύς
αμέσως, χωρίς άλλη διαδικασία, διέταξε «Αποκεφαλίστε αυτόν», και η διαταγή
εξετελέσθη αμέσως.
Αυτό εσυνέβη για ένα απλό περασμένο επεισόδιο που ο Δραγουμάνος ούτε το ενθυμείτο καν. Έχασε τη ζωή του δια αποκεφαλισμού. Τον σκότωσαν, του πήραν το κεφάλι, το κάρφωσαν σε ένα κοντάρι, και το εξέθεσαν σε κοινή θέα ως εσυνήθιζαν να πράττουν οι Τούρκοι τον καιρό εκείνο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρύσανθος (1767-1810) πριν ενδυθεί τα ράσα, ήταν πολίτης και νυμφευμένος, και είχε αποκτήσει και έναν υιό. Όταν η σύζυγος του απέθανε, αυτός ιερώθηκε, και το 1762 εξελέγη στον μητροπολιτικό θρόνο Πάφου, ενώ το 1767, ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Ήταν γνωστό της πάση, ότι έπιαναν πολύ οι κατάρες του. Η εξέγερση του 1804 δεν κλόνισε την ισχύ του. Η πτώση όμως του Κορνέσιου το 1809 επέτρεψε στους πολιτικούς του αντιπάλους μεταξύ αυτών και του Κυπριανού ο οποιος διεκδικούσε το θρόνο με οποιονδήποτε τρόπο, να τον κατηγορήσουν ότι δημιούργησε μεγάλα χρέη στην εκκλησία, ότι προωθούσε τους συγγενείς του στα διάφορα εκκλησιαστικά αξιώματα, και ότι συνεργαζόταν με άλλους για επανάσταση. Έτσι πέτυχαν να εκδοθεί σουλτανικό διάταγμα εξορίας του αρχιεπισκόπου στην Εύβοια. Μεταφερόμενος με άμαξα από τους Τούρκους στο λιμάνι της Λάρνακας για το ταξίδι της εξορίας, ζήτησε από τους φρουρούς του να τον αφήσουν να προσευχηθεί για τελευταία φορά στα χώματα της Κύπρου. Γονατιστός και βλέποντας προς τη μεριά της Λευκωσίας, παρακάλεσε το Θεό όπως στον υπαίτιο που παρακίνησε τους Τούρκους να τον εξορίσουν, να πέσει τιμωρία στο κεφάλι του, και να κρεμαστεί από τους Τούρκους. Στην εξορία αφού πέρασαν 5 μήνες, απεβίωσε. Ανελαβε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο Κυπριανός, ο οποίος το 1821 συνελήφθη από τους Τούρκους και κρεμάστηκε.
ΟΙ ΑΝΕΡΑΔΕΣ
Μια φορά τον παλαιόν καιρό στα Παλιόκαστρα της Πάφου,
ήταν ένα βοσκόπουλο που μια μέρα αποφάσισε να βοσκήσει τα πρόβατα του λίγο μακρύτερα
απ ότι συνήθως. Έφτασε ως τον Καπυρό, ένα πλούσιο από βλάστηση κάμπο στο χωριό
της Χλώρακας. Ήταν μια όμορφη περιοχή με ψηλά δένδρα και πλούσια βοσκή, αλλά
και τρεξιμιό νερό που πήγαζε από τη γη σχηματίζοντας ένα μικρό ποταμάκι. Το
ποταμάκι πριν συνεχίσει το δρόμο του για την θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή
λιμνούλα που ξεχείλιζε, και το νερό ύστερα συνέχιζε το δρόμο του.
Τα πρόβατα απλώθηκαν και έβοσκαν ήσυχα, γι αυτό το βοσκόπουλο
ξάπλωσε κάτω από τον πυκνό ίσκιο των ψηλών δέντρων χωρίς να έχει όρεξη να φύγει.
Όταν είρθε το δείλη, σκέφτηκε να διανυχτερέψει εκεί, ώστε το κοπάδι του να βοσκήσει
και την άλλη μέρα το πλούσιο χορτάρι, και αυτός να απολαύσει περισσότερο την
δροσιά του καιρού και την ομορφιά του τοπίου. Κοίταξε στη βούρκα του, και
διαπιστώνοντας πως είχε τροφή και για την επόμενη μέρα, αποφάσισε να κάμει αυτό
που σκέφτηκε.
Όταν τα πρόβατα σιγά με το βραδύς ηρέμισαν, έγειρε και
ο ίδιος πάνω σ ένα γουνάρι φύλλα και αποκοιμήθηκε με το τραγούδι των γρυλλίδων
σαν νανούρισμα. Το τραγούδι των γρύλλων ήξερε πως είναι οιωνός για καλοτυχία
και ευημερία, γι αυτό καθώς πίστευε στους οιωνούς, ακούγοντας
τους ευχαριστημένος παραδόθηκε στον Μορφέα.
Ξαφνικά κοντά στα μεσάνυχτα τον γλυκό του ύπνο διέκοψαν φωνές, γέλια και τραγούδια. Ανασηκώθηκε λίγο και στο φεγγαρόφωτο
που έριχνε τις αχτίνες του μέσα από τα πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων, είδε κοπέλες
όμορφες να χαριεντίζονται και να παίζουν μέσα στα νερά της λίμνης. Έκθαμβος τις
παρακολουθούσε να λούζονται και να χτενίζονται, και σκεφτόταν αν όσα έβλεπε
ήταν πραγματικότητα, ή αποτέλεσμα του τραγουδιού των γρύλλων που τον επηρέασαν.
Όμως ναι, όσα έβλεπε ήταν αληθινά. Ήταν πραγματικές
νεράιδες των νερών, που συνήθιζαν μετά τα μεσάνυχτα να βγαίνουν στις δροσερές
πηγές να λούζονται υπό τη σκεπή των αστεριών.
Σηκώθηκε ανάλαφρα χωρίς φασαρία, και σίμωσε κοντά
τους. Κρυμμένος πίσω από ένα κομό δένδρου, τις είδε όλες πανέμορφες να στροβιλίζονται
με χάρη, και η μελωδική τους φωνή σαν γλυκό βάλσαμο κατέκλυζε το είναι του και εύφραινε
την καρδιά του.
Και ανάμεσα σε όλες, ξεχώρισε μια με κατάμαυρα μαλλιά
που χόρευε καλύτερα και ήταν ομορφότερη από τις άλλες.
Απέμεινε να τις κοιτάζει ώρα πολλή, και λίγο πριν το
ξημέρωμα να φεύγουν και να χάνονται στον πρωινό ορίζοντα, ενώ στα αφτιά του
έμεινε ο γλυκός απόηχος από τα κρυστάλλινα γέλια τους και τα χαρούμενα
τραγούδια τους.
Από εκείνο τον καιρό η όμορφη νεράιδα έμεινε στη σκέψη
του και δεν μπορούσε να την βγάλει. Την αγάπησε με πάθος, και μαράζωνε και ήταν
πολύ δυστυχισμένος που δεν μπορούσε να την έχει δικιά του. Συνεχώς την σκαφτόταν,
και η καρδιά του πονούσε από τον παράφορο έρωτα που φώλιασε μέσα της. Άλλη
σκέψη και έγνοια δεν είχε, κατάλαβε πως αν δεν έκανε κάτι να την αποκτήσει, θα τρελαινόταν.
Γι αυτό σκέφτηκε να ρωτήσει άλλους ανθρώπους μήπως
ήξεραν, να τον συμβουλεύσουν. Αποφάσισε να συμβουλευτεί τους γεροντότερους, και
ένας από αυτούς του είπε ότι μαγεύτηκε από την ανεράδα και μόνη ελπίδα να ξεματιαστεί,
ήταν να την στεφανωθεί. Αλλά αυτό οπωσδήποτε ήταν αδύνατο, γιατί οι ανεράδες
ήταν άπιαστες μάγισσες και πως για να χάσουν τα μάγια τους θα έπρεπε πρώτα να
αιχμαλωτιστούν και να εκτεθούν άπλετα στο φως της ημέρας και να λουστούν στις
ακτίνες του ήλιου.
Έκατσε το βοσκόπουλο και σκέφτηκε καλά τι να κάμει,
και αποφάσισε να παραμονέψει και να αιχμαλωτίσει την αγαπημένη του. Ήξερε πως ήταν
δύσκολο, και πως χρειαζόταν πονηριά.
Έκαμε λοιπόν τα σχέδια του, και τα έβαλε σε εφαρμογή.
Παραμόνεψε πολλές νύχτες κρυμμένος δίπλα στη μικρή λίμνη, και οπλισμένος με
υπομονή από την πολλή αγάπη που είχε μέσα του, άντεξε αγόγγυστα το πολυήμερο καρτέρι
που έστησε.
Πέρασαν μέρες και οι νεράιδες δεν φαίνονταν. Σκέφτηκε
ότι θα βρήκαν άλλες λίμνες ομορφότερες, αλλά ήταν σίγουρος, κάποτε θα τις
βαριόντουσαν και θα επέστρεφαν πίσω.
Πέρασαν κι άλλες μέρες, και ένα βράδυ κοντά στα
μεσάνυχτα, άκουσε τα γέλια πάλαι να γεμίζουν με όμορφους
μουσικούς ήχους τη φεγγαρόλουστη νύχτα. Ήξερε ότι η προσμονή του τέλειωσε,
εκείνη τη νύχτα θα την έκανε δική του.
Όταν οι νεράιδες μέσα στη λίμνη άρχισαν να χορεύουν
και να τραγουδούν, μόλις η αγαπημένη του στάθηκε σε ένα συγκεκριμένο σημείο,
τράβηξε το δίχτυ που είχε στήσει πάνω στα κλαριά του ευκαλύπτου που απλώνονταν
πάνω από τη λίμνη, και αιχμαλώτισε την καλή του. Σαν το ψάρι σπαρταρούσε η καημένη,
και φώναζε βοήθεια. Μα το βοσκόπουλο αποφασισμένο, φανερώθηκε και φωνάζοντας δυνατά,
φόβισε τις άλλες νεράιδες που έφυγαν μακριά χωρίς να μείνουν να την βοηθήσουν
Έμεινε να την κοιτάζει στο σπαρτάρισμα και στο φόβο
της και να τη λυπάται, όμως με σφιγμένη την καρδιά περίμενε μέχρι που ο Ήλιος
ανέτειλε και οι αχτίνες του έλουσαν την μάγισσα νεράιδα.
Και αμέσως αυτή ημέρεψε, έχασε τα μάγια της και έμεινε
μια απλή κοπέλα χωρίς μαγικές ιδιότητες.
Χαρούμενο το βοσκόπουλο έσκυψε και την απελευθέρωσε,
την αγκάλιασε και της είπε να μην φοβάται γιατί αυτός θα την προστατεύσει.
Την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε. Από εκείνο τον
καιρό, όλα του πήγαν δεξιά, γιατί καθώς φαίνεται η μαγική αύρα που περιέβαλλε την
καλή του σύζυγο, δεν την εγκατέλειψε. Απέκτησε πλούτη και περιουσία, και έγινε
άρχοντας. Και η ευτυχία του συμπληρώθηκε καθώς απόκτησε με την καλή του και μια
όμορφη κόρη που την ονόμασαν Μαργαρινή.
Και ο καιρός περνούσε, και ο κάθε χρόνος ήταν καλύτερος
από τον προηγούμενο. Το βοσκόπουλο έγινε μεγάλος βοσκός, απέκτησε πολλά πρόβατα
και κτήματα και χρήματα, και είχε μεγάλη ευτυχία έχοντας δίπλα του τις δυο
αγαπημένες του. Και μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, σκέφτηκε πως θα ήταν καλά να αγοράσει
τον κάμπο στον Καπυρό, ώστε να προσφέρει λίγη χαρά στην αγαπημένη του σύζυγο,
που από τον καιρό που την παντρεύτηκε έμεινε μελαγχολική και αγέλαστη. Σκέφτηκε
πως αν μετακόμιζαν εκεί στους γνώριμους τόπους, θα ξαναέβρισκε τη χαρά της.
Αυτό έκαμε λοιπόν, αλλά αντί ο παλιός γνώριμος τόπος να αρέσει στη σύζυγο του, άρεσε στην κόρη
του την Μαργαρινή, και όπως κάτι βαθύ να την συνέδεε μαζί του, καθημερινά έκανε
τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο
των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες
να την έπαιρναν μαζί τους.
Ώσπου κάποια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη.
Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν μια όμορφη νεράιδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε κοντα της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…
ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ
Η μορφή του τοκογλύφου στη φαντασία όσων δεν
γνώρισαν το είδος του είναι άσχημη, κακιά με ύφος βλοσυρό σκληρό και βλέμμα σκοτεινό.
Όσοι έμπλεξαν σε συναλλαγές με τοκογλύφους λένε τα
χειρότερα καθώς δεινοπάθησαν και καταστράφηκαν, έχασαν τις περιουσίες τους,
πείνασαν. Και όσο τα θύματα πτώχευαν, αυτοί περισσότερο πλούτιζαν.
Έτσι καθώς όλοι τους κατηγορούσαν, στη σκέψη όσων
δεν τους γνώρισαν έμοιαζαν αντιπαθείς αδίστακτοι, πανούργοι, άπληστοι.
Στη Κύπρο την εποχή του μεσοπολέμου υπήρχε μεγάλη
ανεργία και ο κόσμος δυσπραγούσε. Η κοινωνική καταπίεση από τους Βρεττανούς
αποικιοκράτες δεν επέτρεπαν την οικονομική ανάπτυξη των κατοίκων, με αποτέλεσμα
να αναγκάζονται να καταφεύγουν στους τοκογλύφους.
Σε ένα χωριό της Πάφου υπήρχε ένας διαβόητος τοκογλύφος
που ήταν σκληρός και άπληστος, που ποτέ δεν λυπήθηκε κανένα, που απομυζούσε τον
κόπο τους και ρουφούσε το αίμα τους. Με τον καιρό έγινε πολύ πλούσιος και οι
δοσοληψίες του εξαπλώθηκαν σε όλη την επαρχία. Ρωμιοί και Τούρκοι έτρεχαν σε
αυτόν όταν δεν είχαν άλλη διέξοδο. Και αυτός τους έδινε ψίχουλα και τους
έπαιρνε πολλά. Και όσοι δεν πλήρωναν, με συνοπτικές διαδικασίες στα δικαστήρια,
τους έπαιρνε τις περιουσίες.
Είχε ένα μπακάλικο που πάνω στο πάγκο έκανε τις
συναλλαγές του, και ένα συρτάρι που μέσα κλείδωνε τα συμφωνητικά με τις υποθήκες.
Ο φτωχές νοικοκυρές ψώνιζαν βερεσέ και υπέγραφαν για τα βερεσιέδια σε ένα
μπακαλοδεύτερο. Ο τοκογλύφος όμως σκληρός και αδίστακτος, από όσες καημένες δεν
μπορούσαν να πληρώσουν, τους έπαιρνε ακόμα και τα σπίτια.
Η αναλγησία του τον οδήγησε να πιστεύει πως δεν
έκανε κακό, ούτε αμαρτία, παρά μόνο εξασκούσε ένα νόμιμο επάγγελμα. Ταξίδευσε
στα Ιεροσόλυμα και έγινε Χατζιής. Παρίστανε τον θρησκευόμενο και κάθε Κυριακή
πήγαινε εκκλησία. Οι επίτροποι του έδιναν τον πρώτο σκάμνο, στη θεία μετάληψη ο
παπάς τον κοινωνούσε πρώτο. Όταν τέλειωνε η λειτουργία έπαιρνε το αντίδωρο,
φιλούσε το χέρι του παπά, και ύστερα προσκυνούσε όλες τις εικόνες στο θείο
τέμπλο.
Οι χωριανοί έβλεπαν την μεγάλη του υποκρισία και
αγαναχτούσαν, αλλά όλοι σιωπούσαν και τον καλοκρατούσαν καθώς είχαν την ανάγκη
του, μια ανάγκη που γνώριζαν πως θα τους οδηγούσε στην καταστροφή, αλλά δεν
είχαν άλλη επιλογή.
Τον μοχθηρό άνθρωπο κανείς δεν τον θέλει και τον
αποφεύγει, αλλά ο Χατζιής δεν ήταν μόνο σκληρός, ήταν και απάνθρωπος. Όλοι
έλπιζαν πως κάποια μέρα θα έπεφτε θεία τιμωρία γιατί ήταν σίγουροι πως ούτε ο Θεός
τον αγαπούσε. Ήταν τόσο άπληστος, είχε μαζέψει αμέτρητη περιουσία και χρήματα,
παρ΄ όλα αυτά αντί να μαλακώσει καθώς δεν είχε πλέον ανάγκη, περισσότερο
κυνηγούσε τα πλούτη και περισσότερο γινόταν σκληρός στις συναλλαγές του.
Τη δεκαετία του 1950 ήταν εποχές δύσκολες, ξεκίνησε
ο αγώνας της ΕΟΚΑ και οι Τουρκοκύπριοι συνεργάζονταν με τους Άγγλους
κατακτητές. Οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων διαταράχθηκαν, και οι
Ελληνοκύπριοι τους θεωρούσαν συνεργάτες του εχθρού.
Όμως ο Χατζιής χωρίς να λογαριάζει κίνδυνο ένεκα
της απληστίας του για περισσότερο κέρδος, συνήθιζε να επισκέπτεται μια φορά την
εβδομάδα ένα διπλανό Τούρκικο χωριό, και σε ένα καφενείο συναλλαττόταν μαζί
τους.
Στο καφενείο που ήταν στην οδό Φελλάχογλου, ανάμεσα
στους Τουρκοκύπριους πελάτες του, είχε και ένα νεαρό Τουρκάκι που ο πατέρας του
είχε πολλή περιουσία, και ο τοκογλύφος του έδινε ταχτικά δανικά, και ήταν
σίγουρος πως δεν θα τα έχανε, ήταν σίγουρος πως δεν θα άφηνε ο πατέρας το γιο
να πάει φυλακή για χρέη.
Το Τουρκάκι όμως ήταν χαρτοπαίκτης και συνέχεια
ζητούσε δανικά. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν, έτσι ο τοκογλύφος άρχισε να τον πιέζει
να εξοφλήσει, και να τον απειλεί ότι θα τον πάρει δικαστήριο.
Το Τουρκάκι με ψυχή και σώμα απόλυτα αφωσιωμένος στο τζόγο, όπως όλοι οι φανατικοί χαρτοπαίχτες, σκεφτόταν διαφορετικά έχοντας πρωταιρεότητα μόνο το παιχνίδι. Κυριευμένος από πάθος δεν σκεφτόταν πόση δυστυχία προκαλούσε στην οικογένεια του. Γνώριζε το κακό που σκορπούσε γύρω του, αλλά δεν νοιαζόταν, τον είχε κυριεψει το σύνδρομο του χαρτοπαίχτη και μόνη έγνοια είχε πως με οποιοδήποτε τρόπο να έβρισκε χρήματα να κορέσει το πάθος του. Σε όλους χρωστουσε, στους φίλους του, στους συγγενείς του, στους γνωστούς του. Χάνοντας κάθε ντροπή και αξιοπρέπεια, βουτηγμένος στα χρέη και απόλυτα εξαρτημένος από το καταστροφικό του πάθος, έχασε κάθε εντιμότητα και ήθος. Όσοι του δάνεισαν, αφού κατάλαβαν πως ήταν αγύριστα, σταμάτησαν να του δίνουν άλλα. Ο πατέρας του αφού απόειδε, αποφάσισε πως μόνο στη φυλακή ίσως συνετιζόταν. Έτσι γνωρίζοντας για τα χρέη του στον τοκογλύφο, του δήλωσε πως δεν επρόκειτο να τον βοηθήσει.
Υπό αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, μια μέρα έλαβε κλήση για δικαστήριο. Κατάλαβε πως ήρθε το τέλος. Ήξερε πως ο Χατζιής δεν θα του χαριζόταν. Η φήμη της σκληρότητας του ήταν εξαπλωμένη σε όλη την επαρχία. Σίγουρα θα κατέληγε στη φυλακή, κάτι όμως που ήθελε διακαώς να αποφύγει. Έπεσε σε βαθιά συλλογή, και αποφασισμένος κατέστρωνε σχέδια να γλυτώσει. Αποφάσισε πως για να επιτύχει, μόνη λύση ήταν να πεθάνει ο τοκογλύφος.
Ήταν χάραμα φου, μέρα καθιερωμένη επίσκεψης στο
Τούρκικο καφενείο. Η απόσταση ήταν κοντινή και ο Χατζιής καβαλικεμένος σε ένα
άλογο όδευε με την ησυχία του στη στράτα για τον προορισμό του. Στο μισοσκόταδο
του πρωϊνού μέσα σε παντέρμη ερημιά, οι οπλές του αλόγου έσπαζαν την απόλυτη
σιωπή και συντρόφευαν τον τοκογλύφο. Κανένας άλλος θόρυβος δεν ακουγόταν καθώς
όλη η πλάση κοιμόταν.
Επηρεασμένος λίγο από την απέραντη σιωπή, με
αδημονία σκέφτηκε πως πλησίαζε το τέλος της διαδρομής, σε λίγο θα έφτανε στο
καφενείο να συναντήσει άλλους ανθρώπους, να ακούσει φασαρία, να τον κεράσουν
καφέ, να κουτσομπολέψει μαζί τους.
Στις πλευρές του δρόμου υπήρχαν μόνο χωράφια σπαρμένα
κριθάρια με λίγα δένδρα στις όχθες. Ήταν πολύ πρωί, ο κόσμος ακόμα κοιμόταν και
ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος. Μια απόλυτη ησυχία επικρατούσε.
Ξαφνικά την σιγαλιά διατάραξε δυνατό θρόισμα μέσα
από τα ψηλά στάχια. Γύρισε ξαφνιασμένος και το βλέμμα πήρε μια σκιά να
ξεπετάγεται και να τρέχει ίσα πάνω του. Η σκιά έγινε ανθρώπινη φιγούρα που
στάθηκε εμπρός του και αρπάζοντας τα χαλινάρια ακινητοποίησε το άλογο.
Τρομαγμένος ο Χατζιής αντίκρυσε το νεαρό Τουρκάκι
να στέκει με μάτια σκοτεινά, και με αποφασιστικότητα να ψηλώνει το χέρι
οπλισμένο με ένα πιστόλι, και να το ακουμπά κάτω από το σαγόνι του.
Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, ένα
δυνατό μπάμ ακούστηκε και η σφαίρα τρύπησε το μαλακό κρέας και σφηνώθηκε λίγο
λοξά στην αριστερή του γνάθο. Δεν ένιωσε μεγάλο πόνο, παρα μόνο το αίμα να
τρέχει να τον πιτσιλίζει και να τον πνίγει.
Σαστισμένος και έχοντας τις αισθήσεις είδε το
Τουρκί να φεύγει τρέχοντας, και αυτός ασυναίσθητα με τα πόδια κέντρισε το
άλογο. Ελπίζοντας να καταφέρει να φτάσει στο καφενείο να γυρέψει βοήθεια,
γερμένος εμπρός κρατώντας την πληγή να
μην τρέχει το αίμα, άφησε το ζώο να συνεχίσει το δρόμο του.
Διένυσε τη μικρή απόσταση που είχε απομείνει και με τα ρούχα που είχαν βαφτεί κόκκινα αφού το αίμα έτρεχε σαν βρύση, αφέθηκε στα χέρια των θαμώνων. Ήταν ο καφετζής, το Τουρκάκι και ένας δυο άλλοι. Έτρεξαν όλοι με πρώτο το Τουρκάκι να τον βοηθήσουν. Τον ξεπέζεψαν και τον ξάπλωσαν πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι. Ήταν φανερό όμως πως έχασε πολύ αίμα και δεν θα τα κατάφερνε. Φαινόταν στο πρόσωπο του που ήταν άσπρο στο χρώμα του θανάτου, φαινόταν στις κινήσεις του που δεν είχαν ζωή.
Ήταν ξαπλωμένος στο τραπέζι και η ζωή του έφευγε,
ήθελε να μιλήσει, ήθελε να καταδείξει το φονιά, αλλά μιλιά δεν είχε, το αίμα
από την πληγή τον έπνιγε. Το κατάπινε και πνιγόταν, και από την πικρή γεύση
ένιωθε την ψυχή του να εξέρχεται. Δάκρυα απελπισίας κυλούσαν από τα μάτια του για την ανημποριά του
να ομολογήσει τον φονιά. Μόνο με βλέμμα απλανές τον κοιτούσε και με πείσμα
προσπαθούσε να σηκώσει το χέρι να τον δείξει, αλλά δεν μπορούσε, δεν του είχε
μείνει άλλη δύναμη, και ο φονιάς από πάνω τον κρατούσε σφιχτά για να τον βοηθήσει.
Οι θαμώνες βουβοί και σοκαρισμένοι άκουγαν τον ρόχθο του θανάτου του, ενώ ο ίδιος χωρίς ζωή πλέον, ένιωθε τους δαίμονες να αποσπούν με βιά τη ψυχή του από το σώμα του.
Με την είδηση του φονικού οι περισσότεροι που του χρωστούσαν καθώς θρησκευόμενοι και πιστεύοντας στις δέκα εντολές για το θεαθήναι καταδίκασαν την αποτρόπαια πράξη, αλλά εσωτερικά ένιωσαν ανακούφιση, ίσως και αγαλλίαση.
ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
Η
Θέκλα μέσα στ άσιερον έκαμνεν τον σταυρόν της,
να
πάρει τον Χαράλαμπον να σβήσει το λαμπρόν της
Τζι΄η
καϋμένη εφώναζεν χριστόν τσιαι Παναγίαν,
Σάββατον ναν το χάρτωμαν, τσιαι Κυριακήν η παντρεία.
Πριν 100 χρόνια και βάλε, σε
ένα χωριό δυό σκάπουλοι αγάπησαν την ίδια κοπέλα, μια πεντάμορφη κόρη από
μεγάλο σόι και ήθελαν να την παντρευτούν.
Ό Ευστάθιος πολύ πλούσιος, και ο Χαράλαμπος πολύ φτωχός.
Ο Ευστάθιος και αυτός από
μεγάλο σόι, ήταν σίγουρος πως ένα προξενιό θα τελεσφορούσε. Έτσι λογάριαζε να
πει στους στους γονιούς του να την ζητήσουν για νύφφη τους.
Ο Χαράλαμπος πάμπτωχος και εκ
της δεινής θέσεως του γνωρίζοντας το αδύνατον του συνοικεσίου, εξομολογήθηκε
τον καημό του στη μάνα του και εξομολογήθηκε απελπισμένος την ερώτησε τι να
κάμει.
Η Έρχαρη η μάνα του που τον
άκουσε, πολύ τον ελυπήθει. Ήταν ο γιος της ο καλός, ο κανακάρης της, και ήξερε
πως δεν είχε ελπίδες απέναντι στον Ευστάθιο.
Όμως σαν μάνα ευσπλαχνική αλλά
και κοψονούρα, έβαλε το μυαλό της να δουλέψει να τον εβοηθήσει. Ήταν μια χωρική
γυναίκα άκληρη χωρίς στον ήλιο μοίρα που η ίδια όλη της τη ζωή στη φτώχεια με
πολλά βάσανα ανάγιωνε τα παιδιά της, ήθελε αν γινόταν να τον παντρολογήσει με την
πλούσια κοπέλα και να τον μπάσει στο μεγάλο σόι της, να μην περάσει και αυτός
τα ίδια δεινά της μίζερης δικής της ζωής που ένεκα της φτώχειας από παιδιόθεν
βασανιζόταν.
Σκέφτηκε πολύ, και γνωρίζοντας
πως θα ήταν δύσκολο το εγχείρημα, κατέστρωσε ένα σχέδιο και το έβαλε μπροστά.
Θα το προσπαθούσε, και αν πετύχαινε θα ήταν καλά, αν όχι, θεός είδε.
Ο γιος της ήταν όμορφο παλικάρι,
σεμνός, τίμιος και εργατικός. Όμως εκείνους τους πέτρινους καιρούς, καλύτερα
προσόντα λογαριάζονταν οι περιουσίες και τα μάλια. Ήταν ψηλός ίσα με δυο μέτρα,
ωραίος και αρρενωπός. Σε πολλές κορασιές η καρδιές τους σκιρτούσαν για λόγου
του, αλλά αυτός είχε πέσει σε μεγάλο έρωτα με την θεκλού, που δυστυχώς δεν ήταν
της τάξης του.
Πολύ δύσκολα τα πράματα
σκέφτηκε η Έρχαρη, ήθελε πονηράδα να πετύχει ο σκοπός κα καθώς είχε μια ανιψιά
που μπαινόβγαινε καθημερινά στο σπίτι της Θεκλούς σαν παραδουλεύτρα, την έπεισε
να βοηθήσει. Ήταν η Τοτέ, μια πολλοπάϋτη και καταφερτζού που με τα γλυκόλογα
της έβγαζε κουφή από την τρύπα.
Ξεκίνησε λοιπόν με γλυκόλογα
και παινέματα να της εκθειάζει τον Χαράλαμπο. Ότι ήταν όμορφος, καλός, πως είχε
έρωτα μαζί της, πως την αγάπη δεν την φέρνουν τα μάλια και οι περιουσίες.
Ύστερα έβαλε τον Χαράλαμπο να περνά τακτικά από τη γειτονιά, και από μακριά ανταλλάσσοντας ματιές, και πες πες η Τοτέ λόγια και λογάκια, η θεκλού έπεσε και αυτή σε μεγάλο έρωτα για τον Χαράλαμπο.
Ο Ευστάθιος έστειλε τα προξένια, και ο πατέρας
της Θεκλούς καθώς ήθελε το καλύτερο για την κόρη του, αμέσως δέχτηκε.
Ανέλαβε τα παντρολόγια η προξενήτρα, οι
συμπέθεροι συμφώνησαν στην προίκα, ήταν όλα καλά και η δουλειά πήγαινε να
τελέψει.
Ώσπου όμως ξαφνικά η νύφη αν και φοβισμένη αλλά
αναθαρυμμένη από την αγάπη που είχε μέσα της για τον Χαράλαμπο, αρνήθηκε το
προξενιό.
Εκείνους τους καιρούς, οι κόρες δεν είχαν μερτικό στην απόφαση ποιος θα ήταν ο γαμπρός. Ούτε της μάνας έπεφτε λόγος, η απόφαση ήταν μονο του κυρού και αφέντη.
Έτσι σαν έμαθε ο πατέρας την άρνηση της, ποιος δεν τον φοβήθηκε, ήταν η οργή του μεγάλη. Την τιμώρησε σκληρά, ύστερα την κλείδωσε στο ασιερονάρι και δεν την έβγαλε έξω ώσπου θέλοντας και μη, είπε το ναί και εγίνηκεν το προξενιό.
Ήταν μια λυπητερή ιστορία αγάπης που είχαν η κόρη
στην καρδιά της και το όμορφο παλικάρι που όταν τον έβλεπε σκιρτούσε η καρδιά
της.
Ήταν ένα πρωτόγνωρο αίσθημα που κατάφερε να της το προκαλέσει με τα σούρτα φέρτα και τα γλυκά της λόγια της η πολλοπάιτη Τοτέ η καταφερτζού, που ήθελε την μικρή κοπέλα να την βάλει στο σόι της. Έτσι με σούρτα φέρτα και φιλέματα, σιγά αλλά σταθερά, την κατάφερε να αγαπήσει τον ανεψιό της, ύστερα την έβαλε να αρνηστεί το προξενιό του πατέρα της.
Όμως δυστυχώς αλλες οι επιθυμίες άλλων, και άλλες
οι προσταγές εταίρων.
Έτσι παντρεύτηκε η κόρη τον Ευστάθιο
και έμεινε ο Χαράλαμπος να μαραζώνει και να οδύρεται για τη χαμένη αγάπη του.
Ήθελε να φύγει να χαθεί, δεν
άντεχε να σκέφτεται πως άλλος την αγκάλιαζε και τη φιλούσε, ήταν ο πόνος ανυπόφορος.
Και μια μέρα ξαφνικά είπε στη μάνα του πως θα φύγει να πάει μακριά, να ξενιτευτεί, να πάρει ένα δρόμο άγνωστο, να αναζητήσει νέους τόπους, να συναντήσει καινούργιους ανθρώπους, να γνωρίσει περιπέτειες, να πορευτεί κινδύνους, να αλλάξει ζωή, μήπως έτσι θάψει τον πόνο του, μήπως γιατρευτεί και να ξεχάσει το ντέρτι που του έτρωγε τα σωθικά.
Έφυγε ο Χαράλαμπος. Μπαρκάρισε
σε ένα βαπόρι, γύρισε λιμάνια και χώρες, και μετά από χρόνια καταστάλαξε στη
μακρινή Πορτογαλία. Και ύστερα από χρόνια όταν καταλάγιασε ο καημός του, ξέχασε
λίγο τον πόνο του, παντρεύτηκε και έμεινε δια παντός εφ όρου ζωής μακριά στα
ξένα.
Και έμεινε η καημένη η μάνα του να μαραζώνει και να τον πεθυμά, και να καταριέται τα μάλια και τις περιουσίες που ήταν η αιτία να χάσει το γιο της.
ΥΓ.
Η ιστορία είναι πραγματική, και άγνωστος λαϊκός ποιητής την τσιάττισε και την έκανε τραγούδι που το τραγουδούσαν στα πανηγύρια.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Έναν καιρό στη παλιά πόλη στο Κτήμα, ζούσε ένας τεμπέλης
κατεργάρης ομορφονιός, που επειδή βαριόταν να δουλέψει, έκαμε μια παντρεμένη
μεγάλη σε ηλικία γυναίκα φιλενάδα, η οποία του έδινε χαρτζιλίκι. Ο άντρας της
ήταν μεγαλέμπορος και σε τακτικά διαστήματα έφευγε για ταξίδια σε άλλες πόλεις
όπου και διανυκτέρευε. Τότε εύρισκε ευκαιρία ο μορφονιός και μέσα στη νύχτα
κρυφά,επισκεπτόταν τη φιλενάδα του.
Μια φορά όμως κατά κακή του τύχη ο άντρας της
επέστρεψε ενωρίς. Ευρισκόμενοι στη κρεβατοκάμαρα και ακούοντας το κλειδί στη πόρτα
και μη έχοντας χρόνο διαφυγής, ο νους του κατεργάρη μορφονιού, πήρε αμέσως
στροφές και σκαρφίστηκε ένα έξυπνο τρόπο να γλυτώσει. Πήρε λοιπόν το άσπρο
σεντόνι από το κρεββάτι και το σκουλήστηκε, και μέσα στο μισοσκόταδο άπλωσε τα
χέρια σαν φάντασμα και προχώρησε να φύγει. Πέρασε μπροστά από τον νοικοκύρη με
θράσος, και με αργό βήμα άνοιξε το παράθυρο, το δρασκέλισε και γίνηκε καπνός.
Ο έμπορος δεν φαντάστηκε τίποτα πονηρό, παρα μόνο
πίστεψε πως είδε αληθινό φάντασμα. Πήρε μεγάλο τρόμο, και από εκείνη την ημέρα
πίστεψε πως στο σπίτι του κατοικούσαν φαντάσματα. Με τη γυναίκα του γύρεψαν
παπάδες και μάγους να εξορκίσουν το σπίτι, όμως δυστυχώς το φάντασμα δεν έφευγε
και η γυναίκα του όταν αυτός έλειπε σε κάποιο ταξίδι φοβόταν πολύ καθώς του έλεγε
ότι κάποιες φορές το είχε ξαναδεί να σεριανίζει στο σπίτι.
Έβγαλε λοιπόν ο καημένος επικήρυξη και έταξε δέκα λίρες
σε όποιον θα μπορούσε να διώξει το φάντασμα από το σπίτι του.
Ο Κκόλας κάθε πρωί πριν ο ήλιος
ανατείλει, πήγαινε περπατητός με το γαϊδούρι του φορτωμένο οπωρικά στο παζάρι
να τα πουλήσει. Όταν ξημέρωνε καλά και ήταν ώρα να σχολάσει, πρίν καβαλικέψει
το γαϊδουρι για την επιστροφή, του άρεσε να αράζει λίγη ώρα στο καφενείο της
Συκαμηνιάς όπου απολάμβανε τον καφέ του και τη θέα που απλωνόταν ως τη θάλασσα.
Εκεί όλη την ημέρα επίσης, την έβγαζε αραχτός και ο αργόσχολος ομορφωνιός που μαζί με τα άλλα του ελαττώματα, ήταν πολυλογάς και
καυχησιάρης. Έτσι μια μέρα καυχήθηκε τα κατορθώματα του στο Κκόλα.
Ο Κκόλας την άλλη μέρα διηγήθηκε την ιστορία σε ένα κοψονούρη
φίλο του αλετράρη, ο οποίος αμέσως του λέγει,
-Άκου φίλε, αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, γι’ αυτό άκου
τί να κάμουμε.
Ο Κκόλας τον άκουσε με προσοχή, και αμέσως σκέφτηκε
πως ήταν ένα καλό σχέδιο.
Επήγαν στον έμπορο και του υποσχέθησαν πως έχουν τον
τρόπο να διώξουν το φάντασμα δια παντός καθώς έχουν φίλο ένα σπουδαίο
εξορκιστή. Ο έμπορος δέχτηκε, αφού ήθελε διακαώς να φύγει το φάντασμα και να
μην φοβάται η γυναίκα του. Συμφώνησαν να τους δώσει προκαταβολικά τη μισή
αμοιβή, και όταν παρέλθει καιρός χωρίς το φάντασμα να ξαναεμφανιστεί, να τους
εξοφλήσει το υπόλοιπο ποσό.
Όταν μια μέρα έφυγε ο έμπορος για ταξίδι και ο μορφονιός
εξομολογήθηκε στο Κκόλα πως θα επισκεπτόταν τη νύχτα την παστρική, οι δυο φίλοι
έβαλαν εμπρός το σχέδιο τους.
Στην αυλή του σπιτιού ο έμπορος είχε μια αποθήκη γεμάτη
εμπορεύματα, ανάμεσα σε αυτά είχε και κάδους ασβέστη που πουλούσε στους κτίστες
για να φτιάχνουν πηλό. Μπήκαν μέσα το λοιπόν, και κυλίστηκαν στον ασβέστη ο οποίος
κόλλησε πάνω στα ρούχα τους και τα πρόσωπα τους, έγιναν ολόασπροι σαν φαντάσματα.
Ύστερα βγήκαν έξω, πήγαν στην εξώπορτα του σπιτιού και τη γρατσούνισαν. Από μέσα
οι ένοχοι νομίζοντας πως γύρισε ο νοικοκύρης, μάνι μάνι ο μορφονιός σκουλήστηκε
το σεντόνι και πήδηξε από το παράθυρο. Όμως άχ τι τρομάρα πήρε, μπροστά του
είδε δυο πραγματικά φαντάσματα να ξεχωρίζουν κάτασπρα στο σκοτάδι και να του
κλείνουν το δρόμο. Η καρδιά του λαχτάρησε και κόντευε να σπάσει από το φόβο,
ενώ τα γόνατα του λύγισαν και δεν τον έσωναν. Με κόπο έσυρε τα πόδια του στην
αντίθετη μεριά να φύγει, και ευτυχώς τα φαντάσματα δεν του επιτέθηκαν, έμειναν
μόνο να τον κοιτάζουν και να έχουν τα χέρια απλωμένα προς το μέρος του.
Από εκείνο τον καιρό δεν ξαναεπισκέφτηκε την πεταχτή
κυρία, και για όσο ζούσε είχε ένα μεγάλο φόβο για τα φαντάσματα, τόσο μεγάλο,
που δεν ξεπόρτισε ξανά νύχτα από το σπίτι του.
Οι δυο φίλοι με την αμοιβή που πήραν, ο ένας αγόρασε
ένα παλιό φορτηγάκι και κουβαλούσε τα προϊόντα του ώστε να μη χρειάζεται να
πηγαίνει περπατητός στο παζάρι, ενώ ο άλλος ένα τρακτέρ και όργωνε τα χωράφια
χωρίς να κουράζεται.
Και έζησαν ο έμπορος με τη γυναίκα του καλά, και οι
δυο φίλοι καλύτερα.
Τον παλιό καιρό η ζωή στα χωριά ήταν
πολύ διαφορετική από τις σημερινές ημέρες. Πιο δύσκολη, πολύ σκληρή και κοπιαστική,
αλλά πιο ήρεμη. Τα σπίτια ήταν μακριά το ένα από το άλλο, και το καθένα είχε και
ένα κατεβατό γης για να καλιεργεί διάφορες ρέντες για τις ανάγκες του σπιτιού.
Οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι λερωμένοι
και λασπωμένοι, εντούτις οι νυκοκυρές φρόντιζαν για την καθαριότητα στο μέρος
που τους αναλογούσε.
Δεν υπήρχαν φραγμοί ανάμεσα στις
αυλές και τα παιδιά έπαιζαν σε αλάνες και καυκάλλες που δεν είσαν για χρήση από
τους νυκοκυραίους.
Στην οικογένεια η συμβολή της
γυναίκας ήταν αποφασιστική. Το μεγάλωμα των παιδιών ήταν δική της ευθύνη.
Φορτωμένη τα βάρη του νοικοκυριού, φρόντιζε στο τραπέζι να υπάρχει πάντα ένα
πιάτο φαί για τον καθένα καθώς εκείνους τους καιρούς οι οικογένειες είσαν
πολυπληθείς. Δουλειά νύχτα μέρα να σιγυρίσει, να πλένει, να μπαλώσει, να
σιδερώσει, ΄και να ζυμώσει.
Στη βραχτή φύτευε λασάνια με διάφορα
λαχανικά, και στην αυλή όλα τα σπίτια είχαν από ένα γουμά με όρνιθες. Η ανέχεια
ήταν μεγάλη, έτσι δεν αγόραζαν τροφή για τις όρνιθες, αλλά κατά τη διάρκεια της
ημέρας τις άφηναν ελεύθερες έξω από το γουμα για να βοσκήσουν, και τις νύχτες
τις έκλειναν μέσα για να μην τις φάνε οι αλεπούδες. Ήταν όρνιθες αλανιάρες της
βοσκής, με γλυκήτατο κρέας, καθώς και αυγα νόστιμα και εύγευστα. Ήταν απολύτως
απαραίτητο, κάθε νοικοκθριό να έχει τον δικό του γουμά. Καθώς πολύ απαραίτητες,τις
πρόσεχαν να μην γίνουν τροφή για άγρα ζώα, ούτε να τις κλέψουν οι κλεφτοκοτάδες.
Τις εποχές εκείνες, οι κλέπτες των όρνιθων ήταν μάστιγα και όλη η ύπαιθρος υπέφερε. Οι εφημερίδες δεν έκαναν άλλο από συναφορές ότι κάθε μέρα γίνονταν ορνιθοκλοπές. Έτσι ο κάθε νυκοκυραίος, κάθε απόγευμα όταν οι κότες τζιοίταζαν, τις μετρούσε μην λείπει καμιά, ή μην έκοψε καμιά έξω από το γουμά, ώστε να την αναζητήσει.
Στη πάνω γειτονιά
της Χλώρακας η γη ήταν καυκάλλα και τα σπίτια ήταν το ένα κοντά στο άλλο με μικρές
βραχτές, ενώ στην κάτω γειτονιά ήταν αραιά κτισμένα γιατί η γη ήταν εύφορη και
απέφευγαν να την οικίσουν και να τη χαλάσουν.
Ο Νεοκλής είχε το
σπίτι του στη πάνω γειτονιά, και φημιζόταν για το μεγάλο κοτέτσι που είχε. Η
γυναίκα του ήταν υπεύθηνη γι αυτές, αλλά ο Νεοκλής όποτε έφευγε για τη δουλειά
κάθε πρωί, της έκανε συστάσεις να τις προσέχει. Και κάθε βράδυ που γύριζε, τις
μετρούσε προσεχτικά να ειδεί αν έπέστρεψαν όλες ή αν έλειπε καμιά.
Έναν καιρό,
παρατήρησε ότι κατά διαστήματα μια ή δυο κότες δεν επέστρεφαν, και όσο κι’ αν
έψαχναν δεν τις έβρισκαν. Αυτό ήταν κακό σημαδι ότι κάποιος τις έκλεβε. Και ο
Νεοκλής σκέφτηκε πως καθώς οι όρνιθες από την αυλή έβγαιναν στις αλάνες να
βοσκήσουν και αναμιγνύονταν με των γειτόνων, ήταν εύκολη λεία για ένα κλεφτοκοτά
γείτονα. Γνώριζε ποιος ήταν, ήταν ένας κακόφημος παγαπόντης κλεπτομανής
γείτονας της πάση γνωστός, αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει. Του έκανε
παρατηρήσεις, του θύμωνε, αλλά αυτός με θρασύτητα συνέχισε το έργο του. Η
αστυνομία δεν μπορουσε να κάνει κάτι, ήθελαν αποδείξεις.
Έτσι ο Νεοκλής αφού
απόειδε ότι ούτε με το καλό, ούτε με το κακό θεραπεία δεν υπήρχε, αποφάσισε να
τον πιάσει στα πράσα και να τον φυλακώσει. Κατέστρωσε ένα σχέδιο, και αφού
πρώτα συνεννοήθηκε με έναν ζαφτιέ, μόλις μια ημέρα μέτρησε τις όρνιθες και τις
βρήκε λιγότερες, μαζί μπήκαν στην αυλή του υπόπτου και έκαναν έλεγχο στο κοτέτσι
του.
Και διαπίστωσαν πως
δυο όρνιθες ήταν κλεψιμιές, ήταν από το γουμά του Νεοκλή.
Ήταν ένα απλό σχέδιο αλλά έξυπνο, που απετέλεσε αποδειχτικό στοιχείο, και έτσι ο κλεφτοκοτάς πιάστηκε στα πράσα. Αγόρασε ο Νεοκλής μια κόκκινη μπογιά, και σημάδεψε στα πόδια τις όρνιθες του. Με αυτό τον τρόπο ως αποδειχτικό στοιχείο συνελήφθη ο κλέπτης και προσήχθει στο διακστήριο, όπου Χουλουσή δικαστής τον έβαλε ένα μήνα φυλακή, αλλά επι πλέον τον ανάγκασε να πληρώσει όλες τις προηγούμενες κλεψιμιές όρνιθες.
Ήταν η εποχή της Αγγλοκρατίας όπου υπήρχε φτώχεια και ανέχεια, έτσι υπήρχε έξαρση της παρανομίας, και πολλοί έκλεβαν συνήθως ζώα και όρνιθες για να πάρουν τροφή στην οικογένεια τους. Και οι Αποικιοκράτες θέλοντας να πατάξουν το φαινόμενο, επέβαλλαν αυστηρές ποινές προς αποτροπή και παράδειγμα στους όσους επίδοξους κλέφτες.
Από εκείνο το καιρό
ο Νεοκλής είχε σημαδεμένα τα πόδια των ορνίθων του με κόκκινη μπογιά, και άλλη
πλέον δεν έχασε καμιά.
ΟΙ
ΜΙΛΛΩΜΕΝΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ
Το κουγιούμι είναι ένα είδος νηστιάς κατασκευασμένο από γαλβανιζέ λαμαρίνα για να αποφεύγεται κατά το δυνατό το σκούριασμα της. Πάνω από τη φωτιά ενός ματιού που ανάβει με γκάζι, βρίσκεται η χόβολη με την άμμο όπου μέσα τοποθετείται το μπρίκι με τον καφέ. Πάνω από τη χόβολη υπάρχει ένα ντεποζιτάκι με νερό που ένεκα της καυτής άμμου σιγοβράζει. Από ένα μικρό κρουνό ο καφετζής γεμίζει το μπρίκι με νερό το οποίο πρεπει να είναι χλιαρό, γι αυτό υπάρχει ένα στούπωμα από το οποίο ο καφετζιής τροφοδοτεί με κρύο νερό, ώστε αυτό να παραμένει πάντα χλιαρό.
Ο Καλαπάχης ήταν φίλος του Χαρίλαου και του έκανε
αρκετές νουθεσίες, θέλοντας να τον πείσει να μην διακινδυνεύει την ελευθερία
του και την υπόληψη του για λίγες όρνιθες, διότι στο τέλος αργά ή γρήγορα
κανείς δεν γλίτωνε από το χέρι του νόμου, και κάποια μέρα θα πιανόταν στα
πράσα. Ήξερε ότι ο Χαρίλαος είχε λιμπίσει να επισκέπτεται ένα ξαπώλητο χωράφι
όπου μέσα έβοσκαν όρνιθες της γειτονιάς, και να αρπάζει ένα δυο τη κάθε φορά.
Ήταν ένα χωράφι που ο κάτοχος του ήταν ξενιτεμένος μακριά, και το είχε παρατημένο
και παραμελημένο. Ήταν γεμάτο με άγρια βλάστηση και οι όρνιθες από το διπλανό
γουμά πετάσσονταν από τα ττέλια για να βοσκήσουν. Η γερόντισσα Ευτυχού
αναγκαζόταν να πεϊκλώνει τα πόδια τους για να μην μπορούν να πετάσσονται και
μερικές να χάνονται, αλλά μάταια. Αυτές συνέχιζαν να βρίσκουν τρόπο να πηγαίνουν
στο διπλανό χωράφι να βόσκουν, με αποτέλεσμα κάποιες να εξαφανίζονται. Ήταν
γριά και ανήμπορη να παραφυλάξει να πιάσει τον κλεφτή, εξάλλου ο Χαρίλαος ήταν
πολύ καπάτσος στο έργο του.
Όμως όπως ξέρουμε ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, η
Ευτυχού πληροφορήθηκε από καλοθελητές γειτόνους ότι ο Χαρίλαος που κατοικούσε
στο παρέκει σπίτι, κάθε Κυριακή απόγευμα για να πάει να ανοίξει το καφενείο στο
οποίο δούλευε, περνούσε από το ξαπώλητο χωράφι και άρπαζε μια όρνιθα. Την
έσφαζε, την καθάριζε, την μαγείρευε και έκανε ένα καλό τσιμπούσι κάθε φορά, της
είχαν πεί.
Αποφασισμένη να τελειώσει αυτή την ιστορία, ειδοποίησε την αστυνομία μυνώντας τους ότι αν τον επισκέπτονταν Κυριακή απόγευμα στο καφενείο, θα τον συνελάμβαναν επ αυτοφώρω.
Ο Χαρίλαος έξω σε ένα χωράφι δίπλα στο τσιάκκι είχε
τελειώσει το ξιφτέρισμα της όρνιθας και μπαίνοντας μέσα με ένα μυτερό τσιακκί
ετοιμαζόταν να τη σκίσει και να της καθαρίσει τα εντόσθια. Ήταν μόνος στο
καφενείο και βιαστικά προσπαθούσε να τελειώσει το καθάρισμα και να τη βάλει να
ψηθεί στη κατσαρόλα που μισογεμάτη με νερό, έβραζε στη φωτιά. Ήθελε να
τελειώσει γιατι ήρθε το σούρουπο και οι πελάτες θα άρχιζαν σιγά να καταφθάνουν.
Η φωτιά κάτω από την άμμο στο κουγιούμι έβραζε όσο έπρεπε, έτοιμη να δεχτεί το
μπρίκι με τον καφέ.
Το νερό μέσα στον μισογεμάτο κάδο σιγόβραζε κι
αυτό. Ειχε πάντα μισοάδειο το κουγιούμι για να μπορεί να το πιντώνει όταν
ζεσταινόταν πολύ, γιατι ο καφές για να ψηθεί καλά, χρειαζόταν χλιαρό νερό. Είχε
ένα μεγάλο στούπωμα στο πάνω μέρος που το άνοιγε και έριχνε μέσα το νερό.
Σχεδόν είχε τελειώσει, αλλά ο νους του ήταν πάντα
έξω στο δρόμο παρακολουθώντας να μην πιαστεί στα πράσα να μαγειρεύει τη ξένη όρνιθα
από κάποιον που δεν έπρεπε και τον μαρτυρήσει. Έτσι κάθε τόσο έβγαινε στην αυλή
και έριχνε μια ματιά στο βάθος του δρόμου παρακολουθώντας μην ερχόταν κάποιος ή
κάποιο λαντρόβερ της αστυνομίας. Είχε πάντα το νου του, διότι ήξερε ότι στις
πολλές φορές, σίγουρα κάποια φορά η αστυνομία θα τον επισκεπτόταν.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν λίγο πριν τελειώσει με την
όρνιθα, βγηκε έξω στη στράτα να ρίξει μια ματιά. Ήταν ερημος από κόσμο, κανεις
δεν περπατούσε, αλλα μακριά στο βάθος του, είδε να έρχεται ένα Αστυνομικό
περιπολικό. Σκέφτηκε ότι ίσως να μην ήταν για λόγου του, αλλά δεν θα το άφηνε
στην τύχη. Μπήκε μέσα λοιπόν στο τσιάκκι, και παίρνοντας την όρνιθα την έβαλε
με το ζόρι μέσα στο στενό λαιμό του κουγιουμιού και την έσπρωξε μέσα στο νερό
για τους καφέδες. Έβαλε και το στούπωμα, και με το πάσο του έκανε να βγει στην
αυλή.
Δεν πρόλαβε όμως, μπούκαραν οι αστυνομικοί και τον έστησαν στον τοίχο. Ένας τον πρόσεχε, και οι άλλοι έψαξαν με πολλή προσοχή να βρουν την όρνιθα που είχε κλέψει. Ήταν σίγουροι γι αυτό, οι πληροφορίες τους ήταν ασφαλείς. Με άγριο τρόπο τον είχαν ακινητοποιημένο και με μανία έψαχναν. Έψαχναν και όλο έψαχναν, αλλά τίποτα δεν έβρισκαν. Εκνευρισμένοι στο τέλος σταμάτησαν την έρευνα, και προσπάθησαν με φοβέρες να τον ανακρίνουν και να τον κάνουν να ομολογήσει.
Όμως ο Χαρίλαος δεν ανησυχούσε, γιατι ήξερε ότι
κανείς ποτέ, δεν θα φανταζόταν ότι μέσα στο κουγιούμι θα σκεφτόταν να κρύψει
μια όρνιθα.
Ήταν ένα σχέδιο που κατέστρωσε και είχε κατά νου να εφαρμόσει σε περίπτωση εφόδου της αστυνομίας -καλή ώρα-, που το είχε σχεδιάσει ύστερα από πολλή σκέψη, γιατι όπως πίστευε κανείς μα κανείς δεν θα φανταζόταν μια τόσο έξυπνη κρυψώνα.
Το κουγιούμι ήταν ένα ντεποζιτάκι γεμάτο νερό πάνω από την καυτή άμμο, με το οποίο ο καφετζής έψηνε τους καφέδες.Ο καφές ψημένος στην άμμο έχει φήμη εκλεχτού ροφήματος, γιατι ψήνεται με τον παραδοσιακό τρόπο στο κουγιουμι. Αυτό επιτυγχάνεται γιατι ο καφές μέσα στο χάλκινο μπρίκι πάνω στη χόβολη με την άμμο που βράζει ψήνεται ομοιόμορφα και σε σταθερή θερμοκρασία, εξασφαλίζοντας έτσι μια ξεχωριστή ποιότητα.
Πριν μπουκάρουν λοιπόν οι Επικουρικοί αστυνομικοί
στο καφενείο για έρευνα, ο Χαρίλαος πρόλαβε και έριξε μέσα στο κουγιούμι την
όρνιθα όπως ήταν ξιφτερισμένη με τα εντόσθια εντός. Ήταν μια χώστρα που κανείς
δεν θα σκεφτόταν, έτσι και οι Εγγλέζοι όσο κι αν έψαξαν δεν ανακάλυψαν τίποτα
και έφυγαν άπραχτοι.
Ο λαιμός όμως στο κουγιουμι ήταν μικρός, και η
όρνιθα δεν χωρούσε να βγει. Γι αυτό ο Χαρίλαος αποφάσισε να την αφήσει μέσα να
βράσει ώσπου να καλοψηθεί για να ξιμασκαλίζεται, και ύστερα να την βγάλει
κομμάτι με κομμάτι.
Τα νέα για την έρευνα από την αστυνομία διαδόθηκαν
αμέσως σε όλο το χωριό, και οι κάτοικοι γεμάτοι περιέργεια κατέβηκαν στον καφενέ
να μάθουν τι συμβαίνει. Ένας ένας κατέφθαναν και αφού κάθονταν, έδιναν την παραγγελιά
τους. Οι καρέκλες όλες γέμισαν ασφυκτικά, και πολλοί έμειναν όρθιοι να πίνουν
τον καφέ τους ακουμπισμένοι στους παραστατούς και στους τοίχους. Όλοι μιλούσαν
και όλοι ρωτούσαν και έδειχναν μια μεγάλη ανυσηχία μήπως βρει τον μπελά του το
καημένο το παραπαίδι, και έδειχναν όλοι να τον συμπονούν.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι
μαζεύτηκε όλο το χωριό και δεν προλάβαινε να φτιάχνει καφέδες. Παρόμοια κίνηση και
τόσο μεγάλη είσπραξη μόνο κάθε Λαμπρή συνέβαινε, όταν όπως όριζε το έθιμο όλοι
απο το χωριό και από μακριά, μαζεύονταν τα απογεύματα στην πλατέια για να
παίξουν παραδοσιακά παιχνίδια και να ιδωθούν οι ξενιτεμένοι με τους ντόπιους.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι
βλέποντας όλους να ανησυχούν για πάρτη του τάχατες, μέσα του γελούσε. Ηταν
πενηνταήμερο και σε λίγες μέρες θα ερχόταν το Πάσχα. Ήξερε ότι όλοι οι χωριανοί
νήστευαν για να μεταλάβουν, ενώ αυτός τους έφτιαχνε να πιούν καφέ μιλλωμένο,
αφού μέσα στο κουγιούμι στο βραστό νερό σιγοψηνόταν η όρνιθα που έχωσε.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι
μέσα του ένιωθε μια εφορία, είχαν τα πράγματα πάρει τη σειρά τους όπως αυτός τα
είχε σχεδιάσει. Με το δίσκο στο χέρι μπαινοβγαίνοντας στο τσιάκι, περπατούσε
και κάθε τόσο έριχνε μια ματιά στο φίλο του τον Καλαπάχη που καθόταν έξω στην
αυλή, και στο συναπάντημα των βλεμμάτων τους και οι δυο μειδιούσαν
ευχαριστημένοι. Ο Καλαπάχης έσουζε το κεφάλι του σε ένδειξη παραδοχής για το
σιεϊττανίκκι του φίλου του. Έφερνε στο νου του τες πολλές νουθεσίες να είναι
προσεχτικός που του έκανε, ενώ Χαρίλαος τον άκουγε και γελούσε λέγοντας του ότι
δεν φοβόταν, γιατι είχε σχέδιο για τέτοια περίπτωση, πώς να γλιτώσει.
Ο παπάς του χωριού που καθόταν στην άλλη μεριά της
αυλής τον ρώτησε πως μπορούσε να είναι ευδιάθετος ύστερα από την περιπέτεια που
είχε, αλλά πριν προλάβει να του απαντήσει, δέχτηκε μια φιλοφρόνηση από τον
επίτροπο της εκκλησιάς τον ΧατζιηΕυστάθιο που καθόταν μαζί με τον παπά.
-Σήμερα Χαρίλαε ο καφές σου είναι θεσπέσιος, έβαλες
τίποτα μέσα;
Ο Χαρίλαος προτιμώντας να απαντήσει πρώτα στη
φιλοφρόνηση του Χατζιη Ευστάθιου, είπε,
-Μα όχι ΧατζιηΕυτάθιε, δεν έβαλα τίποτα μέσα. Ο
καφές σήμερα είναι δικής μας εισαγωγής από τη Μέκκα, είναι ολόφρεσκος και τον
αλέθουμε επί τόπου,
απάντησε ο Χαρίλαος κάνοντας όλους τους θαμώνες να μείνουν ευχαριστημένοι για τον ολόφρεσκο καφέ που μπορούσαν να απολαμβάνουν και τον οποίο με τόση μαεστρία έψηνε ο μισταρκός του καφενέ χωρίς καν να περάσει από τη σκέψη τους ότι έπιναν μιλλωμένους καφέδες.
Ο Χαρίλαος έμεινε ευχαριστημένος για την πονηράδα του, αλλά η Ευτυχού έμινε λυπημένη για την συνεχή απώλεια της, αλλά και στεναχωρήμενη, αφού καθώς ήξερε τον κλέφτη, αδυνατούσε να βρει το δίκαιο της.
ΟΙ ΨΑΡΑΔΕΣ
Το
θαλασσινό ψάρεμα από καταβολής κόσμου είναι το αρχαιότερο επάγγελμα. Η Χλώρακα
ως παράλιο χωριό ήταν φυσικό να έχει πολλούς που ψάρευαν για την τροφή τους, είχε
όμως και επαγγελματίες που είχαν το ψάρεμα
ως βιοποριστική επαγγελματική εργασία.
Καθώς
η ιστορία της κοινότητας δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένη σε βάθος χρόνου, οι
πληροφορίες για ξακουστούς ψαράδες μας παραπέμπουν στα τέλη του 1800.
Εκείνες
τις εποχές περίπου της ίδιας γενιάς, καλοί επαγγελματίες ψαράδες με βάρκα και
δίχτυα ήταν οι Πιστέντης Χατζιηχαραλάμπους, Αχιλλέας Βλόκκος, και αργότερα ο
Βασίλης με τον υιόν του Ανδρέα ο οποίος συνέχισε το επάγγελμα μέχρι σήμερα.
Επίσης καλοί υστερινοί ψαράδες λογαριάζονταν ο Κώστας Λεωνίδα με τη σύζυγο του
Κούλλα Πενταρά, και ο Λεωνίδας Λουρικός.
Άλλοι
ξακουστοί ψαράδες αλλά παράνομοι καθώς ψάρευαν με δυναμίτη, μετά τον αγώνα της
ΕΟΚΑ αναδείχθηκαν οι Αντωνούιν (Κολόϊδον), ο Χαμπής Μαύρος, ο Κουρούσιης, ο
βέργας, ο Κυριάκος Μαυρονικόλας.
Οι αλιείς που χρησιμοποιούσαν δυναμίτιδα για να
ψαρέψουν, συνήθως έριχναν τους δυναμίτες από τη στεριά. Το ψάρεμα αυτό επειδή
γίνεται ολόχρονα, σε όποια μέρη της θάλασσας συμβαίνει, σκοτώνει όλους τους
θαλάσσιους οργανισμούς, και προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στο θαλάσσιο οικοσύστημα.
Η έκρηξη του δυναμίτη είναι πολύ ισχυρή που σκοτώνει σε ακτίνα 200 μέτρα και
βάθος 50, ανάλογα με την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης. Καταστρέφει το
φυτοπλαγκτόν, τα κοράλλια και ότι άλλο βρίσκεται στον βυθό. H καταστροφή
στο οικοσύστημα είναι τόσο μεγάλη, που για να ανακάμψει χρειάζεται έναν αιώνα.
Πολλοί
ψάρευαν δι αυτού του τρόπου, ειδικά τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ όπου η
δυναμίτιδα ήταν προσιτή σε όσους ήσαν ανεμιγμένοι στον απελευθερωτικό αγώνα.
Από τη μια έβρισκαν ευκολότερα δυναμίτιδα, από την άλλη έπρεπε να είναι διπλά
προσεκτικοί, γιατι η Αποικιοκρατική κυβέρνηση πολλαπλασίασε τους ελέγχους στη
θάλασσα για να μπορεί να συλλαμβάνει τους λαθροψαράδες φυλακίζοντας επίσης δι
αυτού του τρόπου και αγωνιστές της οργάνωσης που διεξήγαν αγώνα εναντίον της.
Το
χωριό ήταν παραθαλάσσιο και τις παλιές εποχές πρίν η βιοποικιλία της θάλασσας
καταστραφεί από την έκχυση σε αυτήν των λυμάτων από τα ξενοδοχεία που
κτίστηκαν κατά μήκος των παραλιών ένεκα της απότομης ανάπτυξης και της προόδου
της τουριστικής βιομηχανίας, ήταν γεμάτη ψάρια.
Οι ακτές της Χλώρακας είναι άγριες και απότομες και είναι τόπος που συνήθως επικρατεί θαλασσοταραχή καθώς είναι ανοιχτή στους δυτικούς ανέμους. Το μοναδικό μέρος όπου μπορούσαν οι ψαράδες να προφυλάσσουν τις βάρκες τους ήταν στο Δήμμα, έναν κολπίσκο στο νότια του χωριού όπου η θάλασσα εισχωρεί στη στεριά από ένα στενό άνοιγμα στα βράχια και σχηματίζει μια μικρή περίκλειστη λίμνη με τα νερά εντός να είναι σχεδόν ολοχρονίς ήρεμα και ησυχασμένα. Η ονομασία προήλθε εκ της λέξεως δένω, ακριβώς γιατί εκεί έδεναν τις βάρκες τους οι ψαράδες από παλαιόθεν μέχρι σήμερα.
Ο
Πιστέντης Χ’Χαραλάμπους και ο Αχιλλέας Βλόκκος ήταν καρδιακοί φίλοι και
κουμπάροι, και πάντα ψάρευαν παρέα με μια βάρκα συνεταιρική. Ξανοίγονταν μέχρι
τον Ακάμα και ψάρευαν. Το ταξίδι τους πολλές φορές κρατούσε μέρες, γι αυτό
καθώς δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τα ψάρια, τα περνούσαν σε κλωστές και στα
χωριά της Λαόνας όπου κάποτε διανυκτέρευαν, πωλούσαν προς δυόμισι σελίνια την
κάθε κλωστή στην οποία ήταν ρεγμένα δυο και τρεις οκάδες.
Εκείνους
τους καιρούς ήταν ευκολότερο το ψάρεμα αφού η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια, το
δύσκολο ήταν να τα πουλήσουν, διότι ο κόσμος ήταν φτωχός και δεν περίσσευαν
χρήματα για καλοφαγίες.
Οι
περιοδείες τους κρατούσαν μέχρι και ένα μήνα όσο η θάλασσα ήταν ήσυχη, και όσο
καιρό ήταν φουρτούνα, είχαν τη βάρκα δεμένη στο Δήμμα.
Οι δυο ήταν αχώριστοι. Μαζί στη δουλειά, στην αναδουλειά, στη φτώχεια και στο γλέντι. Η φιλία τους ήταν τόσο μεγάλη, που για χάρη της πάντρεψαν τα παιδιά τους και έγιναν συμπέθεροι.
Μια
φορά, μια μέρα με καλοκαιρία, όταν ετοιμάστηκαν να κάνουν ένα πολυήμερο ταξίδι
μέχρι τον Ακάμα να ψαρέψουν, αφού ετοιμάστηκαν έλυσαν τη βάρκα και έπιασαν τα
κουπιά. Όμως η βάρκα δεν τάρασσε, έμοιαζε κολλημένη στο νερό. Λάμνε λάμνε τα
κουπιά με περισσότερη δύναμη πάλι τίποτα, όπως ένα χέρι θεόρατο να την κρατούσε
ακίνητη.
Γεμάτοι
περιέργεια βούτηξαν το γυαλί στο νερό να δουν τί συμβαίνει.
Το
γυαλί ήταν ένας στρογγυλός τενεκές με βγαλμένο τον πάτο και στη θέση του ένα
τζάμι στεγανοποιημένο με στόκο, που βουτώντας το στη θάλασσα έβλεπαν
πεντακάθαρα το βυθό.
Η
έκπληξη τους ήταν πολύ μεγάλη καθώς αντίκρυσαν τεράστια πλοκάμια χταποδιού να
είναι προσκολλημένα και να έχουν αγκαλιασμένη τη βάρκα τους.
Ήταν
ένα θεόρατο χταπόδι όπως το θεριό που γεμάτοι δέος έβλεπαν χωρίς να έχουν
ξαναδεί ή να έχουν ακούσει, που κρατούσε ακινητοποιημένη τη βάρκα.
Έμειναν για λίγο σαστισμένοι, αλλά ύστερα όταν πέρασε η έκπληξη αποφάσισαν ότι δεν έπρεπε να φοβηθούν, αλλά να προσπαθήσουν να το αλιεύσουν.
Πήραν
σχοινιά από τη βάρκα τους και από άλλη μια που ήταν δεμένη στον κολπίσκο,
μπήκαν στο νερό και προσεχτικά να μην τους αρπάξει με τις μεγάλες βεντούζες,
έδεσαν ένα ένα τα πόδια του. Ο Πιστέντης που ήταν χειροδύναμος έπιασε τες
άκριες και βγαίνοντας στη στεριά άρχισε να τραβά, ενώ ο Αχιλλέας προσεχτικά με
ένα κουπί, ξεκολλούσε μια μια τις βεντούζες από τη βάρκα.
Ήταν
μια κοπιαστική εργασία που κράτησε ώρες, αλλά τα κατάφεραν. Το τράβηξαν έξω, το
σκότωσαν και ύστερα το φορτώθηκαν και το μετέφεραν στο καφενείο του χωριού.
Όλοι τους εθαύμασαν, και τα νέα εξαπλώθηκαν σε όλη την επαρχία. Ήταν οκτώ
οκάδες, ήταν το πιο μεγάλο χταπόδι που έχε αλιευτεί σε όλη την περιοχή εκείνο
τον καιρό.
Για
όλα τα επόμενα χρόνια και μέχρι σήμερα, οι χωριανοί λένε για τους μεγάλους
ψαράδες και για το τεράστιο χταπόδι που ψάρεψαν, ένα κατόρθωμα που έκαμαν μόνο
αυτοί.
Ο
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΩΣ ΨΑΡΑΣ
Ο Σωτήρης Στυλιανού ήταν ο τελευταίος βρακοφόρος
που έζησε στη Χλώρακα.
Η βράκα ήταν
το ένδυμα των αντρών που φοριόταν τις παλαιότερες εποχές όπου όλοι οι άντρες
ακόμη και τα παιδιά, φορούσαν στην Κύπρο.
Ο Σωτήρης
γεννήθηκε στις αρχές του 1900 και έζησε γεροντοπαλλήκαρο όλη του τη ζωή. Ησχολήθει
με διάφορες εργασίες και επαγγέλματα όπως ιεροκήρυκας, φιλόσοφος, μελισσοκόμος,
περιβολάρης και ψαράς.
Όντας νέος
είχε μια βάρκα που την είχε δεμένη στον κόλπο στο Δήμμα, και όποτε το επέτρεπε
ο καιρός, την ορμούσε στο πέλαγο και έριχνε δίχτυα.
Δυο τρεις βάρκες όλες κι όλες που είχαν οι χωριανοί, τις είχαν δεμένες στο μικρό ορμίσκο που αν και απομακρυσμένο μέρος από το χωριό, κανείς δεν τις πείραζε.
Ένα απόγευμα
κάποιοι ρόκολοι χωριανοί οι Κώστας Λιασίδης, Κωστής Τσιάκκος, Ττοουλής Πενταράς και Χαμπής
Καραμανλής που έπαιζαν στην ακρογιαλιά, είδαν ένα βαπόρι να πλέει
στον ορίζοντα, και στην αλαφρομυαλιά της νιότης τους, σκέφτηκαν για χάζι να
πάρουν τη βάρκα του Σωτήρη να κωπηλατήσουν ως το πλοίο να το δουν από κοντά.
Έλυσαν τη βάρκα, και λάμνοντας κουπί ξανοίχτηκαν
στα βαθιά. Μη γνωρίζοντας όμως το χειρισμό των κουπιών, με αχρείαστη δύναμη
τραβούσαν ίσως νομίζοντας ότι έτσι φοβέριζαν τον φόβο τους που προερχόταν από το
σκοτάδι της νύχτας που απλωνόταν σιγά σιγά και τα κύματα της θάλασσας που
μαύριζαν όσο η νύχτα προχωρούσε.
Με τόση δύναμη όμως που έβαζαν η αντίσταση της
θάλασσας δυνάμωνε, ώσπου ακούστηκε ένα κρακ, και το ένα κουπί έσπασε.
Τι να κάμουν, είχαν ξανοιχτεί στα βαθιά και ο φόβος όρμησε στις καρδιές τους κάνοντας τους να έχουν μαύρες σκέψεις. Τι θα απογίνονταν, πως με ένα κουπί θα τα κατάφερναν; Όταν όμως ο φόβος μοιράζεται με πολλούς λιγοστεύει, έτσι και οι νεανίες αφού συσκέφθηκαν μεταξύ τους, ψύχραιμα αποφάσισαν τι να κάμουν.
Ήταν καλοί κολυμβητές και ήταν η πρώτη τους σκέψη
να κολυμπήσουν, να τραβήξουν τη βάρκα μαζί τους. Αλλά ο Κωστής ο Λιασίδης
φοβόταν τους καρχαρίες και δεν ήθελε να βουτήξει, αυτόν τον φόβο τον διέσπειρε
και στους άλλους. Ο Κωστής ο Τσιάκκος κατέβασε μια φαεινή ιδέα, αντί για κουπί,
να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους.
Δύσκολο όμως το έργο και επίπονο, με τη σειρά ένας
στο κουπί στη μια πλευρά και άλλος με τα χέρια στην άλλη πλευρά, για ώρες κωπηλατούσαν.
Κατά τις πρωινές ώρες τα κατάφεραν και εισήλθαν στον μικρό κολπίσκο. Κατακουρασμένοι έδεσαν τη βάρκα και πήραν το ανηφόρι για το χωριό. Συμφώνησαν να μην πουν τίποτε σε κανένα, για να μην υποστούν τιμωρία για την πράξη τους.
Όταν ξημέρωσε καλά η μέρα, ο Σωτήρης είδε τη ζημιά και
θυμωμένος, ερευνώντας και ρωτώντας, ανακάλυψε τους δράστες.
Όμως ως θρήσκος και φιλόσοφος άνθρωπος, αποφάσισε να μην τους τιμωρήσει, αλλά να τους δώσει ένα διδακτικό μάθημα για να μάθουν να εκτιμούν τη ξένη περιουσία.
Ένα πρωί παράκατσε στο Δήμμα ώσπου φάνηκε ο Κωστής
ο Τσιάκκος που τον έστειλε ο κύρης του να ζέψει τον γάιδαρο που ήταν
παλουκωμένος σε έναν όχτο για να γυρίσει το αλακάτι να ποτίσει τα παντζάρια.
Όταν πλησίασε κοντά για να τον βλέπει, ξεπαλλούκωσε
το ξένο γαϊδούρι, και καβαλικεύοντας το ξεκίνησε να φεύγει. Ο Κωστής που τον
είδε, άρχισε να τον τρέχει και να φωνάζει,
-Μα τι κάνεις, γιατί παίρνεις το ξένο γαϊδούρι;
Ο Σωτήρης αφού τον παίδεψε λίγο να τον τρέχει
ξοπίσω, σταμάτησε, γύρισε και με στωικότητα, του αντιγύρισε,
-αγαπητό μου παιδί, πήρα τον γάιδαρο γιατί βγήκε
ένας καινούργιος νόμος από την κυβέρνηση, που λέει ότι ο ένας μπορεί να παίρνει
την περιουσία του άλλου χωρίς να ρωτά. Εσείς πήρατε ξένη βάρκα, και εγώ ξένο
γαϊδούρι.
Και συνέχισε το δρόμο του, χωρίς να επιστρέψει τον
ξένο γάιδαρο.
Ο Κωστής καταλαβαίνοντας το δίκαιο δεν
διαμαρτυρήθηκε, παρά όταν βρέθηκε με τους φίλους του αποφάσισαν πως ήταν πρέπον
και σωστό να αγοράσουν καινούργιο κουπί να το δώσουν στο Σωτήρη και να του
ζητήσουν να τους συγχωρέσει.
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Ήταν
μια περίοδος δύσκολη και φτωχή, η εποχή του μεσοπολέμου, όπου οι
άνθρωποι πτώχευσαν και όλοι προσπαθούσαν και κατεργάζονταν τέχνες για να
επιβιώσουν. Δυο κολλητοί φίλοι από την Κάτω Πάφο καλοί μαστόροι ξυλουργοί,
ναυπήγησαν μια μεγάλη βάρκα και με δίχτυα τράτευαν ψάρια στις θάλασσες της
Πάφου. Έστρωσαν μια καλή εργασία και σιγά με τον καιρό, μάζευαν χρήματα και τα
φύλαγαν σε ένα μικρό ξύλινο σεντούκι το οποίο είχαν κρυμμένο στο μικρό
μπαλαούρο στο πρυμιό ποδόσταμο της βάρκας.
Όταν
πέρασε καιρός, τα χρήματα μαζεύτηκαν, έγιναν ένας μικρός θησαυρός. Σκέφτηκαν
για να μην έχουν φόβο από κλέφτες, χρησιμοποιούσαν για σπίτι τους το πλεούμενο
τους, ακόμα σκέφτηκαν για να μην βρέχονται τα χρήματα από τα κύματα, τα φύλαγαν
σε γρόσια.
Μια
μέρα του έτους 1930 με τη θάλασσα ησυχασμένη και τον καιρό δίχως κακά
προμηνύματα και ενώ έπλεαν μεσοπέλαγα, σηκώθηκε ένα ξαφνικό μπουρίνι και
βούλιαξε τη μεγάλη βάρκα. Οι άγριοι άνεμοι, τα θεόρατα κύματα και τα νότια
ρεύματα τους έσπρωξαν στις ξέρες του Φουρφουρή και πάνω τσακίστηκαν.
Ναυαγισμένοι
μέσα στην άγρια φουρτούνα, όμως καλοί κολυμβητές μετά από ώρες κοπιαστικής
προσπάθειας κατάφεραν να βγουν στη στεριά, μακριά από τον τόπο που βούλιαξαν
καθώς τα ρεύματα τους παρέσυραν και τα κύματα τους ξέβρασαν στη θάλασσα της
Αλικής.
Αποκαμωμένοι
έγειραν στην άμμο να ξεκουραστούν. Έμειναν εκεί τέζα, η μέρα πέρασε, ήρθε η
νύχτα, πέρασε κι’ άλλη ώρα. Τα κορμιά τους πονούσαν από το δύσκολο πάλεμα, και
ένιωθαν όλους τους μύες πιασμένους και καταπονεμένους. Είχαν δώσει μια
αδυσώπητη μάχη με τα στοιχεία της φύσης και κατάφεραν να κρατηθούν ζωντανοί.
Ένιωθαν ευχαριστημένοι και ευγνωμονούσαν τον Θεό που τους βοήθησε, ταυτόχρονα η
στεναχώρια πλάκωνε στις καρδιές τους για το μεγάλο κακό. Έχασαν όλο το βιός
τους, τη βάρκα τους, τα χρήματα τους. Τόσοι χρόνοι εργασίας, τόσοι κόποι, τόση
οικονομία να φτιάξουν ένα κομπόδεμα για τα γερατειά τους και
τώρα πλέον τι; Χωρίς χρήματα τι θα απογίνονταν, θα άρχιζαν από
αρχής; Δεν ήταν εύκολο. Είχε περάσει η νεότης τους, οι αντοχές τους λιγόστεψαν
και τα γερατειά φάνταζαν στο εγγύς μέλλον. Έπρεπε οπωσδήποτε να ψάξουν για το
θησαυρό τους. Σαν καλοί ναυτικοί που έγιναν στα τόσα χρόνια, γνώριζαν το
ακριβές στίγμα που ναυάγησαν, οπωσδήποτε θα προσπαθούσαν.
Έτσι
στο φως του φεγγαριού πήραν το ανηφόρι για τη Χλώρακα, θα πήγαιναν εκεί να
αναζητήσουν βοήθεια. Με κόπο σηκώθηκαν και με κόπο έσυραν τα βήματα τους και
περπάτησαν τη μικρή απόσταση ως το χωριό που τους φάνηκε όμως πολύ μακριά καθώς
ήταν εξουθενωμένοι από τη μεγάλη ταλαιπωρία που υπέστησαν.
Στο
πρώτο σπίτι που βρήκαν χτύπησαν την πόρτα. Τα φώτα μέσα ήταν κλειστά, οι
άνθρωποι κοιμόντουσαν. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά η ανάγκη τους έκαμε να
επιμείνουν, να χτυπούν, ώσπου μια χαραμάδα φωτός φάνηκε κάτω από την πόρτα. Ο
νοικοκύρης με μια λάμπα πετρελαίου στο χέρι άνοιξε και με την ανησυχία στο
πρόσωπο τους ρώτησε τι γύρευαν. Καταλάβαινε πως τέτοια ώρα περασμένη σίγουρα
κάτι κακό είχε συμβεί.
Οι
ψαράδες του εξήγησαν το κακό που τους βρήκε και του ζήτησαν μια βοήθεια. Ο
καλός νοικοκύρης μη έχοντας τρόπο να τους βοηθήσει και θεωρώντας πως ο
μουχτάρης του χωριού μπορούσε καλύτερα, τους ορμήνεψε πως λίγο πιο πέρα, στο
κέντρο του χωριού, δίπλα στην μεγάλη νεόκτιστη εκκλησία της Παναγίας, μοναχικό
που εύκολα θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν, ήταν το σπίτι του Κοινοτάρχη και αυτός
σίγουρα θα τους βοηθούσε με τον καλύτερο τρόπο.
Ο
μουχτάρης ο Αντωνάς Λιασίδης ήταν καλός, φιλόξενος και σαν αρχηγός του χωριού
πάντα υπηρετούσε με πίστη το καθήκον του. Ήταν δυναμικός, κοψονούρης και έλυνε
όσα προβλήματα ενέκυπταν. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα, άκουσε το πρόβλημα και
αμέσως έμπασε μέσα τους ναυαγούς. Φώναξε της κυράς του να σηκωθεί και όσο να
τους κάμει μια σούπα, αυτός τους έφτιαξε ένα τσάι με σπακιά και με χαμηλή φωνή
για να μην ξυπνήσουν τα μικρά παιδιά που κοιμόντουσαν στην κάμαρη, κουβέντιασε
μαζί τους ώστε να γνωρίσει τι ακριβώς είχε συμβεί.
Αφού
έφαγαν τη σούπα και στένιωσε ο οργανισμός τους, και αφού τους έταξε πως μόλις
ξημέρωνε η μέρα θα πήγαιναν για αναζήτηση του ναυαγίου, τους έβαλε να κοιμηθούν
στο αχερωνάρι. Εκείνους τους καιρούς της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης του
αιώνα, οι οικογένειες ζούσαν σε μικρά σπιτάκια της μιας ή κάποτε και δεύτερης
κάμαρης, έτσι μη έχοντας χώρο να τους φιλοξενήσει στο σπίτι καθώς μέσα ζούσε με
ένα τσούρμο παιδιά, τους έβαλε να κοιμηθούν με τα βόδια στο αχερωνάρι, πάνω στα
άχερα.
Με
το χάραμα του φου, όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Τα νέα κυκλοφόρησαν και
περίεργοι οι φαμελιάρηδες και οι νιοί, μαζεύτηκαν στο καφενείο του Κοινοτάρχη
να μάθουν τα νέα από πρώτο χέρι. Στο μεγάλο τετράγωνο τραπέζι κάθονταν οι ψαράδες
με τον μουχτάρη και συζητούσαν με όλους τους χωριανούς γύρω καθισμένους.
Εκείνη
τη μέρα ο Αντωνάς πούλησε πολλούς καφέδες. Ευχαριστημένος που έβλεπε τη μουχτάρενα
να φτιάχνει επιδέξια και με γρηγοράδα τους καφέδες, πήρε το λόγο και εξήγησε σε
όλους τη λύση που θα έδινε στο πρόβλημα.
Εκείνο
τον καρό ψαράδες στη Χλώρακα που είχαν βάρκα ήσαν όλοι μόνο τρεις. Ο Πιστέντης
με τον Βλόκκο που είχαν μια μικρή, και ο Βασίλης που είχε μια μεγαλύτερη. Ο
Αντωνάς έστειλε τους γιούς του και τους κάλεσε, έστειλε και ένα χωριανό και
κάλεσε τον Γιώρκη.
Ο
Γιώρκης ήταν γεωργός και είχε τα χωράφια του δίπλα στη θάλασσα. Ήταν φημισμένος
κολυμβητής και βουτηχτής με μεγάλη αναπνοή.
Κατέβηκαν
λοιπόν στο Δήμμα το απάνεμο μικρό φυσικό λιμανάκι, και μέσα στη μεγάλη βάρκα
του Βασίλη επιβιβάστηκαν ό ίδιος, ο Γιώρκης και οι ψαράδες.
Ο
μουχτάρης τους κατευόδωσε με μια ευχή για επιτυχία, και ο Βασίλης έλυσε τη
βάρκα, πήρε τα κουπιά και άρχισε να κωπηλατεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, χωρίς
κύμα. Το μπουρίνι που βούλιαξε τους ψαράδες ήταν περαστό, κράτησε μόνο λίγη ώρα
και τώρα η θάλασσα ήταν τελείως γαληνεμένη.
Όταν
έφτασαν στον τόπο που τους υπέδειξαν οι ναυαγοί, ο Γιώρκης πήρε τη γυάλα και
ενώ ο Βασίλης οδηγούσε επιδέξια τη βάρκα σε κυκλικές κινήσεις, αυτός ανίχνευε
τον βυθό της θάλασσας.
Το
γυαλί ήταν μια απλή κατασκευή - εφεύρεση των ψαράδων που με αυτό έβλεπαν
πεντακάθαρα τον βυθό της θάλασσας. Ήταν ένας μεγάλος τενεκεδένιος μαστραπάς που
αφαιρούσαν τον πάτο και τοποθετούσαν στη θέση του ένα καθαρό τζάμι και το
στεγανοποιούσαν με στόκο για να μην μπαίνει μέσα νερό να θολώνει. Το βουτούσαν
στο νερό, και έβλεπαν πεντακάθαρα μέσα σε αυτό.
Με
υπομονή και με επιμονή, σε κάμποση ώρα εντόπισαν το ναυάγιο. Ο Γιώρκης έτοιμος
φορώντας ένα κοντοσώβρακο, πήρε βαθιά αναπνοή και έκανε το μακροβούτι. Όταν
έφτασε στη βάρκα, υπολόγισε το βυθό μέχρι εφτά οργιές. Ήταν μεγάλο το βάθος,
έπρεπε να κάνει γρήγορα για να μην του τελειώσει η αναπνοή. Η βάρκα ήταν πολύ
γερμένη, και το έργο του να ξεσφηνώσει την ξύλινη κασέλα πολύ δύσκολη. Με
αγωνία να του φτάσει ο αέρας, με βιασύνη την τράβηξε, και ώ τι ατυχία, αυτή
άνοιξε και τα γρόσια έπεσαν στον πάτο της θάλασσας και σχημάτισαν ένα σκούρο
γουνάρι που ξεχώριζαν πεντακάθαρα πάνω στη ξανθή άμμο.
Μη
έχοντας όμως άλλη αναπνοή, ανέβηκε στην επιφάνεια να αναπνεύσει, και να
ξαναβουτήκσει να τα μαζέψει.
Βγαίνοντας
πιάστηκε από τη βάρκα να ξαποστάσει, και αφού πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες,
εξήγησε τα καθέκαστα στους άλλους. Οι δυο ψαράδες με μια ελπίδα στην καρδιά να
γενιέται ένιωσαν μια ανακούφιση, και με αγωνία αποφάσισαν να περιμένουν το
επόμενο μακροβούτι του Γιώρκη.
Ο
Γιώρκης ξαναβούτηξε, έφτασε στο βυθό, αλλά αχ τι κακό, τα γρόσια δεν ήταν στη
θέση τους. Βούλιαξαν στη μαλακή άμμο και χάθηκαν. Άρχισε με τα χέρια να
ανασκαλίζει το βυθό, αλλά τίποτα. Τα κατάπιε η άμμος και όσο κρατούσε η αναπνοή
του έψαχνε και έψαχνε.
Ξαναβούτηξε
πολλές φορές, αλλά πάλι τίποτα. Τα γρόσια χάθηκαν, τα κατάπιε η θάλασσα.
Οι
ψαράδες πολύ στεναχωρημένοι παρακαλούσαν τον Άη Νικόλα να κάμει ένα θαύμα, να
βρεθεί η περιουσία τους, αλλά ίσως εκείνη τη μέρα ο Άγιος ασχολείτο με άλλους
ναυαγούς.
Ύστερα
από πολλές προσπάθειες, ο Βασίλης αποφάσισε πως δεν μπορούσαν να κάμουν τίποτα
άλλο. Κάλεσε τον Γιώρκη να ανέβει στην βάρκα, και εξηγώντας πως άλλο δεν
γινόταν, και λέγοντας δυό λόγια παρηγοριάς στους ψαράδες, πήρε τα κουπιά και
έβαλε ρότα για τη στεριά.
Οι
δυό φίλοι από την Κάτω Πάφο κατσουφιασμένοι καταριόνταν την κακή τους μοίρα,
και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια τους.
(Τις πληροφορίες μου έδωσε ο Ανδρέας Λιασίδης, εγγονός του Αντωνά Λιασίδη)
Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΨΑΡΙΑ
Ο Χαμπής ο Μαύρος ήταν ο πιο ξακουστος ψαράς με
δυναμίτη. Μια φορά με βοηθούς τον Χαρίλαο, τον Κουρούσιη και τον Βέργα, εξόρμησαν
στη Μάα να ψαρέψουν.
Αγκάζαραν τον Φίλιππο το Λαούρη ιδιοκτήτη ταξί να
τους μεταφέρει, και συμφώνησαν να τους περιμένει μέχρι να τελειώσουν για να
τους πάρει πίσω.
Ο Βέργας και ο Κουρούσιης δεινοί κολυμβητές γυμνοί
με τα σώβρακα, ήταν έτοιμοι να βουτήξουν να βγάλουν τα ψάρια. Ο χαρίλαος που
είχε μακρύ και δυνατό χέρι βαστούσε το δυναμίτη έτοιμος να τον ρίξει. Και ο
χαμπής που είχε αετίσιο μάτι, κατόπτευε τη θάλασσα.
Δεν περίμεναν πολλή ώρα, σε λίγο φάνηκε ένα μεγάλο
αλάγι από σορκούς, οπότε ο Χαμπής, έδειξε το ακριβές σημείο εκείνο που
περνούσαν τα ψάρια και στο οποίο ο Χαρίλαος ανάβωντας το φυτίλι, έριξε το
δυναμίτη με ακρίβεια.
Ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και η θάλασσα από τη
μεγάλη πίεση της δυνατής έκρηξης αναταράχτηκε και µανιασµένη ανέβηκε ψηλά στον
ουρανό. Οι νεαροί βούτηξαν στην κρύα πρωινή θάλασσα και πριν τα ψάρια
βουλιάξουν στον βαθύ πάτο της θάλασσας, άρπαξαν τα πρώτα και ύστερα
ανεβαίνοντας στην επιφάνεια τα έριξαν έξω στα βράχια. Με κάθε βουτιά έφερναν
δυο τρεις μεγάλους γκριζόμαυρους σορκούς. Σε κάποια στιγμή ο Χαμπής ο Μαύρος
τους φώναξε να μαζέψουν μόνο τα μεγάλα και να αφήσουν τα μικρά, διότι η έκρηξη
ήταν δυνατή και ακούστηκε μακριά, γι αυτό θα έπρεπε να τελειώσουν γρήγορα.
Σε λίγη ώρα πάνω στα βράχια έξω στην παραλία
σχηματίστηκε ένας μεγάλος σωρός και ο Φίλιππος σκεφτόταν ότι δεν θα χωρούσαν όλα
στο ταξί.
Ο Χαρίλαος συμφώνησε και αυτός, και τους είπε να
σταματήσουν να βουτούν άλλο.
Ο Χαμπής από το ψηλό βράχο που στεκόταν έβλεπε τον
πάτο της θάλασσας να είναι σπαρμένος από σκοτωμένα γκριζόμαυρα ψάρια που από την
διάθλαση του ήλιου γιάλλιζαν και σκέπαζαν τα κίτρινα φύκια και την άσπρη άμμο.
Μαράζωνε κι αυτός με τη σειρά του σκεπτόμενος ότι ήταν κρίμα κι άδικο τόσα
ψάρια να μείνουν να τα φάν τα άλλα ψάρια. Παρ όλα αυτά χωρίς να χασομερά, έδινε
οδηγίες στους άλλους να βιαστούν για να μην πιαστούν στα πράσα.
Ο Χαμπής σκεφτόταν ότι σε όλη του τη ζωή δεν
ματαείδε άλλη φορά τόσα πολλά ψάρια, ο Χαρίλαος ως χωρατατζής διερωτοταν τι θα
τα έκαναν τόσα πολλά, ποιος θα τα έτρωγε, και οι νεαροί της παρέας κάθονταν στο
πίσω κάθισμα κορτωτοί και περήφανοι, ενώ τέλος ο Φίλιππος δήλωσε ότι τώρα που
τελείωσαν και θα έφευγαν χωρίς να τους πάρουν χαπάρι, η καρδιά του πήγε στη
θέση της που από την έγνοια όλη την ώρα χτυπούσε τρελλά.
Μπήκαν όλοι μέσα εκτός από τον Χαρίλαο που τους είπε
να περιμένουν γιατι κατουρήθηκε. Πήγε πίσω από ένα μεγάλο πυκνό θάμνο, πριν
σκιάσει όμως πίσω του, γύρισε κατά πάνω τους φωνάζοντας ,
-αστυνομία, μας έπιασε η αστυνομία.
Μεμιάς πίσω από την πυκνή βλάστηση πρόλαβαν
αστυνομικοί οπλισμένοι με τα όπλα προτεταμένα. Τους έπιασαν επ αυτοφώρω, ήταν
όλοι καταδικασμένοι, το ήξεραν. Τα προστίματα θα πολύ μεγάλα, ακόμα γνώριζαν
πως αν κάποιος είχε προηγούμενη καταδίκη, δεν θα γλύτωνε τη φυλακή.
Σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν. Ο Φίλιππος
προσπάθησε να μιλήσει στον επικεφαλής και να τους εξηγήσει ότι αυτός ήταν μόνο ο
ταξιτζής και δεν ψάρευε μαζί τους, αλλά ο αρχιτελώνης αγριεμένα του είπε ότι
είχε να πει, θα το έλεγε στον ανακριτή.
Και σπρόχνωντας τον βίαια πρώτα αυτόν και μετά τους άλλους, τους μπουζούριασαν τον ένα πάνω στον άλλο σε ένα λαντρόβερ και τους οδήγησαν στα κρατητήρια.
Η κατηγορίες που τους βάραιναν ήταν μεγάλες, για
παράνομη αλιεία, κατοχή καψουλιών, φυτιλιού, δυναμίτιδας και χρησιμοποίηση τους
με αποτέλεσμα την καταστροφή της θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας, και την έκθεση
σε κίνδυνο άλλων τυχόν διερχομένων ανθρώπων από την περιοχή.
Το 1940 – 50 στη Πάφο ήταν διορισμένοι δυο
δικαστές, ένας Ελληνοκύπριος και ένας Τουρκοκύπριος που επέβαλλαν τις ποινές
κατά το δοκούν, κυρίως όταν οι υποθέσεις ήταν συνηθισμένες και απλές. Όμως το
παράνομο αλίευμα ετιμωρείτο αυστηρά.
Ο Χαμπής ως ταχτικός δυναμιτιστής, κατάφερε με το
ρουσφέτι να έχει τα μέσα και τις απαιτούμενες διασυνδέσεις με τους εκάστοτε
αστυνόμους και δικαστές, και έτσι να γλυτώνει τις καταδίκες.
Για καλή τους τύχη ο δικαστής που θα τον δίκαζε
ήταν ο Τούρκος Χουλουσής που ήταν στενός του φίλος, αφού πολύ ταχτικά από τις
ψαριές που αλείευε, αρκετές ποσότητες κατέληγαν πεσκέσι στο τραπέσι του.
Εκείνον τον καιρό οι δικαστές δίκαζαν όπως ήθελαν,
δεν έδιναν λογαριασμό, ακόμα και για το θεαθήναι δεν τηρούσαν τα προσχήματα.
Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, ο Χουλουσή εφέντης θέλωντας να αθωώσει τον φίλο
του, ρώτησε τον εισαγγελέα τι έκαμαν οι κατηγορούμενοι, και αυτός παρουσίασε
σαν τεκμήριο ένα δυναμίτη τυλιγμένο με σπάγγους και απαγγέλλωντας την κατηγορία
είπε,
-Κύριε δικαστά, τους συλλάβαμε επ αυτοφώρω στη θάλασσα
με δυναμίτη και ψάρια σκοτωμένα.
-Περιπαίζεις δικαστή πε, με σπάγγους πιάνει ψάρι;
Ψάρι σίγουρα έπιασαν με καλάμι.
Απάντησε ο δικαστής.
-Κύριε δικαστή, πανω έχει καψούλι, φυτίλι και
σπίρτο, και με αυτή τη σπιριθκιά ανάβει και παίζει,
του εξήγεισε ο εισαγγελέας.
Και θυμωμένος τάχατε ο δικαστής, τον διατάσσει
-Έξω πε, θέλεις να ανατινάξεις δικαστήριο στον
αέρα;
και γυρνωντας στους κατηγορούμενους λέει,
-Ατε Χαμπή, πηαίννετε στη δουλειά σας και μη
ξανακάμετε, γιατί Χουλουσής πέψει σας φυλακή.
Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ
Οι αλιείς που χρησιμοποιούν δυναμίτιδα για να
ψαρέψουν, δεν χρησιμοποιούν βάρκες και ρίχνουν τους δυναμίτες από τη στεριά. Το
ψάρεμα αυτό επειδή γίνεται ολόχρονα, σε όποια μέρη της θάλασσας συμβαίνει,
σκοτώνει όλους τους θαλάσσιους οργανισμούς, και προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά
στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Η έκρηξη του δυναμίτη είναι πολύ ισχυρή που σκοτώνει
σε ακτίνα 200 μέτρα και βάθος 50, ανάλογα με την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης.
Καταστρέφει το φυτοπλαγκτόν, τα κοράλλια και ότι άλλο βρίσκεται στον βυθό. H καταστροφή στο οικοσύστημα
είναι τόσο μεγάλη, που για να ανακάμψει χρειάζεται έναν αιώνα.
Πολλοί ψάρευαν δι αυτού του τρόπου, ειδικά τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ όπου η δυναμίτιδα ήταν προσιτή σε όσους ήσαν ανεμιγμένοι στον απελευθερωτικό αγώνα.
Ενώ οι περισσότεροι ψαράδες ψάρευαν με το καλάμι ή με τις βάρκες και τα δίχτυα, ο Χαρίλαος δεν είχε τέτοια όρεξη. Ενώ ο πατέρας του ο Πιστέντης ήταν λάτρης της θάλασσας και φημισμένος ψαράς με βάρκα δική του που ξανοιγόταν μέχρι τον Ακάμα, αυτός προτιμούσε τον εύκολο τρόπο όταν κατά καιρούς ψάρευε, χρησιμοποιώντας δυναμίτιδα.
Είχε τον τρόπο του να εφοδιάζεται δυναμίτιδα, και
κάθε φορά που πήγαινε για ψάρεμα έφερνε μια κοφίνα ψάρια. Είχε φίλο τον
Τουρκόπουλο που είχε φίλο τον Αστυνόμο, καθώς επίσης και τους πετροκόπους του
χωριού Άνοστο και Σιηπέττο, έτσι εύκολα προμηθευόταν όση δυναμίτιδα χρειαζόταν.
Συνήθως εξορμούσε στον Πάρακα έναν ψηλό θεόρατο
βράχο στην άκρη της θάλασσας όπου από κάτω τα νερά βάθαιναν απότομα και ήταν
πέρασμα ψαριών, ένα ιδανικό σημείο για καρτέρι αλαγιών ψαριών.
Τοποθετούσε κάποιο φίλο του σκοπό για να
παρακολουθά μήπως φανούν τελωνειακοί, και ο ίδιος στεκόταν πάνω στο βράχο
παρακολουθώντας με πολλή προσοχή τη θάλασσα κάτω από τα πόδια του.
Ο δυναμίτης που χρησιμοποιούσε ήταν ο λεγόμενος
σιουσιούκκος ένα μασούρι ιδίου πάχους, σχήματος και χρώματος. Το έδενε σε βαρίδια συνήθως
μακρουλές πέτρες για να μπορεί να βυθίζεται και να εκρήγνυται μέσα στο νερό
ώστε να σκοτώνει τα ψάρια. Για να εκραγεί χρειαζόταν καψούλι, το οποίο
πυροδοτούσε με ένα φυτίλι. Πάνω στο μασούρι σε μια τρύπα που έβγαζαν,
τοποθετούσαν το καψούλι και το ένωναν με ένα κομμάτι φυτίλι μικρού μεγέθους,
ώστε μόλις βούλιαζε στο κατάλληλο βάθος της θάλασσας να εκρήγνυται.
Με τον δυναμίτη όσα ψάρια ήταν στην ακτίνα της
έκρηξης σκοτώνονταν όλα και έτσι πάντα ο Χαρίλαος κάθε φορά έπιανε μεγάλη
ψαριά, Όσα ψάρια περίσσευαν τα τοποθετούσε σε ένα ζεμπίλι έξω από ένα καφενείο
που ο ίδιος διαχειριζόταν στη κεντρική πλατεία της Χλώρακας, και τα πωλούσε
λιανικώς.
Όταν πέρασαν χρόνια παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε
στο χωριο της Τρεμιθούσας και ησχολήθει με την περβολαριτζιή.
Το 1957 στα χρόνια της ΕΟΚΑ, αποφάσισε να σκάψει
ένα πηγάδι να ποτίζει τα χωράφια του.
Μια μέρα που ήταν μέσα στο λάκκο και έσκαφτε,
ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και ο βοηθός του που τραβούσε τα χώματα άρχισε
να φωνάζει,
-έρχονται Εγγλέζοι, έρχονται Εγγλέζοι,
και έτρεξε και έφυγε μακριά.
Ο Χαρίλαος βγήκε από το πηγάδι και έτρεξε κι αυτός
να μην τον συλλάβουν ως δράστη καθώς σε κοντινή απόσταση τοποθέτησαν οι
αντάρτες την βόμβα, αλλά για κακή του τύχη τον πρόλαβαν οι Εγγλέζοι και του
φώναξαν,
-Άλτ,
αλλά δυστυχώς ο άμοιρος έχε χαλασμένη την ακοή από
τους δυναμίτες που έριχνε στη θάλασσα για να ψαρεύει ψάρια και δεν τους άκουσε,
και δεν σταμάτησε, έτσι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Ήταν νέος στην ηλικία
και άφησε χήρα τη γυναίκα του με ένα μικρό παιδί, ένα κοριτσάκι.
ΤΑ ΣΤΑΥΡΟΚΟΤΣΙΑ
Τα χρόνια πριν το 1970, η ενασχόληση των μικρών
παιδιών με παιχνίδια ήταν περιορισμένη καθώς δεν υπήρχαν πάρκα με παιχνίδια,
ούτε οι γονείς μπορούσαν να αγοράσουν στα παιδιά τους ένεκα της φτώχειας. Έτσι
τα νεαρά παιδιά αμολημένα στη φύση και στην άγρια βλάστηση που ήταν από το Θεό απλόχερα
βλαστημένη, κατεργάζονταν παιχνίδια για να διασκεδάσουν.
Θυμάμαι όταν μικρός εγώ, με άλλα παιδιά την ώρα
της σχόλης πηγαίναμε σε βλαστημένους τόπους όπου υπήρχε πυκνή βλάστηση και εξερευνούσαμε
την άγρια πανίδα. Ένα είδος άγριου φυτού που μου έκανε εντύπωση και το θυμάμαι
τώρα, ήταν ο γαϊδουράγκαθος, καθώς απ΄ όλα τα έντομα που κάθονταν στα άνθη τους
για να πάρουν γύρη, ήταν τα σταυροκότσια ένα είδος μέλισσας με τα οποία παίζαμε
αιχμαλωτίζοντας τα και διασκεδάζοντας μαζί τους.
Τα σταυροκότσια είναι του είδους υμενόπτερων εντόμωνω
και το σώμα τους χωρίζεται σε τρία μέρη το κεφάλι, το θώρακα και την κοιλιά. Τα
αρσενικά έχουν μεγαλύτερο σωματότυπο και φέρουν κίτρινο σταυρό στο κεφάλι. Καθόντουσαν
πάνω στα άνθη και ρουφούσαν το νέκταρ. Στο τέλος της κοιλιά είχαν κεντρί που το
σφυλικούντρι των θηλυκών δεν πονούσε εκτός από το ελαφρύ τσίμπημα, αλλά των αρσενικών
που τα λέγαμε βασιλιάδες, πονούσε αφόρητα.
Τα πλησιάζαμε σιγά να μην μας πάρουν χαμπάρι, και
ενώ ήταν απασχολημένα να ρουφούν το νέκταρ των ανθέων, τα αρπάζαμε με
δεξιοτεχνία από τα δύο φτερά ταυτόχρονα τα οποία ήταν σε όρθια θέση, ώστε να
μην μπορούν να μας κεντρίσουν. Όταν δεν ήμασταν επιδέξιοι, πολλές ήταν οι φορές
που μας κέντρισαν.
Χωρίς να έχουμε την αίσθηση της λύπης και της
συμπόνιας αφού έτσι βλέπαμε τα μεγαλύτερα παιδιά να κάνουν, γυρίζαμε κλωστρά
την κοιλιά τους η οποία αποκοπτόταν και από την τομή ρουφούσαμε το μέλι.
Δεν έφτανε που με αυτό τον τρόπο τα οδηγούσαμε
στο θάνατο, ξανατοποθετούσαμε την κοιλιά ανάποδα στη θέση της η οποία και
κολλούσε ίσως από το μέλι, και τα ελευθερώναμε, τα βλέπαμε που πετούσαν με το
μισό σώμα ανάποδα και κάναμε χάζι.
Συνήθως τις κομμένες κοιλιές τις μαζεύαμε, και
όταν αποξηραίνονταν τις περνούσαμε με βελόνι σε κλωστή και φτιάχναμε όμορφα
κολιέ τα οποία χαρίζαμε στις κοπέλες που τα κρέμαγαν με καμάρι στο λαιμό.
Άλλες φορές τα δέναμε με μακριά κλωστή του
βελονιού και τα ελευθερώναμε, παίζοντας μαζί τους όπως με χαρταετό. Ύστερα τα
βάζαμε μέσα σε τσίγκινα κουτιά τσαγιού Κεϋλάνης που εντός βάζαμε
γαϊδουράγγαθους για τροφή, και βγάζαμε στο κουτί κάποιες τρύπες με μια σπόντα για
να αναπνέουν. Τα μεταφέραμε ως παιχνίδια στα σπίτια και στα σχολεία.
Οι γαϊδουράγγαθοι βλαστούσαν στα χωράφια και σε
όσα ήταν σπαρμένα όταν τα παιδιά έτρεχαν μέσα, προκαλούσαν καταστροφές.
Μια φορά ένας ιδιοκτήτης έκανε παράπονο στο
δάσκαλο του χωριού, τον Πασιήσταυρο. Έτσι αυτός μέσα στην τάξη μια μέρα, άρχισε
να τους κάνει μάθημα για τα σταυροκότσια, και στο τέλος τους ρώτησε ποιοι έχουν
μαζί τους σταυροκότσια. Από το τελευταίο θρανίο σηκώθηκαν ο Κοτσιάς και ο
Κάντας και έβγαλαν από τις παλάσκες τα κουτιά με τα σταυροκότσια.
Οπότε ο δάσκαλος με αυστηρό ύφος τους λέει,
-Ώστε εσείς ήσαστε που προκαλείτε ζημιές στα σπαρτά
των χωριανών,
Kαι τους επίπληξε αυστηρά.