Τα χρόνια πριν το 1970, η ενασχόληση των μικρών παιδιών με παιχνίδια ήταν περιορισμένη καθώς δεν υπήρχαν πάρκα με παιχνίδια, ούτε οι γονείς μπορούσαν να αγοράσουν στα παιδιά τους ένεκα της φτώχειας. Έτσι τα νεαρά παιδιά αμολημένα στη φύση και στην άγρια βλάστηση που ήταν από το Θεό απλόχερα βλαστημένη, κατεργάζονταν παιχνίδια για να διασκεδάσουν.
Θυμάμαι όταν μικρός εγώ, με άλλα παιδιά την ώρα της σχόλης πηγαίναμε σε βλαστημένους τόπους όπου υπήρχε πυκνή βλάστηση και εξερευνούσαμε την άγρια πανίδα. Ένα είδος άγριου φυτού που μου έκανε εντύπωση και το θυμάμαι τώρα, ήταν ο γαϊδουράγκαθος, καθώς απ΄ όλα τα έντομα που κάθονταν στα άνθη τους για να πάρουν γύρη, ήταν τα σταυροκότσια ένα είδος μέλισσας με τα οποία παίζαμε αιχμαλωτίζοντας τα και διασκεδάζοντας μαζί τους.
Τα σταυροκότσια είναι του είδους υμενόπτερων εντόμωνω και το σώμα τους χωρίζεται σε τρία μέρη το κεφάλι, το θώρακα και την κοιλιά. Τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερο σωματότυπο και φέρουν κίτρινο σταυρό στο κεφάλι. Καθόντουσαν πάνω στα άνθη και ρουφούσαν το νέκταρ. Στο τέλος της κοιλιά είχαν κεντρί που το σφυλικούντρι των θηλυκών δεν πονούσε εκτός από το ελαφρύ τσίμπημα, αλλά των αρσενικών που τα λέγαμε βασιλιάδες, πονούσε αφόρητα.
Τα πλησιάζαμε σιγά να μην μας πάρουν χαμπάρι, και ενώ ήταν απασχολημένα να ρουφούν το νέκταρ των ανθέων, τα αρπάζαμε με δεξιοτεχνία από τα δύο φτερά ταυτόχρονα τα οποία ήταν σε όρθια θέση, ώστε να μην μπορούν να μας κεντρίσουν. Όταν δεν ήμασταν επιδέξιοι, πολλές ήταν οι φορές που μας κέντρισαν.
Χωρίς να έχουμε την αίσθηση της λύπης και της συμπόνιας αφού έτσι βλέπαμε τα μεγαλύτερα παιδιά να κάνουν, γυρίζαμε κλωστρά την κοιλιά τους η οποία αποκοπτόταν και από την τομή ρουφούσαμε το μέλι.
Δεν έφτανε που με αυτό τον τρόπο τα οδηγούσαμε στο θάνατο, ξανατοποθετούσαμε την κοιλιά ανάποδα στη θέση της η οποία και κολλούσε ίσως από το μέλι, και τα ελευθερώναμε, τα βλέπαμε που πετούσαν με το μισό σώμα ανάποδα και κάναμε χάζι.
Συνήθως τις κομμένες κοιλιές τις μαζεύαμε, και όταν αποξηραίνονταν τις περνούσαμε με βελόνι σε κλωστή και φτιάχναμε όμορφα κολιέ τα οποία χαρίζαμε στις κοπέλες που τα κρέμαγαν με καμάρι στο λαιμό.
Άλλες φορές τα δέναμε με μακριά κλωστή του βελονιού και τα ελευθερώναμε, παίζοντας μαζί τους όπως με χαρταετό. Ύστερα τα βάζαμε μέσα σε τσίγκινα κουτιά τσαγιού Κεϋλάνης που εντός βάζαμε γαϊδουράγγαθους για τροφή, και βγάζαμε στο κουτί κάποιες τρύπες με μια σπόντα για να αναπνέουν. Τα μεταφέραμε ως παιχνίδια στα σπίτια και στα σχολεία.
Οι γαϊδουράγγαθοι βλαστούσαν στα χωράφια και σε όσα ήταν σπαρμένα όταν τα παιδιά έτρεχαν μέσα, προκαλούσαν καταστροφές.
Μια φορά ένας ιδιοκτήτης έκανε παράπονο στο δάσκαλο του χωριού, τον Πασιήσταυρο. Έτσι αυτός μέσα στην τάξη μια μέρα, άρχισε να τους κάνει μάθημα για τα σταυροκότσια, και στο τέλος τους ρώτησε ποιοι έχουν μαζί τους σταυροκότσια. Από το τελευταίο θρανίο σηκώθηκαν ο Κοτσιάς και ο Κάντας και έβγαλαν από τις παλάσκες τα κουτιά με τα σταυροκότσια.
Οπότε ο δάσκαλος με αυστηρό ύφος τους λέει,
-Ώστε εσείς ήσαστε που προκαλείτε ζημιές στα σπαρτά των χωριανών.
Και τους επίπληξε αυστηρά.