«Ψυχές
νεκρών, με ορατή μορφή που ομιλούν και πράττουν. Επιφοιτούν εις τα όνειρα μας
και σε κάποιους εν εγρηγόρσει.» λένε τα λεξικά και υποστηρίζουν ότι αυτές είναι
λαϊκές δοξασίες πανάρχαιες. Λέγεται οτι οι ψυχές πολλές φορές παραμένουν στη
γη, είτε γιατί έφυγαν ξαφνικά, είτε γιατί είχαν προσκολληθεί στην ύλη. Στα
νεκροταφεία είναι πολύ πιθανό να δει κανείς κάτι, γιατί λέγεται πως οι ψυχές
παραμένουν για ένα διάστημα στη γη (περίπου σαράντα μέρες) πριν φύγουν. Άλλες
επισκέπτονται τα μέρη που έζησαν ή τους συγγενείς τους και άλλες περιφέρονται
κοντά στον τάφο τους.
Ο Χάρος άλλαξε γνώμη.
Είναι κάποιες ιστορίες που μου έλεγε πριν
πολλά χρόνια ένας γεροντότερος όταν νεαρότερος εγώ, εργαζόμουν στα πλοία.
Κάναμε την βάρδια μας, εγώ δόκιμος μηχανικός, και αυτός θερμαστής. Οι ώρες
πολλές, για να περάσουν, λέγαμε ιστορίες. Κάποιες θα σας διηγηθώ, που μου
έκαναν εντύπωση και τις φέρω στο μυαλό μου.
Ήταν λέει στο νησί του, στο χωριό του, στο σπίτι του. Ήταν Γενάρης απόγευμα, και λαγοκοιμόταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Μοισοκοιμόταν, όταν ξαφνικά ακούει στην ξώπορτα θορύβους, χτυπήματα, γρατσουνίσματα. Σηκώθηκε λέει, πήγε, έσκυψε στο μάτι της πόρτας, και αντίκρισε μια ανδρική φιγούρα που φορούσε πανωφόρι με κουκούλα ανεβασμένη στο κεφάλι. Στη θέση του πρόσωπου υπήρχε μια μαυρίλα. Μισοκοιμισμένος καθώς ήταν ρώτησε ποιος είναι, και άκουσε μια σιγανή ακαταλαβίστικη φωνή. Μια κρύα ανατριχίλα έλουσε τον φίλο μου, και ασυναίσθητα το χέρι του πήγε να ανοίξει την πόρτα. Το πόμολο όμως δεν γύριζε, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αφου δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του επισκέπτη παρόλο που υπήρχε φως, οπότε πάλι ασυναίσθητα του ζήτησε να φύγει και πως δεν έχει καμία δουλειά στο σπίτι του, και αυτός έφυγε. Αργότερα σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν κάποιος πεθαμένος από το διπλανό νεκροταφείο, γιατί άκουσε λέει, πως οι ψυχές παραμένουν για ένα διάστημα στη γη (περίπου σαράντα μέρες) πριν φύγουν.
Εγώ όμως πιστεύω ότι τον επισκέφτηκε ο χάρος, και για κάποιο άγνωστο λόγο, μετάνιωσε και του χάρισε τη ζωή…
Ήταν λέει στο νησί του, στο χωριό του, στο σπίτι του. Ήταν Γενάρης απόγευμα, και λαγοκοιμόταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Μοισοκοιμόταν, όταν ξαφνικά ακούει στην ξώπορτα θορύβους, χτυπήματα, γρατσουνίσματα. Σηκώθηκε λέει, πήγε, έσκυψε στο μάτι της πόρτας, και αντίκρισε μια ανδρική φιγούρα που φορούσε πανωφόρι με κουκούλα ανεβασμένη στο κεφάλι. Στη θέση του πρόσωπου υπήρχε μια μαυρίλα. Μισοκοιμισμένος καθώς ήταν ρώτησε ποιος είναι, και άκουσε μια σιγανή ακαταλαβίστικη φωνή. Μια κρύα ανατριχίλα έλουσε τον φίλο μου, και ασυναίσθητα το χέρι του πήγε να ανοίξει την πόρτα. Το πόμολο όμως δεν γύριζε, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αφου δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του επισκέπτη παρόλο που υπήρχε φως, οπότε πάλι ασυναίσθητα του ζήτησε να φύγει και πως δεν έχει καμία δουλειά στο σπίτι του, και αυτός έφυγε. Αργότερα σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν κάποιος πεθαμένος από το διπλανό νεκροταφείο, γιατί άκουσε λέει, πως οι ψυχές παραμένουν για ένα διάστημα στη γη (περίπου σαράντα μέρες) πριν φύγουν.
Εγώ όμως πιστεύω ότι τον επισκέφτηκε ο χάρος, και για κάποιο άγνωστο λόγο, μετάνιωσε και του χάρισε τη ζωή…
Ένας τοκογλύφος
στο χωριό του, μετάνιωσε για ότι κακό είχε κάνει στη
ζωή του και ζήτησε λίγο πριν πεθάνει από την γυναίκα του να χαρίσει τα υπόλοιπα
χρήματα που όφειλαν οι οφειλέτες του. Οι γυναίκα του όμως δεν πραγματοποίησε
την επιθυμία του, οπότε αυτός σηκωνόταν απο τον τάφο του και στοιχειωνε τον τόπο… Τραβούσε
απότομα τα σκεπάσματα από τους ανθρώπους που κοιμόντουσαν, άδειαζε τα βαρέλια
τις κανάτες με το κρασί και πείραζε και τρομοκρατούσε τον κόσμο. Επισκεπτόταν
τα μοναστήρια και ενοχλούσε τους Καλόγηρους, τους περιγελούσε στην ωρα της
προσευχής, και τους έκλεβε τα υποδήματα. Το σώμα του τελικά ξεθάφτηκε και όταν
εξετάστηκε αναφέρθηκε πως δεν βρέθηκε τίποτα παράξενο πέρα από το ότι ήταν πολύ
αποσυντεθημένο. Το λείψανο εξορκίστηκε για μια ολόκληρη μέρα και κατόπιν
διαμελίστηκε αλλά η παράξενη δραστηριότητα παρέμεινε, και σταμάτησε μόνο όταν η
γυναίκα του πεθαμένου εκπλήρωσε την επιθυμία του...
Εποχή χειμώνας, ώρα ξημερώματα. Η βροχή δυσκολεύει τον ξένο οδηγό του αυτοκινήτου που ταξιδεύει για το χωριό. Μετά από ένα μικρό εκκλησάκι ακουλουθεί ένα γεφύρι με το ποτάμι
που λόγω των καιρικών συνθηκών έχει φουσκώσει. Ο οδηγός περνώντας βλέπει στην
άκρη του δρόμου μια νεαρή κοπέλα με γαλήνιο βλέμμα και ντυμένη με ένα λευκό
λεπτό φόρεμα ενώ δεν φοράει παπούτσια.
Με το που τη βλέπει αρχίζει να ελαττώνει ταχύτητα για να σταματήσει να την βοηθήσει αφού νόμισε ότι μπορεί να έχει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Σταματάει λίγα μέτρα πιο πέρα από την κοπέλα, κοιτάζει πίσω από τον καθρέπτη αλλά πουθενά αυτή. Σαστίζει λίγο και εκείνη την ώρα ακούει έναν δυνατό θόρυβο, κοιτάζει μπροστά και βλέπει το γεφύρι να έχει γκρεμιστεί ενώ το ποτάμι έχει πραγματικά φουσκώσει πολύ. Αν δεν είχε καθυστερήσει με την κοπέλα θα είχε πέσει μέσα. Σοκαρισμένος το επόμενο πρωί πήγε στον παπά της εκκλησίας που βρισκόταν κοντά στο σημείο εκείνο λέγοντάς του τι έγινε. Ο παπάς τον ενημέρωσε ότι πριν χρόνια είχε πνιγεί μια κοπέλα σε αυτό το ποτάμι. Πηγαίνοντας στο σπίτι της κοπέλας τον υποδέχτηκε η ηλικιωμένη μητέρα της όπου και όταν άκουσε αυτά που της είπε του έφερε να δει μια φωτογραφία της κόρη της. Αυτή είναι...Μετά απο αυτό πήγε στον τάφο της όπου και της άναψε το καντήλι...
Με το που τη βλέπει αρχίζει να ελαττώνει ταχύτητα για να σταματήσει να την βοηθήσει αφού νόμισε ότι μπορεί να έχει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Σταματάει λίγα μέτρα πιο πέρα από την κοπέλα, κοιτάζει πίσω από τον καθρέπτη αλλά πουθενά αυτή. Σαστίζει λίγο και εκείνη την ώρα ακούει έναν δυνατό θόρυβο, κοιτάζει μπροστά και βλέπει το γεφύρι να έχει γκρεμιστεί ενώ το ποτάμι έχει πραγματικά φουσκώσει πολύ. Αν δεν είχε καθυστερήσει με την κοπέλα θα είχε πέσει μέσα. Σοκαρισμένος το επόμενο πρωί πήγε στον παπά της εκκλησίας που βρισκόταν κοντά στο σημείο εκείνο λέγοντάς του τι έγινε. Ο παπάς τον ενημέρωσε ότι πριν χρόνια είχε πνιγεί μια κοπέλα σε αυτό το ποτάμι. Πηγαίνοντας στο σπίτι της κοπέλας τον υποδέχτηκε η ηλικιωμένη μητέρα της όπου και όταν άκουσε αυτά που της είπε του έφερε να δει μια φωτογραφία της κόρη της. Αυτή είναι...Μετά απο αυτό πήγε στον τάφο της όπου και της άναψε το καντήλι...