11 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΟΧΛΟΣ

Το χωριό της Χλώρακας άρχισε να διολισθαίνει στην αναρχία όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κυριεύτηκαν από έναν απερίσκεπτο και ανεξέλεγκτο ρατσισμό που τους εμφύτευσαν επιτήδειοι εθνοπατέρες της κοινότητας. Ήταν μια απόπειρα εξέγερσης, σχεδιασμένη από εθνικιστικά κόμματα που εντέχνως διέσπειραν το μίσος εναντίον των προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Χλώρακα, ύστερα από την εκδίωξή τους από τις πατρίδες τους.

Οι κάτοικοι, ξεχνώντας το πρόσφατο παρελθόν τους, όταν και οι ίδιοι οι συμπολίτες τους είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους από τους Τούρκους, βάλθηκαν με μανία να κυνηγούν τους πρόσφυγες. Βία, φωνές, σιδερολοστούς, ακόμα και γυναίκες και μικρά παιδιά δεν γλίτωσαν. Το μίσος είχε κυριεύσει το χωριό και άφηνε πίσω του μόνο καταστροφή.

Ο Θεοδόσης, μικρό παιδί μαθητής του γυμνασίου, έφτιαχνε τους καφέδες στο καφενείο του παππού του, παρατηρώντας σιωπηλός τα όσα φρικτά συνέβαιναν. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι έκαναν τόσο κακό σε άλλους, αδύναμους και απροστάτευτους. Η καρδιά του γεμάτη ευαισθησία και θλίψη, χτυπούσε με ανησυχία και οργή για την αδικία που έβλεπε γύρω του.

Δεν συζητούσε με τους θαμώνες, η σιωπή του ήταν η γλώσσα της σκέψης του. Κάθε πράξη, κάθε κραυγή, κάθε χτύπημα ήταν αποτύπωμα στο μυαλό του. Όμως, όταν μια μέρα το πλήθος όρμησε στο διπλανό σπίτι που κατοικούσαν πρόσφυγες και άρχισε να σπάει τις πόρτες, κάτι μέσα του ξεχείλισε. Έτρεξε με θάρρος και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Ήξερε ότι μέσα υπήρχαν παιδιά, αθώες ψυχές που κινδύνευαν. Άνοιξε τα χέρια του, σαν μικρός φράκτης μπροστά στη μανία του όχλου.

Οι άνθρωποι του πλήθους πάγωσαν. Κάποιοι ήταν θαμώνες του καφενείου και αναγνώρισαν την αποφασιστικότητα στα μάτια του. Κάνανε πίσω. Ο Θεοδόσης γλύτωσε, και γλύτωσαν και τα παιδιά.

Παρόλο που ήταν παιδί, η ψυχή του έλαμπε με σπάνια ωριμότητα και ανθρωπιά. Η σιωπή του δεν ήταν αδυναμία, ήταν παρατήρηση, κατανόηση, μια εσωτερική φωνή που δεν παρασυρόταν από το δηλητήριο του μίσους. Είχε μέσα του μια αγνότητα που τον έκανε να βλέπει τον άνθρωπο, όχι την καταγωγή ή το χρώμα του.

Η γενναιότητά του δεν γεννήθηκε από τη δύναμη, αλλά από την πίστη στο δίκαιο και στην αξία της ζωής. Σε μια εποχή που οι ενήλικες παρασύρονταν από τον θυμό, αυτός στάθηκε με θάρρος, δείχνοντας ότι η ανθρωπιά δεν έχει ηλικία, έχει καρδιά.

Ήταν η σιωπηλή φωνή της συνείδησης του χωριού, ένα παιδί που με την πράξη του φώτισε την ασχήμια του μίσους και απέδειξε ότι η αγάπη και η καλοσύνη μπορούν να νικήσουν ακόμα και τον πιο άγριο όχλο. Εκείνη τη νύχτα, δεν σώθηκε μόνο ο ίδιος, σώθηκε και ένα κομμάτι ψυχής της Χλώρακας.

10 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΥ - Ο ΚΟΥΡΟΥΣΙΗΣ


Την περίοδο πριν το ΄74 οι Μακαριακοί ακολουθούσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄, που στήριζε την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και μια πιο μετριοπαθή πολιτική απέναντι στην Ένωση με την Ελλάδα.

Οι Γριβικοί ήθελαν άμεση Ένωση με την Ελλάδα και θεωρούσαν τον Μακάριο προδότη του ενωτικού αγώνα.
Υπήρχε βαθιά πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, με έντονη καχυποψία, διχασμό και εχθρότητα ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Με το πραξικόπημα η Χούντα και η ΕΟΚΑ Β΄ ανέτρεψαν τον Μακάριο, οδηγώντας σε εσωτερική αιματοχυσία και χάος. Αμέσως ακολούθησε η Τουρκική εισβολή που προκάλεσε τεράστια τραγωδία και οδήγησε στη διχοτόμηση της Κύπρου.
Μπροστά σε αυτή την καταστροφή, και οι μεν και οι δε ένιωσαν ενοχές∙ ο διχασμός μετριάστηκε, όμως τα τραύματα και οι μνήμες έμειναν βαθιά χαραγμένα.
Οι περισσότεροι σταμάτησαν την ανοιχτή αντιπαράθεση, αλλά κάποιοι, κυρίως Μακαριακοί, νιώθοντας δικαιωμένοι, συνέχιζαν τα λεκτικά επεισόδια, κρατώντας ζωντανή μια αχρείαστη ένταση.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, βρέθηκαν ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι που προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα. Ανάμεσά τους ο Κουρούσιης, οπλαρχηγός του Μακαρίου, γνωστός για τη σκληρότητα και την αμείλικτη δράση του ενάντια στους Γριβικούς. Βλέποντας πως η διχόνοια έσπειρε τον όλεθρο ακόμη και σε οικογένειες, πήρε την απόφαση να αλλάξει. Έκρινε ότι όλοι έφεραν ευθύνη και πως εκείνος, από τη κοινωνική θέση που κατείχε, όφειλε να συμβάλει στη συμφιλίωση. Με την πειθώ και την αποφασιστικότητά του, μίλησε και στους μεν και στους δε και κατάφερε στο χωριό του να αποκαταστήσει την ηρεμία.

 

Πολλά χρόνια αργότερα, καθισμένος στο καφενείο, μεγάλος σε ηλικία πλέον, συζητούσε με τον Κυριάκο και θυμόταν τα χαλεπά εκείνα χρόνια. Με φωνή βαριά από συγκίνηση έλεγε πως οι απλοί άνθρωποι, παρασυρμένοι από φανατισμούς και επιτήδειους, έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους.

Και κατέληγε πάντα με την ίδια πικρή φράση, που την είχε κάνει μάθημα ζωής:
-Η διχόνοια, Κυριάκο, είναι η πιο μεγάλη κατάρα του τόπου. Δεν χ
ρειάζονται όπλα οι ξένοι όταν εμείς οι ίδιοι σφαζόμαστε μεταξύ μας. Μόνο αν σταθούμε ενωμένοι, μπορούμε να κρατήσουμε την πατρίδα μας ζωντανή.

9 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΡΙΚΟΥ

Ο Ανδρέας Λουρικός, γνωστός σε όλους και ως Καπετάνιος, είχε διπλό παρατσούκλι. Το πρώτο το όφειλε στο επίθετό του, το δεύτερο στη θητεία του στη ναυτική αστυνομία, όπου υπηρέτησε ως καπετάνιος του λιμενικού. Παράλληλα όμως, ήταν γεωργός, ένας μερακλής περβολάρης, που ό,τι έβγαζε από τη γη είχε μεγάλη ζήτηση. Και αυτό γιατί δούλευε με πολλή φροντίδα, υπομονή και πάνω απ’ όλα με αγάπη για τη γη και τον καρπό της.

Ο Κυριάκος, έμπορος έμπειρος και έξυπνος, τον υπολόγιζε πάντα στους καλύτερους πελάτες του. Γι’ αυτό όταν ο Ανδρέας αποφάσισε για πρώτη φορά στην Πάφο να φυτέψει έναν ξενόφερτο σπόρο κρεμμυδιών που οι Κύπριοι δεν πολυπροτιμούσαν αφού είχαν τα δικά τους με τη γεμάτη γεύση και τη γνώριμη μυρωδιά, δεν δίστασε να τον στηρίξει.
-Μπορεί να ζημιώσω, σκέφτηκε, μα για τον Λουρικό θα ρισκάρω.
Όταν όμως βγήκε ο καρπός, έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Κρεμμύδια λες και βγήκαν από καλούπι, μεγάλα, στρογγυλά, λουστρικά, όλα ίδια, να τα χαίρεσαι μόνο που τα βλέπεις. Ο Κυριάκος κατάλαβε τότε πως δεν κρατούσε απλώς ένα εμπόρευμα, αλλά θησαυρό.
Έσυρε το παλιό BEDFORD στο χωράφι κι ώρες ολόκληρες φόρτωναν σακιά. Το φορτηγό γέμισε μέχρι πάνω, πιο πολύ από δέκα τόνους. Και σαν έφτασε στο παζάρι, άρχισε να τα στήνει προσεκτικά στους πάγκους, λες κι έβαζε στο ράφι κοσμήματα κι όχι κρεμμύδια.
Δεν άργησαν να μαζευτούν οι μανάβηδες γύρω, να τα πιάνουν, να τα γυρίζουν στο φως, να τα κοιτάζουν με θαυμασμό. Εκείνη τη στιγμή ο Κυριάκος πήρε τη μεγάλη του απόφαση. Αντί να τα ξεπουλήσει φτηνά, όπως είχε λογαριάσει, τόλμησε να ζητήσει τιμή ψηλή. Και η τύχη τον αντάμειψε. Τα κρεμμύδια φεύγανε το ένα μετά το άλλο, πιο γρήγορα κι από ψωμί φρεσκοψημένο. Το κέρδος, απρόσμενο και μεγάλο, γλύκανε την καρδιά του.
Κι όταν γύρισε στον Λουρικό, δεν του ’δωσε μόνο τα συμφωνημένα, μα του έβαλε στο χέρι κι ένα χοντρό μάτσο παραπάνω.
-Αυτά είναι δικά σου, του είπε. Η γη σου κι ο κόπος σου τα ’φεραν.
Από τότε, για πολλά χρόνια, ο Ανδρέας ο Λουρικός δεν χόρταινε να παινεύει τον Κυριάκο. Τον θύμιζε πάντα σαν παράδειγμα τιμιότητας και λεβεντιάς, γιατί δεν είναι μικρό πράγμα, σε καιρούς δύσκολους, να στέκεσαι δίκαιος και να μοιράζεσαι το καλό που φέρνει η ζωή.

8 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ

Ο Κόκος ο Ιωαννίδης δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ξεκίνησε ως μικρός εμποράκος γυρνώντας με το βαν του τα χωριά της Πάφου για να πουλήσει τα προϊόντα που του εμπιστεύονταν διάφορες εταιρείες. Μικροπαντρεμένος, παλεύοντας για το μεροκάματο και την οικογένειά του, έδινε την εντύπωση ενός απλού πλασιέ. Όμως, πίσω από τη σεμνή του μορφή, κρυβόταν ένας χαρακτήρας σπάνιος.

Ο Κυριάκος, που τον γνώρισε μέσω συγγένειας, κατάλαβε αμέσως ότι ο Κόκος είχε κάτι το ιδιαίτερο. Παρά το ότι δεν είχε σπουδάσει, η σκέψη του ήταν κοφτερή, γεμάτη διαύγεια και αντίληψη. Οι κουβέντες του, μετρημένες και ζυγισμένες, μαρτυρούσαν έναν άνθρωπο που έβλεπε μακρύτερα απο τους άλλους.

-Κρίμα να μην είχε την ευκαιρία να σπουδάσει, συλλογιζόταν ο Κυριάκος.

Και όμως ακόμη και χωρίς βιβλία και πανεπιστήμια, ο Κόκος διέθετε ένα φυσικό χάρισμα που τον έσπρωχνε μπροστά.

Μια Κυριακή, όπως θυμάται ο Κυριάκος, ο Κόκος έφτασε στο σπίτι του διστακτικός.
-Κυριάκο, ντρέπομαι που στο ζητώ, μα έμεινα από πετρέλαιο και πρέπει επειγόντως να πάω στην Παναγιά με εμπόρευμα.
Ο Κυριάκος δεν δίστασε. Γέμισε το αμάξι του Κόκου από το δικό του τάνκι με καύσιμα και, όταν εκείνος πήγε να πληρώσει, του είπε,
-Κόκο, συγγενείς είμαστε. Τώρα ξεκινάς τη δουλειά σου, δέξου το ως δώρο.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Κόκος με εργατικότητα και καθαρό μυαλό, προόδευσε. Από μικρός πλασιέ έγινε ο κυρίαρχος της επιβατικής διακίνησης σε ολόκληρη την επαρχία. Ο στόλος των λεωφορείων της εταιρείας ήταν σχεδόν όλος δικός του. Έκανε περιουσία, βοήθησε κόσμο, έφτασε ψηλά. Μα ποτέ δεν ξέχασε ποιος ήταν.

Κάθε απόγευμα, περνούσε με την κούρσα του από το καφενείο του χωριού. Έβγαινε από το αμάξι πάντα κορδωτός, μα όχι για να επιδειχθεί. Κορδωτός από περηφάνια που δεν είχε χάσει την απλότητά του. Καθόταν με τους χωριανούς, έπινε τη ζιβανία του, γελούσε και συζητούσε σαν να ήταν ακόμη ο μικρός πλασιέ με το βαν.

Και κάθε φορά που άναβαν τα κέφια και το ποτό έλυνε τις γλώσσες, ο Κόκος θυμόταν εκείνη την ευκολία που του έκανε κάποτε ο Κυριάκος. Δεν παρέλειπε ποτέ να το αναφέρει στην παρέα, δείχνοντας πάντα ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη. Ήταν γι’ αυτόν μια μικρή στιγμή που σημάδεψε όλη του την πορεία, και την κουβαλούσε σαν χρέος τιμής μέσα του.

Ο Κόκος ήταν άνθρωπος που δεν τον συνεπήρε ο πλούτος. Αντίθετα, τον έκανε πιο δοτικό. Όταν αντιλαμβανόταν πως κάποιος στο χωριό είχε ανάγκη, έβρισκε τρόπο να βοηθήσει αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Έγινε έτσι ένας κρυφός ευεργέτης, ένας άνθρωπος που οι πράξεις του μιλούσαν πιο δυνατά από τα λόγια.

Ο χαρακτήρας του Κόκου ήταν αυτός που τον ξεχώρισε. Ευφυής και δυναμικός με ισχυρή προσωπικότητα μέσα στην απλότητά του, εργατικός, δίκαιος και κυρίως άνθρωπος με καλοσύνη. Ένας άνθρωπος που, ενώ μπορούσε να βλέπει όλους αφ’ υψηλού και θέση ισχύος, προτιμούσε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, και να μοιράζεται τη ζιβανία και το μεράκι τους.

7 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΜΠΗ

Ο Χαμπής, πατέρας του Κυριάκου, ήταν πανέξυπνος και επιτυχημένος στο επάγγελμά του. Όμως είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, αγαπούσε το χαρτοπαίγνιο. Όσα χρήματα κέρδιζε τα ξόδευε στον τζόγο, ένα πάθος με πολλές αρνητικές συνέπειες, ένας εθισμός που προκαλεί οικονομικά προβλήματα, δημιουργεί εντάσεις στις οικογενειακές σχέσεις, οδηγεί σε καυγάδες και απογοήτευση, ενώ στον ίδιο τον χαρτοπαίκτη φέρνει άγχος, λύπη και ντροπή. Ένα ακόρεστο πάθος που δεν προσφέρει πραγματική χαρά, αλλά οδηγεί σε αδιέξοδα και δυσκολίες.

Ο Χαμπής, σαν παθιασμένος παίκτης, τα βίωσε όλα αυτά για χρόνια, ώσπου, δυστυχώς, αυτό το ακόρεστο πάθος και η αγωνία του παιχνιδιού τον οδήγησαν στον θάνατο.

Είχαν περάσει περίπου πέντε χρόνια από την επιστροφή του Κυριάκου και τον συνεταιρισμό τους. Ο Κυριάκος είχε αναλάβει πλήρως τη δουλειά και άφησε τον πατέρα του να ξεκουραστεί σε διευθυντική θέση. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα εξήντα εκείνη τη μοιραία βραδιά, όταν καθόταν στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με άλλους συμπαίκτες και χαρτόπαιζαν. Τα ποσά είχαν φτάσει πολύ ψηλά και η αγωνία όλων μεγάλωνε όσο πλησίαζε το τέλος. Το άγχος κυρίευσε την ατμόσφαιρα, η αδρεναλίνη έβραζε, και κανείς δεν άντεχε κουβέντα. Όλοι ήταν απότομοι και θυμωμένοι.

Το παιχνίδι που έπαιζαν ήταν ο «Θανάσης». Ένα παραδοσιακό κυπριακό χαρτοπαίγνιο που παιζόταν από δύο έως οχτώ άτομα, με δέκα φύλλα στον καθένα. Στόχος ήταν να σχηματίσει ο παίκτης «τρίτες» (δηλαδή τριάδες ή περισσότερα ίδια φύλλα) ή συνεχόμενα χαρτιά και να τα κατεβάσει. Οι υπόλοιποι μετρούσαν τους πόντους από τα χαρτιά που τους περίσσευαν. Όποιος ξεπερνούσε τους 100 πόντους έβγαινε από το παιχνίδι, εκτός κι αν ξαναέμπαινε. Την πρώτη φορά πλήρωνε το ίδιο ποσό, αλλά κάθε επόμενη φορά διπλάσιο από την προηγούμενη. Το παιχνίδι συνεχιζόταν ώσπου να μείνει ένας μόνο νικητής.

Εκείνη τη βραδιά όλοι είχαν γραφτεί πολλές φορές και το ποσό είχε ανέβει στα ύψη. Σε ένα τράβηγμα ο Χαμπής έκλεισε. Αν κατέβαζε τα φύλλα του, το παιχνίδι τελείωνε. Μα απρόσεχτος, δεν το κατάλαβε και πέταξε σκάρτο χαρτί. Ο κουμπάρος του, ο Μελής, τον κλώτσησε κάτω από το τραπέζι, αλλά ήταν πια αργά.

Ο Χαμπής στενοχωρημένος άρχισε να αναπνέει γρήγορα, γεμάτος αγωνία, περιμένοντας να ξαναέρθει η σειρά του για να κατεβάσει τα χαρτιά. Όταν τελικά τα κατέβασε, ήταν ήδη αργά. Ένας άλλος παίκτης έμεινε μέσα, ξαναγραφτηκαν και άλλοι, και όταν το παιχνίδι τέλειωσε, κέρδισε άλλος.

Το άγχος και η στενοχώρια έκαναν την καρδιά του Χαμπή να χτυπά δυνατά και ασταμάτητα. Ένιωθε ότι θα σπάσει. Μη αντέχοντας τον πόνο, βγήκε έξω να αναπνεύσει. Όταν συνήλθε λίγο, γύρισε στο σπίτι. Μα μόλις πέρασε την πόρτα, η καρδιά του τον πρόδωσε. Έπεσε νεκρός στον τόπο. Ήταν μόλις εξήντα χρονών.

 

6 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΤΕΜΗΣ


Ο Ανδρέας Αρτέμης είναι μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής και πνευματικής ζωής στη Πάφο. Δεν είναι μόνο μεγάλος συνθέτης, αλλά και άνθρωπος με καλλιτεχνικό ήθος και ξεχωριστή προσωπικότητα. Με βαθιά ευαισθησία έστεκε απέναντι στην ανθρώπινη ψυχή καθώς ο ίδιος είχε αγνή ψυχή.

Γεμάτος από αυτά τα συναισθήματα, έβλεπε την τέχνη σαν καταφύγιο από την ασχήμια της κοινωνίας, κι αυτό αποτυπωνόταν στην ποίηση και στη μουσική του, που συνδύαζαν το ονειρικό με το ρεαλιστικό.

Ήταν άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα και άκαμπτη στάση απέναντι σε ό,τι θεωρούσε ψεύτικο ή ευτελές. Δεν δίσταζε να συγκρουστεί με τα κατεστημένα, είτε καλλιτεχνικά είτε προσωπικά. Είχε χιούμορ, αυτοσαρκασμό, αλλά και μια αυστηρότητα που πολλές φορές σόκαρε. Ταυτόχρονα, πίσω από αυτήν την αυστηρότητα έκρυβε μια μεγάλη τρυφερότητα.

Η συμπεριφορά του ήταν συχνά αντισυμβατική. Αρνιόταν να γίνει μέρος της βιομηχανίας του θεάματος ή να ενταχθεί σε ρόλους που δεν του ταίριαζαν. Μιλούσε πάντα με ειλικρίνεια, ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις. Στους φίλους και στους συνεργάτες του έδειχνε γενναιοδωρία, ενώ με το κοινό του ήταν αυστηρά απαιτητικός. Ζητούσε προσοχή, σεβασμό και αληθινό ενδιαφέρον.

Η μουσική του δεν έμπαινε σε κουτιά. Ακροβατώντας ανάμεσα στη κλασσική παράδοση και τη λόγια δυτική μουσική, δημιουργούσε εντελώς δικούς του δρόμους. Έγραψε τραγούδια παραδοσιακά, και κύκλους τραγουδιών που μοιάζουν με μικρές ποιητικές συλλογές.

Η μουσική του είναι λυρική, ποιητική, μελαγχολική αλλά και φωτεινή, γεμάτη χρώματα και αντιθέσεις. Βαθιά προσωπική, αλλά ταυτόχρονα παγκόσμια και διαχρονική. Γεμάτη λυρισμό, φαντασία και αλήθεια.

Όταν πια οι επιχειρήσεις του Κυριάκου είχαν στεριώσει και δεν χρειάζονταν πια ταξίδια και ξενύχτια, αποφάσισε –για την τέρψη τη δική του και της γυναίκας του– να ανοίξει μια μπουάτ με ζωντανή μουσική. Έστησε ένα φιλόξενο στέκι, που πολύ γρήγορα γέμισε θαμώνες. Οι παλιοί του πελάτες τον στήριξαν, και με το λαϊκό τραγούδι να κυλάει στις νύχτες, ο χορός και η διασκέδαση δεν άργησαν να κάνουν φήμη· τόσο που κάθε βράδυ το μαγαζί να σφύζει από κόσμο.

Μια μέρα, ανάμεσα στους θαμώνες, καθόταν μόνος του ένας άντρας. Ήσυχος, προσηλωμένος, άκουγε το μπουζούκι να σπαράζει με ρεμπέτικα, χασικλίδικα και βαριά λαϊκά άσματα. Ο Κυριάκος, που πρόσεξε τη μοναχική του φιγούρα, τον πλησίασε και έπιασε κουβέντα. Ο ξένος τού εκμυστηρεύτηκε πως ήταν μουσικός και πως μόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα.

– Θέλεις να μας παίξεις λίγο; τον ρώτησε ο Κυριάκος.

Κι εκείνος ανέβηκε στη σκηνή, κρατώντας μόνο την κιθάρα του. Όταν άρχισε να τραγουδά, η φωνή του γέμισε τον χώρο μελωδίες αλλιώτικες, ποιητικές, γεμάτες ποιότητα και συναίσθημα. Το κοινό σώπασε μαγεμένο, κι ο Κυριάκος ένιωσε να του ανοίγεται ένας άλλος κόσμος. Εντυπωσιασμένος, του πρότεινε συνεργασία.

Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια δυνατή καλλιτεχνική συντροφιά, που κράτησε χρόνια. Κι έτσι ο Κυριάκος μυήθηκε στην έντεχνη και ποιοτική μουσική – το είδος του ελληνικού τραγουδιού που συνδυάζει την ποίηση με τη μελωδία και ανυψώνει το τραγούδι σε ανώτερο καλλιτεχνικό επίπεδο. Από τότε υποσχέθηκε στον εαυτό του  ότι ως το τέλος της ζωής του, δεν θα άκουγε τίποτε άλλο.

 

4 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΑ

 

Ο Γρήστος του Κωστάντινου και ο Γιωρκής του Πενταρά αποφάσισαν να καλλιεργήσουν, δίπλα στη θάλασσα, ένα χωράφι με κρεμμύδια. Τα φρόντισαν με προσοχή. Τα πότιζαν, τα βοτάνιζαν και στο τέλος είχαν μια πλούσια σοδειά. Όταν ήρθε η ώρα της συγκομιδής, και οι δυό οικογένειες, γυναίκες και παιδιά, μαζεύτηκαν για να βοηθήσουν. Ξερίζωναν τα κρεμμύδια, τα στοίβαζαν σε σωρούς και, αφού πέρασε μια εβδομάδα και ξεράθηκαν τα φύλλα, άρχισαν να τα καθαρίζουν. Μετά τα φόρτωναν σε δύο γαϊδάρους, τους οποίους οδηγούσε ο Γρήστος στο χωριό, για να τα αποθηκεύσει στην αυλή του σπιτιού του, φτιάχνοντας δύο μεγάλους σωρούς για τη μοιρασιά.

Ο Γρήστος, όμως, γνωστός για την πονηριά του, είχε άλλη σκέψη. Έσκαψε έναν ρηχό λάκκο στη γη, τον γέμισε με κρεμμύδια και από πάνω σχημάτισε έναν μικρό σωρό, ώστε να φαίνεται λιγότερος. Δίπλα έστησε έναν άλλον, μεγαλύτερο, που φαινόταν πιο πλούσιος. Όταν τελείωσαν τη μεταφορά, γύρισε στον Γιωρκή και, τάχα μεγαλόψυχα, του είπε,
-Φίλε μου, επειδή σε αγαπώ και σε εκτιμώ, πάρε εσύ τον μεγάλο σωρό. Ο μικρός μένει για μένα.

Ο Γιωρκής όμως, φημισμένος για την εξυπνάδα του, απάντησε με χαμόγελο,
-Σε ευχαριστώ φίλε μου για τη γενναιοδωρία σου και δέχομαι με χαρά. Αλλά θα πάρω και τον σωρό που κρύβεται κάτω από τον δικό σου.

Η συζήτηση γρήγορα μετατράπηκε σε καυγά. Οι δυο φίλοι πείσμωσαν, αντάλλαξαν βαριές κουβέντες και έμειναν ασυμφιλίωτοι. Τα κρεμμύδια έμεναν απούλητα και όπως φαινόταν, θα σαπίζανε αν δεν έβρισκαν τρόπο να τα μοιράσουν. Ταίριαζε γι’ αυτούς η παροιμία: «Για τον ψύλλο έκαψαν το πάπλωμα».

Ο καιρός περνούσε. Ήρθε το φθινόπωρο, μπήκε ο χειμώνας και τα κρεμμύδια άρχισαν να πωλιούν. Ο Κυριάκος βλέποντας την πεισματική τους διαμάχη, λυπήθηκε που τόσοι κόποι κινδύνευαν να πάνε χαμένοι. Προσπάθησε να τους συμφιλιώσει, αλλά στάθηκε αδύνατο.

Έτσι, πήρε την απόφαση να δράσει μόνος του. Μια μέρα που οι δύο αντίπαλοι έλειπαν από το χωριό, μάζεψε δυο εργάτες, φόρτωσε όλα τα κρεμμύδια στο φορτηγό του και τα πήγε στο παζάρι. Εκεί τα πούλησε σε καλή τιμή. Όταν γύρισε και μοίρασε τα χρήματα, οι δυο χωριανοί, προς ανακούφιση όλων, δεν διαμαρτυρήθηκαν. Κατάλαβαν ότι το πείσμα έχει όρια και πως, στο τέλος, νικητής είναι εκείνος που βρίσκει τη λύση.

 

2 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

Πριν από την τουρκική εισβολή, στο στρατό της Κύπρου οι φαντάροι πληρώνοντα, μισθό μόλις 4 ½ λίρες. Ήταν ένα μηδαμινό ποσό, δεν έφτανε ούτε για τσιγάρα. Όμως, αφού το στράτευμα παρείχε διαμονή και φαγητό, για τα προσωπικά τους έξοδα οι στρατιώτες έπρεπε να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους. Όποιος δεν είχε βοήθεια από την οικογένεια, ήταν αναγκασμένος να αρκεστεί σ’ αυτόν τον πενιχρό μισθό.

Όταν έγινε η κατάταξη και πέρασε ο πρώτος μήνας, ήρθε η μέρα της πληρωμής. Οι φαντάροι στη σειρά ένας-ένας, έπαιρναν τον φάκελό τους. Ο Κυριάκος ενώ περίμενε τη σειρά του, παρατήρησε έναν συνάδελφό του να πλησιάζει διαδοχικά τους υπόλοιπους, να τους ψιθυρίζει κάτι και ύστερα να φεύγει με βλέμμα θλιμμένο.

Όταν έφτασε κοντά του, του είπε με λυπημένη φωνή:
-χρειάζομαι μια λίρα για να συμπληρώσω τα χρήματα να αγοράσω φάρμακα στη μάνα μου. Μπορείς να με βοηθήσεις;

Η καρδιά του Κυριάκου σφίχτηκε. Μια λίρα ήταν για εκείνον μεγάλο ποσό. Χωρίς καμία βοήθεια από το σπίτι, έπρεπε να περάσει τον μήνα με τις 4 ½ λίρες.
-Άσε λίγο να σκεφτώ, του απάντησε. Μια λίρα για μένα είναι πολλά.

Σκέφτηκε ξανά και ξανά. Τελικά, πήρε την απόφαση.
«Στο κάτω-κάτω», συλλογίστηκε, «εγώ δεν θα πεθάνω από την πείνα, ενώ έτσι μπορεί να σωθεί μια ζωή».

Του έδωσε τη λίρα. Από τότε, όμως, δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Πέρασαν τα χρόνια. Ο Κυριάκος μπάρκαρε στα καράβια και με κόπο και θυσίες, κατάφερε να μαζέψει λίγα χρήματα. Όταν επέστρεψε, αγόρασε ένα φορτηγό και ξεκίνησε δουλειά ως πραματευτής. Φόρτωνε φθαρτά προϊόντα αφού τα αγόραζε από τους παραγωγούς και τα μεταπωλούσε στο μεγάλο παζάρι της Λευκωσίας.

Μια χρονιά κατάφερε να συνάψει συμβόλαιο με την κυβέρνηση: θα προμήθευε τον στρατό με Κυπριακά κρεμμύδια. Τα ντόπια κρεμμύδια ήταν μοναδικά, καυτερά, γεμάτα γεύση, απαραίτητα σχεδόν σε κάθε τηγάνιση. Όμως η παραγωγή τους ήταν δύσκολη, γιατί έπρεπε πρώτα να μαζέψουν τους σπόρους από τις «φούτσες», να τους αποξηράνουν, να τους φυτέψουν σε «λασάνια», να βλαστήσουν σε «κονάρι» και μετά να μεταφυτευτεί ώσπου να γίνει ο ξηρός καρπός. Δεν ήταν εύκολη καλλιέργεια όπως οι ξενόφερτοι σπόροι, αλλά είχαν τη δική τους ιδιαίτερη αξία.

Ο Κυριάκος αγόρασε σχεδόν όλη την παραγωγή της Πάφου -τον κύριο τόπο παραγωγής- και γέμισε τις αποθήκες του, ακόμη κι άλλες που νοίκιασε. Μήνες αργότερα, με την άνοιξη, παρουσιάστηκε πλήρης έλλειψη Κυπριακών κρεμμυδιών στις αγορές και οι τιμές εκτοξεύτηκαν.

Οι αποθήκες του Κυριάκου ήταν γεμάτες, αλλά δυστυχώς το συμβόλαιο με την Εθνική Φρουρά προέβλεπε χαμηλή τιμή, μόλις τέσσερα σελίνια η οκά.

Σκέφτηκε λοιπόν, να πάει ο ίδιος στον διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας και να του προτείνει να προμηθεύει τον στρατό με φθηνότερα εισαγόμενα κρεμμύδια, τα οποία στοίχιζαν ακριβώς τέσσερα σελίνια η οκά. Έτσι θα μπορούσε να πουλήσει τα Κυπριακά στην ελεύθερη αγορά, σε πολύ υψηλότερες τιμές.

Χτύπησε την πόρτα, μπήκε στο γραφείο και του εξήγησε την κατάσταση. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο διευθυντής δέχτηκε αμέσως. Και βλέποντας το ύφος του Κυριάκου, του είπε,
-Δεν με κατάλαβες Ταπακούδη; Πριν χρόνια σου ζήτησα μια λίρα να πάρω φάρμακα στη μάνα μου. Και εσύ μου έδωσες από το υστέρημά σου.

Με τα κέρδη εκείνης τη χρονιάς, ο Κυριάκος έχτισε το πρώτο του συγκρότημα κτιρίων.

 

1 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΧΑΝΟΥΜΑΚΙ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Η Λέμπα ήταν τουρκικό χωριό, γειτονικό με τη Χλώρακα∙. Δυο χωριά χτισμένα στις παρυφές της θάλασσας, πάνω σ’ ένα οροπέδιο, με τον εύφορο κάμπο να απλώνεται από κάτω, καλλιεργημένο από τους κατοίκους των δυο χωριών.

Ένα πρωινό, ο Βρυώνης, μόλις δεκατεσσάρων χρονών, καβαλλίκεψε με τον παππού του το γαϊδουράκι κι έκαναν τον δρόμο προς το χωράφι τους κοντά στο γιαλό, για να ποτίσουν τη ρέντα τους. Ο ήλιος ανέβαινε αργά πάνω από τα χαμηλά βουνά, βάφοντας με ρόδινο φως τη θάλασσα, όταν ξαφνικά το νερό στο αυλάκι σταμάτησε να κυλά.

-Άντε, Βρυώνη, σείρε πάνω στο κιρίζι να δεις ποιος έκοψε το νερό, και ξαναγύρις΄ τη δισιά.

Ο Βρυώνης ξεκίνησε να κάμει όπως του είχε παραγγείλει ο παππούς. Κι εκεί, στην άκρη του άλλου χωραφιού πέρα μακριά δίπλα στο κιρίζι, την είδε για πρώτη φορά.

Ήταν η Αϊσέ, κόρη της Χαλιτές μια δυναμικής Τουρκάλλας που έριζε τον μισό κάμπο, και κατέβηκαν και αυτές να ποτίσουν. Γύρισαν τη δισιά, και έτσι σταμάτησε το νερό.

Ήταν μόλις δώδεκα χρονών, κι όμως στο βλέμμα της έμοιαζε να κουβαλά μυστικά αιώνων. Τα μάτια της, μεγάλα και λαμπερά, σαν να τα είχε δανειστεί από τον πρωινό ουρανό, άφηναν μια γλυκιά θαλπωρή σε όποιον τα συναντούσε. Τα μαλλιά της, σκούρα και μακριά, κυλούσαν στους ώμους σαν μετάξι, πλαισιώνοντας το λεπτό, σχεδόν αγγελικό της πρόσωπο. Στο χαμόγελό της υπήρχε κάτι από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, μα και μια υπόσχεση ομορφιάς που έμελλε να ωριμάσει με τον καιρό.

Εκείνο το πρωινό, με ένα απλό «καλημέρα» που του είπε, κατάφερε να σφραγίσει την ψυχή του. Ήταν μια στιγμή τόσο σύντομη, που άλλος θα την ξεχνούσε την ίδια κιόλας μέρα, κι όμως, ο Βρυώνης την κράτησε μέσα του σαν φυλαχτό.

Πενήντα χρόνια αργότερα, όταν τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει κι η ζωή είχε αφήσει τα σημάδια της πάνω του, η μορφή της μικρής Τουρκάλας έμενε αναλλοίωτη στη μνήμη του -σαν ένας ήλιος που ποτέ δεν δύει. Ο νεαρός είχε γίνει άντρας, είχε παλέψει με τη φτώχεια, είχε δουλέψει σκληρά, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά κι εγγόνια. Η ζωή κύλησε με χαρές και λύπες, με βάσανα και κόπους. Μα ποτέ δεν ξέχασε εκείνη τη μέρα κάτω στο γιαλό.

Στις πιο ήσυχες ώρες, όταν ο νους του ταξίδευε, πάντα εμφανιζόταν το ίδιο πρόσωπο, η μικρή Τουρκάλα με το λευκό μαντήλι στους ώμους και τα μάτια που έλαμπαν σαν πρωινός ουρανός. Και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, καθισμένος στο κατώφλι του σπιτιού του με τα μαλλιά του λευκά και τα χέρια του γεμάτα ρόζους, εξακολουθούσε να θυμάται. Την «καλημέρα» της την άκουγε ακόμη καθαρά, σαν να του την ψιθύριζε το αεράκι του γιαλού.

Δεν την ξαναείδε ποτέ. Δεν έμαθε αν ζει ή αν χάθηκε στον πόλεμο. Μα για εκείνον έμεινε πάντα ζωντανή, σαν θησαυρός κρυμμένος στη μνήμη.

Κι ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Γιατί μερικές φορές, οι πιο δυνατές αγάπες είναι εκείνες που δεν προλαβαίνουν να γίνουν ιστορίες. Μένουν όνειρα ανεκπλήρωτα, εικόνες που δεν αγγίχτηκαν ποτέ. Και ακριβώς γι’ αυτό αντέχουν περισσότερο.

Η μικρή Τουρκάλα, το Χανουμάκι του γιαλού, έμεινε για πάντα δώδεκα χρονών μέσα στη σκέψη και στην καρδιά του. Και η «καλημέρα» της ήταν η πιο όμορφη λέξη που είχε ακούσει ποτέ.