Ο Τουρκόπουλλος με όπλο ένα ραβδί που στο κάτω μέρος
είχε μια σιδερένια λόγχη, είχε ως έργο την επίβλεψη των αγρών και των μαντρών των
γεωργών και των κτηνοτρόφων. Με αυξημένα καθήκοντα για τη διαφύλαξη της ησυχίας
και της τάξης, τη δίωξη και πρόληψη του εγκλήματος και την επιβολή προστίμων
στους παρανομούντες, ήταν το δεξί χέρι του μουχτάρη, αλλά πρωτίστως ήταν
υπόλογος στον περιφερειακό Αστυνόμο. Ντυνόταν στο χακί για να ξεχωρίζει πως
κατείχε εξουσία, και στο χέρι είχε περασμένο ένα μπρούτζινο περιβραχιόνιο, που ο κάθε
διορισμένος Τουρκόπουλλος φορούσε με μεγάλη τιμή και το οποίον αν και βαρύ ποτέ
δεν αποχωριζόταν, παρά μόνο επεδείκνυε με καμάρι.
Για την καλύτερη επόπτευση και αστυνόμευση, ο Τουρκόπουλο
είχε στα καθήκοντα του υποχρέωση να κρατεί σημειώσεις για όλες του τις ενέργειες
από πρωί ως βράδυ, όλες τις ώρες δηλαδή κατά τις οποίες ήταν εν υπηρεσία.
Σημείωνε ποιον συναντούσε στους αγρούς ή στα καφενεία και τι ομολογούσαν μεταξύ
τους, ποιον σπουδαίο ή ανώτερο αξιωματούχο συνόδευε ως εκ των καθηκόντων του,
ποιος παρανόμησε, ποιον προστίμαρε, πόσο πρόστιμο επέβαλε, κλπ.
Ο Κλέαθθος Κωσταντίνου ή το παλληκάρι, ο Τουρκόπουλος
Γεννήθηκε το 1906 και απεβίωσε σε βάθος γήρατος το 2002.
Ενυμφέφθη την Αντιγόνη κόρη του ιερέως της κοινότητας Παπαχαρήδημου και
απέκτησε μαζί της πολυμελή οικογένεια. Διορίστηκε Τουρκόπουλος το 1948, και
υπηρέτησε από τη θέση αυτή έως το 1955 οπότε έδωσε την παραίτηση του εις
ένδειξη διαμαρτυρίας προς την Αποικιοκρατική Αγγλική κυβέρνηση, και εις ένδειξη
συμπαραστάσεως υπέρ του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Το 1960 με την ανακήρυξη της δημοκρατίας ξαναδιορίστηκε Τουρκόπουλος
από την Ελληνοκυπριακη πλέον κυβέρνηση, και υπηρέτησε μέχρι το 1968 οπότε και
συνταξιοδοτήθηκε